Η φύση έχει μια μνήμη με σύννεφα μπλάβα
με κίτρινες προεκτάσεις του φεγγαριού
στις λίγες αναμνήσεις που μου μένουν
όταν υμνούσα το Σεπτέμβρη
κι απ' τα νερά τα γκρίζα, τα μαλαματένια του
είχα δει ν' αναδύονται τα πιο ωραία
σώματα της αγάπης μου.
Ήταν α υ τ ή η ψύχρα
α υ τ ή η θολή καθαρότητα
κι ένα γλυκό φωτοστέφανο
τριγύριζε τα πρωινά ψάρια
στον μαρμάρινο μπάγκο.
Ο αέρας ύφασμα
με τέλεια εφαρμογή
η μυρωδιά του γιασεμιού
λες κι ήταν προσωπικό μου χάρισμα
λες και με αφορούσε κι εμένα
η ωραιότητα.
Η αγάπη έχει αξία συλλογική
τα τόσα πρόσωπα είναι ένα
μες στο γαλάζιο
κι η συμβολή τους συμβολική
στης εποχής το γύρισμα
στον τρύγο
στο πλύσιμο των βαρελιών
δίπλα στη θάλασσα
στα μαύρα σακιά με κοπριά
ακουμπισμένα στην πόρτα μου
σαν κακοί οιωνοί.
Η φύση έχει την πιο ωραία μνήμη
φοράει το ίδιο φως
σε κάθε επέτειο
κρατάει το ίδιο κλαρί
με τα λαχανιασμένα φύλλα
στην εκθαμβωτική πτώση τους.
Γιατί εγώ άσχημα θυμούμαι
Βλέπω μόνο σταγόνες πίκρας
στα χείλη μου που τα ΄σχιζε
η χαρά
και σημάδια αλλοίωσης στα μέλη
τα κρυφά
ανθεστήρια θανάτου
Des violons των βιολιών
De l'automne του Φθινοπώρου
Blessent mon coeur πληγώνουν την καρδιά μου
D'une langueur με μιά αποχαύνωση
Monotone. μονότονη.
Tout suffocant Όλα αποπνικτικά
Et blême, quand και κάτωχρα
Sonne l'heure, όταν έρθει η ώρα,
Je me souviens θυμάμαι
Des jours anciens μέρες παλιές
Et je pleure και κλαίω
Et je m'en vais Και φεύγω
Au vent mauvais με άνεμο κακό
Qui m'emporte που με πάει
Deçà, delà, από ΄δω από 'κει
Pareil à la όμοια με
Feuille morte. με φύλλο νεκρό (μεταφ. Δάφνη Χρονοπούλου)
Απόψε πέφτει παγωνιά
στο δρόμο και στη γειτονιά
και μες στο βράδυ το θολό
θυμάμαι και μελαγχολώ.
Απόψε φθινοπώριασε
και τ’ όνειρο ξεθώριασε
καρδιά μου κάνε υπομονή
κι ο ήλιος θα ξαναφανεί.
Απόψε μύρισε βροχή
χειμώνας μπαίνει στην ψυχή
και στο δρομάκι το στενό
με πιάνει το παράπονο.
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Μανώλης Μητσιάς
Claude Monet, Autumn Effect at Argenteuil (1873) |
Εγώ, όταν μεγαλώσω
θα γίνω Σεπτέμβριος έλεγε ο Αύγουστος.
Έβρεξε δω λιγάκι.
Δοκιμαστικά, σαν έλεγχος
αν λειτουργούν καλά οι πτώσεις.
Όπως χτυπάνε κάθε τόσο
ξαφνικά οι σειρήνες, δοκιμαστικά,
αν λειτουργεί καλά
ο τρόμος του πολέμου.
Ελάχιστη βροχή,
ίσα που την πλατάγισε στο στόμα του
το χώμα τη σταγόνα
– καθώς δοκιμαστής κρασιών-,
μόλις που πρόλαβε η υγρόεσσα ευωδιά
παραπονιάρα να τριφτεί
πάνω στα περιβόλια.
Δέναν οι παραθεριστές
στις σχάρες των αυτοκινήτων την Αθήνα
μαρσάραν τις βαλίτσες τους και φεύγαν.
Πεθαίναν απ’ τη ζήλια τους τα σπίτια
κοιτώντας τα τροχόσπιτα
στην Εθνική Οδό του Σεπτεμβρίου.
Απ’ τ’ ανοιχτά παραθυράκια τους
μικρά όσο ένα σάντουιτς ματιάς
κουρτινάκια φτερακίζαν κατά έξω,
νάιλον γλάροι εμπριμέ, δεμένοι.
Λοξά στημένη
νανούριζε τα τέλια της
μια κιθάρα ηλιοκαμένη.
Ευτυχώς βελτιώθηκε
το βιοτικό επίπεδο της βάρκας.
Γίνανε βάρκες κατοικίδιες
– αστυφιλία των σκαριών.
Αστραφτερές, εξωλέμβιες,
πάνω στα τρέιλερ κουρνιασμένες
ακολουθούν τ’ αφεντικά τους,
σκυλάκια ράτσας
χωρίς καθόλου τρίχωμα θαλάσσης.
Γαύροι πηδάνε κατά πάνω,
μια τελευταία ασημένια περιέργεια.
Κάτι θα την πονέσει απόψε τη βραδιά
γι’ αυτό το προς το τέλος.
Αν έχει ξαστεριά
θα πιει κάποιο παυσίπονο αστέρι.
Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο.
Μήπως και ξαναβρέξει.
Να σε ξεπλύνω λίγο.
Είσαι μες στην αρμύρα και τ’ αλάτια
από τότε που ήμουνα θάλασσα.
Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.
ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.
Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.
Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωῆς.
Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.
κι ὅλα νὰ φεύγουν.
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.
Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».
Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.
Σκηνή σε πάρκο με άγαλμα
Γυναίκα μαρμάρινη
Πλαγιασμένη κι εξέχουσα
Λίγο του βάθρου σου
κατά μία υποψία φυγής
στον ίσκιο της ανίας σου
στην άπλα του μεσημεριού
παιδί εργατικό κοιμάται.
Η σκισμένη του μπλούζα
αυτοβιογραφία του.
Τη διαβάζουμε, εγώ κι εσύ
επί τη ευκαιρία
παίρνεις μιαν ιδέα
των φθειρομένων πραγμάτων
του προς στιγμήν εφήβου
και κάτι από το απίθανο της ποιήσεως
όταν συμπίπτει
να στέκουν τα φθινόπωρα
στα δένδρα
προς εποπτείαν των διαθέσεων.
John Singer Sargent, Autumn on the River (1889) |
“Τις μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμη
βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η
γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους
κήπους σκάνε τα ρόδια, και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες
των λουλουδιών, και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι
οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών
κτυπούν τις θύρες, τότε, σαν να ‘ναι πάντα καλοκαίρι (γιατί
όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος) αναγαλλιάζουν οι ψυχές, και ο Έρωτας, ο πιο ξανθός αρχάγγε-λος του Παραδείσου, βοά και λέγει στο κάθε που άγγιξε κορμί: Τα ρούχα πέτα, γδύσου.
Τίποτε μη φοβάσαι.
Έαρ, χειμώνας, θέρος-
όπου κι αν είσαι-
είναι η ρομφαία μου μαζί σου.”
(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, εκδ. Ίκαρος)
https://itzikas.wordpress.com
Francisco Goya, Autumn, or The Grape Harvest (1786-1787) |
(απόσπασμα)
«Τοπία βροχερά του φθινοπώρου, με απώλειαν των νηπενθών
ανθέων, με ακαριαίας πτώσεις φύλλων, και βαθμιαίαν σβέσιν
των φωνών του υψηλού καλοκαιριού, εις παραλίας και αιγια-
λούς όπου το κύμα, ηπίως επελαύνον, εδρόσιζε τα σώματα
με ιριδίζοντας αφρούς, πριν χαμηλώσει η εποχή πάσης ευθα-
λασσίας, πριν πέσει εις την αφάνειαν ο ύψιστος του θέρους μην…»
(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος)
Emil Nolde, Autumn Sea |
«Εν φθινοπωρινής νυκτός ευδία,
πλησίον παραθύρου ανοικτού,
εφ’ ώρας ολοκλήρους, εν τελεία,
ηδονική κάθημαι ησυχία.
Των φύλλων πίπτ’ η ελαφρά βροχή.
Ο στεναγμός του κόσμου του φθαρτού
εν τη φθαρτή μου φύσει αντηχεί,
αλλ’ είναι στεναγμός γλυκύς, υψούται ως ευχή.
Aνοίγει το παράθυρόν μου κόσμον
άγνωστον. Aναμνήσεων ευόσμων,
αρρήτων μοι προσφέρεται πηγή.
Επί του παραθύρου μου πτερά
κτυπώσι — φθινοπωρινά πνεύματα δροσερά
εισέρχονται και με περικυκλούσι
κ’ εν τη αγνή των γλώσση μοι λαλούσι.
Ελπίδας αορίστους και ευρείας
αισθάνομαι· κ’ εν τη σεπτή σιγή
της πλάσεως, τα ώτα μου ακούουν μελωδίας,
ακούουν κρυσταλλίνην, μυστικήν
εκ του χορού των άστρων μουσικήν.»
(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)
Martiros Saryan, Autumn flowers and fruits (1939) |
Φθινόπωρο. Τα φύλλα πέφτουν.
Δηλαδή, πάντα τα φύλλα πέφτανε τούτη την εποχή,
οι μέρες μικρές, το φως λιγοστεύει, πρωί σκοτάδι ακόμη,
αρνιέσαι να φορέσεις μάλλινα, ελπίζεις σε μέρες γλυκές,
αλλά, φθινόπωρο. Τα φύλλα πάντα πέφτουν.
Αδήριτα φθινόπωρο. Κι αν δεν το λέγανε οι όψεις και τα χρώματα
το λέει το βάσανο της καθημερινής επιστροφής στα περασμένα
τους μίτους που πας να διασώσεις κι αυτοί ξεφτίζουν βαθμιαία
πέφτοντας με τις γκρι βροχές σε λασπωμένες μνήμες.
Φθινόπωρο. Τα φύλλα πέφτουν. Σαπίζουνε τα φύλλα
στις μακρινές αλέες των βόρειων πόλεων που συνήθισες
κι ένας κρύος αέρας τα παρασέρνει στα χαντάκια.
Φθινοπωριάζει. Η λέξη αγάπη σε έκπτωση.
Το μόνο μέλλον σου, χειμώνας.
http://piotermilonas.blogspot.gr/
Egon Schiele, Autumn Sun (1912) |
Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο ζητᾶνε τὴ χαρά τους
γιατὶ ἡ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι...
Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν, τὴν ἄνοιξη; -Ποιὸς ξέρει;
...γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τους...
Ἀπόψε τὴν περίμεναν, σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι,
ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι,
κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους...
http://users.uoa.gr/
Cornelis Vreedenburgh, Coesweerd In Laren In The Autumn |
Βαθὺ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶ,
μὲ τὶς πλατιές, βαριές σου στάλες
τῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί, τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοί,
ποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες...
Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριά,
κι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοι:
ἀπόψε μου ποθεῖ ἡ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριά,
ὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι!
Τότε, γερτὸς κι ἐγὼ ξανά, μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινά,
θ᾿ ἀναπολῶ γλυκά, -ποιὸς ξέρει-,
καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ, σὰν ἕνα μακρινὸ βιολί,
τὸ περασμένο καλοκαίρι...
http://users.uoa.gr/
Henri Martin, The Arbour in Autumn |
Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση,
πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’ αγαπήσουν.
Ώσπου στο τέλος δεν μένει παρά μια θολή ανάμνηση από το παρελθόν (πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και κανείς δεν θα μας θυμηθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου