Through7" ταινία μικρού μήκους της Ελίζας Σολωμού, στο Studio New Star Art Cinema
Έζησα 7 ζωές, με σοφούς συμπαραστάτες την απλότητα μου και την επιείκεια σας....και τώρα ανασηκώνοντας το ιριδίζον πέπλο του 7 ξανά γεννιέμαι και παίρνω θέση εκκίνησης, αψηφώντας τα 7 κακά που με ακολουθούν όπου κι' αν πάω σαν σκιές, γιατί τώρα γνωρίζω πως το παγόνι μου δείχνει δυναμικά το δρόμο που μόνο μια γυναίκα μπορεί να δημιουργήσει!
Αν κάποιος θα έπρεπε να περιγράψει με δυο λόγια τον καλλιτέχνη Γιώργο Νινιό, θα μπορούσε ίσως να δώσει τα τυπικά στοιχεία του χρόνου και τόπου γέννησής του. Η καλλιτεχνική του ταυτότητα δεν μπορεί να ορισθεί με σαφήνεια και συντομία, γιατί πρόκειται για έναν άνθρωπο φύσει καλλιτέχνη, αν και στο ευρύ κοινό είναι γνωστός ως ηθοποιός τηλεοπτικός.
Πράγματι, το αστέρι του έλαμψε για πρώτη φορά το 1992, όταν εμφανίστηκε στην επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά», που στηρίχθηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κ. Μουρσελά. Με μαεστρία ζωντάνεψε ένα χαρακτήρα που κατακτούσε με μεγάλη ευκολία τις γυναίκες, τον «Λούη», ενισχύοντας έτσι την εικόνα του ως αρσενικού παλαιάς κοπής και εξαιρετικά γοητευτικού άντρα. Το προφίλ αυτό ταίριαξε και με την αδυναμία του στις μηχανές ολοκληρώνοντας ένα δυναμικό κι ευαίσθητο πορτραίτο πολύ αγαπητό και στο γυναικείο και στο ανδρικό κοινό.
Ο ίδιος συχνά έχει δηλώσει δημόσια πως ποτέ δεν επιδίωξε κάτι τέτοιο αλλά και ότι δεν θεωρεί τον εαυτό του ούτε sex symbol ούτε «ωραίο». Το όνομά του δεν έχει συνδεθεί με το life style επιβεβαιώνοντας τα λόγια του. Δίνει συνεντεύξεις, όταν έχει να ανακοινώσει νέα για τη δουλειά του και μόνο.
Έχει να παρουσιάσει έναν τεράστιο κατάλογο με συμμετοχές του ως ηθοποιού σε θεατρικά έργα του ελληνικού και του διεθνούς ρεπερτορίου, καθώς και σε κινηματογραφικά Ελλήνων δημιουργών. Στο ενεργητικό του έχει πολλές βραβεύσεις και διακρίσεις, οι οποίες δεν είναι ιδιαίτερα γνωστές στον κόσμο. Πολλοί ξαφνιάζονται διαβάζοντας γι’ αυτές στη σύντομη αναφορά, που γίνεται στο διαδίκτυο σε λήμμα αφιερωμένο στην καριέρα του στη διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια, τη Βικιπαίδεια.(https://el.wikipedia.org/ )
Συγκεκριμένα, πήρε τιμητική διάκριση για την ερμηνεία του στη «Δέσποινα» στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1990 και το βραβείο Β' Ανδρικού Ρόλου στα Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1989 και 1991 για τις ταινίες «Δεξιότερα της δεξιάς» και «Δραπέτης» και «Ισημερία» αντίστοιχα. Το 2007, βραβεύτηκε στα Θεατρικά Βραβεία Κοινού 2007 για το ρόλο του στο κλασικό αμερικάνικο θεατρικό έργο του Έντουαρντ Άλμπυ «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;».
Οι εμφανίσεις του στο θέατρο, πάντα επιτυχημένες και sold out, έχουν πάρει εξαιρετικές κριτικές από ειδικούς και κοινό, αν και έχει λατρευτεί για την ερμηνεία του στη συμμετοχή του σε πολλές τηλεοπτικές σειρές. Το διαδίκτυο και οι επαναλήψεις δίνουν τη δυνατότητα να τον γνωρίζουν και νεώτερες γενιές αλλά και να συγκινούνται ξανά και ξανά οι θεατές που αγάπησαν όλους τους χαρακτήρες που με φυσικότητα τους ζωντανεύει δίνοντάς τους υπόσταση ρεαλιστική και εντάσσοντάς τους στην καθημερινότητά τους. Η μικρή οθόνη έχει δώσει στο Γιώργο Νινιό θέση ξεχωριστή στην καρδιά του κόσμου, γιατί τον φέρνει στα σπίτια και τον συνδέει με τη ζωή του καθενός, που επιλέγει να τον δει. Πολύ συχνά συμμετέχει σε εκπομπές ψυχαγωγίας με μεγάλη ακροαματικότητα φωτίζοντας κι άλλες καλλιτεχνικές του ιδιότητες.Χορεύει, τραγουδά και παίζει μουσική δίνοντας δείγμα του πολύπλευρου ταλέντου του.
Δυστυχώς όμως, αντίθετα με τις κινηματογραφικές ταινίες και τις τηλεοπτικές σειρές, που επιτρέπουν τη συνεχή επαφή με τον θεατή, το θέατρο, πλην κάποιων εξαιρέσεων θεατρικών παραστάσεων σκηνοθετημένων για την τηλεόραση, απαιτεί να πας να τον δεις από κοντά. Όσοι θαυμαστές του είχαν αυτή την επιλογή δηλώνουν ενθουσιασμένοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Είναι βέβαια γεγονός αδιαμφισβήτητο πως ο ηθοποιός στο θέατρο κρίνεται, εκεί που απέχει μια ανάσα από το θεατή και αλληλεπιδρά υποχρεωτικά μέσα σε αυτή τη μοναδική και, γι’ αυτό το λόγο,μαγική ατμόσφαιρα που δημιουργείται μέσα στην αίθουσα με όσα διαδραματίζονται στη σκηνή. Τυχεροί λοιπόν όσοι είχαν την εμπειρία ενός τέτοιου ηθοποιού σε θεατρική παράσταση.
Οι θεατρικές του εμφανίσεις ως τώρα είχαν να κάνουν κυρίως με αθηναϊκές σκηνές με ελάχιστες εξαιρέσεις στην επαρχία λόγω εκτάκτων ή μόνιμων παραστάσεων. Στη χρονιά που μας πέρασε, από το φθινόπωρο του 2018 ως και την άνοιξη του 2019, έπαιξε στο θεατρικό έργο του Γεράσιμου Σταύρου «Καληνύχτα Μαργαρίτα» σε παραγωγή του ΚΘΒΕ στη Θεσσαλονίκη, δίνοντας την ευκαιρία στους θαυμαστές του της Βόρειας Ελλάδας να τον ευχαριστηθούν σ’ αυτό το κλασικό πια έργο νεοελληνικού ρεπερτορίου σε σκηνοθεσία Φ. Μακρή.
Τα τελευταία χρόνια έκανε και την εμφάνισή του ως σκηνοθέτης στο θέατρο, σκηνοθετώντας και τον εαυτό του στο έργο του Αύγ. Κορτώ «Η μαμά μου η Κασσάνδρα», για το οποίο έκανε και τα σκηνικά και έγραψε και τη μουσική.
Όπως έχει φανεί πλέον μέσα από συμμετοχές στον κινηματογράφο, στο θέατρο, στην τηλεόραση, σε μουσικές σκηνές και συναυλίες, ότι η σχέση του με τη μουσική είναι πολύ ιδιαίτερη.Συχνά τον έχουμε ακούσει να ερμηνεύει μοναδικά δικά του και ξένα τραγούδια, είτε παίζοντας μουσικά όργανα είτε τραγουδώντας. Ο ίδιος δεν δηλώνει μουσικός ή συνθέτης θεωρώντας πως η ενασχόλησή του με τη μουσική είναι μια προσωπική του ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση, που συμβαίνει με πολλή αγάπη.
Και για να ολοκληρωθεί αυτή η συνοπτική παρουσίαση του Γιώργου Νινιού, ας σημειωθεί πως η χρονιά που τον γέννησε είναι το 1959 και η πόλη είναι η Αθήνα, στην οποία μεγάλωσε και σπούδασε. Κατάγεται δε από ένα μικρό χωριό της Μεσσηνίας, τον Άμμο, δίπλα στον Πάμισο και κοντά στην Καλαμάτα.
Εν κατακλείδι πρέπει να επισημανθεί ότι ένα πορτραίτο αυθεντικού καλλιτέχνη, δημιουργείται χωρίς να ολοκληρώνεται ποτέ. Οι άνθρωποι που ασχολούνται με την Τέχνη είναι ακαθόριστοι και ρευστοί, γιατί δε χωράνε σε καλούπια, είναι άπιαστοι, γιατί ξεγλυστρούν σαν το νερό μέσα από τα χέρια μας και δραπετεύουν αενάως, γιατί δεν παγιδεύονται στο χρόνο.
Σοφία Δ. Νινιού
Φιλόλογος και Συγγραφέας
Αναδημοσίευση από το περιοδικό «διαδρομές», τεύχος 7, Οκτώβριος 2019,
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι (Pier Paolo Pasolini, 5 Μαρτίου 1922 – 2 Νοεμβρίου 1975) ήταν Ιταλός ηθοποιός, ποιητής, συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης.
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι γεννήθηκε στην Μπολόνια της Ιταλίας στις 5 Μαρτίου του 1922, χρονιά που ανεβαίνει στην εξουσία ο Μουσολίνι. Το γεγονός αυτό αποτελεί σταθμό και για την κοινωνική διάρθρωση της Ιταλίας που αλλάζει μορφή χάνοντας σιγά σιγά την αναγεννησιακή της παράδοση και καταντώντας χώρα μιας μάζας μικροαστών στα χέρια του μεγάλου κεφαλαίου και των μεγαλογαιοκτημόνων.
Γι'αυτό το λόγο κιόλας ο Παζολίνι υπήρξε δηλωμένος Μαρξιστής και αμετανόητος Αντιφασίστας.Σχεδόν όλες οι ταινίες του περιέχουν κοινωνικά και πολιτικά σχόλια για τα λαϊκά και αστικά στρώματα,τα οποία συμβαδίζουν με τις αρχές του Μαρξισμού,όπως Το θεώρημα(1968) και το Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο.
Πατέρας του ήταν ο Κάρλο Παζολίνι, υπαξιωματικός του πεζικού, γόνος παλιάς οικογένειας της Ραβέννας, της οποίας κατασπατάλησε τη μικρή περιουσία και κατατάχτηκε στο στρατό ως μοναδική λύση. Μητέρα του η Σουζάνα Κολούσι, από οικογένεια εύπορων αγροτών, δασκάλα, απ' την Καζάρσα του Φριούλι, ακριτική περιοχή της Ιταλίας στα σύνορα της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Το επάγγελμα του Κάρλο Παζολίνι ως στρατιωτικού υποχρεώνει την οικογένειά του σε συνεχείς μετακινήσεις. Στο Κονιλιάνο του Μπελούνο γεννιέται, το 1925, ο αδερφός του Γκουίντο-Αλμπέρτο.
Γράφει ο Παζολίνι στον Αιρετικό Εμπειρισμό:Την εποχή εκείνη τα πήγαινα ακόμα καλά με τον πατέρα μου. Ήμουνα ιδιαίτερα πεισματάρης και καπριτσιόζος (δηλαδή νευρωτικός), αλλά κατά βάθος καλός. Με τη μητέρα μου (έγκυο αλλά δεν το θυμάμαι) ήμουνα, όπως και σ' όλη μου τη ζωή, δεμένος με μια παθιασμένη αγάπη χωρίς ελπίδα.
Είναι αλήθεια ότι μάνα και πατέρας απ' τη νηπιακή ηλικία επηρεάζουν διαμετρικά αντίθετα και με καθοριστικό τρόπο την ψυχοσύνθεση του παιδιού. Ο πατέρας διοικεί την οικογένεια με στρατιωτικό τρόπο. Τυραννικός κι αυταρχικός προκαλεί μόνο φόβο. "Γεμάτος πάθος, σεξουαλικότατος, βίαιος σαν χαρακτήρας" γράφει γι' αυτόν ο γιος του, "κατέληξε στη Λιβύη, χωρίς δεκάρα· έτσι άρχισε τη στρατιωτική καριέρα που τον καταπίεσε και τον παραμόρφωσε ψυχολογικά τόσο ώστε να τον σπρώξει στον έσχατο συντηρητισμό. Είχε ποντάρει τα πάντα πάνω στη φιλολογική μου καριέρα, από τότε που ήμουνα ακόμα παιδί, μιας και τα πρώτα μου ποιήματα τα έγραψα σε ηλικία εφτά χρονών. Είχε διαισθανθεί, ο κακομοίρης, αλλά δεν είχε προβλέψει τις ταπεινώσεις που θα συνόδευαν την επιτυχία μου". Αλλά το καθοριστικό πρόσωπο στη ζωή του είναι η γλυκύτατη μητέρα, μόνιμο αντικείμενο λατρείας, στην οποία θα αφιερώσει μερικούς απ' τους πιο δυνατούς του στίχους. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε, έστω κι απ' αυτές τις λίγες ενδείξεις, τα σημάδια ενός τεράστιου οιδιπόδειου συμπλέγματος, του οποίο ο Παζολίνι είχε μια σπάνια όσο και ακραία επίγνωση.
Τα πρώτα του ποιήματα γράφηκαν στο Σάτσιλε όπου ο Παζολίνι έβγαλε το δημοτικό σχολείο. Ύστερα ακολούθησαν άλλες μετακινήσεις: Κρεμόνα, Ρέτζο Εμίλια, όπου παρακολούθησε το γυμνάσιο και, τελικά, στη Μπολόνια το λύκειο Γκαλβάνι και κατόπιν το πανεπιστήμιο. "Ένα πανεπιστήμιο με δομή φασιστική", θα σχολιάσει αργότερα. "Εξαιρείται μόνο η προσωπικότητα του Λόνγκι που εκείνα τα χρόνια στην Μπολόνια πρόσφερε πολλά σε μένα και σε πολλούς άλλους, συνομήλικους και πιο μεγάλους από μένα"
Το 1942, ενώ ο πατέρας του βρίσκεται αιχμάλωτος στην Κένυα, ο Πιερ Πάολο με τη μητέρα του και τον αδερφό του καταφεύγουν στο σπίτι των Κολούσι στην Καζάρσα. Τα χρόνια εκείνα, με δικά του έξοδα, ο νεαρός Παζολίνι εκδίδει την ποιητική συλλογή Ποιήματα στην Καζάρσα, γραμμένα στη διάλεκτο του Φριούλι. Τον επόμενο χρόνο κάνει τη στρατιωτική του θητεία στο Λιβόρνο· λιποτακτεί μετά τις 8 Σεπτεμβρίου και ξαναγυρίζει στην Καζάρσα.
Το 1945 ο αδερφός του Γκουίντο δολοφονείται μαζί με άλλους συντρόφους του της αντάρτικης ομάδας Όζοπο, από Γιουγκοσλάβους αντάρτες.Το θάνατο του Γκουίντο τον κάνει ακόμα τραγικό το γεγονός ότι σε μια πρώτη φάση κατορθώνει να ξεφύγει πληγωμένος, αλλά προδίνεται, μπλοκάρεται και τελικά σκοτώνεται. Στα έργα του Παζολίνι βρίσκουμε μνήμες, πόνο, οίκτο και πένθος για το θάνατο εκείνο, ενώ ο θάνατος του παλικαριού είναι ένα από τα πιο αγαπημένα και πονεμένα του θέματα στο Τα Παιδιά της Ζωής και στο Μια Ζωή Γεμάτη Βία, τα δύο μυθιστορήματα που έγραψε σε ρομανέσκο.
Τα χρόνια του Φριούλι
Με το τέλος του πολέμου ο πατέρας γυρίζει στην Καζάρσα. Το χάσμα ασυννενοησίας μεταξύ πατέρα απ' τη μια και μητέρας-γιου απ' την άλλη γίνεται ακόμα βαθύτερο. Την ίδια χρονιά ο Πιερ Πάολο παίρνει το δίπλωμα φιλολογίας απ' το πανεπιστήμιο της Μπολόνια με μια διατριβή πάνω στον Πάσκολι. Απ' το 1945 ως το 1949 διδάσκει στο γυμνάσιο του Βαλβασόνε, ενός μικρού χωριού κοντά στην Καζάρσα. Στις 18 Φεβρουαρίου 1945, ιδρύει με νεαρούς φοιτητές την Academiuta de lenga Furlana, μια μικρή ακαδημία σπουδών για τη γλώσσα και την κουλτούρα του Φριούλι. Η περίοδος του Φριούλι είχε σημαντική επίδραση στη ζωή του Παζολίνι ως διανοούμενου και ως ατόμου. Τα νεανικά αυτά χρόνια που έζησε στην αγαπημένη ατμόσφαιρα του χωριού, μελετώντας με πραγματικό ενδιαφέρον τις διάφορες εκδηλώσεις και εκφράσεις του αγροτικού κόσμου, θα τα μυθοποιήσει αργότερα (όπως θα μυθοποιήσει και τη νιότη του) και θα τα νιώσει αρχαϊκά, ιερά, αμόλυντα.
Αυτή την αρχαϊκή φρεσκάδα του κόσμου που έρχεται σε άμεση επαφή με τη φύση θα κάνει μοντέλο και σκοπό του και θα προσπαθήσει να τα μεταδώσει στους άλλους. Απ' τα βάθη των ημερών εκείνων από εκείνες τις ρίζες θα ξεκινήσει να ζωγραφίσει μια Ιταλία ταπεινή, πραγματική, καθημερινή, και στα τελευταία του πια γραπτά θα διαπιστώσει και θ' ανακοινώσει την εξαφάνιση της με τρόπο που συχνά θα ξεσηκώσει θύελλες αποδοκιμασίας και θα δημιουργήσει σκάνδαλο.
Στενά συνδεδεμένος με τον τρόπο που αυτός ένιωθε τον αγροτικό κόσμο είναι και ο τρόπος που παρατηρεί τον κόσμο του Προλεταριάτου των συνοικισμών της Ρώμης. Σε μια συνέντευξή που δίνει στη La Stampa την Πρωτοχρονιά του 1975 μιλάει γι' αυτούς ακριβώς τους συνοικισμούς. "Ήταν ένας κόσμος περιθωριακός και τρομερός στη σκληρότητά του, αλλά διατηρούσε ένα δικό του κώδικα τιμής και γλώσσας ο οποίος δεν αντικαταστάθηκε με τίποτα. Σήμερα τα παιδιά των συνοικισμών τρέχουν με μηχανές και βλέπουν τηλεόραση αλλά δεν ξέρουν να μιλάνε, μόλις που καταφέρνουν να τραυλίζουν πια. Είναι το βασικό πρόβλημα όλου του αγροτικού κόσμου ή τουλάχιστον της κεντρικής και νότιας Ιταλίας". Σε γενικές λοιπόν γραμμές η λογοτεχνική και πολιτιστική ένταξη του Παζολίνι διαμορφώθηκε στην Καζάρσα. Τα ποιήματα που έγραψε ανάμεσα στα 1943 και 1949 με το γενικό τίτλο Το αηδόνι της Καθολικής Εκκλησίας, φανερώνουν όλα αυτά και ταυτόχρονα την πολιτική και πολιτιστική εξέλιξη του νεαρού συγγραφέα.
Την ίδια εκείνη περίοδο, μετά τους αγώνες των εργατών γης στο Φριούλι, γράφει την πρόζα Οι Μέρες του Αγαθού Ντε Γκάσπερι που αργότερα θα γίνει μυθιστόρημα και θα εκδοθεί το 1962 με τίτλο Το Όνειρο μιας Υπόθεσης.
Η φυγή στη Ρώμη
Τα χρόνια λοιπόν της Καζάρσα θα μείνουν αξέχαστα κι ανεπανάληπτα. Το ίδιο και η μετακίνηση ή η φυγή, όπως θα τη χαρακτηρίσει ο ίδιος, απ' τα μέρη εκείνα. Τις παραμονές των εκλογών του 1948 ένα αγόρι εξομολογείται στον παπά της Καζάρσα ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις με τον Παζολίνι. Αυτόματα η ζωή του νεαρού καθηγητή γίνεται αδύνατη στο στενό περίγυρο του χωριού. Φεύγει με τη μητέρα του στη Ρώμη κι εκεί, ζει χρόνια πάρα πολύ δύσκολα. "Υπήρξα ένας απ' αυτούς τους άνεργους που καταλήγουν στην αυτοκτονία" θα πει αργότερα.
Στην αρχή έμενε στην Πιάτσα Κοσταγκούτι, μετά στο συνοικισμό Σαν Μάμολο, κοντά στις φυλακές Ρεμπίμπια. Ίσως αυτές οι αλλαγές διευθύνσεων για ένα άλλο συγγραφέα δε θα είχαν καμμιά σημασία, αλλά αυτοί οι τόποι, αυτά τα ονόματα είναι πολύ γνωστά στους αναγνώστες του καθώς και η Βία Φοντανεϊάνα όπου πήγε να κατοικήσει αμέσως μόλις καλυτέρεψαν λίγο οι οικονομικές του συνθήκες.
Το 1954 εκδίδονται τα ποιήματα που είχε γράψει στο Φριούλι, σε μια συλλογή με τίτλο Η Πιο Ωραία Νιότη. Δύο χρόνια πριν είχε δημοσιευτεί μια σημαντική μελέτη του πάνω στην ποίηση με διάλεκτο του 19ου αιώνα, που είχε γράψει σε συνεργασία με τον Μάριο Ντ' Άρκο. Το 1955, ο Παζολίνι ιδρύει και δουλεύει μαζί με τους Ροβέρσι, Λεονέτι, Ρομάνο και Φορτίνι το φιλολογικό περιοδικό Οφιτσίνα (Officina) που παρά τη μικρή διάρκεια (κλείνει οριστικά το 1959 μετά από ένα άρθρο που έγραψε ο Παζολίνι εναντίον του Πάπα Πίου ΧΙΙ) παραμένει μια σπουδαία μαρτυρία μιας μερίδας Ιταλών διανοούμενων απέναντι σε προβλήματα που αντιμετωπίζoνταν απ' τους περισσότερους συντηρητικά και μονόπλευρα, χωρίς καμιά εναλλακτική λύση. Το δοκίμιο Πάθος και Ιδεολογία και τα λυρικά κομμάτια του Η Θρησκεία των Καιρών μου, που εκδίδονται αντίστοιχα το 1960 και 1961, παραμένουν η σημαντικότερη συμβολή του Παζολίνι στο Οφιτσίνα. Το 1955 εκδίδεται το μυθιστόρημα Τα Παιδιά της Ζωής, που υπήρξε η πρώτη του συγγραφική επιτυχία.
Ο θάνατος του Παζολίνι
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι πέθανε στις 2 Νοεμβρίου 1975 στην παραλία της Όστια, κοντά στη Ρώμη, σε μια θέση χαρακτηριστική των μυθιστορημάτων του. Ο θανατός του ήταν πολιτική δολοφονία, πιθανώς από φασίστες που ενοχλήθηκαν από την τελευταία του αντιφασιστική ταινία Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδομα. Ο Πίνο Πελόζι, συνελήφθη και ομολόγησε τη δολοφονία. Τριάντα χρόνια μετά, το 2005, απέσυρε την ομολογία του, και υποστήριξε ότι άγνωστοι είχαν σκοτώσει τον Παζολίνι. Είπε ότι αναγκάστηκε να ομολογήσει γιατί υπήρχαν απειλές κατά του ίδιου και της οικογένειάς του. Η έρευνα σχετικά με τη δολοφονία Παζολίνι άρχισε εκ νέου μετά την αναίρεση του Πελόζι.
Είναι θαμμένος στην Καζάρσα, στο αγαπημένο του Φριούλι.
Φιλμογραφία
Ακατόνε (Accattone, 1961)
Μάμα Ρόμα (Mamma Roma, 1962)
Η Ρικότα, επεισόδιο απ' τη συλλογή RoGoPaG, (La ricotta, 1963)
La rabbia, 1963)
Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (Il vangelo secondo Matteo, 1964)
Πουλιά παλιόπουλα (Uccellacci e uccellini, 1966)
Οιδίπους (Edipo re, 1967)
Οι Μάγισσες (Le streghe — La Terra vista dalla Luna, 1967)
Θεώρημα (Teorema, 1968)
Χοιροστάσιο (Porcile, 1969)
Μήδεια (Medea, 1969)
Το Δεκάμερο (Il Decameron, 1971)
Οι Μύθοι του Καντέρμπουρι (I Racconti di Canterbury, 1972)
Χίλιες και Μία Νύχτες (Il fiore delle Mille e una Notte, 1974)
Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδομα (Salò o le 120 giornate di Sodoma, 1976)
Εργογραφία
Πεζογραφία
Τα Παιδιά της Ζωής (Ragazzi di vita, 1955) ― ελλην. μετάφρ. Β.Ηλιόπουλος ("Οδυσσέας")
Μια Βίαιη Ζωή (Una vita violenta, 1959)
Πετρέλαιο, ανολοκλήρωτο (Petrolio, 1992)
Ποίηση
Η Πιο Ωραία Νιότη (La meglio gioventù, 1954)
Οι Στάχτες του Γκράμσι (Le ceneri di Gramsci, 1957)
Το Αηδόνι της Καθολικής Εκκλησίας (L'usignolo della chiesa cattolica, 1958)
Η Θρησκεία των Καιρών μου (La religione del mio tempo, 1961)
Ποίηση σε Σχήμα Ρόδου (Poesia in forma di rosa, 1964)
Πρόκειται για την πρώτη ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι, με τίτλο "Ακατόνε". Ο μεγάλος Ιταλός σκηνοθέτης είχε γράψει αρκετά σενάρια για ταινίες άλλων, πριν ξεκινήσει να σκηνοθετεί ο ίδιος ταινίες.
Την αρχή λοιπόν στην πλούσια φιλμογραφία του κάνει με αυτό εδώ το λιτό, υποβλητικό, ασπρόμαυρο αριστούργημα.
Υπόθεση:
Ο ήρωας, Vittorlo Accattone, κοιταγμένος από τη γωνία λήψης του αστισμού, δεν είναι παρά ο τυπικός εκπρόσωπος των εξαχρειωμένων, ένας σωματέμπορος που κάνει το λάθος να ερωτευθεί, να επιχειρήσει ν’ αλλάξει. Θα συναντήσει το θάνατο, έτσι άδοξα όπως κυλούσαν και οι μέρες της ζωής του. Από μιαν άλλη γωνία, όμως, ο ίδιος διεφθαρμένος παραμένει άδολος και «αθώος». Στην πρώτη του ταινία ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης κινηματογραφεί με πρωτόγονα μέσα, όπως «πρωτόγονη και αρπακτική» -σύμφωνα με τον ίδιο- είναι η ψυχή και η συνείδηση του πρωταγωνιστή του. Η ταινία, βασισμένη στο μυθιστόρημά του «Μια βίαιη ζωή», παραμένει ένα ντοκουμέντο πάνω σε μια μερίδα ανθρώπων, όπου η ρεαλιστική περιγραφή του άγονου βίου και της «αμαρτωλής» πολιτείας των λούμπεν, συνδυάζεται έξοχα με μια σπουδή της ψυχολογίας και της συμπεριφοράς τους.
Εκείνη την εποχή που ο Παζολίνι κάνει το "Ακατόνε" ο ρεαλισμός υπάρχει ήδη στον Ιταλικό κινηματογράφο. Ο Παζολίνι όμως προσθέτει στον υπάρχοντα ρεαλισμό τη δική του, υπέροχη ποιητική ματιά, δίνοντας έτσι μια ελεύθερη απόδοση της πραγματικότητας και με την οποία κάνει ακόμη πιο έντονο το ρεαλισμό με τον οποίο κινηματογραφεί τη ζωή του ήρωα του και κατ΄ επέκταση σε κάθε περιθωριακή γωνιά του κουρελοπρολεταριάτου της Ρώμης, σε κάθε εξαθλιωμένη κοινωνική ομάδα της εποχής.
Μια απόλυτη καταγραφή της ιταλικής κοινωνίας.
Η ταινία ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην Ακροδεξιά και καθιέρωσε με το καλημέρα στο χώρο του κινηματογράφου, τον Παζολίνι ως έναν πρωτότυπο και σημαντικό δημιουργό
To 1960, που γύρισε τούτη την πρώτη του ταινία, ο μακαρίτης Πιερ Πάολο Παζολίνι ήταν ήδη γνωστός ποιητής και δοκιμιογράφος και λιγότερο γνωστός μυθιστοριογράφος. Έχοντας περάσει κι ο ίδιος τρομερές μέρες φτώχειας, είχε την ευκαιρία τότε να γνωρίσει καλά τους λούμπεν προλετάριους και να μελετήσει την «ποιότητα» της δυστυχίας τους. Την 1η Νοεμβρίου 1975, αυτοί ακριβώς οι λούμπεν τον σκότωσαν στα 53 του χρόνια, ίσως γιατί πολύ τους αγάπησε.
Το μυθιστόρημα του Μια βίαιη, ζωή, απ’ όπου είναι παρμένο το σενάριο του Ακατόνε — πρόκειται για το παρατσούκλι του κύριου ήρωα—, είναι περισσότερο μια ποιητική σπουδή της ψυχολογίας και της συμπεριφοράς του λούμπεν και λιγότερο μια ρεαλιστική περιγραφή του άγονου βίου του και της «αμαρτωλής» πολιτείας του.
Για τον Παζολίνι, οι λούμπεν δεν είναι διεστραμμένα τέρατα αλλά άνθρωποι με υποσταθμισμένη την κοινωνική τους συνείδηση στο «βαθμό μηδέν», αποκομμένοι τελείως από το ιστορικό-κοινωνικό γίγνεσθαι στο οποίο αρνούνται να μετάσχουν, δημιουργώντας έτσι μια παρακοινωνία που ενεργεί στο περιθώριο της κοινωνίας — και εναντίον της.
Η κοινωνική συνείδηση επικαθορίζεται από τις παραγωγικές σχέσεις. Συνεπώς, ο «τέλειος λούμπεν» δεν πρέπει να έχει ούτε άμεση ούτε έμμεση σχέση με την παραγωγή. (Ο κλέφτης έχει έμμεση σχέση με την παραγωγή: οικειοποιείται το προϊόν της δουλειάς άλλων.) Η πόρνη και κυρίως ο «προστάτης» της είναι ριζικά και ολικά ξεκομμένοι από την παραγωγή: είναι τα τέλεια παράσιτα.
Τούτο τον πλήρη παρασιτισμό μελετάει ο Παζολίνι στο Ακατόνε. Οι λούμπεν του ούτε καν σαν νταβατζήδες δεν είναι ιδιαίτερα δραστήριοι. Ακόμα και το «νταβατζιλίκι» το αντιμετωπίζουν σαν μια βαριά δουλειά. Η πλήρης αδράνεια και η απόλυτη παραίτηση είναι το μεγάλο «ιδανικό» τους.
Το μέγεθος της επιτυχίας του Παζολίνι εδώ, προσδιορίζεται από την προσπάθεια του να περιγράψει την αδράνεια μέσα από μια δράση. Και η δράση αυτή όντας ουσιαστικά «μη δράση» έπρεπε να φορτιστεί με συμπεριφοριακές λεπτομέρειες απόλυτης ακρίβειας και αποτελεσματικότητας. Έτσι, το Ακατόνε δομείται εξ ολοκλήρου πάνω στην οξύτατη ματιά ενός μελετητή που τυχαίνει να ‘ναι και ποιητής: η λεπτομέρεια χάνει τη σχολαστική της επιστημοσύνη και γίνεται διάσταση της «καθαρής» ποίησης. Πριν απ’ το καθετί, το Ακατόνε είναι η ταινία ενός ποιητή.’
Το Θεώρημα είναι ιταλική ταινία του 1968 σε σκηνοθεσία και σενάριο του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Στην ταινία υπάρχουν πολλοί συμβολισμοί και αρκετές σουρεαλιστικές σκηνές.
Πλοκή
Στο σπίτι μιας μεγαλοαστικής οικογένειας ζουν ο εργοστασιάρχης πατέρας, η σύζυγος, η κόρη, ο γιος και η υπηρέτρια. Μια μέρα έρχεται απρόσκλητος και χωρίς προφανή λόγο ένας νεαρός επισκέπτης. Μένει μαζί τους για ένα χρονικό διάστημα και κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του συνευρίσκεται ερωτικά με όλα τα μέλη του σπιτιού. Στη συνέχεια φεύγει όπως ήρθε, απροειδοποίητα.
Μετά τη φυγή του επισκέπτη, σε όλους συμβαίνει μια σημαντική αλλαγή στη ζωή τους. Η υπηρέτρια φεύγει από το σπίτι και επιστρέφει στο χωριό της. Η κόρη παθαίνει ψυχολογική κατάρρευση. Ο γιος ανακαλύπτει την κλίση του στην τέχνη. Η μητέρα αρχίζει να έχει σεξουαλικές επαφές με μικρότερους άντρες και ο πατέρας φεύγει από το εργοστάσιο, αφήνοντάς το στους εργάτες, και φεύγει γυμνός στην έρημο. https://el.wikipedia.org/
Το «Θεώρημα», σύμφωνα με το λεξικό, είναι μια πρόταση ή μια αλήθεια που ζητάει αποδείξεις! Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι στο δικό του «Θεώρημα» έκανε τη δική του πρόταση, έδωσε τη δική του απόδειξη στη δική του αλήθεια. Η αστική τάξη, λέει ο ποιητής -σκηνοθέτης, είναι ένα εύθραυστο οικοδόμημα που μόλις δεχτεί μια δυνατή γροθιά - παρέμβαση θα γκρεμιστεί. Και θα γκρεμιστεί γιατί η «σύνθεσή» της, ο τρόπος που ενώνονται τα μέλη της, η έλλειψη ισχυρών ηθικών αξιών που τη διακρίνει, προδικάζουν και τη συντριβή της.
Η ταινία δεν είναι «εύκολη». Γι' αυτό άλλωστε πολλοί, κατά καιρούς, έδωσαν πολλές και διαφορετικές ερμηνείες. Μερικοί, μάλιστα, έφτασαν να την ερμηνεύσουν σαν μια μεταφυσική ταινία και μια αλληγορία για την άφιξη του Ιησού, δήθεν! Κάποιοι άλλοι την είδαν σαν μια προκλητική ερωτική ιστορία. Αυτές οι σκόπιμα λαθεμένες ερμηνείες σκοπό έχουν να αποδυναμώσουν πολιτικά την ταινία. Το «Θεώρημα» του Πιερ Πάολο Παζολίνι είναι καθαρό! Τα σχόλια του διανοούμενου Ιταλού αριστερού σκηνοθέτη για την αστική τάξη, αμέσως με την έναρξη της ταινίας, αποδεικνύουν τη θέλησή του να «κατευθύνει» το θεατή προς τα πού να κοιτάξει!
Η παρουσία του «Ξένου», η εισβολή καλύτερα του «Ξένου», μέσα στο αστικό σπίτι - οικοδόμημα, η φιλοσοφία του, ο τρόπος σκέψης του, η συμπεριφορά του γενικά, η ελευθερία του προκαλεί τριγμούς. Τα μέλη της οικογένειας είναι τόσο ευάλωτα, άλλωστε. Ολόκληρη η οικογένεια, άντρες - γυναίκες, υποκύπτουν στη γοητεία του «Ξένου», του παραδίδονται ερωτικά. Σε πολύ λίγο όλη αυτή η γνωστή γυαλιστερή αστική επιφάνεια θα γίνει συντρίμμια. Οταν ο ξένος φύγει, πίσω του δε θα έχει μείνει τίποτα όρθιο! Η παρουσία του ήταν, πράγματι, καταλυτική. Το σπίτι - οικοδόμημα έχει αποσαθρωθεί!
Αλλά το «Θεώρημα» δεν είναι μόνον περιεχόμενο. Είναι και φόρμα! Μια γοητευτική κινηματογραφική φόρμα. Με θαυμάσια φωτογραφία, με πλάνα - κάδρα, πίνακες μοντέρνας αναγεννησιακής ζωγραφικής, με μουσική Μότσαρτ και Μορικόνε! Και, κυρίως, με υπέροχες ποιητικές σιωπές. Θερμή παράκληση: ξεχάστε το κινηματογραφικό fast food. Η πρόσκληση σε «γεύμα» του Παζολίνι απαιτεί όλες τις αισθήσεις σας.
Ο Λουκίνο Βισκόντι του Μοντρόνε (Luchino Visconti di Modrone, Μιλάνο, 2 Νοεμβρίου 1906 - Ρώμη, 17 Μαρτίου 1976), κόμης του Λονάτε Ποτσόλο, ήταν Ιταλός σκηνοθέτης του κινηματογράφου, του θεάτρου και της όπερας. Υπήρξε θεμελιωτής και βασικός εκφραστής του ρεύματος του ιταλικού νεορεαλισμού. Η θεματολογία του έργου είναι επηρεασμένη σημαντικά από προσωπικά βιώματα και επιμέρους πτυχές της προσωπικότητάς του, όπως η αριστοκρατική του καταγωγή, η μαρξιστική ιδεολογία του και οι ομοφυλοφιλικές του προτιμήσεις.
Ο Γατόπαρδος (1963), που βραβεύτηκε με τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ των Καννών, και ο Θάνατος στη Βενετία (1970) είναι ορισμένες από τις ταινίες που σκηνοθέτησε και τον κατέστησαν ευρέως γνωστό. Στα έργα του πρωταγωνίστησαν αρκετοί γνωστοί ηθοποιοί όπως η Άννα Μανιάνι, ο Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι, ο Αλέν Ντελόν, η Κατίνα Παξινού, ο Μπάρτ Λάνκαστερ, η Κλαούντια Καρντινάλε και ο Χέλμουτ Μπέργκερ.
Νεανικά χρόνια
Ο Βισκόντι ήταν ένα από τα εφτά παιδιά μιας από τις πιο πλούσιες οικογένειες της πόλης του Μιλάνου. Ο πατέρας του, Τζουζέπε Βισκόντι, καταγόταν από την αριστοκρατική οικογένεια των Βισκόντι του Μοντρόνε.Η μητέρα του, Κάρλα Έρμπα, ήταν αστή κόρη αυτοδημιούργητων βιομηχάνων. Ο νεαρός Βισκόντι μεγαλώνει σε καλλιτεχνικό περιβάλλον και από μικρό παιδί παρακολουθεί παραστάσεις λυρικού θεάτρου στην περίφημη Σκάλα του Μιλάνου, ενώ στην οικογενειακή οικία παίζει μαζί με τα αδέλφια του σαιξπηρικά έργα. Ξεχωριστό θαυμασμό εκδηλώνει για το συνθέτη Τζιάκομο Πουτσίνι, το μαέστρο Αρτούρο Τοσκανίνι και το συγγραφέα Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο, με τους οποίους έχει την τύχη να συναναστραφεί, γεγονός που συμβάλλει στην απόφασή του να σπουδάσει μουσική και φιλοσοφία. Το 1926 υπηρετεί στο Ιταλικό Ιππικό και από το 1928 ασχολείται με την οργάνωση ιπποδρομιών.
Τα χρόνια στο Παρίσι
Το 1933 o Βισκόντι ταξιδεύει στη Γερμανία και ζει από κοντά την άνοδο του ναζισμού. Στη συνέχεια, εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου γνωρίζει και συναναστρέφεται με τον Ζαν Κοκτώ και την Κοκό Σανέλ. Παράλληλα, εργάζεται ως βοηθός του σκηνοθέτη Ζαν Ρενουάρ στις ταινίες Toni (1935) και Γεύμα στην Εξοχή (Une Partie de Campagne) (1936).[4] Στο Παρίσι η συναναστροφή του με μαρξιστικούς κύκλους και ο ενθουσιασμός του Λαϊκού Μετώπου τον ωθούν, σε πρώτη φάση, να ασπαστεί τον Μαρξισμό και, ακολούθως, να γίνει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας. Το 1937 ταξιδεύει στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ όπου επισκέπτεται το Χόλυγουντ.
Τζιανκάρλο Τζιανίνι και Λουκίνο Βισκόντι στα γυρίσματα του Αθώου (1976)
Έργο
Κινηματογράφος
Νεορεαλισμός
Το 1939, μετά το θάνατο της μητέρας του, ο Βισκόντι μετακομίζει από το Μιλάνο στη Ρώμη. Εκεί γνωρίζει ορισμένους νεαρούς διανοούμενους, μανιώδεις με τον κινηματογράφο και μαρξιστές. Πρόκειται για τον Μάριο Αλικάτα, τον Τζουζέπε Ντε Σάντις, τον Τζιάνι Πουτσίνι και τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, μαζί με τους οποίους γράφει στο περιοδικό "Cinema", που διευθύνει ο Βιτόριο Μουσολίνι, γιος του Μπενίτο Μουσολίνι. Με τα άτομα της ομάδας αυτής ο Βισκόντι θα γυρίσει την πρώτη του ταινία, Διαβολικοί Εραστές (Ossessione) (1943). Βασισμένη πάνω στο μυθιστόρημα του Τζέιμς Μ. Κέιν, Ο Ταχυδρόμος Χτυπάει πάντα δυο Φορές, αποτελεί τη γενέθλια ταινία του ιταλικού νεορεαλισμού, ενός όρου που καθιερώθηκε χάρη στον μοντέρ του φιλμ, Μάριο Σεραντρέι. Τα γυρίσματα λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου, με αποτέλεσμα οι συντελεστές της ταινίας να αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσχέρειες: όλο το υλικό ελέγχεται από τη λογοκρισία του φασιστικού καθεστώτος, ενώ για να καλυφθούν τα έξοδα της ταινίας ο ίδιος ο Βισκόντι αναγκάζεται να διαθέσει ένα μέρος της οικογενειακής του περιουσίας.Το Ossessione ταράζει τα νερά στον ιταλικό κινηματογράφο και γρήγορα απαγορεύεται από τη λογοκρισία.
Με την ολοκλήρωση της ταινίας, ο Βισκόντι αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στην αντίσταση, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται από τους Ναζί. Τα γεγονότα αυτά αποτυπώνονται στο ντοκιμαντέρ του Μέρες Δόξας (1945). Το 1948 το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας του αναθέτει να γυρίσει μια τριλογία με θέμα τη ζωή των ψαράδων της Σικελίας, των ανθρακωρύχων και των αγροτών. Τελικά, μόνο το πρώτο μέρος της τριλογίας ολοκληρώνεται· πρόκειται για την ταινία Η Γη Τρέμει, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Τζιοβάνι Βέργκα Οι Μαλαβόλιε. Γυρισμένη στο χωρίο Άτσι Τρέτσα της νότιας Σικελίας με ερασιτέχνες ηθοποιούς, κατοίκους του χωριού, θεωρείται χαρακτηριστικό δείγμα του ιταλικού νεορεαλισμού. Παρά τις αντιδράσεις που προκαλεί, η ταινία βραβεύεται με το Ειδικό βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας 1948. Ακολουθεί το Bellissima (1951) στο οποίο ξεχωρίζει η ερμηνεία της Άννας Μανιάνι.
Απομάκρυνση από το νεορεαλισμό
To Senso (1954) αποτελεί σημείο καμπής στο κινηματογραφικό έργο του Βισκόντι, ο οποίος, για πρώτη φορά, απομακρύνεται από τον νεορεαλισμό και υιοθετεί νέα θεματολογία που θα γίνει σήμα κατατεθέν των ταινιών του. Η ερωτική ιστορία μιας κόμισσας και ενός Αυστριακού αξιωματικού γίνεται η αφορμή για μια βαθιά ανάλυση της ιταλικής Ιστορίας και σημαντικών γεγονότων, όπως η ιταλική ενοποίηση, ο καταστροφικός πόλεμος του 1866 και η επιρροή της παρηκμασμένης αριστοκρατικής τάξης στα γεγονότα αυτά. Το σενάριο βασίζεται στην ομότιτλη νουβέλα του Καμίλο Μπόιτο, ενώ για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ο Βισκόντι αρχικά ζητά την Ίνγκριντ Μπέργκμαν και τον Μάρλον Μπράντο, αίτημα που ο παραγωγός αρνείται.[13] Πρόκειται για την πρώτη έγχρωμη ταινία του Βισκόντι, την οποία οι κριτικοί έχουν επαινέσει για την πρωτότυπη φωτογραφία, την πλαστικότητα των εικόνων και την επιβλητική σκηνογραφία.
Το 1956 ο Βισκόντι αντιτίθεται δημόσια στη σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία και το 1957 γυρίζει τις Λευκές Νύχτες, που αποτελούν διασκευή διηγήματος του Ντοστογιέφσκι και βραβεύονται με τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας του 1957. Η ταινία, όμως, που ο Βισκόντι αγαπούσε περισσότερο, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, είναι O Ρόκο και τα αδέρφια του (1960).[14] Με αυτήν επιστρέφει στο νεορεαλισμό και καταπιάνεται, για δεύτερη φορά μετά το έργο Η Γη Τρέμει, με το θέμα του ιταλικού Νότου: Τα μέλη μιας οικογένειας του Νότου μεταναστεύουν στο Μιλάνο, ελπίζοντας να ξεφύγουν από τη μιζέρια και να βρουν ένα καλύτερο μέλλον. Παρά, όμως, τις προσπάθειές τους, η βαθμιαία διάλυση της οικογένειας, η δυστυχία και η ηθική κατάπτωση είναι αναπόφευκτες.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1963, ο Βισκόντι βραβεύεται με το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών για την ταινία Ο Γατόπαρδος, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Τζουζέππε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα. Ο Ιταλός σκηνοθέτης εστιάζει, για ακόμη μια φορά, σε ένα από τα αγαπημένα του θέματα: την παρακμή της αριστοκρατίας και την άνοδο της μεγαλοαστικής τάξης με φόντο τη Σικελία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικό στοιχείο της ταινίας είναι τα εντυπωσιακά σκηνικά, καθώς ακόμη και τα συρτάρια ήταν γεμάτα με αυθεντικά αντικείμενα εποχής. Ξεχωριστή η ερμηνεία του Μπαρτ Λάνκαστερ που ενσαρκώνει τον πρίγκιπα Φαμπρίτσιο Σαλίνα.
Το 1965 ο Βισκόντι βραβεύεται εκ νέου στο Φεστιβάλ Βενετίας, κερδίζοντας τον Χρυσό Λέοντα αυτήν τη φορά με την ταινία Μακρινά Αστέρια της Άρκτου. Ακολούθως, ο Βισκόντι αποφασίζει να μεταφέρει στην κινηματογραφική οθόνη το βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ Ο Ξένος (1967), αλλά το αρχικό σενάριο συναντά την αντίδραση της χήρας του συγγραφέα, Φρανσίν Καμύ, που απαιτεί να τηρηθεί πιστά η πλοκή του μυθιστορήματος του συζύγου της. Τελικά, ο Βισκόντι αναγκάζεται να δεχθεί αλλαγές στο σενάριό του και να μην απομακρυνθεί από την αφηγηματική γραμμή του μυθιστορήματος.
Τα τελευταία χρόνια
Τα τελευταία έργα του Λουκίνο Βισκόντι διακρίνονται από έντονη εσωτερικότητα και αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η παρακμή, η αποσύνθεση και τα ομοφυλοφιλικά ένστικτα χαρακτηρίζουν όλες τις δημιουργίες της τελευταίας περιόδου του σκηνοθέτη. Με την ταινία Οι Καταραμένοι (1969), που προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου, κατακρίνει τα εγκλήματα του ναζισμού μέσα από την αποσύνθεση μιας ισχυρής οικογένειας Γερμανών βιομηχάνων τη δεκαετία του 1930. Η αίσθηση παρακμής, η οποία αναδεικνύεται και χάρη στη φωτογραφία της ταινίας, καθιστά το εν λόγω έργο χαρακτηριστικό δείγμα της κινηματογραφικής αισθητικής του Βισκόντι. Ο Θάνατος στη Βενετία (1971), που απέσπασε το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο Εικοσιπενταετίας του Φεστιβάλ των Καννών, αποτελεί μεταφορά της ομότιτλης νουβέλας του Τόμας Μαν και μια από τις πιο διάσημες ταινίες του, ενώ η "γερμανική τριλογία" ολοκληρώνεται με Το Λυκόφως των Θεών (Ludwig) (1972).
Το 1974 ο Βισκόντι, παρά την ήδη κλονισμένη υγεία του ολοκληρώνει μια ακόμα ταινία, τη Γοητεία της Αμαρτίας, που αποτελεί ίσως την πιο αυτοβιογραφική δημιουργία του.Οι παραγωγοί είχαν ορίσει ως "εφεδρικό" σκηνοθέτη τον πρωταγωνιστή Μπαρτ Λάνκαστερ, σε περίπτωση που η υγεία του Βισκόντι δεν του επέτρεπε να συνεχίσει τα γυρίσματα. Η πλοκή του έργου περιστρέφεται γύρω από έναν ηλικιωμένο και μοναχικό καθηγητή, ο οποίος αναστατώνεται όταν μια οικογένεια νεόπλουτων αστών και ένας διεφθαρμένος αλλά γοητευτικός νέος εισβάλλουν στη μονότονη ζωή του. Πρόκειται για μια σκληρή κριτική της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης της μεταπολεμικής Ιταλίας, ενώ σε δεύτερο επίπεδο η ταινία πραγματεύεται τον κρυφό ομοφυλοφιλικό ερωτισμό μεταξύ του καθηγητή και του νεαρού Κόνραντ.
Η τελευταία ταινία του Βισκόντι είναι Ο Αθώος (1976), που γυρίζεται ενώ ο σκηνοθέτης είναι πλέον σχεδόν παράλυτος. Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο αποτελεί μια σκληρή κριτική της αριστοκρατίας και της αλαζονείας της εξουσίας. Οι δύο κεντρικοί ήρωες της ταινίας (Τούλιο και Τζουλιάνα) δεν αναπαριστούν απλώς την παρακμή της οικογένειας, αλλά όπως ο ίδιος ο Βισκόντι δήλωσε: "αναπαριστούν μια συγκεκριμένη κοινωνία και μια συγκεκριμένη Ιταλία που ανήκει στη μεγαλοαστική τάξη η οποία είναι υπεύθυνη για την έλευση του Φασισμού".
Ενώ τα γυρίσματα για το Ο Αθώος έχουν ολοκληρωθεί και η ταινία βρίσκεται στη φάση του μοντάζ, ο Λουκίνο Βισκόντι πεθαίνει στις 17 Μαρτίου του 1976 στη Ρώμη. Στο πλευρό του βρίσκεται η αδελφή του Ουμπέρτα, η οποία διηγήθηκε αργότερα τις τελευταίες στιγμές του: άκουσε τη Δεύτερη Συμφωνία του Μπράμς, μετά γύρισε προς το μέρος της και και είπε "Αρκετά. Είμαι κουρασμένος".
Η τελευταία ταινία του ολοκληρώνεται από τους συνεργάτες του, με βάση τις δικές του υποδείξεις, και προβάλλεται στο Φεστιβάλ των Καννών της ίδιας χρονιάς ως φόρος τιμής στο σκηνοθέτη.
Θέατρο
Εκτός από τον κινηματογράφο, σημαντική είναι η προσφορά του Βισκόντι και στο θέατρο. Η πρώτη θεατρική παράσταση που ανέβασε ως σκηνοθέτης είναι το έργο Τρομεροί Γονείς του Ζαν Κοκτώ, που ανεβαίνει στο θέατρο Ελιζέο της Ρώμης τον Ιανουάριο του 1945. Η επαναστατική σκηνοθεσία του έργου, βασισμένη στο μοντέλο του νεορεαλισμού του Ossessione, προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση. Ακολούθως, και ιδίως στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, ο Βισκόντι σκηνοθετεί αρκετές θεατρικές παραστάσεις, κυρίως έργα των Τσέχωφ, Σαίξπηρ, Τενεσί Ουίλιαμς και Άρθουρ Μίλερ, ενώ το 1953 ανεβάζει τη Μήδεια του Ευριπίδη. Συνεργάζεται επίσης με το θίασο της Ρίνα Μορέλι και του Πάολο Στόππα αλλά και με τον διάσημο ηθοποιό Βιτόριο Γκάσμαν.
Όπερα
Η αγάπη του Βισκόντι για την όπερα είναι εμφανής από την ταινία του 1954 Senso, η οποία ξεκινά με την τέταρτη πράξη του Τροβατόρε, γυρισμένη στο Θέατρο Λα Φενίτσε της Βενετίας. Η πρώτη όπερα που σκηνοθέτησε ήταν η Βεστάλε του Gaspare Spontini που ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου τον Δεκέμβριο του 1954.
Ακολούθησαν δύο όπερες που άφησαν εποχή στη Σκάλα του Μιλάνου.Η Τραβιάτα το 1955 και η Άννα Μπολένα το 1957, με πρωταγωνίστρια και στις δύο τη Μαρία Κάλλας. Ο Βισκόντι, άλλωστε, επηρέασε βαθύτατα την καριέρα της μεγάλης ντίβας, αφού μέσα από τη συνεργασία τους τη βοήθησε να τελειοποιήσει το υποκριτικό της ταλέντο. Μετά την Ελβίρα ντε Χιντάλγκο, πρώτη δασκάλα της Κάλλας στο Ωδείο Αθηνών, και τον μαέστρο Τούλιο Σεραφίν, κανένας άλλος δεν επηρέασε τόσο την καλλιτεχνική εξέλιξη της Κάλλας όσο ο Βισκόντι.
Το 1958 ακολούθησαν ο Ντον Κάρλος του Βέρντι από τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, ο Μάκβεθ του Βέρντι στο Σπολέτο και ο Τροβατόρε στο Κόβεντ Γκάρντεν το 1964. Το 1966 ο Φάλσταφ του Βέρντι στην Κρατική όπερα της Βιέννης απέσπασε διθυραμβικά σχόλια από τους κριτικούς, ενώ αντίθετα η όπερα του Βέρντι Σιμόν Μποκανέγκρα το 1969 με τους ηθοποιούς ντυμένους με γεωμετρικού τύπου κοστούμια προκάλεσε έντονες συζητήσεις.
Προσωπική ζωή
Ο Λουκίνο Βισκόντι δεν έκρυψε ποτέ πως είναι ομοφυλόφιλος.Η ομοφυλοφιλία του εκφράζεται ανοιχτά για πρώτη φορά την περίοδο που ζει στο Παρίσι, ενώ σύντροφοι του υπήρξαν ο σκηνοθέτης και συνεργάτης του Φράνκο Τζεφιρέλι και ο Αυστριακός ηθοποιός Χέλμουτ Μπέργκερ που πρωταγωνιστεί στις ταινίες Οι Καταραμένοι, Το Λυκόφως των Θεών και Η Γοητεία της Αμαρτίας. Η ομοφυλοφιλία είναι ένα θέμα που απαντά σε αρκετές ταινίες του Βισκόντι, κυρίως σε αυτές της τελευταίας περιόδου. Πάντως, σε κανένα έργο του δεν πρωταγωνιστεί κάποιος ανοιχτά ομοφυλόφιλος χαρακτήρας, αλλά συχνά παρατηρείται ένας υφέρπων ομοφυλοφιλικός ερωτισμός και ανεκδήλωτα ομοφυλοφιλικά ένστικτα μεταξύ των ηρώων.
Από την οικογένεια του, ιδιαίτερη αδυναμία είχε στη μητέρα του, Κάρλα, αλλά και στην αδελφή του Ουμπέρτα.Η βίλα του στη νήσο Ίσκια λειτουργεί πλέον ως πολιτιστικό ίδρυμα και μουσείο αφιερωμένο σε αυτόν.
luchino visconti ed anna magnani
Φιλμογραφία
Ταινίες μεγάλου μήκους
1943 Ossessione Διαβολικοί Εραστές
1948 La terra trema Η Γη Τρέμει
1951 Bellissima Μπελίσιμα
1954 Senso Έτσι Τελείωσε Μια Μεγάλη Αγάπη
1957 Le notti bianche Λευκές Νύχτες
1960 Rocco e i suoi fratelli Ο Ρόκο και τ' Αδέλφια του
1963 Il gattopardo Ο Γατόπαρδος
1965 Vaghe stelle dell'Orsa Μακρινά Αστέρια της Άρκτου
1967 Lo straniero Ο Ξένος
1969 La caduta degli dei Οι Καταραμένοι
1971 Morte a Venezia Θάνατος στη Βενετία
1972 Ludwig Το Λυκόφως των Θεών
1974 Gruppo di famiglia in un interno Η Γοητεία της Αμαρτίας
1976 L'innocente Ο Αθώος
Άλλες ταινίες
1945 Giorni di gloria Μέρες Δόξας Ντοκιμαντέρ
1951 Appunti su un fatto di cronaca Σημειώσεις πάνω σε μια Είδηση Εφημερίδας Ντοκιμαντέρ - Μικρού μήκους
1953 Anna Magnani Άννα Μανιάνι Επεισόδιο της σπονδυλωτής ταινίας Εμείς οι Γυναίκες (Siamo donne)
1962 Il lavoro Η Δουλειά Επεισόδιο της σπονδυλωτής ταινίας Βοκκάκιος '70 (Boccaccio '70)
1967 La Strega Bruciata Viva Η Μάγισσα στην Πυρά Επεισόδιο της σπονδυλωτής ταινίας Οι Μάγισσες (Le Streghe)
1970 Alla ricerca di Tadzio Αναζητώντας τον Τάτζιο Ντοκιμαντέρ
Θεατρογραφία
Θέατρο
Τρομεροί Γονείς του Ζαν Κοκτώ (1945)
Η Πέμπτη Κολόνα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ (1945)
Η Γραφομηχανή του Ζαν Κοκτώ (1945)
Αντιγόνη του Ζαν Ανούιγ (1945)
Κεκλεισμένων των Θυρών του Ζαν-Πωλ Σαρτρ (1945)
Έγκλημα και Τιμωρία του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1946)
Γυάλινος Κόσμος του Τενεσί Ουίλιαμς (1946)
Ευρυδίκη του Ζαν Ανούιγ (1947)
Όπως σας Αρέσει του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1948)
Λεωφορείον ο πόθος του Τενεσί Ουίλιαμς (1949)
Τρωίλος και Χρυσηίδα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1949)
Ο Θάνατος του Εμποράκου του Άρθουρ Μίλερ (1951)
Η Λοκαντιέρα του Κάρλο Γκολντόνι (1952)
Τρεις Αδελφές του Αντόν Τσέχωφ (1952)
Οι Βλαβερές Συνέπειες του Καπνού του Αντόν Τσέχωφ (1953)
Μήδεια του Ευριπίδη (1953)
Η Χοάνη του Άρθουρ Μίλερ (1955)
Θείος Βάνια του Αντόν Τσέχωφ (1955)
Δεσποινίς Τζούλια του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ (1957)
Ο Ιμπρεσάριος της Σμύρνης του Κάρλο Γκολντόνι (1957)
Ψηλά από τη Γέφυρα του Άρθουρ Μίλερ (1958)
Μετά την Πτώση του Άρθουρ Μίλερ (1965)
Βυσσινόκηπος του Αντόν Τσέχωφ (1965)
Έγκμοντ του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε (1967)
Όπερα
Βεστάλε του Gaspare Spontini (1954)
Υπνοβάτις του Βιντσέντζο Μπελίνι (1955)
Τραβιάτα του Τζουζέπε Βέρντι (1955)
Άννα Μπολένα του Γκαετάνο Ντονιτσέττι (1957)
Ιφιγένεια εν Ταύροις του Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ(1957)
Ντον Κάρλος του Τζουζέπε Βέρντι (1958)
Μάκβεθ του Τζουζέπε Βέρντι (1958)
Ο Δούκας της Άλμπα του Γκαετάνο Ντονιτσέττι (1959)
Σαλώμη του Ρίχαρντ Στράους (1961)
Τραβιάτα του Τζουζέπε Βέρντι (1963)
Οι Γάμοι του Φίγκαρο του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1964)