Πορτραίτο του Δημ. Καμπούρογλου, 1935 - Φωτογραφία Nelly’s - Νέλλη Σουγιουλτζόγλου
Ο Δημήτριος Καμπούρογλου (14 Οκτωβρίου 1852 - 21 Φεβρουαρίου 1942 ) ήταν ιστοριοδίφης, λογοτέχνης, ακαδημαικός, δικηγόρος, ποιητής και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης και ήταν γιος του Γρηγορίου Καμπούρογλου, ιδρυτή της Εθνικής σκηνής, και της λογίας Μαριάννας Σωτηριανού - Γέροντα, κόρης του Άγγελου Γέροντα. Βαφτίστηκε από τον αυλάρχη του Όθωνα, Π. Νοταρά. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1877 αναγορεύτηκε διδάκτορας.
Αρχικά εργάστηκε ως δικηγόρος και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την ιστορική αναδίφηση και την Ιστοριογραφία με την οποία και ασχολήθηκε τελικά. Από το 1873 έως το 1881 αναλαμβάνει την αρχισυνταξία της «Εφημερίδος», του εκδότη Δημήτριου Κορομηλά. To 1881 διαφωνώντας με τον Κορομηλά, αποχωρεί από την αρχισυνταξία της εφημερίδας και ιδρύει τη δική του εφημερίδα, που την ονομάζει «Νέα Εφημερίς» ενώ το 1882 υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος.
Την περίοδο 1884-1886 ήταν διευθυντής του περιοδικού «Εβδομάς». Το 1891 προσλήφθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε επιμελητής των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Την περίοδο 1904-1917 διετέλεσε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης, αλλά το 1917 με τον νόμο περί άρσης της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων παύθηκε από τη θέση του. Το 1923 τιμήθηκε από την πολιτεία με το αριστείο γραμμάτων. Το 1927 έγινε το πρώτο δια εκλογής μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών και την περίοδο 1934-1935 χρημάτισε πρόεδρος της Ακαδημίας. Στις αρχές του 1942 ασθένησε με πνευμονία, στις 10 Φεβρουαρίου υπέστη ένα ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 21 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς πέθανε.Ήταν παντρεμένος με την Καλλιόπη Μαράτου από το1884 και είχε τρία παιδιά: Τον Γρηγόρη, την Ελένη και την Τζένη. Στις 19 Απριλίου του 1939 έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στην πλατεία Φιλομούσου Εταιρείας στην Πλάκα.
Συγγραφικό έργο
Πριν ακόμα ολοκληρώσει τη φοίτησή του στο Βαρβάκειο, είχε γράψει σατιρικούς στίχους και τρεις μονόπρακτες κωμωδίες: Η φθισιώσα, Αι αγχόναι, Η αγγελιοφοβία. Χάθηκαν όμως και οι τρεις. Η ιστορική του έρευνα σαν ιστορικός επικεντρώθηκε κυρίως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και αφορούσε μόνο στην περιοχή της Αθήνας, γι' αυτό και του δόθηκε το προσωνύμιο «Αθηναιογράφος». Το 1896 ολοκληρώθηκε η έκδοση του τρίτομου έργου του η Ιστορία των Αθηναίων στο οποίο και εργάστηκε περισσότερο σαν Λογράφος παρά σαν Ιστορικός..
Άλλα έργα του είναι: η Δούκισσα της Πλακεντίας, Αι παλαιαί Αθήναι (1922), Ιστορίες από την παλιά Αθήνα, Μνημεία της ιστορίας των Αθηναίων (3 τόμοι, 1893), Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής (2 τόμοι), Ο αναδρομάρης (1914), Ο αναδρομάρης της Αττικής (1920), Ο τρελός της Αθήνας, Τοπωνυμικά παράδοξα (1920), Αθηναϊκό αρχοντολόγιο-Μπενιζέλοι (1921), Μελέται και έρευναι (1923-1926), Οι Χαλκοκονδύλαι, Ο Ελαιών των Αθηνών, "Μελέτη περί του βίου και της δράσεως του Παλαιών Πατρών Γερμανού" (1916) κ.α.
Αλλά και το ποιητικό του έργο είναι αρκετά αξιόλογο αν και δεν διακρίθηκε αρκετά. Η ποιητική συλλογή Η φωνή της καρδιάς μου ήταν από τα σημαντικότερα έργα του. Ήταν γραμμένο στη δημοτική και είχε έντονα αντιρομαντικά στοιχεία σε σχέση με το κλίμα της Α' Αθηναϊκής Σχολής. Η συλλογή βραβεύτηκε το 1873 στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό, ενώ στον ίδιο διαγωνισμό το 1874 επαινέθηκε, χωρίς να διακριθεί, ποιητική συλλογή του στην οποία σατίριζε και παρωδούσε το ρομαντικό ύφος των συγχρόνων ποιητών. Το 1874 εξέδωσε τη συλλογή του Παλαιαί αμαρτίαι. Επίσης ασχολήθηκε και με την πεζογραφία, όπου αντλούσε τα θέματα του κυρίως από τη λαογραφία. Το 1881 εξέδωσε τα μη λαογραφικά αφηγήματα "Εικόνες. Σατυρικαί Διατριβαί", όπου σατιρίζει τα ήθη της εποχής. Μερικά από τα έργα του είναι: Αθηναϊκά διηγήματα, Αι Αθήναι που φεύγουν, Μύθοι και διάλογοι, Αττικοί έρωτες, Θρύψαλα, Ευσυνειδησία και ασυνειδησία κ.ά. Συνήθως υπέγραφε τα λογοτεχνικά του έργα με το ψευδώνυμο «Αναδρομάρης».
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Η Μυρσίνη
Ἤθελα κ’ ἐγὼ νὰ κάμω
μιὰ φορὰ τὸν ποιητή,
καὶ ἀγάπησα μιὰ κόρη,
ὅπως ἀγαποῦν αὐτοί.
Ἦτον ὅλο λυπημένη,
κίτρινη, ‘ψηλή, λυχνή,
σκελετός, δὲν εἶχε κρέας,
ψυχὴ μόνον καὶ φωνή.
Τὴν ἀγάπησα, μοῦ εἶπε
πῶς μὲ ἀγαπᾷ κι’ αὐτὴ,
‘πίστευσα γυναίκας λόγια,
κουταμάρα διαλεχτή.
Ἔχασα τὴν ἡσυχιά μου,
ἔχασα τὰ γέλοια μου,
ὅλο καὶ παραπατοῦσα,
κούναγα τὰ χέργια μου,
Μέσ’ ‘στὸ δρόμο τραγουδοῦσα,
μοὔφευγαν τὰ λόγια μου,
ἔσκυβα τὴν κεφαλή μου,
‘στράβονα τὰ πόδια μου.
Ὅποιος μ’ ἔβλεπε ‘στὸ δρόμο,
παραμέριζε εὐθύς,
κ’ ἔλεγε, αὐτὸς θὰ ἦναι,
ἢ τρελλός, ἢ ποιητής.
Καιρὸ εἶχα τὴν Μυρσίνη
νὰ ἰδῶ, ‘στὴ Μουσικὴ
ἔξαφν’ ἔξαφνα τὴν βλέπω,
μὰ διαφορετική.
Κατασπροκοκκινισμένη,
ζωηρὴ καὶ πεταχτὴ,
ἔτριψα τὰ ‘μάτια κ’ εἶπα,
ἡ Μυρσίνη νἆν’ αὐτή;
Πότε μ’ ἕναν ὁμιλάει,
πότε ἄλλον χαιρετᾷ,
σ’ ἄλλον τὸ μανδύλι ‘βγάζει,
ἄλλον βλέπει καὶ γελᾷ...
Ἔκανε πῶς δὲν μὲ ‘ξέρει,
μήπως ἄλλαξα κ’ ἐγὼ
καὶ δὲν μὲ γνωρίζει πλέον;
δὲν εἰξεύρω τί νὰ ‘πῶ!!
Μιὰ ἡμέρα τὴν εὑρίσκω
σ’ ἕνα σπίτι μοναχή,
- ἔλα νὰ σοῦ ‘πῶ Μυρσίνη,
τί κατάστασ’ εἶν’ αὐτή;
Γέλασε, κι’ ἀφοῦ μοῦ κάνει
μιὰ μετάνοια εὐγενικὴ,
χωρὶς νὰ μοῦ εἴπῃ λέξι,
φεύγει, καὶ μ’ ἀφίνει ‘κεῖ!
Τἄχασα ἀπ’ τὴ ‘ντροπή μου,
νὰ μὲ πάρῃ γιὰ κουτό!
νὰ γελάσῃ καὶ νὰ φύγῃ,
νὰ μ’ ἀφήσῃ μοναχό!!
Ἔσπασα τὴν κεφαλή μου,
κ’ ἐκοπίασα πολύ,
γιὰ νὰ εὕρω αὐτὸς ὁ τρόπος
τῆς Μυρσίνης τί δηλοῖ.
Ηὗρα ὅτι ἔχει δίκῃο
ἡ Μυρσίνη, καὶ πολύ,
καὶ τὰ γέλοια της πῶς ἦσαν
μιὰ ὡραία συμβουλή.
«Παιχνιδάκια θέλει ὁ ἔρως,
ὅπως ὅλα τὰ παιδιά,
καὶ γι’ αὐτὸ δὲν θὰ γεράσῃ,
ἔχει ἀνοιχτὴ καρδιά,
Θέλει θέλει τραγουδάκια
θέλει γέλοια καὶ χαραὶς,
ὄχι στεναγμοὺς καὶ δάκρυα,
κι’ ὁμιλίαις λυπηραίς!
Οὔτε στέκει ‘ς ἕνα μέρος,
πότε τρέχει καὶ πηδᾷ,
ἄλλοτε ἐδῶ κυλιέται,
πότε χώνεται ‘κεῖ δά.»
Κ’ ἐγὼ τόρα τὴν καρδιά μου,
μὲ τὴν συμβουλὴ αὐτὴ,
πεταλοῦδα θὰ τὴν κάμω,
πεταλοῦδα πεταχτή.
Πότε ν’ ἀγαπᾷ τοὺς κρίνους,
πότε τῂς τριανταφυλλιαὶς,
πότε νὰ πετᾷ ‘στὰ φούλια,
πότε ‘στῂς γαρουφαλιαίς.
Ἀγαπῶ καὶ τῂς ἀφράταις,
ἀγαπῶ καὶ τῂς λιγναίς,
θέλω τῂς ξανθαὶς τῂς ἄσπραις,
θέλω τῂς μελαχροιναίς.
Ηὗρα καὶ τὴν ἡσυχιά μου,
ηὗρα καὶ τὰ γέλοια μου,
δὲν παραπατάω πλέον,
δὲν κουνῶ τὰ χέργια μου,
Ἴσια στέκ’ ἡ κεφαλή μου,
ἴσια καὶ τὰ πόδια μου,
‘ξέρω ποῦ νὰ τραγουδήσω,
καὶ μετρῶ τὰ λόγια μου·
Οὔτε ποιητὴ μὲ λένε,
οὔτε καὶ τρελλὸ μαζί,
ἡ Μυρσίνη ἡ καϋμένη,
ἡ Μυρσίνη μου νὰ ζῇ.
μιὰ φορὰ τὸν ποιητή,
καὶ ἀγάπησα μιὰ κόρη,
ὅπως ἀγαποῦν αὐτοί.
Ἦτον ὅλο λυπημένη,
κίτρινη, ‘ψηλή, λυχνή,
σκελετός, δὲν εἶχε κρέας,
ψυχὴ μόνον καὶ φωνή.
Τὴν ἀγάπησα, μοῦ εἶπε
πῶς μὲ ἀγαπᾷ κι’ αὐτὴ,
‘πίστευσα γυναίκας λόγια,
κουταμάρα διαλεχτή.
Ἔχασα τὴν ἡσυχιά μου,
ἔχασα τὰ γέλοια μου,
ὅλο καὶ παραπατοῦσα,
κούναγα τὰ χέργια μου,
Μέσ’ ‘στὸ δρόμο τραγουδοῦσα,
μοὔφευγαν τὰ λόγια μου,
ἔσκυβα τὴν κεφαλή μου,
‘στράβονα τὰ πόδια μου.
Ὅποιος μ’ ἔβλεπε ‘στὸ δρόμο,
παραμέριζε εὐθύς,
κ’ ἔλεγε, αὐτὸς θὰ ἦναι,
ἢ τρελλός, ἢ ποιητής.
Καιρὸ εἶχα τὴν Μυρσίνη
νὰ ἰδῶ, ‘στὴ Μουσικὴ
ἔξαφν’ ἔξαφνα τὴν βλέπω,
μὰ διαφορετική.
Κατασπροκοκκινισμένη,
ζωηρὴ καὶ πεταχτὴ,
ἔτριψα τὰ ‘μάτια κ’ εἶπα,
ἡ Μυρσίνη νἆν’ αὐτή;
Πότε μ’ ἕναν ὁμιλάει,
πότε ἄλλον χαιρετᾷ,
σ’ ἄλλον τὸ μανδύλι ‘βγάζει,
ἄλλον βλέπει καὶ γελᾷ...
Ἔκανε πῶς δὲν μὲ ‘ξέρει,
μήπως ἄλλαξα κ’ ἐγὼ
καὶ δὲν μὲ γνωρίζει πλέον;
δὲν εἰξεύρω τί νὰ ‘πῶ!!
Μιὰ ἡμέρα τὴν εὑρίσκω
σ’ ἕνα σπίτι μοναχή,
- ἔλα νὰ σοῦ ‘πῶ Μυρσίνη,
τί κατάστασ’ εἶν’ αὐτή;
Γέλασε, κι’ ἀφοῦ μοῦ κάνει
μιὰ μετάνοια εὐγενικὴ,
χωρὶς νὰ μοῦ εἴπῃ λέξι,
φεύγει, καὶ μ’ ἀφίνει ‘κεῖ!
Τἄχασα ἀπ’ τὴ ‘ντροπή μου,
νὰ μὲ πάρῃ γιὰ κουτό!
νὰ γελάσῃ καὶ νὰ φύγῃ,
νὰ μ’ ἀφήσῃ μοναχό!!
Ἔσπασα τὴν κεφαλή μου,
κ’ ἐκοπίασα πολύ,
γιὰ νὰ εὕρω αὐτὸς ὁ τρόπος
τῆς Μυρσίνης τί δηλοῖ.
Ηὗρα ὅτι ἔχει δίκῃο
ἡ Μυρσίνη, καὶ πολύ,
καὶ τὰ γέλοια της πῶς ἦσαν
μιὰ ὡραία συμβουλή.
«Παιχνιδάκια θέλει ὁ ἔρως,
ὅπως ὅλα τὰ παιδιά,
καὶ γι’ αὐτὸ δὲν θὰ γεράσῃ,
ἔχει ἀνοιχτὴ καρδιά,
Θέλει θέλει τραγουδάκια
θέλει γέλοια καὶ χαραὶς,
ὄχι στεναγμοὺς καὶ δάκρυα,
κι’ ὁμιλίαις λυπηραίς!
Οὔτε στέκει ‘ς ἕνα μέρος,
πότε τρέχει καὶ πηδᾷ,
ἄλλοτε ἐδῶ κυλιέται,
πότε χώνεται ‘κεῖ δά.»
Κ’ ἐγὼ τόρα τὴν καρδιά μου,
μὲ τὴν συμβουλὴ αὐτὴ,
πεταλοῦδα θὰ τὴν κάμω,
πεταλοῦδα πεταχτή.
Πότε ν’ ἀγαπᾷ τοὺς κρίνους,
πότε τῂς τριανταφυλλιαὶς,
πότε νὰ πετᾷ ‘στὰ φούλια,
πότε ‘στῂς γαρουφαλιαίς.
Ἀγαπῶ καὶ τῂς ἀφράταις,
ἀγαπῶ καὶ τῂς λιγναίς,
θέλω τῂς ξανθαὶς τῂς ἄσπραις,
θέλω τῂς μελαχροιναίς.
Ηὗρα καὶ τὴν ἡσυχιά μου,
ηὗρα καὶ τὰ γέλοια μου,
δὲν παραπατάω πλέον,
δὲν κουνῶ τὰ χέργια μου,
Ἴσια στέκ’ ἡ κεφαλή μου,
ἴσια καὶ τὰ πόδια μου,
‘ξέρω ποῦ νὰ τραγουδήσω,
καὶ μετρῶ τὰ λόγια μου·
Οὔτε ποιητὴ μὲ λένε,
οὔτε καὶ τρελλὸ μαζί,
ἡ Μυρσίνη ἡ καϋμένη,
ἡ Μυρσίνη μου νὰ ζῇ.
❀❀❀❀
Ο σταυρός του λαιμού της
Εἰς τὸ λαιμό του
ἕνα κορίτσι
εἶχε κρεμάσει
ἕνα σταυρό·
διατί τάχα
νὰ προσκυνήσω,
νὰ τὸν φιλήσω,
νὰ μὴ ‘μπορῶ;
Γιατί ὁ ‘μαῦρος;
τί φταίω; μήπως
κ’ ἐγὼ δὲν εἶμαι
Χριστιανός;
κι’ ἂν κάμω λάθος
εἰς τὰ φιλιά μου,
τὰ χείλη φταῖνε,
ἢ ὁ λαιμός;
Καθένας πρέπει
σταυρὸ σἂν ἴδῃ,
ὅπου τὸν εὕρῃ
νὰ τὸν φιλῇ,
χωρὶς κἀνένας
νὰ τὸν καλῇ.
Ἐκείνη ποὔχει
λαιμὸ ὡραῖο,
καὶ ἔχει φόβο
μὴ φιληθῇ,
εἰς τὸ λαιμό της
σταυρὸ ποτέ της
ἂς μὴ κρεμάσῃ,
πρὶν ‘πανδρευθῇ.
Εἶν’ ἁμαρτία
κἀνένας θρῆσκος
ἀπ’ τὸ λαιμό της
νἀ ‘μποδισθῇ,
καὶ τὸ σταυρό της
νὰ μὴ φιλήσῃ,
γιατί ὁ καϋμένος
νὰ κολασθῆ;
ἕνα κορίτσι
εἶχε κρεμάσει
ἕνα σταυρό·
διατί τάχα
νὰ προσκυνήσω,
νὰ τὸν φιλήσω,
νὰ μὴ ‘μπορῶ;
Γιατί ὁ ‘μαῦρος;
τί φταίω; μήπως
κ’ ἐγὼ δὲν εἶμαι
Χριστιανός;
κι’ ἂν κάμω λάθος
εἰς τὰ φιλιά μου,
τὰ χείλη φταῖνε,
ἢ ὁ λαιμός;
Καθένας πρέπει
σταυρὸ σἂν ἴδῃ,
ὅπου τὸν εὕρῃ
νὰ τὸν φιλῇ,
χωρὶς κἀνένας
νὰ τὸν καλῇ.
Ἐκείνη ποὔχει
λαιμὸ ὡραῖο,
καὶ ἔχει φόβο
μὴ φιληθῇ,
εἰς τὸ λαιμό της
σταυρὸ ποτέ της
ἂς μὴ κρεμάσῃ,
πρὶν ‘πανδρευθῇ.
Εἶν’ ἁμαρτία
κἀνένας θρῆσκος
ἀπ’ τὸ λαιμό της
νἀ ‘μποδισθῇ,
καὶ τὸ σταυρό της
νὰ μὴ φιλήσῃ,
γιατί ὁ καϋμένος
νὰ κολασθῆ;
❀❀❀❀
Το όνειρόν μου
Σὲ δυὸ μεγάλαις κάμαραις
εἶδα εἰς τὤνειρό μου
πῶς μπῆκα, 'σὰν νὰ 'γύρευα
κἀνένα σύντροφό μου…
Ἡ μία ἦτο ἀπ' αὐταὶς
γεμάτη ἀπὸ βαρέλια,
καθὼς ἐμπῆκα μέσ' σ' αὐτὴ
ξεράθηκ' ἀπ' τὰ γέλοια.
Σὲ μιὰ βαρέλ' ἀνάσκελα
δυὸ γέροι μεθυσμένοι,
ἦσαν πεσμένοι, ἀγκαλιά,
βρεμένοι, λερωμένοι!
Καὶ 'στὴν κατάστασι αὐτὴ
μουρμούριζαν κ' οἱ δύο,
ὁ ἕνας «οἶνον βούλομαι»
ὁ ἄλλος «ἔ! νὰ πίω!!»
Ἀφένταις δὲν σηκόνεσθε;
ὡς πότε θὰ κοιμᾶσθε!!
ποιοὶ εἶσθε; ὁ Χριστόπουλος
κι' ὁ Ἀνακρέων θἆσθε!
Μένουν ξεροὶ κι' ἀκίνητοι,
δίκαιο τὸ κακό τους,
γιατί νὰ λὲν' τόσα καλὰ
γιὰ τὸ παλῃόκρασό τους.
Ὤ! πόσον εἶμαι εὐτυχής!
ποτὲ κρασὶ δὲν πίνω,
καὶ ὅπως τόρα εἶν' αὐτοί,
ποτέ μου δὲν θὰ γίνω.
Ἀφοῦ καὶ τὰ κορίτσ' αὐτὰ
ποῦ τόσῳ ἀγαπῆσαν,
'ντραπῆκαν καὶ γιὰ συντροφιὰ
τριγύρω τους δὲν ἦσαν!
Ἐνῷ κἀμπόσοι σἂν κι' ἐμὲ,
ὁπόταν ἀποθάνουν,
θἄχουν κορίτσια συντροφιὰ
νὰ ἔλθουν νὰ τοὺς κάνουν!!
Μπαίνω 'στὴν ἄλλη κάμαρα…
ἕνα σωρὸ κορίτσια,
βαστοῦσαν εἰς τὰ χέργια τους
τί σβίγκους, τί παστίτσια,
τὶ μπακλαβᾶ, τὶ σαβαρέν,
τὶ τοῦρταις, τὶ συνέχι,
τὶ καταΐφι, ῥεβανί…
καὶ ποιὸ γλυκὸ δὲν ἔχει!!!
Μοῦ λέγ' ἡ μία «ἄκουσε
αὐτὰ ποῦ θὰ σοῦ ποῦμε,
γιατὶ μᾶς ἀγαπᾷς πολύ,
γι' αὐτὸ σὲ ἀγαποῦμε».
«Ἀπ' ὅλα τὰ γλυκύσματα
πάρε ὅποιο θελήσῃς,
κι' ἀπ' ὅλα τὰ κορίτσ' αὐτά,
ποιὰ θέλῃς νὰ φιλήσῃς;»
Εὐθὺς ἐσυλλογίσθηκα,
ὅποιο γλυκὸ ζητήσω,
γλυκὸ θὰ ἦναι, ἂς ἰδῶ
ποι' ἀπ' ὅλαις νὰ φιλήσω…
Κάνω νὰ πιάσω τὴ μικρή,
μοῦ φεύγει κ' ἡ μεγάλη,
κάνω νὰ πιάσω τοῦτ' ἐδῶ,
μοῦ φεύγει καὶ ἡ ἄλλη…
Κάνω νὰ πιάσω τὴν παχειά,
μοῦ φεύγει κ' ἡ λυχνοῦλα,
νὰ πιάσω τὴν μελαγχροινή,
μοῦ φεύγει κ' ἡ ξανθούλα!!!
Σἃν εἶδα μιὰ μὲ καστανὰ
μαλλιά, μὲ 'μαῦρα 'μάτια,
ἐκόντεψ' ἡ καρδοῡλά μου
νὰ γίνῃ δυὸ κομμάτια!
Χύνομαι καταπάνω της,
καὶ στὴ 'στιγμὴ ὁ καϋμένος
τὴν πιάνω, ἄου! 'φώναξε…
ξυπνάω τρομασμένος…
Τὶ βλέπω!! Τὴ γατοῡλά μου
τὴ μαύρη, ποῡ κοντά μου
'κοιμώτανε καὶ μοὔτανε
ἡ μόνη συντροφιά μου,
τὴν εἶχα πιάσ' ἀπ' τὸ λαιμό,
καὶ 'φώναζ' ἡ καϋμένη!
Σκοτάδι 'μαῦρο, ἐρημιά,
ὅλ' ἦσαν κοιμισμένοι!
Οὔτε κορίτσια ὤμορφα
εἶχα ἐκεῖ κοντά μου,
οὔτε γλυκύσματα πολλὰ
εἶδα 'στὴν κάμαρά μου.
Ὡς καὶ 'στὸν ὕπνο εἴσασθε
μαργιόλικα, κορίτσια!!
Ἂς 'πρόφθανα τοὐλάχιστον
νἄτρωγα δυὸ παστίτσια!!
Ὑπομονή! κἀμμιὰ φορὰ
μοὖπαν πῶς ἀληθεύουν
τὰ ὄνειρα, ὤ! τότε πιὰ
πιστεύω δὲν μοῦ φεύγουν!
Ἄχ! καστανὴ ἀγάπη μου,
'στὰ ξύπνα μ' ἂν σὲ πιάσω,
ἂν σὲ ἀφήσ' ἀφίλητη,
σἂν τὸ κουκὶ νὰ σκάσω!
εἶδα εἰς τὤνειρό μου
πῶς μπῆκα, 'σὰν νὰ 'γύρευα
κἀνένα σύντροφό μου…
Ἡ μία ἦτο ἀπ' αὐταὶς
γεμάτη ἀπὸ βαρέλια,
καθὼς ἐμπῆκα μέσ' σ' αὐτὴ
ξεράθηκ' ἀπ' τὰ γέλοια.
Σὲ μιὰ βαρέλ' ἀνάσκελα
δυὸ γέροι μεθυσμένοι,
ἦσαν πεσμένοι, ἀγκαλιά,
βρεμένοι, λερωμένοι!
Καὶ 'στὴν κατάστασι αὐτὴ
μουρμούριζαν κ' οἱ δύο,
ὁ ἕνας «οἶνον βούλομαι»
ὁ ἄλλος «ἔ! νὰ πίω!!»
Ἀφένταις δὲν σηκόνεσθε;
ὡς πότε θὰ κοιμᾶσθε!!
ποιοὶ εἶσθε; ὁ Χριστόπουλος
κι' ὁ Ἀνακρέων θἆσθε!
Μένουν ξεροὶ κι' ἀκίνητοι,
δίκαιο τὸ κακό τους,
γιατί νὰ λὲν' τόσα καλὰ
γιὰ τὸ παλῃόκρασό τους.
Ὤ! πόσον εἶμαι εὐτυχής!
ποτὲ κρασὶ δὲν πίνω,
καὶ ὅπως τόρα εἶν' αὐτοί,
ποτέ μου δὲν θὰ γίνω.
Ἀφοῦ καὶ τὰ κορίτσ' αὐτὰ
ποῦ τόσῳ ἀγαπῆσαν,
'ντραπῆκαν καὶ γιὰ συντροφιὰ
τριγύρω τους δὲν ἦσαν!
Ἐνῷ κἀμπόσοι σἂν κι' ἐμὲ,
ὁπόταν ἀποθάνουν,
θἄχουν κορίτσια συντροφιὰ
νὰ ἔλθουν νὰ τοὺς κάνουν!!
Μπαίνω 'στὴν ἄλλη κάμαρα…
ἕνα σωρὸ κορίτσια,
βαστοῦσαν εἰς τὰ χέργια τους
τί σβίγκους, τί παστίτσια,
τὶ μπακλαβᾶ, τὶ σαβαρέν,
τὶ τοῦρταις, τὶ συνέχι,
τὶ καταΐφι, ῥεβανί…
καὶ ποιὸ γλυκὸ δὲν ἔχει!!!
Μοῦ λέγ' ἡ μία «ἄκουσε
αὐτὰ ποῦ θὰ σοῦ ποῦμε,
γιατὶ μᾶς ἀγαπᾷς πολύ,
γι' αὐτὸ σὲ ἀγαποῦμε».
«Ἀπ' ὅλα τὰ γλυκύσματα
πάρε ὅποιο θελήσῃς,
κι' ἀπ' ὅλα τὰ κορίτσ' αὐτά,
ποιὰ θέλῃς νὰ φιλήσῃς;»
Εὐθὺς ἐσυλλογίσθηκα,
ὅποιο γλυκὸ ζητήσω,
γλυκὸ θὰ ἦναι, ἂς ἰδῶ
ποι' ἀπ' ὅλαις νὰ φιλήσω…
Κάνω νὰ πιάσω τὴ μικρή,
μοῦ φεύγει κ' ἡ μεγάλη,
κάνω νὰ πιάσω τοῦτ' ἐδῶ,
μοῦ φεύγει καὶ ἡ ἄλλη…
Κάνω νὰ πιάσω τὴν παχειά,
μοῦ φεύγει κ' ἡ λυχνοῦλα,
νὰ πιάσω τὴν μελαγχροινή,
μοῦ φεύγει κ' ἡ ξανθούλα!!!
Σἃν εἶδα μιὰ μὲ καστανὰ
μαλλιά, μὲ 'μαῦρα 'μάτια,
ἐκόντεψ' ἡ καρδοῡλά μου
νὰ γίνῃ δυὸ κομμάτια!
Χύνομαι καταπάνω της,
καὶ στὴ 'στιγμὴ ὁ καϋμένος
τὴν πιάνω, ἄου! 'φώναξε…
ξυπνάω τρομασμένος…
Τὶ βλέπω!! Τὴ γατοῡλά μου
τὴ μαύρη, ποῡ κοντά μου
'κοιμώτανε καὶ μοὔτανε
ἡ μόνη συντροφιά μου,
τὴν εἶχα πιάσ' ἀπ' τὸ λαιμό,
καὶ 'φώναζ' ἡ καϋμένη!
Σκοτάδι 'μαῦρο, ἐρημιά,
ὅλ' ἦσαν κοιμισμένοι!
Οὔτε κορίτσια ὤμορφα
εἶχα ἐκεῖ κοντά μου,
οὔτε γλυκύσματα πολλὰ
εἶδα 'στὴν κάμαρά μου.
Ὡς καὶ 'στὸν ὕπνο εἴσασθε
μαργιόλικα, κορίτσια!!
Ἂς 'πρόφθανα τοὐλάχιστον
νἄτρωγα δυὸ παστίτσια!!
Ὑπομονή! κἀμμιὰ φορὰ
μοὖπαν πῶς ἀληθεύουν
τὰ ὄνειρα, ὤ! τότε πιὰ
πιστεύω δὲν μοῦ φεύγουν!
Ἄχ! καστανὴ ἀγάπη μου,
'στὰ ξύπνα μ' ἂν σὲ πιάσω,
ἂν σὲ ἀφήσ' ἀφίλητη,
σἂν τὸ κουκὶ νὰ σκάσω!
δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου