Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διαθεματικότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διαθεματικότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΤΑ ΕΠΙΠΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ


-«Πάνω στο τραπέζι δυο μαραμένα λουλούδια που τρεμουλιάζουν σαν αναμμένα κεριά
Φτωχικό μνημόσυνο στ’ απολιθώματα της ομορφιάς σου..»

(Τάκης Βαρβιτσιώτης)

Van Goghs Bedroom at Arles by Vincent Van Gogh


Ένα παλιό αισθηματικό κερί
έκαιγε πάνω στο τραπέζι
τα φθαρμένα έπιπλα
μου είχαν διδάξει
την υπομονή
μόνο ένα, Θεέ μου-δεν έζησα:
έχοντας να μεριμνήσω
για τόσα φύλλα την άνοιξη.

Από την συλλογή "Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου"

Τάσος Λειβαδίτης




Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ - Ένα απλό κρεβάτι

Κινήσεις που οδηγούν
σ’ ένα απλό κρεβάτι
πώς να εμπνεύσουν πια;
Κρεβάτι χωρίς παραστάτη
χωρίς εφιδρώσεις
χωρίς εντυπώσεις
ένα άδειο στρωμένο πανί
μία οθόνη δίχως προβολή
και κινήσεις μονοσήμαντες
που σημαίνουν μόνο το τέλος
της μέρας.
Μια ειρήνη υπόγραψα φαίνεται
χωρίς καμιά μάχη
να ‘χει κερδηθεί ή χαθεί.
Ειρήνη είναι ο ύπνος
που έρχεται περιβρεγμένος
μόνο με την ελπίδα
του ονείρου.
Αλλά, αναπάντεχα
μια γλύκα απλώνεται στην επιφάνεια
της ταλαιπωρημένης σάρκας.
Τέλειωσε και τούτο το βράδυ.
Ακόμη ένα κομμάτι χρόνου
που δεν πρόδωσα
δε βλαστήμησα
την ώρα και τη στιγμή.
Ήταν η μέρα καλή
καμιά δεν ένιωσα νέα πληγή
καμιά δεν κακοφόρμισε παλιά.
Κρεβάτι απλό
με τέσσερα πόδια
και καλοκαιρινά σεντόνια
βάναυσα λευκά.
https://www.neolaia.gr/


1Edward Hopper, Morning Sun (1952). Courtesy of the Columbus Museum of Art.
https://news.artnet.com/


Βαγγέλης Αλεξόπουλος - Ιπτάμενες καρέκλες


Είχε γίνει συμφωνία
της γιαγιάς μας με την αδελφή μου
Όταν θα έφευγε, σε περίπτωση
που υπήρχε άλλη ζωή εκεί έξω
θα επέστρεφε και σαν σήμα
θα σήκωνε μια καρέκλα
από την κουζίνα

Η γιαγιά πέθανε

Έκτοτε αλλάξαμε πολλές κουζίνες τραπέζια και καρέκλες
καμιά όμως, ποτέ
δε σηκώθηκε

https://staxtes2003.com/



People in the Sun, Edward Hopper, Oils, 1960.


Γιάννης Βαρβέρης -ΈΛΑ ΓΙ’ ΑΠΟΨΕ

Φρόντισα όσο μπορούσα το ντεκόρ.
Στον καναπέ και στις καρέκλες
εξώφυλλα των δίσκων νεκροζώντανες
οι δόξες του ’50.
Δυο τρεις αφίσες από κέντρα του καιρού
κι ήδη το στερεό
με παπιγιόν δύο πλήκτρα ο Γιάννης ο Σπάρτακος.
Απέναντί του ο ξύλινος παλιός καλόγερος
με τ’ άσπρο σου λινό κοστούμι
τη μεταξωτή γραβάτα σου δεμένη στο κολάρο
το μαντήλι στο τσεπάκι.
Κι ανοίγω την τζαμόπορτα:
Έξω φυσάει κι είναι χρυσό κι είναι μπόρα Πού να’ σαι αλήθεια το βράδυ αυτό
Απόψε μου λείπεις πολύ
Θα καθόμουνα πλάι σου
Κοντά στο τζάκι με φιλιά να σε κοιμήσω
Ας ερχόσουν για λιγο κι ας χανόσουν μετά.

Ακούς, μ’ άκούς
Πατέρα;
Έλα γι’ απόψε
μόνο απόψε
λίγη ώρα.




The Furniture Maker by Ludwig Deutsch


Κική Δημουλά - Π Ρ Ο Σ Ε Χ Ε

Όταν στρώνεις το τραπέζι
πριν καθίσεις
να ελέγχεις σχολαστικά
την αντικρινή σου καρέκλα
αν είναι γερή μήπως τρίζει
μήπως χαλάρωσαν οι εγκοπές
μήπως φαγώθηκαν οι αρμοί
αν υποσκάπτει το σκελετό
σκουλήκι
γιατί εκείνος που δεν κάθεται
γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο βαρύς.



Artist Marc Whitney

Κωνσταντίνος Καβάφης - Ενδύματα

Μέσα σ’ ένα κιβώτιο ή μέσα σ’ ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και θα φυλάξω τα ενδύματα της ζωής μου.
Τα ρούχα τα κυανά. Και έπειτα τα κόκκινα, τα πιο ωραία αυτά από όλα. Και κατόπιν τα κίτρινα. Και τελευταία πάλι τα κυανά, αλλά πολύ πιο ξέθωρα αυτά τα δεύτερα από τα πρώτα.
Θα τα φυλάξω με ευλάβεια και με πολλή λύπη.
Όταν θα φορώ μαύρα ρούχα, και θα κατοικώ μέσα σ’ ένα μαύρο σπίτι, μέσα σε μια κάμαρη σκοτεινή, θα ανοίγω καμιά φορά το έπιπλο με χαρά, με πόθο, και με απελπισία.
Θα βλέπω τα ρούχα και θα θυμούμαι την μεγάλη εορτή — που θα είναι τότε όλως διόλου τελειωμένη.
Όλως διόλου τελειωμένη. Τα έπιπλα σκορπισμένα άτακτα μες στες αίθουσες. Πιάτα και ποτήρια σπασμένα καταγής. Όλα τα κεριά καμένα ώς το τέλος. Όλο το κρασί πιωμένο. Όλοι οι καλεσμένοι φευγάτοι. Μερικοί κουρασμένοι θα κάθονται ολομόναχοι, σαν κι εμένα, μέσα σε σπίτια σκοτεινά — άλλοι πιο κουρασμένοι θα πήγαν να κοιμηθούν.
[1894 – 1897;]
https://www.greek-language.gr/


Romance in the cupboard by Kestutis Kasparavicius

Κωνσταντίνος Καβάφης - Το διπλανό τραπέζι

Θάναι μόλις είκοσι δυο ετών.
Κι όμως εγώ είμαι βέβαιος που, σχεδόν τα ίσα
χρόνια προτήτερα, το ίδιο σώμα αυτό το απήλαυσα.

Δεν είναι διόλου έξαψις ερωτισμού.
Και μοναχά προ ολίγου μπήκα στο καζίνο·
δεν είχα ούτε ώρα για να πιώ πολύ.
Το ίδιο σώμα εγώ το απήλαυσα.

Κι αν δεν θυμούμαι, πού — ένα ξέχασμά μου δεν σημαίνει.

A τώρα, να, που κάθησε στο διπλανό τραπέζι
γνωρίζω κάθε κίνησι που κάμνει — κι απ’ τα ρούχα κάτω
γυμνά τ’ αγαπημένα μέλη ξαναβλέπω.



Chair Tilt by Denise H Cooperman


Χλόη Κουτσουμπέλη, «Πώς να βγείτε από το καλοκαίρι σας ανώδυνα – ΙΙΙ»

Σκέπασε με λευκά πανιά 
τα χαμογελαστά έπιπλα μπαμπού 
τίναξε τις πετσέτες 
πριν τις απολιθώσεις στην ντουλάπα. 
Βγαίνοντας κλείσε το καλοκαίρι 
πίσω σου ανώδυνα. 
Έτσι κι αλλιώς ο πόνος 
θα σε περιμένει στην αποθήκη 
μαζί με τα βατραχοπέδιλα 
για να τον φουσκώσεις πάλι 
το άλλο καλοκαίρι.

(Από τη συλλογή «Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης», εκδ. Γαβριηλίδης, 2016)



When Old Is Better by Les Ray

Χρίστος Λάσκαρης -ΜΑΝΤΕΝΙΑ

Ένα κρεβάτι
και να είναι Αύγουστος,
και ξέρω εγώ να ξαναζήσω.

https://artbloggr.wordpress.com/





Water Bed by Sarah Barnaby


Πάμπλο Νερούδα - ΤΟ ΠΛΟΙΟ

Αλλά αν έχουμε ήδη πληρώσει τα εισιτήριά μας σε αυτόν τον κόσμο,
γιατί, γιατί δεν μας αφήνουν να καθίσουμε να φάμε;
Θέλουμε να δούμε τα σύννεφα,
θέλουμε να κάνουμε ηλιοθεραπεία και να μυρίσουμε το αλάτι·
ειλικρινώς δεν πρόκειται να ενοχλήσουμε κανέναν,
είναι τόσο απλό: είμαστε επιβάτες.

Όλοι περνάμε, και ο χρόνος μαζί μας:
η θάλασσα περνά, το τριαντάφυλλο λέει αντίο,
η γη περνάει απ’ τη σκιά και από το φως,
και εσείς και εμείς περνάμε, επιβάτες.

Τότε τι τους συμβαίνει;
Γιατί είναι τόσο εξοργισμένοι;
Ποιον γυρεύουν κρατώντας περίστροφο;

Δεν ξέραμε
ότι τα είχαν πιάσει όλα:
τα κύπελλα, τις καρέκλες,
τα κρεβάτια, τους καθρέφτες,

τη θάλασσα, το κρασί, τον ουρανό.

Τώρα προκύπτει
ότι δεν έχουμε τραπέζι.
Δεν μπορεί, πιστεύουμε.
Δεν μπορούν να μας πείσουν.
Ήταν σκοτάδι, όταν γεμίσαμε το πλοίο.
Ήμασταν γυμνοί.
Από το ίδιο μέρος φτάσαμε όλοι.
Ήρθαμε, γυναίκες και άντρες, ήρθαμε όλοι.
Ήμασταν όλοι πεινασμένοι και είχαμε τα δόντια μας έτοιμα.
Σε όλους μας μεγάλωσαν τα χέρια και τα μάτια
για να δουλέψουν και να ποθήσουν ό,τι υπάρχει.

Και τώρα μας λένε πως δεν μπορούμε,
πως δεν υπάρχει χώρος στο σκάφος,
δεν θέλουν να μας χαιρετήσουν
δεν θέλουν να παίξουν μαζί μας.

Γιατί τόσα οφέλη για εσάς;
Το κουτάλι ποιος τους τό ’δωσε, προτού ακόμα γεννηθούν;
Δεν είναι ευχαριστημένοι εδώ,
δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα.

Δεν μου αρέσει στο ταξίδι
να συναντάω στις γωνιές τη θλίψη,
χωρίς αγάπη τα μάτια, πεινασμένο το στόμα.

Δεν υπάρχουν ρούχα για τούτο το φθινόπωρο που μεγαλώνει
και ακόμα πιο λίγα, πιο λίγα, πιο λίγα για τον χειμώνα που ’ρχεται.
Και χωρίς παπούτσια πώς θα γυρίζουμε
στον κόσμο, με τόσες πέτρες στους δρόμους;

Χωρίς τραπέζι πού θα φάμε,
πού θα καθίσουμε, αν δεν έχουμε καρέκλα;

Αν είναι σαχλό αστείο, αποφασίστε, κύριοι,
να το τελειώσετε σύντομα,
για να μιλήσουμε τώρα σοβαρά.

Κι έπειτα η θάλασσα είναι σκληρή.

Και βρέχει αίμα.

[Από την ποιητική συλλογή Navegaciones y Regresos (1959).]

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

https://mag.frear.gr/




Edward Hopper, “Western Motel,” 1957. Yale University Art Gallery
https://www.artsjournal.com/

Γιάννης Ρίτσος Η Σονάτα του Σεληνόφωτος

....Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,
να δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ' ἀκούσω. Σώπα.
.................

Τοῦτο τό σπίτι στοίχειωσε, μέ διώχνει —
θέλω νά πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τά καρφιά ξεκολλᾶνε,
τά κάδρα ρίχνονται σά νά βουτᾶνε στό κενό,

οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα
ὅπως πέφτει τό καπέλο τοῦ πεθαμένου ἀπ' τήν κρεμάστρα στό
σκοτεινό διάδρομο

ὅπως πέφτει τό μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς
ἀπ' τά γόνατά της
ἤ ὅπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στήν παλιά,
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.


Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή, — ὄχι ἡ φωτογραφία πού κοιτᾶς μέ τόση
δυσπιστία —
λέω γιά τήν πολυθρόνα,πολύ ἀναπαυτική, μποροῦσες ὧρες ὁλόκληρες
νά κάθεσαι
καί μέ κλεισμένα μάτια νά ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει.......

.......

Τοῦτο τό σπίτι δέ μέ σηκώνει πιά.
Δέν ἀντέχω νά τό σηκώνω στή ράχη μου.
Πρέπει πάντα νά προσέχεις, νά προσέχεις,
νά στεριώνεις τόν τοῖχο μέ τό μεγάλο μπουφέ
νά στεριώνεις τόν μπουφέ μέ τό πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
νά στεριώνεις τό τραπέζι μέ τίς καρέκλες
νά στεριώνεις τίς καρέκλες μέ τά χέρια σου
νά βάζεις τόν ὦμο σου κάτω ἀπ' τό δοκάρι πού κρέμασε.
 Καί τό πιάνο, σά μαῦρο φέρετρο κλεισμένο
. Δέν τολμᾶς νά τ' ἀνοίξεις.
Ὅλο νά προσέχεις, νά προσέχεις, μήν πέσουν, μήν πέσεις. Δἐν ἀντέχω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.



Interior, 1904 by Edouard Vuillard

Γιάννης Ρίτσος  - Ελάχιστο χρονικό του έρωτα 

Βιάζονταν πολύ να φιληθούν. Μπήκαν στο σπίτι. Κλείδωσαν.
Τις δυο καρέκλες τις άφησαν στον κήπο. Όσο έλειπαν
τα πουλιά οικειοποιήθηκαν τις καρέκλες τους, τις έκαναν
σκάλες για τα δωμάτια τους.
 Όταν βράδιασε,
όλα τα κατάπιανε τα φύλλα, χτυπώντας ηδονικά τις γλώσσες τους.
Οι δυο καρέκλες περίμεναν ακόμη σα δυο μικρά ικριώματα
στο χείλος μιας πράσινης μοναξιάς μπροστά στο φεγγάρι.

«Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου», επιλογή Χρύσα Προκοπάκη, εκδόσεις Κέδρος

https://popaganda.gr/


 Mrs Osler by Sir John Lavery RA


Μίλτος Σαχτούρης - Ὀρυχεῖο

Σοῦ γράφω γεμάτη τρόμο μέσα ἀπὸ μιὰ στοὰ
νυχτερινὴ
φωτισμένη ἀπὸ μίαν ἐλάχιστη λάμπα σὰ δαχτυλίθρα
ἕνα βαγόνι περνάει ἀπὸ πάνω μου προσεχτικὰ
ψάχνει τὶς ἀποστάσεις του μὴ μὲ χτυπήσει
ἐγὼ πάλι ἄλλοτε κάνω πῶς κοιμᾶμαι ἄλλοτε
πῶς μαντάρω ἕνα ζευγάρι κάλτσες παλιὲς
γιατί ἔχουν ὅλα γύρω μου παράξενα παλιώσει

Στὸ σπίτι
χτὲς
καθὼς ἄνοιξα τὴ ντουλάπα ἔσβησε γίνηκε
σκόνη μ᾿ ὅλα τὰ ροῦχα της μαζὶ
τὰ πιάτα σπάζουν μόλις κανεὶς τ᾿ ἀγγίξει
φοβᾶμαι κι ἔχω κρύψει τὰ πηρούνια καὶ τὰ
μαχαίρια
τὰ μαλλιά μου ἔχουν γίνει κάτι σὰ στουπὶ
τὸ στόμα μου ἄσπρισε καὶ μὲ πονάει
τὰ χέρια μου εἶναι πέτρινα
τὰ πόδια μου εἶναι ξύλινα
μὲ τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρὰ παιδιὰ
δὲν ξέρω πῶς γίνηκε καὶ μὲ φωνάζουν μ ά ν α

Θέλησα νὰ σοῦ γράψω γιὰ τὶς παλιές μας τὶς χαρὲς
ὅμως ἔχω ξεχάσει νὰ γράφω γιὰ πράγματα
χαρούμενα

Νὰ μὲ θυμᾶσαι

http://users.uoa.gr/


Have A Seat II  by Ethan Harper

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ - ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ ΚΑΘΙΣΜΑΤΑ

Ο θάνατος ήσυχα κοιμόταν
στα παλιά καθίσματα
και ο δρόμος έμεινε ανοιχτός
για τους ταξιδευτές.

Γρήγορα προχώρησαν
για τις κορφές του ήλιου.
Ω ! Ψηλά είναι το φως.

Κι ο θάνατος
βλέπει ήσυχα όνειρα
στα παλιά καθίσματα.

https://www.fractalart.gr/



 Willem Steelink II 1856-


Αντώνης Φωστιέρης - Κατοικίδιο δάσος

Στο δροσερό σαλόνι σας θροΐζει ένα δάσος
Αυτά τα έπιπλα που ακούτε ν’ ανασαίνουν
Φυλάνε ακόμα ενστικτώδη φτερωτά

Μες στα φυλλώματα. Κι αν τρίζουνε
Κάθε που μπαίνει νέος επισκέπτης
Θα ‘ναι που νιώθουνε κρυμμένο το τσεκούρι
Να τροχίζεται. Σε ανώδυνο χαμόγελο
Αβροφροσύνης τούτη τη φορά.
Τις νύχτες αλαφιάζονται
Και το χοντρό τους νύχι από ρίζα
Χώνεται
Στο βράχο του τσιμέντου. Οι κλώνοι τους
Ρημάζουν τα ταβάνια — να οι ρωγμές
Του ξύλου που μουγκρίζει. Αφήστε τα·
Ούτε μ’ αλήθεια ούτε με πλάνη λειαίνονται
Οι ρόζοι σε μια φλούδα γηρατειών· αφήστε τα.
Κι αν το τικ τακ του σκουληκιού υποδύεται
Το χτύπο της καρδιάς τους
Αυτά ονειρεύονται το ηρωικό λαμπάδιασμα
Να ‘ρθεί επιτέλους να χωρίσει πνεύμα
Από κορμί.
— Λάμψη και κάρβουνο.



Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









ΤΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

 

Ιακωβίδης Γεώργιος-Γαρίφαλλα, 1918

Νικηφόρος Βρεττάκος - ΓΕΝΕΣΗ

Αὐτὸ τὸ γαρύφαλλο, ποὺ κρατώντας το
ἀνάμεσα στὰ τρία μου δάχτυλα
τὸ σηκώνω στὸ φῶς, μοῦ μίλησε καὶ
παρὰ τὸν κοινὸ νοῦ μου τὸ κατανόησα.

Μι᾿ ἁλυσίδα ἀπὸ ἀτέλειωτους γαλαξίες
συνεργάστηκαν,
διασταύρωσαν κάτω στὴ γῆ φωταψίες
– τὸ σύμπαν ὁλόκληρο πῆρε μέρος στὴ
γέννηση
αὐτοῦ τοῦ γαρύφαλλου.
Κι᾿ αὐτὸ ποὺ ἀκούω εἶναι οἱ φωνὲς
τῶν μαστόρων του μέσα του. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ


Ιακωβίδης Γεώργιος-Λουλούδια 1


Νίκος Εγγονόπουλος - Τ Α  Γ Α Ρ Υ Φ Α Λ Λ Α

φάγαμε το μπαρούτι με τη χούφτα
στ’ άγρια βουνά και
τα λαγκάδια
της Βόρειας Ηπείρου
και φάγαμε
το ξερό ψωμάκι
αυτό π’ αρμόζει
στον καλλιτέχνη
στον ποιητή
μόνη παρηγοριά
τα λουλούδια :
είτανε τα γαρύφαλλα…
μα κάτι γαρύφαλλα !

Ed. Manet, Γαρύφαλλα και κληματίδες. 1882. Musée d' Orsay.


Γιώργος Ιωάννου, Μ’ άσπρη μουσαμαδιά μες στη βροχή

Στου καφενείου τα τζάμια
που έγλειφε η βροχή
σ’ αναπολούσε η ψυχή μου
περιμένοντας:

Στο μέτωπο ξανθά μαλλιά
άσπρη μουσαμαδιά μες στη βροχή
έτσι σαν ανοιξιάτικο γαρίφαλο.

Έλα,
και τα τσιγάρα ένα ένα τέλειωσαν,
κι η ώρα πέρασε πολύ μαζί με τη βροχή.
Του κόσμου τούτου η ερημιά,
που εσένα δε σ’ αγγίζει,
έρχεται.

Κι απόψε δε θα κοιμηθώ,
κι όπως θα μυρμηγκιάζουνε
τ’ άπειρα δευτερόλεφτα
πότε η βροχή θα με κυκλώνει
και πότε απ’ την καρδιά
το είδωλό του θα ξανάρχεται.

Στο μέτωπο ξανθά μαλλιά
άσπρη μουσαμαδιά μες στη βροχή
λευκό ανοιξιάτικο γαρίφαλο.

Από τη συλλογή Ηλιοτρόπια (1954)


John Collier -  γυναίκα στα ροζ που μεταφέρει ροζ γαρύφαλλα.

Κωστής Παλαμάς -Γαρούφαλα

Και τη δική σας την ψυχή, γαρούφαλα, ήπια!
Κι ο ψαράς μελαψός, και μελαψή και η χώρα
από την άρμη, απ’ τη νοτιά κι από τον ήλιο,
και γύρω στο λαιμό της μελαψής τής χώρας
σαν κύκλοι κοραλλένιοι τα γαρούφαλα είναι.
Γαρούφαλα των κήπων και των παραθύρων,
γαρούφαλα σα στέμματα και σαν αστέρια,
δώρα κάθε χεριού, καμάρια κάθε στήθους,
ω εσείς, που αραδαριά στα σκαλοπάτια ώς πέρα
το πέρασμα μυρώνετε του κάθε ανθρώπου,
και κάποτε το φόρεμα σας συνεπαίρνει,σαν αγέρι, 
της νιας που ανεβοκατεβαίνει·
γαρούφαλα μεστά, γαρούφαλ’ άπλερα, άνθια
που δε λιγώνετε καθώς τα ρόδα, και, όπως
τα γιούλια, δε δροσολογάτε και τη σάρκα
και την ψυχή, και κρύβετε στην ευωδιά σας
κάτι απ’ της λιμνοθάλασσας τ’ αψύ το χνότο,
κι όταν είστε χλωμά σα λιγοθυμισμένες
παρθένες, κι όταν μια φωτιά κοσμοχαλάστρα
τα φύλλα σας φλογίζει, δίχως να τα καίει.
Γαρούφαλα, που πότε δείχνετε τη γύμνια
του κορμιού του παιδιάτικου φρεσκολουσμένου,
πότε τα παρδαλά νάνων τρελών στολίδια,
και πότε την πορφύρα των αυτοκρατόρων,
όλη η μεθύστρα η μουσική της κοκκινάδας
σαν απ’ ορχήστρα πολυόργανη βγαλμένη,
σκορπιέται από τα σπλάχνα σας και δε σωπαίνει,
και για τα μάτια μου αρμονίες όλο και παίζει.
Και τη δική σας την ψυχή, γαρούφαλα, ήπια!


https://www.greek-language.gr/



Ferdinand Hodler - Κορίτσι  με γαρύφαλλα. 1886.



Γιάννης Ποταμιάνος - Κόκκινα γαρύφαλλα

 

==================

Τώρα που η δυστυχία

Σαν άγριο άλογο

……………… Καλπάζει ξέφρενα

……………………………... στην πόλη

Έκλεισαν οι πόρτες

σφραγίστηκαν τα παράθυρα

Και εμείς χωθήκαμε

……………… σε βαθιά σεντούκια

παρέα με τις παλιές ιδέες

που θησαυρίσαμε στη νιότη μας

Και μια ανοιχτή πληγή

……………… στο στήθος

Όμως είναι ζωντανές της νιότης μας

……………………………... οι ιδέες

Αγάπες ανυπότακτες,

……………… πυρπολούνε το μυαλό μας

Ας ανοίξουμε λοιπόν

……………… τα πουκάμισά μας

Να δραπετεύσουν οι πυγολαμπίδες

Στους δρόμους ας βγούμε

……………… να γίνουμε πυροφάνια

Και το αίμα μας

ας γίνει κόκκινο λουλούδι

……………… στα πεζοδρόμια

Να ποτίσει το φουστάνι

……………… της ελπίδας

Ας βιαστούμε όμως πριν μαραθεί

το γεράνι, στην καρδιά μας

Να καρφώσουμε και πάλι

……………… Τα κόκκινα γαρίφαλα

στο πέτο μας

Και ας πνιγεί η πόλη, στην τσίκνα

……………… της εξέγερσης

=============================

5 Ιουνίου 2010

Γιάννης Ποταμιάνος

https://spartinos.ning.com




Πάμπλο Πικάσο - Ο Ανθρωπος με το γαρύφαλλο ( Νίκος Μπελογιάννης)

Όταν  ρώτησαν τον Πικάσο γιατί δεν «έκλεισε» το πορτρέτο, ο καλλιτέχνης δήλωσε χαρακτηριστικά: «Το σκίτσο δεν είναι ατελές. Είναι ανοιχτό πάνω ακριβώς απ’ το κεφάλι του, γιατί τίποτα δε θα μπορούσε να περιορίσει τη σκέψη και τις ιδέες του. Όχι μια γραμμή. Ούτε καν μια σφαίρα.»

Γιάννης Ρίτσος - Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο.


ΣΗΜΕΡΑ το στρατόπεδο σωπαίνει.
Σήμερα ο ήλιος τρέμει αγκιστρωμένος στη σιωπή
όπως τρέμει το σακάκι του σκοτωμένου στο συρματόπλεγμα.
Σήμερα ο κόσμος είναι λυπημένος.

Ξεκρέμασαν μια μεγάλη καμπάνα και την ακούμπησαν στη γη.
Μες στο χαλκό της καρδιοχτυπά η ειρήνη.
Σιωπή. Ακούστε τούτη την καμπάνα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.

Οι δολοφόνοι κρύβονται πίσω από τα μαχαίρια τους.
Τραβηχτείτε πέρα δολοφόνοι. Τραβηχτείτε πέρα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.

ΤΟΥΣ ΣΚΟΤΩΣΑΝ. Τους σκότωσαν.
Ένας άνεμος που πέρασε μες απ’ το σκοτεινό τούνελ της σιωπής μας έφερε το μαντάτο.
Τους σκότωσαν. Τους σκότωσαν.
Δυο ξεχασμένοι γλόμποι ξεθωριάζουνε στην ξώπορτα της μέρας.
Τους σκότωσαν.
Ο Πέτρος που ξυρίζονταν στην αυλή μπρος σ’ ένα καθρεφτάκι της τσέπης απόμεινε με το χέρι στον αέρα κρατώντας την ξυριστική του μηχανή σα να κρατούσε με τα δύο του δάχτυλα το χέρι του κόσμου και να μετρούσε το σφυγμό του.

Ο Βαγγέλης που ’πινε το πρωινό του τσάι
απόμεινε με τη μπουκιά στο στόμα
σα να κρατούσε ανάμεσα στα δόντια του μια πέτρα.

Είταν πικρό το τσάι σήμερα. Αφουγκραζόμασταν
ένα μεγάλο αμάξι που σταμάτησε στο δρόμο –
ένας τροχός του χτύπησε στο βράχο.
Μπορεί να ’ταν ο τροχός της ιστορίας.
Γιατί η γριούλα που βούρτσιζε στην μπαλκονόπορτα
το μαύρο κυριακάτικο φουστάνι της
πέτρωσε εκεί σα να κατάλαβε
τι μαύρο που ’ναι το μαύρο χρώμα
σα να ’δε ανεβασμένη μια μαύρη σημαία στο κατάρτι του χρόνου.

Μπορεί και να ’ταν ο τροχός της ιστορίας. Τους σκότωσαν.
Σάλεψε ή γη. Σάλεψαν τ’ αγκωνάρια του ουρανού.
Σάλεψε το δοκάρι του σπιτιού. Σάλεψε ή κρεμασμένη λάμπα
όπως σαλεύει το καρύδι στο λαιμό του ανθρώπου που καταπίνει το λυγμό του.

Σιωπή. Σιωπή. Τους σκότωσαν.
Κι είταν παράξενο να βλέπεις που δε σαλέψανε καθόλου οι αγελάδες και τ αρνάκια στην ταμπέλα του χασάπικου,
μόνο σα να ’σκυψαν λιγάκι τα κεφάλια τους
και ν’ αφουγκράζονταν κάτου απ’ της γης ένα βαθύ-βαθύ ποτάμι.

Σιωπή. Σιωπή. Τους σκότωσαν.
Απόσπασμα 

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

 

Edouard Manet, A Bar at the Folies-Bergère


….Μεσ’ στον καθρέφτη η αγάπη μας, πως πάει και λιγοστεύει,
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σχολειό της λησμονιάς.
Μέσα στα βάθη του καιρού πως η καρδιά στενεύει,
και χάνεται στο λίκνισμα, μιας ξένης αγκαλιάς»
(Γ. Σεφέρης)


Jan  Van Eyck - Arnolfini Portrait


Ορέστης Αλεξάκης - Ο καθρέφτης

Μισόφωτο στην αίθουσα
μονάχος
άγνωστο τι γυρεύοντας
κοιτάζω
τεράστια κάδρα γύρω μου
πορτρέτα
νεκρών παιδιών
και πένθιμα τοπία
τόπων αγνώστων ή
λησμονημένων
Τέλος διακρίνω τον
βαθύ καθρέφτη
καθώς τεράστιο κάδρο δίπλα στ’ άλλα
και μέσα εκεί
παιδί
τον εαυτό μου
στη μέση μιας απέραντης ερήμου
Κρατώντας θυμιατήρι και λαμπάδα

Francesco Mazzola ,  Self-Portrait in a Convex Mirror.


Τάκης Βαρβιτσιώτης - Η μαρτυρία του καθρέφτη

Πάνω στην όψη του αποκοιμίζει
Τη λάμψη ενός κεριού
Όμως βαθύτερα μέσα του
Ανακαλύπτει πολλά πράγματα
Που τραγουδούν

[Όπως όλα τα πράγματα τραγουδούν
Όταν κλείνουμε μέσα μας
Κάτι από την ψυχή τους]

Κι είναι τα πράγματα τούτα
Κρύσταλλα των ονείρων
Λείψανα φτερών
Και χιόνια
Πολλά χιόνια

Κι είναι τα πράγματα τούτα
Γύψινα χέρια κοριτσιών
Μια κόμη που χλωμιάζει
Πολλαπλασιασμένες ανταύγειες
Παιχνιδίσματα ματιών

Κι ακόμα βαθύτερα μέσα του
Κάποιο θανάσιμο ψύχος
Ένα παράξενο σκληρό βλέφαρο
Που όλο τεντώνεται
Για να φυλάξει το μοναδικό
Υδάτινο μάτι του που τρέμει.
Από τη συλλογή Το πέπλο και το χαμόγελο (1963) του Τάκη Βαρβιτσιώτη

Charles van den Eycken

Μάνος Ελευθερίου - Σ’ έναν καθρέφτη μαγαζιού

Γυρνώντας από κάποιο θάνατό μου
το κάτι λίγο βλέποντας από τον εαυτό μου
σ’ έναν καθρέφτη μαγαζιού

(αυτό το κάτι που ήταν κάποτε αλλιώς
ή που εγώ το νόμιζα)

είδα πως είχα δυο γκρεμούς στο πρόσωπό μου.
Οι παλαιοί μου τρόμοι πια δεν φαίνονταν.
Το σώμα, όσο κοίταξα, μάλλον ακόμη στέρεο
στο αναμενόμενο χωρίς μορφή και ήχους.

Έχω θάψει πολλές αγάπες και πολλούς φίλους.
Η φωνή τους κι η μυρωδιά τους μ’ ακολουθούν.
Ίσως να ζω το μέλλον μου, ως φαίνεται, αλλά ποτέ
δεν το σκέφτηκα σαν αυταπάτη.
Από τη συλλογή Το νεκρό καφενείο (1997) του Μάνου Ελευθερίου


Walter Gay: Elegant Interior, 1910


Οδυσσέας Ελύτης

Ω μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη
σε μια συνοικία μακρινή με σπίτια δίπατα κλειστά
κάτω από την επιφάνεια του νερού όπου γέρνω
σαν σε καθρέφτη και κοιτάζομαι
ώρες πολλές πώς να περάσω μέσα

να περάσω από
την άλλη όψη των πραγμάτων
με το ελικτικό μαλλί μου ξετυλίγοντας
κύκλους διαδοχικά
να κατέβω και τους εφτά ουρανούς εωσότου
η αντανάκλαση των αγγέλων μ' αρπάξει
ο Γιάννης η Άννα ο Νίκος με πελώριες
φτερούγες όπως του Θεοτοκόπουλου
μετεωρισμένοι αρχίσουν σιγανά μια ψαλμωδία και ανοίξουν πάλι τα παράθυρα (...)

Κι εγώ που ' μουν πλασμένη να κυνηγάω το θαύμα
σ' ένα ύψωμα επιβλητικό σαν τον Εσκοριάλ
τώρα ν' ανακαλύπτω τι ?
το μαρτύριο του Αγίου Μαυρικίου
ο ο οποίος ξανάζησε στις μέρες μας υπό άλλο ένδυμα
πάλι και πάλι χιλιάδες φορές .
Μαρία Νεφέλη



Gustave Léonard de Jonghe - Vanity


Roberto Juarroz - ΛΕΩ ΛΟΓΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ


Λέω λόγια μπροστά στον καθρέφτη.

Μερικές φορές πετούν και δραπετεύουν στον αέρα.
Άλλοτε πάλι αντιγράφουν τον καθρέφτη
και συναντάω δύο καθρέφτες ν' αλληλοκοιτάζονται.
Μερικές φορές όμως
οι λέξεις μπαίνουν στον καθρέφτη.

Δεν έχουν μάθει οι λέξεις πώς ν' αντανακλώνται
γιατί αντανακλώμαι σημαίνει διατηρούμαι έξω.

Η αντανάκλαση οι απαρχές είναι της απώλειας.
μετ: Γιώργος Κεντρωτής

https://diastixo.gr/

Salvador Dalí, Fundació Gala-Salvador Dalí, Figueres, 2017


Roberto Juarroz - ΚΟΙΤΑΖΟΜΑΙ Σ' ΕΝΑΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Κοιτάζομαι σ' έναν καθρέφτη
και εικόνα μου δεν υπάρχει.

Κοιτάζομαι σ' έναν καθρέφτη που δεν υπάρχει
και υπάρχει εικόνα μου.

Η εικόνα δημιουργεί τον καθρέφτη.
Ο καθρέφτης είναι της εικόνας εικόνα.
μετ: Γιώργος Κεντρωτής

Carl von Marr - Try-on

Γιώργος Θέμελης - Το πρόσωπο και το είδωλο

Το πρόσωπο και το είδωλο
(Ώσπερ εν κατόπτρω εαυτόν ορών – Πλάτων)

Όταν ξημερώνει και πέφτει το φως,
Όταν ανοίγεται το φως μες στον καθρέφτη,
Αισθάνομαι να ‘μ’ εγώ το φως, εγώ ο καθρέφτης.

Οι σκιές σκορπούν και τα φαντάσματα,
Τα μάτια ξαναπαίζουν τα βλέφαρά τους.

Φεγγοβολούν τα χέρια, σπιθίζουν τα μαλλιά.
Είμαστε από φως, δεν μας αγγίζει ο θάνατος,
Σαν ένα αλλοτινό ταξίδι ή ένα όνειρο,
Όνειρα ύπνου, περιπλάνηση σκιών μέσα στη νύχτα.

Κοιτάζομαι στο πρόσωπο να γνωριστώ,
Γεμάτος ακόμα σκοτάδια στα μαλλιά,
Φθορά και σκόνη μες στα μάτια.
Αυτό θάναι το δικό σου ανάστημα,
Το σχήμα μου, τ’ ανάστημά μου.

Τα ρούχα, τα μαλλιά, τα μάτια και τα χείλη.
Αυτός ο ήλιος θάναι ο ήλιος σου.
Φιλώ τα χείλη μου, αγγίζω το αίμα,
Σηκώνω το σώμα μου και περπατώ.

Δεν τόξερα πως ήμουνα τόσος, και τέτοιος,
Δε με χωράν τα ρούχα μου τα καθημερινά.

Είμαι ένα ζώο ή ένας Άγγελος;


Patrick William Adam - A Chateau in France


Κ. Π. Καβάφης - Ο καθρέπτης στην είσοδο

«Το πλούσιο σπίτι είχε στην είσοδο
έναν καθρέπτη μέγιστο, πολύ παλαιό•
τουλάχιστον προ ογδόντα ετών αγορασμένο.

Ένα εμορφότατο παιδί, υπάλληλος σε ράπτη
(τες Κυριακές, ερασιτέχνης αθλητής),
στέκονταν μ’ ένα δέμα. Το παρέδοσε
σε κάποιον του σπιτιού, κι αυτός το πήγε μέσα
να φέρει την απόδειξι. Ο υπάλληλος του ράπτη
έμεινε μόνος, και περίμενε.
Πλησίασε στον καθρέπτη και κυττάζονταν
κ’ έσιαζε την κραβάτα του. Μετά πέντε λεπτά
του φέραν την απόδειξι. Την πήρε κ’ έφυγε.

Μα ο παλαιός καθρέπτης που είχε δει και δει,
κατά την ύπαρξίν του την πολυετή,
χιλιάδες πράγματα και πρόσωπα•
μα ο παλαιός καθρέπτης τώρα χαίρονταν,
κ’ επαίρονταν που είχε δεχθεί επάνω του
την άρτιαν εμορφιά για μερικά λεπτά.»
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Christian von Schneidau


Χρίστος Λάσκαρις…Παιδούλα μπροστά στον καθρέφτη

Παιδούλα μπροστά στον καθρέφτη
Η σιωπή του καθρέφτη την φοβίζει:
μια τέτοια μέσα του ομορφιά
και να ‘ναι έτσι σκεφτικός!
Κάτι θα βλέπει αυτός.

"Expulsion from Paradise" Andrey Remnev


Γιώργος Μαρκόπουλος - Παλιός καθρέφτης

Και έπειτα όλα οδηγούν στην απόγνωση.
Στην τρέλα ή στον αυτόχειρα.
Όταν μια μέρα διαπιστώσεις
πως παρά τις τόσες σου προσπάθειες
έμεινες πάντα μόνος.

Οι άνθρωποι είναι πάντα μόνοι και φοβούνται
Και κάθε ένας τους κρύβει έναν κόσμο
ή μια πολιτεία ή μια φυλακή.

Φοβούνται.

Το βλέπεις καθαρά στις πόρτες των ματιών τους
όπως όταν μετά από χρόνια
Βλέπεις το πιο καλό παλιό συμμαθητή
και δεν ξέρεις τι να πείτε.

Όλοι είναι «τρίτοι», έλεγε ο φίλος μου Χρηστάκης.

Όταν τους ερευνάς.

Όταν ζητάς από αυτούς
αυτό που δεν σου έδωσε ποτέ η μάνα όταν ήσουν παιδί
ή έστω ο αδελφός σου όταν ήσουν νέος
που σκέφτηκε κι αυτός με τη σειρά του
αλήθεια, τι μου έδωσε εμένα ο αδελφός μου;

– Στην παραλία μένουν οι πέτρες των πνιγμένων
και οι μνήμες από τα φωταγωγημένα καράβια που έφυγαν.

από τη συλλογή Οχτώ συν ένα εύκολα κομμάτια
και η κλεφτουριά του κάτω κόσμου, 1980


Portrait Of Aline Mason In Blue by Raimundo de Madrazo y Garreta


-Χόρχε Λουίς Μπόρχες - Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

«Από παιδί φοβόμουνα πως ο καθρέφτης
θα μου ’δειχνε άλλο πρόσωπο ή μια τυφλή
απρόσωπη προσωπίδα που θα ’κρυβε
κάτι ασφαλώς φοβερό. Φοβόμουνα επίσης
πως ο σιωπηλός χρόνος του καθρέφτη
θα ξέφευγε από τη συνηθισμένη ροή του,
τις ώρες του ανθρώπου, και θα εγκαθιστούσε
στα ακαθόριστα φανταστικά όριά του
όντα, μορφές και χρώματα καινούργια.
(Δεν το ’πα σε κανέναν, ντρέπονται τα παιδιά.)
Τώρα φοβάμαι ότι ο καθρέφτης περικλείνει
το αληθινό πρόσωπο της ψυχής μου,
χτυπημένο από ίσκιους και λάθη,
και που το βλέπει ο Θεός• ίσως κι όλος ο κόσμος.»
(Χ.Λ. Μπόρχες, Ποιήματα, μτφ. Δημήτρης Καλοκύρης, Ελληνικά Γράμματα)
https://itzikas.wordpress.com/

Walter Crane - Art and Life, 1907

Ηλίας Πετρόπουλος

Τα μάτια, ο Καθρέφτης της Ψυχής.
Βρίσκω ωραίο το ν’ αρχίζεις ένα ποίημα έτσι, με μια
τόσο άνοστη φράση.
Ο Χ έγραψε: η μοναξιά του Παρισιού είναι η μεγαλύτερη
μοναξιά στον κόσμο.
Ναι, είν’ αλήθεια. Μα είν’ αλήθεια, επίσης, και το ότι
οι παριζιάνες έχουν πολύ όμορφα κωλομέρια.
Κάθομαι, σήμερα, στην υαλόφρακτη ταράτσα του Atrium
και μόλις προσπεράσει η κουκλάρα στρέφω,
γυρίζω και την βλέπω από πίσω, γιατ’ είμαι ρωμιός,
και για έναν ρωμιό αυτό που μετράει στην γυναίκα είναι
τα καπούλια της.
Αχ, ο αναρχικός μπορεί θαυμάσια νάναι και σοδομιστής.
Άλλωστε, το σχετικό παράδειγμα το έδωσαν οι χριστιανοί.
Δεν πιστεύω στην Γενική Ιστορία, καθώς δεν πιστεύω
δεν πιστεύω στην λεγόμενη Μεγάλη Ποίηση.
Η περίφημη ομηρική παρομοίωση αποκρυσταλλώνει μια
στιγμή, στιγμιαία εικόνα μιαν.
Χίλιες στιγμές το έπος. Μύριες εικόνες ο Όμηρος.
Τίποτα δεν του εδίδαξαν τα εγχειρίδια για την Belle Epoque.
Ανιχνεύω τα συμβάντα του 1900 μες τις παλιές
ξεθωριασμένες καρτ-ποστάλ.
Δεν υφίστανται αιώνιοι καθρέφτες.

 https://www.bibliotheque.gr/

Auguste Τoulmouche-vanity

Σύλβια Πλαθ - Καθρέφτης

«Είμαι ασημένιος και σωστός. Χωρίς προκαταλήψεις.
Ό,τι κι αν δω το καταπίνω αμέσως
Έτσι όπως είναι, αθάμπωτο από αγάπη ή απέχθεια.
Δεν είμαι σκληρός, μονάχα ειλικρινής-
Το μάτι ενός μικρού θεού, τετρα-γωνιασμένο.
Τον πιο πολύ καιρό στοχάζομαι στον τοίχο απέναντι.
Είναι ρόδινος, με πιτσιλιές. Τον έχω δει τόσο πολύ
Που λέω ότι είναι μέρος της καρδιάς μου. Μα τρεμολάμπει.
Πρόσωπα και σκοτάδι μας χωρίζουν πάλι και πάλι.

Μια λίμνη είμαι τώρα. Μια γυναίκα σκύβει πάνω μου,
Ψάχνοντας στις εκτάσεις μου αυτό που πράγματι είναι.
Στρέφει μετά σ’ αυτούς τους ψεύτες, το φεγγάρι ή τα κεριά.
Βλέπω τη ράχη της, και πιστά την καθρεφτίζω.
Με δάκρυα μ’ ανταμείβει κι ένα τρέμουλο χεριών.
Είμαι γι’ αυτήν σημαντική. Έρχεται και φεύγει.
Κάθε πρωί παίρνει η μορφή της του σκοταδιού τη θέση.
Μέσα μου έχει πνίξει αυτή ένα κορίτσι, και μέσα μου
μια γριά
Μέρα με τη μέρα ορθώνεται εμπρός της, σαν ψάρι τρομερό.»
(απο το: Sylvia Plath, Ποιήματα, Κέδρος)

Karl Bryullov - Svetlana Guessing on Her Future (1836)

Γιάννης Ποταμιάνος - Ο καθρέφτης

Βλέπω ένα πρόσωπο
Πίσω από τον γυαλιστερό καθρέφτη
Με βλέμμα απειλητικό
Να τοξοβολεί ερωτηματικά
Ένα μέτωπο ρυτιδιασμένο
Να απαιτεί την ταυτότητά του.
Κουνώντας απειλητικά
Το μαχαίρι της σιωπής Ρωτάει
Ποιος είμαι;
Και ακούω την ηχώ της σιωπής
Να γίνεται φωνή
Στην χαράδρα των χειλιών μου
Ποιος είμαι;

Και επειδή φοβάμαι την μοναξιά
Πάντα βοηθάω τις εικόνες
Αλλάζοντας μαζί τους θέση
Μπαίνω μέσα σε παλιές φωτογραφίες
Μιλάω με παλιούς φίλους
Κάνοντας περιπάτους
Σε εξαίσια τοπία της νιότης μας

Έτσι σχίζοντας το γυαλιστερό γυαλί
Περνώ στην εικονική πραγματικότητα
Κοιτάζω απειλητικά απέναντί μου
Και σιωπηλά ρωτώ
Ποιος είμαι;
Και ακούω την σιωπή μου
Να γίνεται αλλότρια φωνή
Στην χαράδρα των απέναντι χειλιών
Ποιος είμαι;

Και επειδή φοβάμαι τις εικόνες
Και τις σιωπηλές ερωτήσεις τους
Πάντα αλλάζω μαζί τους θέση
Για να βρουν μόνες τους τις απαντήσεις
Έτσι πολλές φορές μπερδεύω
Τον εαυτό μου με την εικόνα μου
Την γλώσσα με τις ιδέες μου
Την πραγματικότητα με τα όνειρά μου
Όμως έχω ένα αλάθητο κριτήριο Για να ξαναβρίσκω τον εαυτό μου: Ψάχνω την καρδιά μου Αυτή χτυπάει αμετανόητα αριστερά. Συμβουλή: Μην εμπιστεύεστε τα είδωλά σας, η καρδιά τους χτυπάει δεξιά.


Alfred Stevens - La Parisienne japonaise

Λευτέρης Πούλιος - Για το πρόσωπό του στον καθρέφτη

«Ποιος είσαι σύ που με κοιτάζεις μέσα απ’ τον καθρέφτη
ω πανάθλια συντροφιά
ω ανεξιχνίαστο πρόσωπο
Πόσα χρόνια κουβαλήσαμε μαζί το φορτίο της μοίρας;
ω εχθρέ ω τρελέ μου
τρέχεις; κι αν τρέχεις τι;
Άραγε ποιος θα φτάσει πρώτος
εσύ; εσύ; εσύ;
η εγώ;»
(Από το «Γυμνός ομιλητής», Κέδρος)

Narcissus  by Caravaggio


Ράινερ Μαρία Ρίλκε - Κυρία μπροστά στον καθρέφτη

«Σάμπως μες σε μια ζάλην από βαριά μύρα,
λύνει σιγά-σιγά μες στον διαυγή, νερένιο
καθρέφτη της, την κουρασμένη κίνησή της,
ρίχνοντας πάνω του ακέριο το χαμόγελό της

και περιμένει η νερένια επιφάνεια να φουσκώσει
απ’ αυτό το χαμόγελον∙ ύστερα, τα μαλλιά της
μες στον καθρέφτη χύνει κ’ ενώ τον εξαίσιον
ώμον, από την βραδινή τουαλέττα βγάζει,

Σιωπηλά πίνει απ’ την εικόνα της. Και πίνει
ότι ένας εραστής θα έπινε, σε μια μέθη,
ερευνητικά, δυσπιστία γιομάτος. Και δεν νεύει

στην καμαριέρα της παρά μόνον όταν
στο βάθος του καθρέφτη της βρει φώτα, ντουλάπες
και τη θαμπάδα μιας νυχτωμένης ώρας.»
(Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, Ελληνικά γράμματα)

The Mirror - William Merritt Chase

Δείτε όλη τη δημοσίευση εδώ