Τα τρένα της παιδικής μου ηλικίας τραγουδούσαν στις ευθείες, αγκομαχούσαν στις ανηφόρες και σφύριζαν στα δέντρα τα πουλιά , στις γαλαρίες τις διαβάσεις τους σταθμούς.
Σταθμοί μοναχικοί που περίμεναν το τρένο της γραμμής να νιώσουν πως υπάρχουν, επιδεικνύοντας την ταυτότητά τους σε μια λιτή επιγραφή στο μέτωπό τους. Σταθμοί κομβικοί που μέσα στη φλυαρία της επιβίβασης και αποβίβασης, λάμβανε χώρα κι ένας αγώνας δρόμου στην αποβάθρα με δίσκους γεμάτους σουβλάκια υψωμένους στο ένα χέρι να τρέχουν να ικανοποιήσουν όλες τις παραγγελίες των επιβατών από τα παράθυρα. Κέρματα και καλαμάκια μ' εκείνη τη μικρή φετούλα ψωμί καρφωμένη στην άκρη τους , αλλάζαν χέρια σε χρόνο αστραπή. Κι ύστερα τα παράθυρα έκλειναν ανεβάζοντας προς τα πάνω το μισό επάλληλο τμήμα τους και σφαλίζονταν με δυο κουμπώματα σαν οριζόντια μανταλάκια.
Ο σταθμάρχης επιβλητικός με το καπέλο, τη σφυρίχτρα και το στρογγυλό ταμπελάκι του με τον πράσινο κύκλο τεντωμένο ψηλά να σημαίνει την αναχώρηση κι ο καπνός από την μηχανή να φουσκώνει και να ξαπλώνει πάνω στα βαγόνια.
Βαγόνια που ενώνονταν σαν τις πέρλες του κολιέ ένα προς ένα. Γιατί ένα κόσμημα ήταν στ αλήθεια το τρένο, που το φορούσες σε γιορτές και σχόλες. Το αγαπημένο σου παιχνίδι ήταν που το ζητούσες με γράμμα στον Αϊ Βασίλη την Πρωτοχρονιά. Η ζωγραφιά σου ήταν που παιδί σκάρωνες με τις πολύχρωμες ξυλομπογιές.
Για μένα ήταν τα καλοκαίρια που με ζύγωναν στο αγαπημένο μου χωριό. Ήταν η λέξη Ζευγολατιό, που μύριζε παστέλι και στεκόταν ευανάγνωστα σε κείνο το μικρό καφετί χαρτονένιο εισιτήριο στιγματισμένο με τις δυο μικρές τρυπούλες του από το διακορευτή του ελεγκτή, αλλά και δίπλα στο κρεμαστό ρολόι με τους μαύρους τοξοειδείς δείκτες να ορίζουν την ώρα που θα έσμιγα με το μουστάκι του παππού και το φακιόλι της γιαγιάς.Αυτά τα ταξίδια που έχουν αποθηκευτεί με τέτοιο σορόπι δε γίνεται να συγκρουστούν ποτέ και με τίποτα. Ο κλειδούχος της νοσταλγίας δεν κάνει ποτέ λάθος!
Σκέψου πόσοι άνθρωποι έχουμε κάνει ίδιες διαδρομές σε παράλληλους χρόνους. Άλλοι νωρίτερα άλλοι αργότερα, όλοι ενωμένοι τσαφ τσουφ μ΄αυτές τις γλυκές αναμνήσεις .
Τελικά αληθεύει πως οι παράλληλες γραμμές τέμνονται κάποτε.Όπως κι οι ράγες που εκεί στο βάθος σα σβήνει το βλέμμα σου τις βλέπεις ενωμένες. Σαν τη τσιμπιά που κάνει η μάνα να ενώσει τις δύο ακρούλες στα ζυμάρια της.
Γιώτα Λαμπροπούλου
Φωτογραφία :Γιώτα Λαμπροπούλου
Πράγματι, όμορφες αναμνήσεις!
ΑπάντησηΔιαγραφή