ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΉ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

 


Γιάννης Τσαρούχης - Λεπτομέρεια από τις 4 εποχές



 Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ   " Η φύση έχει την πιο ωραία μνήμη " 


Η φύση έχει μια μνήμη με σύννεφα μπλάβα
με κίτρινες προεκτάσεις του φεγγαριού
στις λίγες αναμνήσεις που μου μένουν
όταν υμνούσα το Σεπτέμβρη
κι απ' τα νερά τα γκρίζα, τα μαλαματένια του
είχα δει ν' αναδύονται τα πιο ωραία
σώματα της αγάπης μου.
Ήταν α υ τ ή η ψύχρα
α υ τ ή η θολή καθαρότητα
κι ένα γλυκό φωτοστέφανο
τριγύριζε τα πρωινά ψάρια
στον μαρμάρινο μπάγκο.
Ο αέρας ύφασμα
με τέλεια εφαρμογή
η μυρωδιά του γιασεμιού
λες κι ήταν προσωπικό μου χάρισμα
λες και με αφορούσε κι εμένα
η ωραιότητα.
Η αγάπη έχει αξία συλλογική
τα τόσα πρόσωπα είναι ένα
μες στο γαλάζιο
κι η συμβολή τους συμβολική
στης εποχής το γύρισμα
στον τρύγο
στο πλύσιμο των βαρελιών
δίπλα στη θάλασσα
στα μαύρα σακιά με κοπριά
ακουμπισμένα στην πόρτα μου
σαν κακοί οιωνοί.
Η φύση έχει την πιο ωραία μνήμη
φοράει το ίδιο φως
σε κάθε επέτειο
κρατάει το ίδιο κλαρί
με τα λαχανιασμένα φύλλα
στην εκθαμβωτική πτώση τους.
Γιατί εγώ άσχημα θυμούμαι
Βλέπω μόνο σταγόνες πίκρας
στα χείλη μου που τα ΄σχιζε
η χαρά
και σημάδια αλλοίωσης στα μέλη
τα κρυφά
ανθεστήρια θανάτου

Leonid Afremov    foggy autumn


Paul Verlaine, Chanson d'automne (Πωλ ΒερλαίνΤο τραγούδι του Φθινοπώρου)

Les sanglots longs                             Λυγμοί μακρόσυρτοι
Des violons                                        των βιολιών
De l'automne                                     του Φθινοπώρου
Blessent mon coeur                           πληγώνουν την καρδιά μου
D'une langueur                                  με μιά αποχαύνωση
Monotone.                                         μονότονη.

Tout suffocant                                    Όλα αποπνικτικά
Et blême, quand                                 και κάτωχρα
Sonne l'heure,                                    όταν έρθει η ώρα,
Je me souviens                                   θυμάμαι
Des jours anciens                               μέρες παλιές
Et je pleure                                         και κλαίω
                                       
Et je m'en vais                                   Και φεύγω
Au vent mauvais                               με άνεμο κακό
Qui m'emporte                                  που με πάει
Deçà, delà,                                        από ΄δω από 'κει
Pareil à la                                          όμοια με
Feuille morte.                                    με φύλλο νεκρό (μεταφ. Δάφνη Χρονοπούλου)



Giuseppe Arcimboldo, Autumn 


 ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ  «Απόψε φθινοπώριασε»


Απόψε πέφτει παγωνιά
στο δρόμο και στη γειτονιά
και μες στο βράδυ το θολό
θυμάμαι και μελαγχολώ.

Απόψε φθινοπώριασε
και τ’ όνειρο ξεθώριασε
καρδιά μου κάνε υπομονή
κι ο ήλιος θα ξαναφανεί.

Απόψε μύρισε βροχή
χειμώνας μπαίνει στην ψυχή
και στο δρομάκι το στενό
με πιάνει το παράπονο.


Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Μανώλης Μητσιάς


 Claude Monet, Autumn Effect at Argenteuil (1873) 



  Κική Δημουλά " Βροχή επιστροφής "

Εγώ, όταν μεγαλώσω
θα γίνω Σεπτέμβριος έλεγε ο Αύγουστος.
Έβρεξε δω λιγάκι.
Δοκιμαστικά, σαν έλεγχος
αν λειτουργούν καλά οι πτώσεις.
Όπως χτυπάνε κάθε τόσο
ξαφνικά οι σειρήνες, δοκιμαστικά,
αν λειτουργεί καλά
ο τρόμος του πολέμου.
Ελάχιστη βροχή,
ίσα που την πλατάγισε στο στόμα του
το χώμα τη σταγόνα
– καθώς δοκιμαστής κρασιών-,
μόλις που πρόλαβε η υγρόεσσα ευωδιά
παραπονιάρα να τριφτεί
πάνω στα περιβόλια.
Δέναν οι παραθεριστές
στις σχάρες των αυτοκινήτων την Αθήνα
μαρσάραν τις βαλίτσες τους και φεύγαν.
Πεθαίναν απ’ τη ζήλια τους τα σπίτια
κοιτώντας τα τροχόσπιτα
στην Εθνική Οδό του Σεπτεμβρίου.
Απ’ τ’ ανοιχτά παραθυράκια τους
μικρά όσο ένα σάντουιτς ματιάς
κουρτινάκια φτερακίζαν κατά έξω,
νάιλον γλάροι εμπριμέ, δεμένοι.
Λοξά στημένη
νανούριζε τα τέλια της
μια κιθάρα ηλιοκαμένη.
Ευτυχώς βελτιώθηκε
το βιοτικό επίπεδο της βάρκας.
Γίνανε βάρκες κατοικίδιες
– αστυφιλία των σκαριών.
Αστραφτερές, εξωλέμβιες,
πάνω στα τρέιλερ κουρνιασμένες
ακολουθούν τ’ αφεντικά τους,
σκυλάκια ράτσας
χωρίς καθόλου τρίχωμα θαλάσσης.
Γαύροι πηδάνε κατά πάνω,
μια τελευταία ασημένια περιέργεια.
Κάτι θα την πονέσει απόψε τη βραδιά
γι’ αυτό το προς το τέλος.
Αν έχει ξαστεριά
θα πιει κάποιο παυσίπονο αστέρι.
Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο.
Μήπως και ξαναβρέξει.
Να σε ξεπλύνω λίγο.
Είσαι μες στην αρμύρα και τ’ αλάτια
από τότε που ήμουνα θάλασσα.

Wassily Kandinsky, Autumn in Murnau (1908)  



ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ:«ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ»

Ἄρχισε ψύχρα.
Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.
Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.
Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.
Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωῆς.
Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.
Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα
κι ὅλα νὰ φεύγουν.
Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.
Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.
Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.
Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».
Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.



Winslow Homer – Autumn


Κική Δημουλά «Υπό Φθινόπωρον»


Σκηνή σε πάρκο με άγαλμα

Γυναίκα μαρμάρινη
Πλαγιασμένη κι εξέχουσα
Λίγο του βάθρου σου
κατά μία υποψία φυγής
στον ίσκιο της ανίας σου
στην άπλα του μεσημεριού
παιδί εργατικό κοιμάται.
Η σκισμένη του μπλούζα
αυτοβιογραφία του.
Τη διαβάζουμε, εγώ κι εσύ
επί τη ευκαιρία
παίρνεις μιαν ιδέα
των φθειρομένων πραγμάτων
του προς στιγμήν εφήβου
και κάτι από το απίθανο της ποιήσεως
όταν συμπίπτει
να στέκουν τα φθινόπωρα
στα δένδρα
προς εποπτείαν των διαθέσεων.
Paul Gauguin, Autumn Landscape (Farm and pond) (1877)   

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: «ΣΠΟΡΑΔΕΣ Ελένη»


Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε – σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη –
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.

Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ’ από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντας του εμπιστευτικά πώς θα ξανασυνατηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατός που θ’ αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν
Κι απομακρύνονται

Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπωρινού ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στη ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
Του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
Και λόγια
Λόγια όχι σαν τα’ άλλα μα κι αυτά μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν:
Εσένα!


John Singer Sargent, Autumn on the River (1889) 
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ «Αρχάγγελος τον Σεπτέμβριον βοά μέσα στην πλάση»

“Τις μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμη
βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η
γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους
κήπους σκάνε τα ρόδια, και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες
των λουλουδιών, και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι
οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών
κτυπούν τις θύρες, τότε, σαν να ‘ναι πάντα καλοκαίρι (γιατί
όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος) αναγαλλιάζουν οι ψυχές, και ο Έρωτας, ο πιο ξανθός αρχάγγε-λος του Παραδείσου, βοά και λέγει στο κάθε που άγγιξε κορμί: Τα ρούχα πέτα, γδύσου.
Τίποτε μη φοβάσαι.
Έαρ, χειμώνας, θέρος-
όπου κι αν είσαι-
είναι η ρομφαία μου μαζί σου.”
(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, εκδ. Ίκαρος)
https://itzikas.wordpress.com

Francisco Goya, Autumn, or The Grape Harvest (1786-1787)  


Ανδρέας Εμπειρίκος, «Εποχές»

(απόσπασμα)

«Τοπία βροχερά του φθινοπώρου, με απώλειαν των νηπενθών

ανθέων, με ακαριαίας πτώσεις φύλλων, και βαθμιαίαν σβέσιν

των φωνών του υψηλού καλοκαιριού, εις παραλίας και αιγια-

λούς όπου το κύμα, ηπίως επελαύνον, εδρόσιζε τα σώματα

με ιριδίζοντας αφρούς, πριν χαμηλώσει η εποχή πάσης ευθα-

λασσίας, πριν πέσει εις την αφάνειαν ο ύψιστος του θέρους μην…»

(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος)

Emil Nolde, Autumn Sea   


Κ. Π. Καβάφης. «Πλησίον Παραθύρου Ανοικτού»

«Εν φθινοπωρινής νυκτός ευδία,
πλησίον παραθύρου ανοικτού,
εφ’ ώρας ολοκλήρους, εν τελεία,
ηδονική κάθημαι ησυχία.
Των φύλλων πίπτ’ η ελαφρά βροχή.

Ο στεναγμός του κόσμου του φθαρτού
εν τη φθαρτή μου φύσει αντηχεί,
αλλ’ είναι στεναγμός γλυκύς, υψούται ως ευχή.
Aνοίγει το παράθυρόν μου κόσμον
άγνωστον. Aναμνήσεων ευόσμων,
αρρήτων μοι προσφέρεται πηγή.
Επί του παραθύρου μου πτερά
κτυπώσι — φθινοπωρινά πνεύματα δροσερά
εισέρχονται και με περικυκλούσι
κ’ εν τη αγνή των γλώσση μοι λαλούσι.

Ελπίδας αορίστους και ευρείας
αισθάνομαι· κ’ εν τη σεπτή σιγή
της πλάσεως, τα ώτα μου ακούουν μελωδίας,
ακούουν κρυσταλλίνην, μυστικήν
εκ του χορού των άστρων μουσικήν.»
(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)

Martiros Saryan, Autumn flowers and fruits (1939)  


ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ: «ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ»

Φθινόπωρο. Τα φύλλα πέφτουν.
Δηλαδή, πάντα τα φύλλα πέφτανε τούτη την εποχή,
οι μέρες μικρές, το φως λιγοστεύει, πρωί σκοτάδι ακόμη,
αρνιέσαι να φορέσεις μάλλινα, ελπίζεις σε μέρες γλυκές,
αλλά, φθινόπωρο. Τα φύλλα πάντα πέφτουν.
Αδήριτα φθινόπωρο. Κι αν δεν το λέγανε οι όψεις και τα χρώματα
το λέει το βάσανο της καθημερινής επιστροφής στα περασμένα
τους μίτους που πας να διασώσεις κι αυτοί ξεφτίζουν βαθμιαία
πέφτοντας με τις γκρι βροχές σε λασπωμένες μνήμες.
Φθινόπωρο. Τα φύλλα πέφτουν. Σαπίζουνε τα φύλλα
στις μακρινές αλέες των βόρειων πόλεων που συνήθισες
κι ένας κρύος αέρας τα παρασέρνει στα χαντάκια.

Φθινοπωριάζει. Η λέξη αγάπη σε έκπτωση.
Το μόνο μέλλον σου, χειμώνας.
http://piotermilonas.blogspot.gr/

 Egon Schiele, Autumn Sun (1912) 



ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ " Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο "

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο ζητᾶνε τὴ χαρά τους
γιατὶ ἡ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι...
Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν, τὴν ἄνοιξη; -Ποιὸς ξέρει;
...γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τους...
Ἀπόψε τὴν περίμεναν, σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι,
ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι,
κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους...
http://users.uoa.gr/

 Cornelis Vreedenburgh, Coesweerd In Laren In The Autumn   


ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ  - Πόθος 

Βαθὺ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶ,
μὲ τὶς πλατιές, βαριές σου στάλες
τῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί, τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοί,
ποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες...

Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριά,
κι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοι:
ἀπόψε μου ποθεῖ ἡ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριά,
ὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι!

Τότε, γερτὸς κι ἐγὼ ξανά, μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινά,
θ᾿ ἀναπολῶ γλυκά, -ποιὸς ξέρει-,
καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ, σὰν ἕνα μακρινὸ βιολί,
τὸ περασμένο καλοκαίρι...
http://users.uoa.gr/

 Henri Martin, The Arbour in Autumn   


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ " ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ "

Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση,
πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’ αγαπήσουν.

Ώσπου στο τέλος δεν μένει παρά μια θολή ανάμνηση από το παρελθόν (πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και κανείς δεν θα μας θυμηθεί.

ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου