Κινήσεις που οδηγούν
σ’ ένα απλό κρεβάτι
πώς να εμπνεύσουν πια;
Κρεβάτι χωρίς παραστάτη
χωρίς εφιδρώσεις
χωρίς εντυπώσεις
ένα άδειο στρωμένο πανί
μία οθόνη δίχως προβολή
και κινήσεις μονοσήμαντες
που σημαίνουν μόνο το τέλος
της μέρας.
Μια ειρήνη υπόγραψα φαίνεται
χωρίς καμιά μάχη
να ‘χει κερδηθεί ή χαθεί.
Ειρήνη είναι ο ύπνος
που έρχεται περιβρεγμένος
μόνο με την ελπίδα
του ονείρου.
Αλλά, αναπάντεχα
μια γλύκα απλώνεται στην επιφάνεια
της ταλαιπωρημένης σάρκας.
Τέλειωσε και τούτο το βράδυ.
Ακόμη ένα κομμάτι χρόνου
που δεν πρόδωσα
δε βλαστήμησα
την ώρα και τη στιγμή.
Ήταν η μέρα καλή
καμιά δεν ένιωσα νέα πληγή
καμιά δεν κακοφόρμισε παλιά.
Κρεβάτι απλό
με τέσσερα πόδια
και καλοκαιρινά σεντόνια
βάναυσα λευκά.
https://www.neolaia.gr/
https://news.artnet.com/
Βαγγέλης Αλεξόπουλος - Ιπτάμενες καρέκλες
Είχε γίνει συμφωνία
της γιαγιάς μας με την αδελφή μου
Όταν θα έφευγε, σε περίπτωση
που υπήρχε άλλη ζωή εκεί έξω
θα επέστρεφε και σαν σήμα
θα σήκωνε μια καρέκλα
από την κουζίνα
Η γιαγιά πέθανε
Έκτοτε αλλάξαμε πολλές κουζίνες τραπέζια και καρέκλες
καμιά όμως, ποτέ
δε σηκώθηκε
https://staxtes2003.com/
Φρόντισα όσο μπορούσα το ντεκόρ.
Στον καναπέ και στις καρέκλες
εξώφυλλα των δίσκων νεκροζώντανες
οι δόξες του ’50.
Δυο τρεις αφίσες από κέντρα του καιρού
κι ήδη το στερεό
με παπιγιόν δύο πλήκτρα ο Γιάννης ο Σπάρτακος.
Απέναντί του ο ξύλινος παλιός καλόγερος
με τ’ άσπρο σου λινό κοστούμι
τη μεταξωτή γραβάτα σου δεμένη στο κολάρο
το μαντήλι στο τσεπάκι.
Κι ανοίγω την τζαμόπορτα:
Έξω φυσάει κι είναι χρυσό κι είναι μπόρα Πού να’ σαι αλήθεια το βράδυ αυτό
Απόψε μου λείπεις πολύ
Θα καθόμουνα πλάι σου
Κοντά στο τζάκι με φιλιά να σε κοιμήσω
Ας ερχόσουν για λιγο κι ας χανόσουν μετά.
Ακούς, μ’ άκούς
Πατέρα;
Έλα γι’ απόψε
μόνο απόψε
λίγη ώρα.
Όταν στρώνεις το τραπέζι
πριν καθίσεις
να ελέγχεις σχολαστικά
την αντικρινή σου καρέκλα
αν είναι γερή μήπως τρίζει
μήπως χαλάρωσαν οι εγκοπές
μήπως φαγώθηκαν οι αρμοί
αν υποσκάπτει το σκελετό
σκουλήκι
γιατί εκείνος που δεν κάθεται
γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο βαρύς.
Μέσα σ’ ένα κιβώτιο ή μέσα σ’ ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και θα φυλάξω τα ενδύματα της ζωής μου.
Τα ρούχα τα κυανά. Και έπειτα τα κόκκινα, τα πιο ωραία αυτά από όλα. Και κατόπιν τα κίτρινα. Και τελευταία πάλι τα κυανά, αλλά πολύ πιο ξέθωρα αυτά τα δεύτερα από τα πρώτα.
Θα τα φυλάξω με ευλάβεια και με πολλή λύπη.
Όταν θα φορώ μαύρα ρούχα, και θα κατοικώ μέσα σ’ ένα μαύρο σπίτι, μέσα σε μια κάμαρη σκοτεινή, θα ανοίγω καμιά φορά το έπιπλο με χαρά, με πόθο, και με απελπισία.
Θα βλέπω τα ρούχα και θα θυμούμαι την μεγάλη εορτή — που θα είναι τότε όλως διόλου τελειωμένη.
Όλως διόλου τελειωμένη. Τα έπιπλα σκορπισμένα άτακτα μες στες αίθουσες. Πιάτα και ποτήρια σπασμένα καταγής. Όλα τα κεριά καμένα ώς το τέλος. Όλο το κρασί πιωμένο. Όλοι οι καλεσμένοι φευγάτοι. Μερικοί κουρασμένοι θα κάθονται ολομόναχοι, σαν κι εμένα, μέσα σε σπίτια σκοτεινά — άλλοι πιο κουρασμένοι θα πήγαν να κοιμηθούν.
[1894 – 1897;]
https://www.greek-language.gr/
Θάναι μόλις είκοσι δυο ετών.
Κι όμως εγώ είμαι βέβαιος που, σχεδόν τα ίσα
χρόνια προτήτερα, το ίδιο σώμα αυτό το απήλαυσα.
Δεν είναι διόλου έξαψις ερωτισμού.
Και μοναχά προ ολίγου μπήκα στο καζίνο·
δεν είχα ούτε ώρα για να πιώ πολύ.
Το ίδιο σώμα εγώ το απήλαυσα.
Κι αν δεν θυμούμαι, πού — ένα ξέχασμά μου δεν σημαίνει.
A τώρα, να, που κάθησε στο διπλανό τραπέζι
γνωρίζω κάθε κίνησι που κάμνει — κι απ’ τα ρούχα κάτω
γυμνά τ’ αγαπημένα μέλη ξαναβλέπω.
Σκέπασε με λευκά πανιά
(Από τη συλλογή «Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης», εκδ. Γαβριηλίδης, 2016)
Ένα κρεβάτι
και να είναι Αύγουστος,
και ξέρω εγώ να ξαναζήσω.
https://artbloggr.wordpress.com/
Αλλά αν έχουμε ήδη πληρώσει τα εισιτήριά μας σε αυτόν τον κόσμο,
γιατί, γιατί δεν μας αφήνουν να καθίσουμε να φάμε;
Θέλουμε να δούμε τα σύννεφα,
θέλουμε να κάνουμε ηλιοθεραπεία και να μυρίσουμε το αλάτι·
ειλικρινώς δεν πρόκειται να ενοχλήσουμε κανέναν,
είναι τόσο απλό: είμαστε επιβάτες.
Όλοι περνάμε, και ο χρόνος μαζί μας:
η θάλασσα περνά, το τριαντάφυλλο λέει αντίο,
η γη περνάει απ’ τη σκιά και από το φως,
και εσείς και εμείς περνάμε, επιβάτες.
Τότε τι τους συμβαίνει;
Γιατί είναι τόσο εξοργισμένοι;
Ποιον γυρεύουν κρατώντας περίστροφο;
Δεν ξέραμε
ότι τα είχαν πιάσει όλα:
τα κύπελλα, τις καρέκλες,
τα κρεβάτια, τους καθρέφτες,
τη θάλασσα, το κρασί, τον ουρανό.
Τώρα προκύπτει
ότι δεν έχουμε τραπέζι.
Δεν μπορεί, πιστεύουμε.
Δεν μπορούν να μας πείσουν.
Ήταν σκοτάδι, όταν γεμίσαμε το πλοίο.
Ήμασταν γυμνοί.
Από το ίδιο μέρος φτάσαμε όλοι.
Ήρθαμε, γυναίκες και άντρες, ήρθαμε όλοι.
Ήμασταν όλοι πεινασμένοι και είχαμε τα δόντια μας έτοιμα.
Σε όλους μας μεγάλωσαν τα χέρια και τα μάτια
για να δουλέψουν και να ποθήσουν ό,τι υπάρχει.
Και τώρα μας λένε πως δεν μπορούμε,
πως δεν υπάρχει χώρος στο σκάφος,
δεν θέλουν να μας χαιρετήσουν
δεν θέλουν να παίξουν μαζί μας.
Γιατί τόσα οφέλη για εσάς;
Το κουτάλι ποιος τους τό ’δωσε, προτού ακόμα γεννηθούν;
Δεν είναι ευχαριστημένοι εδώ,
δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα.
Δεν μου αρέσει στο ταξίδι
να συναντάω στις γωνιές τη θλίψη,
χωρίς αγάπη τα μάτια, πεινασμένο το στόμα.
Δεν υπάρχουν ρούχα για τούτο το φθινόπωρο που μεγαλώνει
και ακόμα πιο λίγα, πιο λίγα, πιο λίγα για τον χειμώνα που ’ρχεται.
Και χωρίς παπούτσια πώς θα γυρίζουμε
στον κόσμο, με τόσες πέτρες στους δρόμους;
Χωρίς τραπέζι πού θα φάμε,
πού θα καθίσουμε, αν δεν έχουμε καρέκλα;
Αν είναι σαχλό αστείο, αποφασίστε, κύριοι,
να το τελειώσετε σύντομα,
για να μιλήσουμε τώρα σοβαρά.
Κι έπειτα η θάλασσα είναι σκληρή.
Και βρέχει αίμα.
[Από την ποιητική συλλογή Navegaciones y Regresos (1959).]
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
https://mag.frear.gr/
Edward Hopper, “Western Motel,” 1957. Yale University Art Gallery
https://www.artsjournal.com/
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,
ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ' ἀκούσω. Σώπα.
.................
Τοῦτο τό σπίτι στοίχειωσε, μέ διώχνει —
θέλω νά πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τά καρφιά ξεκολλᾶνε,
τά κάδρα ρίχνονται σά νά βουτᾶνε στό κενό,
οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα
ὅπως πέφτει τό καπέλο τοῦ πεθαμένου ἀπ' τήν κρεμάστρα στό
σκοτεινό διάδρομο
ὅπως πέφτει τό μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς
ἀπ' τά γόνατά της
ἤ ὅπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στήν παλιά,
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή, — ὄχι ἡ φωτογραφία πού κοιτᾶς μέ τόση
δυσπιστία —
λέω γιά τήν πολυθρόνα,πολύ ἀναπαυτική, μποροῦσες ὧρες ὁλόκληρες
νά κάθεσαι
καί μέ κλεισμένα μάτια νά ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει.......
Τοῦτο τό σπίτι δέ μέ σηκώνει πιά.
Δέν ἀντέχω νά τό σηκώνω στή ράχη μου.
Πρέπει πάντα νά προσέχεις, νά προσέχεις,
νά στεριώνεις τόν τοῖχο μέ τό μεγάλο μπουφέ
νά στεριώνεις τόν μπουφέ μέ τό πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
νά στεριώνεις τό τραπέζι μέ τίς καρέκλες
νά στεριώνεις τίς καρέκλες μέ τά χέρια σου
νά βάζεις τόν ὦμο σου κάτω ἀπ' τό δοκάρι πού κρέμασε.
Καί τό πιάνο, σά μαῦρο φέρετρο κλεισμένο. Δέν τολμᾶς νά τ' ἀνοίξεις.
Ὅλο νά προσέχεις, νά προσέχεις, μήν πέσουν, μήν πέσεις. Δἐν ἀντέχω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Βιάζονταν πολύ να φιληθούν. Μπήκαν στο σπίτι. Κλείδωσαν.
Τις δυο καρέκλες τις άφησαν στον κήπο. Όσο έλειπαν
τα πουλιά οικειοποιήθηκαν τις καρέκλες τους, τις έκαναν
σκάλες για τα δωμάτια τους. Όταν βράδιασε,
όλα τα κατάπιανε τα φύλλα, χτυπώντας ηδονικά τις γλώσσες τους.
Οι δυο καρέκλες περίμεναν ακόμη σα δυο μικρά ικριώματα
στο χείλος μιας πράσινης μοναξιάς μπροστά στο φεγγάρι.
«Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου», επιλογή Χρύσα Προκοπάκη, εκδόσεις Κέδρος
https://popaganda.gr/
Σοῦ γράφω γεμάτη τρόμο μέσα ἀπὸ μιὰ στοὰ
νυχτερινὴ
φωτισμένη ἀπὸ μίαν ἐλάχιστη λάμπα σὰ δαχτυλίθρα
ἕνα βαγόνι περνάει ἀπὸ πάνω μου προσεχτικὰ
ψάχνει τὶς ἀποστάσεις του μὴ μὲ χτυπήσει
ἐγὼ πάλι ἄλλοτε κάνω πῶς κοιμᾶμαι ἄλλοτε
πῶς μαντάρω ἕνα ζευγάρι κάλτσες παλιὲς
γιατί ἔχουν ὅλα γύρω μου παράξενα παλιώσει
Στὸ σπίτι
χτὲς
καθὼς ἄνοιξα τὴ ντουλάπα ἔσβησε γίνηκε
σκόνη μ᾿ ὅλα τὰ ροῦχα της μαζὶ
τὰ πιάτα σπάζουν μόλις κανεὶς τ᾿ ἀγγίξει
φοβᾶμαι κι ἔχω κρύψει τὰ πηρούνια καὶ τὰ
μαχαίρια
τὰ μαλλιά μου ἔχουν γίνει κάτι σὰ στουπὶ
τὸ στόμα μου ἄσπρισε καὶ μὲ πονάει
τὰ χέρια μου εἶναι πέτρινα
τὰ πόδια μου εἶναι ξύλινα
μὲ τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρὰ παιδιὰ
δὲν ξέρω πῶς γίνηκε καὶ μὲ φωνάζουν μ ά ν α
Θέλησα νὰ σοῦ γράψω γιὰ τὶς παλιές μας τὶς χαρὲς
ὅμως ἔχω ξεχάσει νὰ γράφω γιὰ πράγματα
χαρούμενα
Νὰ μὲ θυμᾶσαι
http://users.uoa.gr/
Ο θάνατος ήσυχα κοιμόταν
στα παλιά καθίσματα
και ο δρόμος έμεινε ανοιχτός
για τους ταξιδευτές.
Γρήγορα προχώρησαν
για τις κορφές του ήλιου.
Ω ! Ψηλά είναι το φως.
Κι ο θάνατος
βλέπει ήσυχα όνειρα
στα παλιά καθίσματα.
https://www.fractalart.gr/
Στο δροσερό σαλόνι σας θροΐζει ένα δάσος
Αυτά τα έπιπλα που ακούτε ν’ ανασαίνουν
Φυλάνε ακόμα ενστικτώδη φτερωτά
Μες στα φυλλώματα. Κι αν τρίζουνε
Κάθε που μπαίνει νέος επισκέπτης
Θα ‘ναι που νιώθουνε κρυμμένο το τσεκούρι
Να τροχίζεται. Σε ανώδυνο χαμόγελο
Αβροφροσύνης τούτη τη φορά.
Τις νύχτες αλαφιάζονται
Και το χοντρό τους νύχι από ρίζα
Χώνεται
Στο βράχο του τσιμέντου. Οι κλώνοι τους
Ρημάζουν τα ταβάνια — να οι ρωγμές
Του ξύλου που μουγκρίζει. Αφήστε τα·
Ούτε μ’ αλήθεια ούτε με πλάνη λειαίνονται
Οι ρόζοι σε μια φλούδα γηρατειών· αφήστε τα.
Κι αν το τικ τακ του σκουληκιού υποδύεται
Το χτύπο της καρδιάς τους
Αυτά ονειρεύονται το ηρωικό λαμπάδιασμα
Να ‘ρθεί επιτέλους να χωρίσει πνεύμα
Από κορμί.
— Λάμψη και κάρβουνο.