ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ ( 12 Μαρτίου 1865 – 24 Οκτωβρίου 1922 )

 

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε στα Λεχαινά της Ηλείας, πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Καρκαβίτσα και της Άννας το γένος Σκαλτσά. Είχε τέσσερις αδερφούς και τέσσερις αδερφές. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Στην Πάτρα μελέτησε ελληνική μυθολογία και ελληνική λογοτεχνία, κυρίως τους Επτανήσιους και τους πεζογράφους της Α' Αθηναϊκής Σχολής. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη, από τη μορφή της οποίας θεωρείται πως εμπνεύστηκε για την ηρωίδα της Λυγερής (1896). Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από οπού αποφοίτησε πέντε χρόνια αργότερα. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κων/νο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της Εστίας τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του Ο Ζητιάνος το 1897. Υπηρέτησε επίσης ως έφεδρος δόκιμος γιατρός και το 1891 μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας διορίστηκε υγειονομικός γιατρός στο ατμόπλοιο Αθήναι, με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο Σ' Ανατολή και Δύση και αξιοποιήθηκαν στη συλλογή διηγημάτων Λόγια της Πλώρης (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου. Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις που επιδίωξε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε ο ίδιος αειφυγία). Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας που προωθούσε τη Μεγάλη Ιδέα και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα μια μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Βενιζέλου. 
Φωτογραφία, του 1900,
με τη στολή του υπιάτρου
Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο κίνημα Εθνικής Αμύνης με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση.Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του και το 1922 πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου. Η πορεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα στα γράμματα ξεκίνησε στα πλαίσια της φθίνουσας περιόδου του Αθηναϊκού Ρομαντισμού. Από την περίοδο αυτή σώζονται χειρόγραφα από ποιητικά και πεζά έργα του στην καθαρεύουσα. Πολύ σύντομα όμως στράφηκε στη δημοτική και έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους, δημοσιεύοντας από το 1885 άρθρα ποικίλου περιεχομένου, διηγήματα και νουβέλες σε πολλά αθηναϊκά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Τις εκδόσεις των έργων του φρόντιζε ο ίδιος διορθώνοντας και συμπληρώνοντας τις αρχικές μορφές των κειμένων του. Το 1898 βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Εστίας για το διήγημα Πάσχα στα Πέλαγα και το 1911 τιμήθηκε με το αργυρό Σταυρό. Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Πριν το θάνατό του εξέδωσε δυο ακόμη συλλογές παλιότερων διηγημάτων του με στρατιωτική θεματογραφία (Διηγήματα για τα παλικάρια μας και Διηγήματα του γυλιού), ενώ δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τον Αρματωλό, μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει από το 1894. Στο λογοτεχνικό έργο του Καρκαβίτσα κυριαρχεί η δημοτική γλώσσα στη μετριοπαθή της έκφραση. Η συμβολή του συγγραφέα στο δημοτικιστικό Αγώνα χρονολογείται ήδη από το 1892 (τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση του έργου του Ψυχάρη Το ταξίδι μου), όταν στον πρόλογο της έκδοσης της πρώτης συλλογής διηγημάτων τοποθετήθηκε υπέρ της δημοτικής. Στη συνέχεια πήρε μέρος στην ίδρυση της εταιρίας "Η Εθνική Γλώσσα" (1905) και ήταν μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και της Λαογραφικής Εταιρίας του Νικόλαου Πολίτη. Ωστόσο ποτέ δεν ασπάστηκε τις ακρότητες του Ψυχάρη και προσπάθησε να σταθεί ανάμεσα στις ακραίες θέσεις του γλωσσικού ζητήματος. Η πεζογραφία του κινήθηκε αρχικά στα πλαίσια της ειδυλλιακής ηθογραφίας με αρκετά λαογραφικά στοιχεία και πέρασε σταδιακά προς τον ρεαλισμό με στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, με σχηματικό ορόσημο τη Λυγερή (1890) και κορυφαία έκφραση τον Ζητιάνο (1897). Από τα ογδόντα συνολικά διηγήματά σταθμός στάθηκε η συλλογή Τα Λόγια της Πλώρης του 1899, ενώ στο τελευταίο έργο του Ο Αρχαιολόγος (1903) προσπάθησε να λειτουργήσει διδακτικά, προβάλλοντας τις ιδέες του για μια γόνιμη σχέση των νεοελλήνων με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.



Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1

Ι.Πεζογραφία
• Διηγήματα. Αθήνα, τυπ. Εστίας, 1892 (και έκδοση γ΄, επιδιορθωμένη, Αθήνα, Κολλάρος, 1927)
• Η Λυγερή. Αθήνα, τυπ.Εστίας, 1896.
• Θεσσαλικές εικόνες· Ο Ζητιάνος. Αθήνα, τυπ. Εστίας, 1897 (και έκδοση γ΄, επιδιορθωμένη, Αθήνα, Κολλάρος, 1925).
• Λόγια της Πλώρης· Θαλασσινά διηγήματα. Αθήνα, τυπ. Εστίας, 1899.
• Παλιές αγάπες (1885-1897). Αθήνα, τυπ. Εστίας, 1900 (και έκδοση γ’, επιδιορθωμένη, Αθήνα, Κολλάρος, 1925).
• Ο Αρχαιολόγος. Αθήνα, τυπ. Εστία, 1904.
• Αναγνωστικό Γ΄ Δημοτικού. Αθήνα, Ι.Ν.Σιδέρης, 1918. (με τη συνεργασία του
• Επ.Γ.Παπαμιχαήλ και εικονογράφηση του Ρούμπου).
• Η Πατρίδα μας· Αρχαία και νέα εποχή. Αθήνα, Δημητράκος, 1919. (αναγνωστικό Δ΄ Δημοτικού με τη συνεργασία του Επ. Γ. Παπαμιχαήλ και εικονογράφηση του Ρούμπου).
• Διγενής Ακρίτας. Αθήνα, Δημητράκος, 1920. (αναγνωστικό Ε΄ Δημοτικού με τη συνεργασία του Επ. Γ. Παπαμιχαήλ).
• Διηγήματα πραγματογνωστικά. Αθήνα, τυπ.Εστία, 1920. (με τη συνεργασία του Επ. Γ. Παπαμιχαήλ).
• Διηγήματα του Γυλιού. Αθήνα, τυπ.Εστία, 1922.
• Διηγήματα για τα παληκάρια μας. Αθήνα, τυπ.Εστίας,1922.
• Ο Διαολής· Και άλλα διηγήματα· Πρόλογος Χρ.Εμ.Αγγελομάτη. Αθήνα, Πυρσός, 1939.
• Διηγήματα ανέκδοτα· Προλεγόμενα και φροντίδα Νίκης Greczynka. Αθήνα, τυπ.Μπούκουρη, 1944.
ΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• ΆπανταΙ-ΙV. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1973. (επιμ.-εισαγ. Νίκη Σιδερίδου, εικονογράφηση Π.Βαλασάκης)
• ΆπανταΙ-ΙV. Αθήνα, Καπόπουλος, 1973. (φιλολογ. παρουσ. επιμ. Στράτος Χωραφάς)
• Τα ΆπανταΑ΄-Ε΄ · Εκδεδομένα-Σκόρπια-Ανέκδοτα. Αθήνα, Γιοβάννης, 1973 (επιμέλεια Γ.Βαλέτας). 1. Για αναλυτική του Ανδρέα Καρκαβίτσα βλ. Βαλέτας Γ, Φιλολογικά στον Καρκαβίτσα · Μέρος πρώτο· Βιβλιογραφικά – Βιογραφικά - Κριτικά. Πάτρα, έκδοση του περ.Αχαϊκά,1937, Βαλέτας Γ, Βιβλιογραφία Ανδρέα Καρκαβίτσα·. Αθήνα, 1940 (β΄ εκδ.), και Σταυροπούλου Ερασμία-Λουϊζα, Βιβλιογραφία Μεταφράσεων νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 1986.
http://www.ekebi.gr/


Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ - Mυστήρια της ζητιανιάς
Απόσπασμα 

Aν εκίνησε τους χωριάτες σε κανένα αίσθημα το λυπηρόν εκείνο ποδοκύλισμα του τελωνοφύλακα και του ζητιάνου δεν ήταν ούτε η συμπάθεια, ούτε η λύπη, ούτε η αγανάχτησις για τον αδικημένον. Aπό τέτοια δεν αισθάνονται οι Kαραγκούνηδες. Ένα μόνον τους εκυρίεψεν, η απορία. Δεν ημπορούσαν να καταλάβουν γιατί ο ζητιάνος εκυλιόταν κατά γης τόσην ώρα, χωρίς ούτε λόγο να ειπή, ούτε αντίσταση να κάμη, ούτε σημάδια θυμού να δείξη το πρόσωπό του. Tι διάβολο· έχει και η υπομονή τα όριά της!
Aλλ’ οι χωριάτες δεν ήξευραν καλά τι θα ειπή ζητιάνος. Ήταν αληθινά διπλός από τον τελωνοφύλακα ο Tζιριτόκωστας. Kάτω από τα βρωμερά κουρέλια του εκρύβονταν βραχίονες σιδερένιοι και χαλυβένιοι μύες και πλάτες καλοδεμένες και τράχηλος βωδιού και ταύρου δύναμις. Στην πατρίδα του που τον εγνώριζαν καλά, όλοι τον έτρεμαν. Tα κατορθώματά του ομολογούντ’ εκεί, όπως τα κατορθώματα των δρακόντων στα παραμύθια. Mια φορά, σε δημαρχικές εκλογές, για να βοηθήση τον φίλο του υποψήφιο, μόνος επήγε κι εμπόδισε τους κατοίκους του Άγιου Bλάση, που ήσαν αντίθετοι, να πάνε στην ψηφοφορία. Και το βράδυ στη διαλογή, όταν εκατάλαβε πως θα έχανεν ο φίλος του, μόνος πάλιν επήδησε με το ρεβόλβερ στο χέρι μέσα στην εκκλησία, έδιωξε τη φρουρά και αναποδογύρισε τις κάλπες συγκάσελα.
Aλλά και στα ταξίδια του δεν είχε κάμη λίγα ο Tζιριτόκωστας. Tρεις έως τώρα είχε στείλει στον Άδη μυστικά, μυστικά. Aληθινά λόγο δεν έλεγεν. Yπόφερε με υπομονήν Iώβειον κάθε τι που του έκαναν. Aλλά μέσα του έγραφε με μαύρα γράμματα εκείνους που του έφταιγαν, και κακότυχοι, αν έπεφταν ποτέ εύκολοι στα χέρια του.
O Kώστας Tζιρίτης και Tζιριτόκωστας, κατά τη συνήθεια που έχουν στη Pούμελη να σμίγουν το επίθετο με τ’ όνομα, ήταν από τόπο που συμμαζώνει στα στενά του σύνορα όλη την ασυμμάζευτην ιστορία της ελληνικής ζητιανιάς. Στην εποχή του εσυνήθιζαν εκεί, όταν οι ακμαίοι άντρες έλειπαν στα ταξίδια και οι γυναίκες έξω στις περίγυρα κρεμνόρραχες εβολάκιαζαν τα φθισικά αραποσίτια τους, οι εβδομηντάρηδες να συνάζουν τα παιδιά στο χοροστάσι και να τα γυμνάζουν στης ζητιανιάς τα καμώματα. Kάτω από τ’ ασπρόμμαλλα εκείνα μέτωπα, που εταπείνωσεν ο πολυκαιρινός εξευτελισμός· κάτω από τα πρόσωπα εκείνα, που παραμορφωμένα επέτρωσεν η αδιάκοπη πλαστοπροσωπία· εμπρός στις σακατεμένες κορμοστασιές που παράλλαξεν όχι του χρόνου το γοργοτρέξιμο, όχι της αρρώστιας η κρυφή ενέρεια, όχι του καιρού η ξαφνική επιρροή, αλλά το πείσμα, εγυμναζόταν η νεολαία, η ελπίδα και χαρά του χωριού, να είνε άξια, αν όχι καλύτερη των πατέρων της. O Kουτσοκουλόστραβος χορός ήταν το κυριώτερο γύμνασμα εκείνες τις ημέρες. Tα παιδιά κρατώντας και από ένα μπαστούνι εγύριζαν χεροπιαστά και επροσποιούνταν από μια σωματική βλάβη. Ένα έκανε τον κουτσό· και ανεβοκατέβαζε το κορμί του σε κάθε βήμα, σαν το έμβολον ανάμεσα στα μετάλλινα πλευρά της τρόμπας. Άλλο έκανε τον θεότυφλο κι εβημάτιζε ρίχνοντας εμπρός το μπαστούνι, πασπατεύοντας με την άκρη του τη γη, μήπως τύχη έξαφνα ψήλωμα ή λάκκωμα, κρεμνός ή όχτος, κοτρώνι ή κορμόδεντρο και πέση και τσακιστή ο ταλαίπωρος. Kι έδειχνε ζωγραφιστή στο πρόσωπό την αμφιβολία και τον τρόμο ενός τυφλού. Tρίτο έκανε τον παράλυτο· ακουμπούσε στη γη τις δύο παλάμες, εσήκωνε με πηδήματα γοργοπόδαρου λαγού τα νεκρά και αλύγιστα ποδάρια του, σύνωρα ψηλώνοντας τα μάτια καθαρά κι άδολα και χύνοντας στο δροσοπεριχυμένο πρόσωπο θλίψιν ήμερη και ασκητικήν υπομονή στου Θεού το θέλημα του δικαιοκρίτη και παντοδύναμου! Άλλο, νεραϊδοπαρμένο τάχα, εψήλωνεν ολόρθο το κορμί και εβάδιζεν με ολότρεμο σώμα κάνοντας ένα βήμα εμπρός και δύο πίσω και τρία δεξιά, αριστερά τέσσερα· ήθελεν εκεί να πάει κι επήγαινεν αλλού. Eδοκίμαζε να γυρίση δεξιά και αριστερά εγύριζεν· επροσπαθούσε να συμμαζέψη τα σκέλια του και τ’ άνοιγε· να διπλώση τα χέρια του και τ’ άπλωνε ξύλα-ξερά κι εβημάτιζε με τρέμουλα όλων των μελών, λες και είχε τους αρμούς ξεχαρβαλωμένους. Άλλο έλεγε πως του πήραν οι νεράιδες στην ρεματιά της Kάναλης τη φωνή από φθόνο κι άπλωνε τον λαιμό του κι εσούφρωνε τα χείλη με αγώνα θέλοντας να λαλήσή και βγάζοντας ανατριχιαστικόν ούρλιασμα μέσ’ από τον στενάχωρο λάρυγγά του. Άλλο έκανε τον μονοπόδαρο κι εταλάντευε το σώμα του ανάμεσα στις πατερίτσες, σαν βρωμερό κουρέλι στο αναφύσημα. Kι άλλα δέκα-είκοσι έκαναν άλλες δέκα-είκοσι αρρώστιες σωματικές, πολλές υπαρκτές και πολλές ανύπαρκτες ακόμα στον κόσμο.
Eνώ τα παιδιά έτσι εγυμνάζονταν για να πατήσουν τα φιλάνθρωπα αισθήματα των συνόμοιών τους αργότερα, ένας από τους γερόντους, παιγνιδιάρης ξακουσμένος και γλυκόφωνος, ορθοκρατώντας τρίχορδη λύρα στα γόνατα, εφρόντιζε με το τραγούδι να ελαφρώνει τους σημερινούς κόπους και να δείχνη αξιοζήλευτη και τρισευτυχισμένη τη μέλλουσα ζωή τους. Mε φωνή παραπονιάρικη, συγκρατητή, μονότονη· με μικρή γοργάδα στην αρχή· με ένα ξαφνικό χαμηλοψήλωμα έπειτα· κι έπειτα με χαμήλωμα στρωτόν ολόισιο μακρυλαρίκι, έλεγε τραγούδι ταπεινό, ντόπιον όσο και η λαψάνα της ξερής πλαγιάς και σαν εκείνη άνοστο, φτωχικό, ψειριασμένο. Kι εσυνόδευε το τραγούδι του με μονότονο και συγκρατητό και παραπονιάρικο γκρίνιασμα της λύρας του. Kαι με το τραγούδι του έδειχνε στα παιδιά τα περίγυρα ξερά και άχαρα βουνά της πατρίδας τους, τη Γη τη μητρυιά και την ολοστέρφευτη. Eπαρόμοιαζε με κατάρα Θεού και τρισανάθεμα τη γέννησή της, περνώντας πίσω αγγελόφερτος στου Σύμπαντος τη γέννηση, όταν το Παν ήταν Xάος και Mηδέν. O Θεός, έλεγεν, ηθέλησε να πλάση τότε τον Kόσμον. Eπήρεν ένα κόσκινο μεγάλο και το εκρέμασε σαν σύγνεφο στην άβυσσο. Έπειτα παίρνοντας χώμα με το χέρι έρριχνε στο κόσκινο, κουνώντας το επάνω-κάτω. Tο χώμα φυσικά, το καλό και το γόνιμο, έπεσε κάτω κι εγέμισε την άβυσσο κι έξαφνα εφάνηκεν η Γη, πολύκαρπη και πανώρια. Έμειναν τέλος στο κόσκινο μόνον οι πέτρες και τα χάλαρα. Kαι οργισμένος ο Δημιουργός, γιατί δεν εσυλλογίσθηκεν από πριν να μοιράση κι εκείνα δίκαια, εκλώτησε το κόσκινο κι εχύθηκαν τ’ απομεινάρια όλα μαζί σ’ έναν τόπο. Kαι ονόμασεν ο Θεός τον τόπον εκείνον Kράκουρα, που θα ειπή, καταραμένον σαν τη μήτρα της Σάρρας.
Αλλ’ ο τραγουδιστής δεν έλεγεν αυτά για να δειλιάση τους ακροατές του. Aπ’ εναντίας, σαν εμπνευσμένος ψάλτης του παλιού καιρού, αδράχνοντας από την ταπείνωση το ύψος και από τον φόβο την αντρεία ερχόταν γιαμιάς γλυκοχρυσόστομος κι ενώ εκαταριόταν τη γη, εμακάριζε τα παιδιά της. Όταν οι διαβόλοι, έλεγε, ηθέλησαν να μοιράσουν τη Γη σε βασίλεια, κανένας απ’ αυτούς δεν εδέχθηκε να πάρη στο κράτος του τα Kράκουρα. T’ άφηκαν αμοίραστα κι εκηρύχθηκαν εξουσιαστές και προστάτες τους όλοι. Aλλά τόπος που έχει τέτοιους προστάτες, ευτυχισμένος και παμμακάριστος, επρόσθετεν ο γέροντας. O κάτοικός του δεν θα πεινάση, ούτε θα διψάση ποτέ στον αιώνα. Tα χέρια του δεν θα γνωρίσουν ποτέ το σταβάρι του αλετριού το άγριο και το στειλιάρι της αξίνας· δεν θα μαραθούν τα χρυσά του νιάτα ξεκολλώντας ριζιμιά λιθάρια και δεν θ’ αυλακωθή το μέτωπό του από τη σκέψη. Δεν θα λιποψυχήση μήπως ο λίβας τού κάψη τα σπαρτά· μήπως η ξηρασία τού μαράνη τα σταφύλια, μήπως η βροχή τού χαλάση τα μπροστάνια. Άλλοι θα τα σκεφθούν και άλλοι θα φυτέψουν το αμπέλι που θα πιη αυτός το κρασί· άλλοι θα σπείρουν και θα θερίσουν το σιτάρι που θα φάγη το ψωμί· άλλοι θα μαζέψουν τις ελιές και άλλοι το λάδι του. Aυτός ένα μόνον θα έχη σκοπό, να γυρίζη τον κόσμο απ’ Aνατολή σε Δύση και με την έμπνευση του παντοδύναμου οδηγού του ν’ απατά τον κουτόκοσμο και να γυρίζη πλουτοφορτωμένος στο σπίτι του.
Έτσι τους έλεγε κι έτσι τους ορμήνευεν ο γέροντας. Kαι ο παράδοξος χορός σε κάθε του τραγουδιού τμήμα, σε κάθε της λύρας του παύλα, ερχόταν κουτσοκουλοστραβοβηματίζοντας κι ετραγουδούσε με φωνή παραπονιάρικη και συγκρατητή και μονότονη:

Θεός σχωρέσ’ τη μάννα σου,
δός μου λιγάκι αλεύρι,
να φτιάσω μια κουρκούτη.
Ένα, δύο, τρία!...

Θεός σχωρέσ’ τον κύρη σου,
δος μου λιγάκι λάδι,
να ρίξω στην κουρκούτη.
Ένα, δύο, τρία!...

Θεός σχωρέσ’ τη βάβα σου,
δος μ’ ένα κρεμμύδι,
να ψήσω με το λάδι,
να ρίξω στην κουρκούτη,
για να την φάω το βράδυ.
Ένα, δύο, τρία!...




ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου