Μάγια-Μαρία Ρούσσου (1937 - 16 Σεπτεμβρίου 1989)

 

Η Μάγια Μαρία Ρούσσου γεννήθηκε το 1937 στην Αθήνα. Με την έναρξη του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου, ο πατέρας της, όντας στη Γαλλία για εμπόριο, έφυγε προς Νότια Αμερική. Η γυναίκα του δεν τον ακολούθησε και η Μάγια Μαρία μεγάλωσε στην Αθήνα, στο πατρικό της (για ένα χρόνο έμεινε και με τον πατέρα της, στη Βενεζουέλα). Το 1967 παντρεύτηκε κι έκανε τρία παιδιά εκ των οποίων έζησε μόνο το ένα. Με τον σύζυγό της ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, προώθησε τα συγγραφικά της ενδιαφέροντα και δούλεψε ως καθηγήτρια πιάνου. Πέθανε το 1989 μετά από μακροχρόνια αρρώστια.
Ήταν πολυτάλαντη καλλιτέχνης και εκτός από μουσική και ποίηση, αγαπούσε τη χαλκογραφία και τη ζωγραφική. Είχε έντονο πολιτικό πνεύμα κι είχε ακόμα φιλίες με αντιφρονούντες ποιητές απ' όλο τον κόσμο. Είχε παρευρεθεί σε συνέδρια Ποίησης στην Ισπανία, Δανία, Πολωνία και Βουλγαρία.


Έργα της: 

Ι. Ποίηση

Βάναυσες Ώρες, 1963
Το Βιβλίου Του Αγαπημένου, 1965
Γιατί, 1966
Της Φωτιάς Και Της Στάχτης, 1972
Στον Άγνωστο Φοιτητή, 1974
Τα Τραγούδια Της Αριάδνης, 1979
Χνάρια Στο Λαβύρινθο, 1979
Πρώτος Και Δεύτερος Ερωτικός Λόγος, 1982
Ποιήματα 1963-1983, 1984
Αντιψαλμός (ένα ποίημα σε δέκα γλώσσες), 1985
Λύκαινα Του Φεγγαριού, 1987

ΙΙ. Θέατρο: Η Σφαγή, 1972

ΙΙΙ. Μεταφράσεις Από Τα Ισπανικά


Ανάμεσά Μας

Μα καλά
Πώς δεν το καταλαβαίνετε
Πώς δεν το καταλάβατε εξ' αρχής
πως αυτός εκεί καταμεσής στο δρόμο
γεμάτος αίματα
είμ' εγώ.
Τι σημασία έχει που βρίσκομαι
εδώ ανάμεσά σας.
Δε βλέπετε που περιφέρω
το κομμένο μου κεφάλι...
Δε βλέπετε που κρατώ τη σφαγμένη μου
ψυχή στα χέρια...



ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΦΟΙΤΗΤΗ

Δρόμος το σώμα σου
Ανοιγμένος, λεύτερος
Καθώς πλατύς κι απέραντος
Κοίτεσαι καταγής
Γιέ μου

Σκάλα ψηλή το σώμα σου
Και πάνω σου
Ανέβαινε η πατρίδα για το φως
Μερόνυχτα
Πόσα μερόνυχτα – το αίμα σου έπηζε
Ο χτύπος της καρδιάς σου, το δάκρυ σου
Στάλα – σκαλί
Χτύπος –σκαλί
Δάκρυ – σκαλί
Κι από τα σκορπισμένα μέλη σου
Κάθε κομμάτι ακριβό
Σκαλί

Κι από τα θρυματισμένα σου όνειρα
Κι από την τσακισμένη σου ιαχή
Κι από την ομορφάδα σου
Την τόλμη, την αγάπη σου
Μερόνυχτα – πόσα μερόνυχτα
Μαλάζοντας το αίμα και τον βόγκο
Έχτιζες, Γιέ μου, τ’οθρανού τη σκάλα

Μέσα απ’το δάσος της σιωπής
Στου τραγουδιού
Μ’οδήγησες τη χώρα
Σ’ευχαριστώ
Σε προσκυνώ
Και σου φιλώ τα πόδια Γιέ μου


ΑΥΡΙΟ ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ


Αύριο θα πεθάνω
Μα δεν το ξέρω
Κι έτσι κάθομαι κι ονειρεύομαι
Και με κυρίεψε η αγωνία
Για την καταστροφή
Που δε θα με προλάβει
Και χαίρομαι για τις αγνώριστες χαρές
Και πολεμώ για τ’άφταστα όνειρά μου

Αύριο θα πεθάνω
Και σκέφτομαι να σπείρω αγρούς
Και σκέφτομαι να ζήσω
Να γεράσω
Σπίτια να χτίσω κι εκκλησίες
Και κλαίω για τους νεκρούς μου αγαπημένους
Που ύστερά μου θα πεθάνουν
Και για τ’απρόφταστα παιδιά μου, σκέφτομαι
Σπάργανα πρέπει να ετοιμάσω
Αύριο
που θα πεθάνω

ΛΑΟΣ

Δεν θα σας πω τίποτα
Βρήτε τ’όνομά μου
Βρήτε τον τόπο μου
Το χρώμα μου, τους γονιούς μου
Τους δημίους μου
Ίσως σας πω κάτι
Κάτι

Για τους θανάτους μου...
Αλλά εσείς
Τα ξέρετε όλα
Καθώς πειθήνια σκύβετε
Και σκάβετε
Και τρώτε
Και κοιμάστε
Κι εγώ είμαι όλοι οι νεκροί
Κι οι πικραμένοι
Κι εσείς οι καλοί κι ανίδεοι
Δήμιοι


Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Σταύρος Βαβούρης ( 14 Σεπτεμβρίου 1925 - 6 Νοεμβρίου 2008)

Έλληνας ποιητής, από τους αξιοσημείωτους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Ο Σταύρος Βαβούρης γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1925 στην Αθήνα (οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου, στο Μεταξουργείο). Αν και κληρονόμησε μια κινητική αναπηρία, δεν καθηλώθηκε σε καροτσάκι. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση από το 1959 έως το 1984, οπότε συνταξιοδοτήθηκε ως διευθυντής Γυμνασίου.

Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1944 με τη δημοσίευση του ποιήματος «Χίμαιρα» στο περιοδικό «Νεανική Φωνή» και ακολούθησαν και άλλες δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά. Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα». Η τελευταία ποιητική του κατάθεση έγινε το 1999, με τη συλλογή «Κι αυτά; Ίσως...».

Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, τα ολλανδικά, τα πολωνικά και τα βουλγαρικά. Το 1986 τιμήθηκε με το δεύτερο κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή του «Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα». Στο λογοτεχνικό του έργο συμπεριλαμβάνονται ένα κριτικό δοκίμιο για τον ποιητή Άθω Δημουλά και μια συλλογή από τέσσερα διηγήματα.

Ο Σταύρος Βαβούρης πέθανε στις 6 Νοεμβρίου του 2008, σε ηλικία 83 ετών.

Εργογραφία

Εδώ, φαντάσου καλπασμούς και κύματα (1952)
Τρία ποιήματα (1954)
Σημειώσεις για έναν άνθρωπο που πέθανε (1956)
Πικρά χείλη δίχως γεύση παραδοχής (1959)
Τα ξηρά ποιήματα – Στη διακεκαυμένη (1963)
Οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής (1964)
Εν ερημίαις και σκολιαίς (διηγήματα, 1965)
Προτάσεις για την ποίηση του Άθω Δημουλά (Δοκίμιο,1966)
Ορφέας κατερχόμενος (1971)
Delecta (1971)
Ποιήματα (1977)
Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος «έρχομαι» (1980)
Carmina profana (1983)
Τα ακαριαία: εμείς (1980–1984), 1984
Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα (1985)
Ημέρες, νύχτες πού ’ναι τες (1987)
Εξ άλλου, μη ρωτάς (1988)
Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα (1940–1993), 1998
Κι αυτά, ίσως… (1999)


ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Μονόλογος μπροστά στα ριζικά μας

Ο χλωμός προπάππους μου του κάδρου
λεν οι συγγενείς πως πέθανε τρελός.
Ήταν γιατρός και γεωμέτρης.
Το μόνο που δεν μπόρεσε να κλείσει σε τετράγωνα
ήτανε το χάος της καρδιάς του·
το μόνο που δε γιάτρεψε:
η νοσταλγία μιας ανύπαρκτης χαράς.

Τέλος, παντρεύτηκε για νʼ αντιδράσει
κι έκανε και παιδιά.
Ούτε κι αυτά τον κάναν όμως πάλι να πιστέψει
πως ένα κι ένα κάνουν δύο.

Πέθανε νέος.
Τον τελευταίο του καιρό
κλεινότανε στο πιο βαθύ υπόγειο του σπιτιού.
Έλεγε λόγια τρελά
που απέλπιζαν για το μυαλό του τους δικούς του.

Λόγου χάριν, όταν του λέγανε να βγει
έλεγε
ότι η πνοή που ʼφερνε η θάλασσα στον κήπο
τον ξερίζωνε,
παραπονιότανε
πως δεν ευρέθηκε σοφός
να κάνει το κορμί φτερό
και κούναγε μʼ αδυναμία το κεφάλι
όταν του τονίζανε πως έπρεπε να γίνει πιο δραστήριος
για τα παιδιά του.

Ο προπάππους μου δεν πέθανε τρελός.
Μόνο δεν έκανε καλά
να νομίζει πως θα ξαναγινόταν γεωμέτρης
κάνοντας γάμους και παιδιά
φυτεύοντας έτσι τα παράξενά του πεπρωμένα
στα μυαλά μας και στις μέρες μας.


 Χίμαιρα

Όταν μας λέγαν οι παλιοί
πιο λίγο πάθος. Είχανε δίκιο.
Οι λογικοί «πιο λίγο βάρος
θα βουλιάξουν τα καράβια»,
είχαμε, λέει, μπράτσα νεανικά.
Αλλά μια κι έγινε
(πάει είχε γίνει πια)
γιατί νʼ αποδειχθεί το δίκιο των παλιών;
………………………………………
Αδικηθήκαμε! Όχι, δεν είχαν δίκιο οι παλιοί!
Αφού μας δόθηκαν καρδιές
άστρα να θέλουν
άστρα γιατί δε μας δοθήκανε;

Στον ουρανό
ένα σειρήτι μοναχά η Σελήνη
δε θα μπορέσει να πραΰνει
έναν ολόγιομο καημό…
Όταν ετρέξαμε χαμένοι στο λιμάνι
ήτανε πια το πλοίο βουλιαγμένο
Θε μου, με πόσο μόχθο ετοιμασμένο
με τόση Νιότη, τόσο πόθο φορτωμένο!
Δε μας λογάριασες Αφέντη τον ιδρώτα της λαχτάρας
……. Τι κλαις;
Άσε να ξημερώσει και θα δούμε
τώρα, είναι βράδυ ακόμα·
ένα σειρήτι μοναχά η Σελήνη!



Εκστατικός μες στη Βροχή


Εκστατικός μες στη βροχή προχωρούσε
σα να μην έβρεχε
σα να μην τον είχε περονιάσει το νερό ως το κόκαλο.
Οι αστραπές καταύγαζαν
το πρόσωπό του αλλοπαρμένο
κι οι κεραυνοί τον πέρναγαν ξυστά.

Μʼ ένα όνειρο ακατάβλητο
στʼ απαυδισμένα μάτια του
προχωρούσε τραγουδώντας σιγανά
σα να μην τον είχε παρασύρει ακόμα
φύλλο πεθαμένο η καταιγίδα.



Το Τραυματισμένο Φως, Α΄

Όταν θαρθεί το καλοκαίρι

το φως κι ο αφρός

θάχουν μια τόση δύναμη κι αγάπη

που θα σηκώσουν σα φτερό στην επιφάνεια

το μολυβένιο απ’ τη βροχή κορμί μου.

Όταν θαρθεί Ιούνιος…

Μόνο

σηκώστε τώρα,

αυτό το φέρετρο απ’ το στήθος μου.

https://www.catisart.gr/


Για έναν άλλο Έκτορα

Σε συλλογίζομαι έξω από τα τείχη μόνο σου
(όπως ακριβώς τον Έκτορα
το γιο του Πρίαμου στο Χ της Ιλιάδος),
σφίγγοντας, όμοια και συ
τα δόντια σου με λύσσα
μόνο σου πάντοτε
κι εκείνη ιδίως την ημέρα, μόνο σου.

Μ’ ανέμη στον πανικό την καρδιά σου
πιασμένη στην παγίδα
της απερίσκεπτής σου απόφασης
να μείνεις έξω από τα τείχη, μόνος σου.

Σε συλλογίζομαι να ζυγίζεις
ετούτο ή εκείνο το διέξοδο, —αργά—
να ξέρεις πως το σκέπτεσαι αργά
κι εν τούτοις να το σκέπτεσαι
να γυροφέρνεις τα υπέρ και τα κατά του —αργά—.

Έτσι σε συλλογίζομαι,
απ’ το χρόνο νικημένο
κι έπειτα νεκρό και σκυλεμένο από τους μέτριους
τους ταπεινούς, τους δεύτερους
ούτ’ όπως τον Έκτορα
(το γιο του Πρίαμου στο Χ της Ιλιάδος)
από ’ναν Αχιλλέα τουλάχιστον.


Ευρυδίκη

Έσερνες ένα σκέλεθρο στο φως.
Γι’ αυτό και σου ’χαν άλλωστε συστήσει:
Να μην στρέψεις.
Αλλ’ έστω, κι αν δεν είχες παραβεί τους όρους
δε θα ’φτανα ποτέ στο φως μαζί σου.

Άσαρκα κόκαλα
δύο κόγχες δίχως μάτια
δόντια δίχως χείλη
ήταν ό,τι έσφιγγες στο χέρι σου ανεβαίνοντας,
όπως ήτανε στημένη επίσης κι η παγίδα
απ’ τη στιγμή που σου ’χαν επιτρέψει να διαβείς
την πόρτα που κανείς δεν πέρασε βαδίζοντας.

Όταν στο τέλος έκανες να στρέψεις
εξατμίστηκα.

Τίποτα δεν είδες.
Τώρα όμως να το μάθεις.

Έσερνες ένα σκέλεθρο στο φως
απ’ την αρχή μαζί σου
κι ήταν απόφαση παρμένη τελεσίδικα:
Ήθελες δεν ήθελες:
Να στρέψεις.


Μονόλογος της Ηλέκτρας

Αιφνιδίως με γοήτευε η ιδέα
πως μπορούσα να εξωθήσω
πρόσωπα και πράγματα σαν λόγχη·
πως ήταν δυνατό να πάρω σχήμα λαιμητόμου
πάνω από ένοχους αυχένες
ότι μπορούσα να υψωθώ,
σαν κυπαρίσσι σκοτεινή
σαν πεπρωμένο ανέφικτη.

Η ιδέα ότι μπορούσα να διασχίσω αδιάφορη
μ’ ένα σατανικό αδιόρατο χαμόγελο
πλήθη λυσσαλέα και μαινόμενα εναντίον μου
με διέλυε.
Με διαπερνούσε, με σπασμούς σχεδόν ηδονικούς, η σκέψη
πως μπορούσα
να βρεθώ στο τελευταίο σκαλοπάτι του ικριώματος
περιφρονητική
ενώ ένας όχλος θαμπωμένος
του κάκου θα περίμενε ώς το τέλος
να ξεσπάσω σε λυγμούς.

Αιφνιδίως με γοήτευε
ναι, μ’ έκανε τρελή η ιδέα
πως ήταν δυνατό να πάρω μιαν απόχρωση
τεφρού αμετακλήτου
σκιάζοντας κι αφανίζοντας το φως του ήλιου
που τους είχε τόσο ανάψει και μεθύσει.


Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΖΑΡΚΑΔΟΥΛΑ " Καλοκαιρινά σ' αγαπώ"



Καραβάκια από χαρτί έφτιαξα
κι έγραψα πάνω τους " σ' αγαπώ"
για να ταξιδέψουν με την ελπίδα κάποια μέρα να φτάσουν σ' εσένα
για να μην λησμονήσεις τον έρωτά μας.
Πήρα κοχύλια κι ηχογράφησα τους αναστεναγμούς μου
για να σου θυμίζουν στιγμές έρωτα
με την ελπίδα να θυμάσαι παντοτινά τα λόγια αγάπης που ένιωσα και σου έλεγα.
Κολύμπησα κι έφτασα στον βυθό της θαλάσσης
για να φτιάξω στην άμμο καρδιές με τα ονόματά μας
για να μην σβηστεί ποτέ η μορφή μου από τον χάρτη του μυαλού σου.

Πολυξένη Ζαρκαδούλα







ΟΛΓΑ ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ "Η Αγία Ζώνη Της"



Ήρθε η ώρα η Παναγιά
το πνεύμα Της να δώσει
στα χέρια Κυρίου Ιησού
ψυχή να παραδώσει.
Καλεί δώδεκ' απόστολους
μα οι έντεκα προλάβαν.
Ο δόλιος άμοιρος Θωμάς
δεν πρόλαβε να πάει.
Τρεις μέρες πέρασαν γοργά
κι όταν εκείνος φτάνει
Εκείνη εξεκίνησε το ουράνιο ταξείδι,
σ' ένα κατάσπρο σύννεφο
φτιαγμένο από λιβάνι.
Κι όπως γλυκά ανέβαινε
Θωμάς την προλαβαίνει
πιάνεται απ το σύννεφο
και μόν' βαριανασαίνει.
Γλυκειά μου εσύ Δέσποινα,
συγχώρα με, εδώ κλαίω
και σε θερμοπαρακαλώ
Δώσε μου κάτι να 'χω..
Να το ‘χω κρυφοφυλαχτό
Σε γλυκοικετεύω…
Και τότε Εκείνη που τα έβλεπε
πάντοτε σαν παιδιά Της
βγάζει την Άγια Ζώνη Της
Και την, του τη‘νε δίνει.

Όλγα Αχειμάστου









Θανάσης Κωσταβάρας ( 1927 - Αθήνα, 19 Οκτωβρίου 2007)

 


Ο Θανάσης Κωσταβάρας (Ανακασιά Βόλου, 1927 - Αθήνα, 19 Οκτωβρίου 2007) ήταν ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.

Ο Θανάσης Κωσταβάρας γεννήθηκε το 1927 στην Ανακασιά του Βόλου. Πολέμησε στις τάξεις του ΕΛΑΣ εναντίον των Γερμανών και τραυματίστηκε το 1944. Σπούδασε Οδοντιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1946 και το 1952-1954. Διέκοψε για κάποιο διάστημα τις σπουδές του επειδή εξορίστηκε στη Μακρόνησο. Εργάστηκε ως οδοντίατρος. Το 1953 εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με την ποιητική συλλογή «Πρελούντια», την οποία όμως αποκήρυξε αργότερα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Επιθεώρηση Τέχνης», «Αντί», «Λέξη», «Μανδραγόρας». Ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων. Σύζυγός του ήταν η δοκιμιογράφος Αγγελική Κωσταβάρα με την οποία απέκτησαν ένα γιο.

Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται «ποίηση της ήττας» (όπως και η ποίηση των Μανόλη Αναγνωστάκη, Τάσου Λειβαδίτη και άλλων ποιητών της γενιάς αυτής). Ο όρος «ποίηση της ήττας» εισήχθη από τον Βύρωνα Λεοντάρη, σ' ένα κείμενό του, του 1963, με θέμα τα ποιήματα «Ο γυρισμός» του Θ. Κωσταβάρα και «Μαθητεία» του Τίτου Πατρίκιου. Στο κείμενο αυτό έχουν τεθεί ως μότο στίχοι του Κωσταβάρα Προσοχή: ο Λεοντάρης επισημαίνει ότι ως «ποίηση της ήττας» εννοείται η ήττα της ανθρωπότητας και του πολιτισμού και όχι η στρατιωτικοπολιτική ήττα της Αριστεράς. Η συγκεκριμένη ποίηση δεν παραπέμπει σε ηττοπάθεια ή συνθηκολόγηση.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον Κωσταβάρα. Γράφει ο Σάββας Μιχαήλ σε αφιέρωμα του περιοδικού «Μανδραγόρας»: «Η πορεία της ποίησης του Κωσταβάρα μέσα από την ιστορική απόγνωση, είναι μαθητεία αξιοπρέπειας (...) Ο Κωσταβάρας είναι ταπεινός, συχνά ταπεινωμένος, αλλά συγκλονιστικά αξιοπρεπής».
Σε όλο του το έργο ως τη συλλογή «Οι μεταμορφώσεις των κήπων» υπάρχει το συναίσθημα του φόβου το οποίο εκφράζεται σταθερά σ’ όλο του το έργο ως τη συλλογή Οι μεταμορφώσεις των κήπων του 2003: Γράφει:
«Με τον φόβο πάντα πορεύθηκα
με τον φόβο συνεχίζω να διασχίζω τον κόσμο».
Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, πολωνικά, γαλλικά, γερμανικά.
Του απονεμήθηκαν:
το 1983 το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου,
το 1987 το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Τα ερωτικά», αλλά το αποποιήθηκε.

Πέθανε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 2007 και κηδεύτηκε στο νεκροταφείο Χαλανδρίου.

Έργα

Ποίηση
Πρελούντια (1953)
Αναζήτηση (1956)
Αναβίωση (1957)
Έξοδος (1957)
Κοντσέρτο για κυκλάμινα και ορχήστρα ωρών (1958)
Ρωμαίικη σουίτα (1959)
Ο γυρισμός (1963)
Κατάθεση (1965)
Συμπληρώματα (1970)
Ο μουγκός τραγουδιστής (1982, επιλογή ποιημάτων του από τον ίδιο)
Ιστορήματα (1985)
Τα ερωτικά (1986)
Ζώδια (1986)
Ο φόβος του ακροβάτη (1989)
Κήποι στον Παράδεισο (1990)
Στο βάθος του χρώματος (1993)
Το ημερολόγιο της αυριανής εξορίας (1995)
Η μακρινή άγνωστη χώρα (1999)
Οι μεταμορφώσεις των κήπων (2003)
Χαιρετισμοί (2006)

Πεζά
Το ρήγμα (διηγήματα) [1966]
Ο λάκκος (διηγήματα) [1972]

Θεατρικά
Οι ανίκητοι (1959)
Το Φαγκότο ή Το τραγικό τέλος του Νικηφόρου Φωκά και η ηρωική ζωή του Π. Ν. Πάστη (1971)
Τα ιερά και τα όσια (1983 Νοέμβριος, παράσταση από την ΕΤ1)

ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σαν το αγρίμι έζησα.
Στυλώνοντας πάντα τʼ αυτί μου.
Αλλάζοντας πρόσωπο κι όνομα
Ανάμεσα σε τουφέκια, σίδερα και σκοινιά.

Μες σε πηγάδια έριξαν τον ύπνο μου.
Σκυλιά και σύρματα ξέσκισαν το κορμί μου.
Δεν μου άφησαν τίποτα.
Τη σιωπή μου γλίτωσα μόνο.

Σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.

Από την «ΚΑΤΑΘΕΣΗ» – 1965


ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ

Σαν το άνθος της βουκαμβίλιας
αέρινο
είναι το χάδι σου.
Και σαν του ροδιού τους σπόρους
αμέτρητα
τα χαρίσματά σου.
Κι όπως του ρυακιού το ανάβρυσμα
έτσι κυλάει η φωνή σου.
Καθώς μου τραγουδάει τα κελαρυστά
ρήματα της Αγάπης.
Μου περιγράφει τα φανταστικά ταξίδια
που μας έχει προγραμματίσει ο Έρωτας.
Τελικά, ένας ανθισμένος κήπος είσαι.
Μια όαση μέσα στην έρημο.
Με τα νερά, τα πουλιά
τα φιλιά και τα χάδια σου.

Από τους «ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ» – 2006

ΘΑ ʼΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Θα ʼρθει μια μέρα που δε θα ξέρω ποιος είμαι.
Δε θα μπορώ να χτίσω ένα λόγο
να ψελλίσω ένα πρόσωπο.
Θα ʼρθει μια μέρα που δε θα ʼμαι μόνο πολύ λυπημένος.
Θα ʼμαι χαμένος σʼ έναν κόσμο ξένο για μένα
θα ʼχω κιόλας απʼ αυτόν ξεχαστεί.
Θα ʼρθει μια μέρα που δε θα ʼχω τίποτε ωραίο να σου χαρίσω.
Θα κλείσω μόνο τα μάτια
Και θα προσπαθήσω να σε δω μʼ έναν τρόπο αλλιώτικο.
Μα ούτε τα ριγηλά σκιρτήματα του κορμιού σου
θα μπορέσω να θυμηθώ
ούτε τα φλογερά μας οράματα
θα είμαι σε θέση να τραγουδήσω.
Κι έτσι όπως ήρθα, ξένος κι απελπισμένος
θα κινήσω να φύγω.
Θα γυρίσω πάλι σε κείνο το σκοτεινό τίποτα
χωρίς να κρατώ τίποτα πάνω μου.
έξω μόνο απʼ τα βαθιά σημάδια που θα ʼχουν αφήσει στο σώμα μου
τα εγκαυστικά φιλιά σου.
Κι απʼ της φωνής σου τα χάδια που είναι χαραγμένα στους στίχους μου.
Μʼ αυτά, μόνο απʼ αυτά
εκεί που θα πάω, ίσως
μπορέσω να με γνωρίσουν.

Από τις «ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΗΠΩΝ» – 2003


Η ΜΟΙΡΑ ΜΙΑΣ ΓΕΝΙΑΣ

Η φωνή μας
σαν τα τσαλακωμένα χαρτιά που τα παίρνει ο άνεμος.
Σαν πουλιά σκοτωμένα, φιμωμένοι οι στίχοι μας.

Κι όμως, κάτι κατορθώσαμε κάποτε.
Κάτι πιστέψαμε πως χρωστάμε ακόμα.

Γι’ αυτό, έστω και με κομμένη τη γλώσσα
δίχως μιλιά
δεν σταματάμε
να τραγουδάμε.

Έξω από το τραγούδι, ο άνθρωπος
δεν είναι παρά ένα φοβισμένο αγρίμι.
Μέσα στο τραγούδι η καρδιά του χτυπάει πιο ανθρώπινα.
Ανάβει μυστικά φεγγάρια στα σκοτεινά, στα έρημα βράδια
κρατάει συντροφιά στους ξένους, στους κυνηγημένους
δίνει στους απελπισμένους κουράγιο.

Ας το πούμε μια φορά ακόμα: δίχως Ποίηση
δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα στον κόσμο.
Πάντως δίχως τραγούδι
δεν υπάρχει Ομορφιά

Από «ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ» – 2007



ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ ΜΕ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΥΠΑΙΘΡΟ


Στρωμένα τραπέζια στη σειρά, με τη λιακάδα στον κήπο.
Άσπρα τραπεζομάντιλα, φαγητά και κρασιά
και φρέσκα λουλούδια στα βάζα.
Και το γραμμόφωνο παίζοντας αποσπάσματα από όπερες.

Ξαφνικά περνάει γρήγορα ένα κοπάδι πουλιά.
Κι ένα μαύρο σάλεμα στον αέρα, σαν προμήνυμα μπόρας.

Κι απʼ το βάθος
φαίνεται να προβαίνει αργά
ο απρόσκλητος επισκέπτης.

Παράξενος άντρας, φορώντας άσπρο κοστούμι ξεχειλωμένο
και το πρόσωπο αθέατο.
Κρυμμένο πίσω απʼ τα φύλλα.

Μοιάζει πάντως κανένας να μην τον γνωρίζει.
Ίσως μόνο ο πατέρας, που τον κοιτάζει μʼ ένα φόβο αόριστο.

Εκείνος τον πλησιάζει και του απλώνει το χέρι.
Σαν να του λέει κιόλα κάτι, σαν να τον καλεί για έναν περίπατο.

Κι όπως, τελείως απρόθυμος, ο πατέρας σηκώνεται
αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες.
Όχι δυνατή όμως βροχή, μια σιγανή ψιχάλα, περίπου αθόρυβη.

Παγερή σιωπή σφραγίζει τώρα τα χείλη.
Από το γραμμόφωνο δεν ακούγεται παρά το ξύσιμο της βελόνας.
Όλος ο κήπος μυρίζει βρεγμένο χώμα, όλοι έχουν πια σηκωθεί.
Μερικοί ανοίγουν ομπρέλες.

Μια λύπη απλώνεται λίγο λίγο πάνω σʼ όλα τα πρόσωπα.

Από το «ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ» – 1993


Δέντρο μέσα στο σπίτι

Απερίσπαστος, κάθομαι στο παράθυρο και ρεμβάζω.
Χτυπάει η πόρτα· ανοίγω, μα δεν είναι κανένας.
Ξαφνικά, βλέπω μέσα στο σπίτι ένα πελώριο δέντρο.
Κάτι σαν βαλανιδιά, που μεγαλώνει χωρίς να μ’ αγγίζει.
Απλώνει μόνο τους κλώνους της γύρω μου.
Πάνω, αν και δεν φαίνονται, ακούγονται ένα πλήθος πουλιά.
Σαν να ‘ναι σούρουπο, εγώ όμως νομίζω πως είναι μεσημέρι ακόμα.
Γυρίζω και μπροστά μου στέκει τώρα μια τίγρις.
Όμορφο ζώο, που με τρομάζει, όμως δε χύνεται πάνω μου.
Αντίθετα, μου μιλάει με απροσδόκητη τρυφερότητα.
Μη φοβάσαι, μου λέει, και με πιάνει απ’ το χέρι.
Πάμε να σου δείξω τι είναι ο χρόνος.
Να σου δείξω τι είναι η ελπίδα, τι είναι η αγάπη.
Με παίρνει και πετάμε ψηλά, εγώ δεν βλέπω τίποτα ωστόσο.
Δεν βλέπεις, μου λέει, τους άλλους πάνω στο δέντρο;
Δεν βλέπω τίποτα πάλι, μόνο διαπιστώνω πως δεν είναι η τίγρις κοντά μου.
Είναι ένα τεράστιο ψάρι, με μαύρα λέπια και γυάλινα μάτια
και δίπλα μια κοπέλα, που κάτι μου λέει δίχως ν’ ακούγεται.
Κάτω δεν υπάρχει τώρα ούτε σπίτι, ούτε δέντρο, ούτε φλυαρούν τα πουλιά.
Μόνο σκοτάδι, ένα κρύο σκοτάδι, που σκεπάζει λίγο λίγο τα πάντα.
Και σαν να το βγάζει το ψάρι απ’ το στόμα του.
Καταλαβαίνω πως δεν μπορώ πια να ξεφύγω.
Σαν να ‘μαι παγιδευμένος στα κλαδιά και στα φύλλα του δέντρου.
Πάντως, προλαβαίνω να δω για τελευταία φορά το κορίτσι
έτσι καθώς χειρονομεί και φωνάζει πάντα δίχως ν’ ακούγεται.
Την ώρα ακριβώς που ο Θεός θα πρέπει να ετοιμάζεται να δείξει τα δόντια του.
Κάτι μικρά δόντια σαν γαλβανισμένα καρφιά.
Ενώ τα μάτια παραμένουν πάντα θολά κι ασυγκίνητα.
Θανάσης Κωσταβάρας, Στο βάθος του χρώματος, Νεφέλη, 1993
https://dimartblog.com/

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Ρίτα Μπούμη - Παπά (1906 - 8 Σεπτεμβρίου 1984)


Η Ρίτα Μπούμη γεννήθηκε στη Σύρο. Το 1920 εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας, όπου σπούδασε παιδαγωγική και ειδικεύτηκε στη μέθοδο Montessori . Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφράστρια σε περιοδικά όπως η Νέα Εστία, το Νέον Κράτος, η Νέοι ρυθμοί και εφημερίδες όπως η Αλλαγή, η Μάχη, η Αυγή (την περίοδο 1957-1960). Υπήρξε αρχισυντάκτις του περιοδικού Ιόνιος Ανθολογία (από το 1929), εκδότρια των περιοδικών Εφημερίδα των ποιητών (1956-1958) και Κυκλάδες (1930-1932) και διευθύντρια του Ιδρύματος Περιθάλψεως Παιδιού (1930-1933). Το 1936 παντρεύτηκε τον ποιητή Νίκο Παππά, με τον οποίο έζησε στα Τρίκαλα ως το 1940, οπότε εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1929 με τη δημοσίευση του ποιήματός της Μικρέ μου αλήτη… στη Νέα Εστία, ενώ σε παιδική ηλικία είχε δημοσιεύσει ποιήματα στη Διάπλαση των Παίδων (1919). Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση αλλά και με την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, τη μετάφραση (έργα των Λ.Λέβτσεφ, Σολόχωφ, Μπέκετ, Μπέττι, Ουγκώ και άλλων). Τιμήθηκε με τον Α΄ Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1935), το Α’ Βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), το Διεθνές Βραβείο Συρακουσών (1949), το Βραβείο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1965) καθώς και από το Ρουμανικό κράτος και την Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ποιήματά της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ρωσικά, ισπανικά, ουγγρικά, σερβικά, πολωνικά, αλβανικά, πορτογαλικά και άλλες γλώσσες. Η Ρίτα Μπούμη - Παπά τοποθετείται χρονικά στους έλληνες λογοτέχνες της γενιάς του μεσοπολέμου. Η γραφή της χαρακτηρίζεται θεμελιωδώς από τη φυσιολατρεία της, και παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία του αισθησιασμού, του λυρισμού αλλά και του πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού, ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά έργα της.

Εργογραφία


(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Τα τραγούδια στην αγάπη. Αθήνα, Μαυρίδης, 1930.
• Οι σφυγμοί της σιγής μου · Ποιήματα Ρίτας Ν. Μπούμη. Αθήνα, 1935.
• Το πάθος των Σειρήνων. 1938.
• Αθήνα · Δεκέμβρης 1944. Αθήνα, Τα Νέα Βιβλία, 1945.
• Καινούρια χλόη. Αθήνα, Μαυρίδης,1949.
• Ριτόρνο ιν Ορτίτζια. 1949.
• Ο παράνομος λύχνος · Μέρος πρώτο (1940-1945). Αθήνα, Το σπίτι του ποιητή, 1957.
• Το ρόδο της Υπαπαντής. Αθήνα, Το σπίτι του ποιητή, 1960.
• Λαμπρό Φθινόπωρο · Ποιήματα. Αθήνα, Το σπίτι του ποιητή, 1961.
• Ανθοφορία στην έρημο · Ποιήματα. Αθήνα, Κέδρος, 1962.
• Χίλια σκοτωμένα κορίτσια. Αθήνα, Το σπίτι του ποιητή, 1963.
• Δεν υπάρχει άλλη δόξα. Βουκουρέστι, 1964.
• Η σκληρή Αμαζόνα· Ποιήματα. Αθήνα, Μέλισσα, 1964.
• Η μαγική φλογέρα · Ποιήματα. Αθήνα, Δωρικός, 1965.
• Σκιούμα· Ποιήματα. Αθήνα, Δωρικός, 1965.
• Φως ιλαρόν. Αθήνα, Δωρικός, 1966.
• Το παραμύθι της μαγικής φλογέρας· Ζωγραφιές Σοφίας Φόρτωμα. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1996.
• Μόργκαν - Ιωάννης · Ο γυάλινος πρίγκηπας και οι μεταμορφώσεις του · Ποιητική σύνθεση (1967-1971). Αθήνα, Καρανάσης,1976.
• Λαμπρό φθινόπωρο. Αθήνα, Καρανάσης, 1982.
• Η σκληρή αμαζόνα. Αθήνα, Καρανάσης, 1982.
ΙΙ.Πεζογραφία
• Όταν πεινούσαμε και πολεμούσαμε · Διηγήματα (1941-1945). Αθήνα, Τύμβη, 1975.
• Η Χρυσώ. Αθήνα, Καρανάσης, 1984.
ΙΙΙ.Μεταφράσεις
• Ρέντζο Μπιαζόν, Στρατιά ‘Σ’ αγκαπώ’ · Μετάφραση Ρίτας Μπούμη – Παπά. Αθήνα, Μέλισσα, 1954.
• Μιχαήλ Αλεξαντρόβιτς Σολόχωφ, Ο ήρεμος Ντόν · Μετάφραση Ρίτας Μπούμη – Παπά. Αθήνα, Γιαννούλης, 1956.
• Μ.Εμινέσκου, Ποιήματα. 1963.
• Τζ.Καρντούτσι, Ποιήματα. 1970.
ΙV. Ταξιδιωτική λογοτεχνία
• Στη χώρα του Γκαίτε και του Σίλλερ.
V. Επιμέλειες εκδόσεων - Μελέτες
• Παγκόσμια ανθολογία ποιήσεως (σε συνεργασία με το Νίκο Παππά). 1952.
• Το βιβλίο των σοφών. 1969.
• Ο μαύρος αδελφός· Παγκόσμια ανθολογία νέγρικης ποίησης. Αθήνα, Τύμφη, 1973.
• Νέα παγκόσμια ανθολογία ποιήσεως (σε συνεργασία με το Νίκο Παππά). 1976.
• Πάμπλο Νερούντα, Η συνείδηση της Λατινικής Αμερικής. Αθήνα, Αθήνα, Ιωλκός, 1977.
• Εντουάρντο ντε Φίλιππο, Φιλουμένα Μαρτουράνο· Δραματική κωμωδία σε πράξεις τρεις. Αθήνα, Δωδώνη, 1979.
• Μελέτες για την ποίηση. Αθήνα, Σύγχρονη εποχή, ;
IV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Άπαντα Ι. Αθήνα, Καρανάσης, 1981.
• Άπαντα ΙΙΙ. Αθήνα, Καρανάσης, 1981.
• Άπαντα ΙV. Αθήνα, Καρανάσης, 1982.
• Άπαντα V. Αθήνα, Καρανάσης, 1982.
• Άπαντα ΙΙ. Αθήνα, Καρανάσης, 1983.

http://www.ekebi.gr/

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

H μοίρα μας

Πόσοι μας αγνοούν, Θεέ μου,
Από τα μακρινά τʼ αστέρια σου
Μέχρι τον ένοικο του πλαϊνού σπιτιού…

Πόσοι δεν ξέρουν πως τους αγαπούμε
Πόσοι δεν ξέρουνε πως χτίζουμε γιʼ αυτούς
Για τα παιδιά τους
Για τα εγγόνια τους

Πόσοι δεν ξέρουνε την αυταπάρνηση μας
Τη μοναξιά μας
Πόσοι κοιμούνται δίχως να μας πουν καληνύχτα
Όταν γιʼ αυτούς ξενυχτούμε σʼ ένα τραπέζι με μια λάμπα

Πόσοι δεν νιώθουνε το χάδι μας σαν να τους τυλίγει
Πόσοι θαρρούν πως είμαστε φαντάσματα, βρυκόλακες
Όταν μπροστά στη ρέμβη τους περνούμε ως ίσκιοι
Πόσοι δεν μας υποψιάζονται καθόλου

Πόσοι δεν μας προσέχουν
Πόσοι δεν μας ακούνε νʼ αλαλάζουμε στην έρημο
Πόσοι στο δρόμο μας προσπερνούν ανίδεοι
Μη ξέροντας πως είμαστε η ψίχα της καρδιάς τους

Πόσοι, Θεέ μας, μας περιγελούν
Που περπατούμε ανάλαφροι κι αφηρημένοι
Πόσοι ξαφνιάζονται
Πόσοι ακόμα και τρομάζουν
Γιατί περνώντας τους χαμογελούμε.



O θαλασσοπόρος

Έχω ένα καράβι, τόσο, με πανιά,
θάλασσες αφήνει, θάλασσες περνά.

Άφωνος στον κίνδυνο και θαλασσομάχος,
ταξιδεύω σχίζοντας πέλαγα μονάχος.

Στου περιβολιού μας τη δεξαμενή
τα νερά τους σμίγουν πέντε ωκεανοί!

Γύρω περιμένουν στις ακτές οι κάβοι
δίπλα τους νʼ αράξει τʼ άσπρο μου καράβι.

Στην Ινδία, στο Βόλγα, στο Μισσισσιππή
τρέχει το καράβι μου, πάει σαν αστραπή.

Το φεγγάρι μέσα απʼ το πυκνό πλατάνι
στα ταξίδια του όλα συντροφιά μού κάνει.

Προς τα πολυτρίχια, λίγο παρακεί,
το τιμόνι αν στρίψω, νά κι η Αφρική.

Πίσω απʼ του κισσού μας τη χλωρή κουρτίνα,
έγια μόλα, βάζω πλώρη για την Κίνα.

Το Σουέζ, την Πόλη και τον Παναμά,
ώς να με φωνάξει για φαΐ η μαμά.

Καθισμένος πλάι σε μια γλάστρα δυόσμο
δέκα χρόνων πλοίαρχος, γνώρισα τον κόσμο!
Πως άνθισαν απόψε τα φιλιά μου
Πώς άνθισαν απόψε τα φιλιά μου
Κʼ έγιναν τα ξερά μου χείλια κήποι
Και στα νεκρά σκίρτησαν σωθικά μου
Παλιοί λησμονημένοι κάποιοι χτύποι;

Ανέστη, Θέ μου, ο πόθος του έρωτα του,
Που ο χωρισμός τον νέκρωσε κι η λύπη
Απόψε μες στην άρρωστη καρδιά μου
Που ο πόνος κι ο καημός δεν απολείπει!

Λουλούδια ευωδιαστά γίναν οι πόνοι
Και το σφιχτό μου στόμα αχνά γελάει
Θαρρώντας πως η αγάπη το σιμώνει….

Πιο γρήγορα το στήθος μου χτυπάει
Από μια σκέψη που έκανα και μόνη
Που πέρασε σα σύννεφο και πάει…

Υπόγειο

Τους ήλιους δεν εμέτρησες
που σε ζητήσαν τόσα χρόνια
πού ‘σαι γυναίκα
με τα γαλάζια τσίνορα

Σ’ έκρυψε στο φουστάνι της
η μαραμένη κοπέλα
πέντε χειμώνες σ’ έθαψαν
σε χιόνι λασπερό

Μεγάλη νυχτερίδα τρέφεται
απ’ τη νιότη σου
γι’ αυτό νωρίς βραδιάζει
πριν χορτάσεις
το μεσημέρι καίει
στα ψηλά τα δώματα
το κύμα του ξανθό
λούζει τους δρόμους

Πεθαίνεις με τους ποιητές
κάθε ηλιοβασίλεμα
τα χέρια σου μυρίζουν
απ’ τα μαλλιά τους
χτυπάει η καμπάνα
που δεν πιστεύεις πια
σε ξένη αυλή συνομιλείς
με το φεγγάρι

Σου ‘φερε ο Μυλόζ
φέτος την άνοιξη
την πείνα σου ποιος άλλος μπορούσε να νοιαστεί
φουρτούνιασε τη γειτονιά
το φιλντισένιο αμάξι του
γίνου όμορφη, γίνου όμορφη,
στα περιβόλια θα σε δείξει

Έχεις ένα χαμόγελο
από μαργαριτάρια
ψαράδες Σικελοί
στο ταίριαξαν να το φοράς
ψάξε και βρες το
πριν σε κλείσει η νύχτα
σ’ ένα υπόγειο βαθύτερο
από τούτο



Φως ιλαρόν

Φως ιλαρόν
Είσαι το μόνο φως που ορίζω
Σε πύργο σε κρατώ στημένο
Στον άνεμο
Σʼ αβράδυαστη μέρα σʼ αιχμαλωτίζω
Μαργαριτάρια σου χαρίζω
Περίπατους γλυκούς
Σʼ ουρανούς δίχως σύνορα.

Πριν από σένα
Είχαν δει την καρδιά μου οι γλάροι
Να ναυαγεί
Σκεπασμένη με φύκια.

Τώρα χτυπάς εσύ το τζάμι μου
Κι οι γούνες της θάλασσας
Τυλίγουν το ρίγος μου
Νύχτες έναστρες ξεκολλούν
απʼ το χρόνο
φωτιές από ουράνια τόξα
καίνε στο τζάκι μου
ξημερώνει
και δεν διαλύονται τα φαντάσματα
που χτίζουν στον ύπνο μου
παλάτια στην άμμο.
Φως ιλαρόν
Όποια χώρα επισκεφθείς λέγεται
Ελπίδα
Όποια γη πατήσεις καλπάζει
Στη χαίτη του ιλίγγου
Στην έκσταση

Σ΄όποιο προσκέφαλο κοιμηθείς
Με σπαθί λυγερό από μαρτιάτικο μίσχο
Το σφάζεις
Το γεμίζεις όνειρα.

Λαμπάδα από ανόθευτο κερί
Στα σκοτάδια
Φέξε απʼ τα ύψη τους νόμους
Μιας νέας θρησκείας
Αναίμακτης
Το υλικό
Για το μέγα ναό της ειρήνης
Που αιώνες ονειρεύονται
Τʼ ανθρώπινα ποίμνια.

Δείξε σʼ όσους δεν πίνουν
Άλλο κρασί απʼ το αίμα
Και το κίτρινο μέταλλο έχουν θεό
Τις διαστάσεις του χρόνου
Στο χώρο που εσύ μόνο βαδίζεις
Το μόριο της παρουσίας τους
Στο απέραντο σύμπαν
Το μαστό τον αστείρευτο
Της αγάπης το γάλα.

Εξήγησε τους πόσο απύθμενη είναι
Η άβυσσος
Πόσο έχουνε κιόλας
Στο χείλος της πλησιάσει
Με το πνεύμα δεμένο
Στων πολέμων τʼ αμάξια

Πόση οργή ηφαιστείων κλείνει
Η ξέχειλη καρδιά των ταπεινών
Που δεν είδαν ποτέ τους
Ψωμί και βιβλίο

Και γράψε στο μαύρο βελούδο
Του άπειρου
Με πύρινα γράμματα
Πως η νίκη θα ʽναι του Ανθρώπου.

Φως ιλαρόν
Εσύ, εγώ και το τραγούδι
Τρέχομε ακόμα μαζί

Διανύομε αποστάσεις μέσα σε στιγμές
Εισδύοντας σε κύκλους πύρινους
Για να καούμε
Μα, απʼ τη δοκιμασία
Βγαίνομε πιο άλκιμοι
Και πιο λαμπροί.

Δεν ξέρω αν ήταν εποχή που είμαστε
Άγνωστοι
Εσύ, εγώ και το τραγούδι
Τώρα αναζητιόμαστε κι οι τρεις
Απεγνωσμένα
Η επαφή μας κάνει τα δέντρα
Να τινάζονται
Δίχως πνοή ανέμου
Λέξεις βελούδινες ανθούν στʼ αυτιά
Με ματωμένους μίσχους
Κι ένας λαβύρινθος μας παρασύρει
Στα ενδότερα του.

Κι αυτόν όμως τον κίνδυνο τον αψηφούμε
-γιατί τώρα το νήμα δεν υπάρχει
κι η Αριάδνη ήταν μύθος-
πάνω στο άσπρο προσκέφαλο του δειλινού
κωφεύομε
στη μυστική επίκληση της φρόνησης
είμαστε έτοιμοι για το πήδημα
του θανάτου
για την πάλη της αγάπης
εναντίον όλων
για την ελπίδα που τρέμει
και ζητά να ζήσει
μες στα ερείπια και στις στάχτες
για την απόφαση
να συγκολλήσουμε τρίμμα με τρίμμα
όλα τα θρύψαλλα
σʼ έναν καθρέφτη γαλανό
με χλοερές ανταύγειες
και δάφνες άκοπες στις όχθες
να ιδούμε ακόμα μια φορά
ολάνθιστο το πρόσωπο μας.
http://www.poiein.gr/

ΑΝ ΒΓΩ ΠΕΡΙΠΑΤΟ ΜΕ ΤΙΣ ΝΕΚΡΕΣ ΜΟΥ ΦΙΛΕΣ

Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες

Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα πλημμυρίσει η πόλη με βουβά κορίτσια
ο αέρας με στυφή ευωδιά θανάτου
τα φρούρια θα σηκώσουν άσπρες σημαίες
τα οχήματα θα σταματήσουν –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.

Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα δείτε χίλια κορίτσια με τρυπημένα στήθη
ακάλυπτα, να σας φωνάζουν
«γιατί μας στείλατε έτσι νωρίς να κοιμηθούμε
σε τόσο χιόνι, αχτένιστες, κλαμένες;» –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.

Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα ιδούν κατάπληκτα τα πλήθη
πως φάλαγγα πιο ανάλαφρη δεν πάτησε τη γη
πως λιτανεία πιο ιερή δεν έχει παρελάσει
ανάσταση πιο ένδοξη και ματωμένη –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.

Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
γαμήλιο άνθος η πανσέληνος θα υψωθεί να τις στολίσει
μέσα στα κούφια μάτια τους θα κλαίνε ορχήστρες
οι μπούκλες τους, οι επίδεσμοι θα κυματίζουν
ω τότε, πολλοί από τύψεις θα πεθάνουν –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.
Από τη συλλογή Χίλια σκοτωμένα κορίτσια (1963)


Πλάσματα αϋπνίας

Από πού αναδύεστε
πρόσωπα, πρόσωπα, πρόσωπα
πίσω ακριβώς από το φράγμα του ύπνου
όταν απλώνω τα χέρια να πιαστώ
στην κόχη ενός ουρανοξύστη
στο παραπέτο μιας γέφυρας
στο χείλος μιας αβύσσου
με τον κίνδυνο στην καρδιά μου
το κενό κάτω απ’ τις φτέρνες μου.
Από πού αναδύεστε τόσες μάσκες
με κινηματογραφική διάταξη
στη σκοτεινή κρεβατοκάμαρα
όταν ο υπερβολικός κόπος της μέρας
των νεύρων η ένταση
ο πανικός της ψυχής
φυγαδεύουν τον ύπνο;

Πρόσωπα γνωστά και όμως άγνωστα
πού σας έχω γνωρίσει;
Σε ποια εποχή συμβαδίσαμε σε πορείες;
Δε θυμάμαι είτε δε βλέπω με την ίδια όραση
παλιά και καινούργια πρόσωπα, δάσος,
εωσφορικά, πονεμένα, αγγελικά, θεία
καταδικαστικές στυγνές γκριμάτσες
τρυφερά παιδικά χαμόγελα
πεθαμένα από σαράντα χρόνια
της αδελφής μου το φιλντισένιο προφίλ
του πατέρα το σκεπτικό πρόσωπο
γεμάτο πόθο να με αναγνωρίσει
της πρώτης μου δασκάλας το γυμνό κρανίο
που θέλει και τώρα να μου δείξει το σωστό δρόμο
πρόσωπα, πρόσωπα, πρόσωπα
με κοιτούν, μ’ ερευνούν, μ’ εξετάζουν
με ψηλαφίζουν τα δύσπιστα βλέμματά τους
γουρλωμένα τα μάτια τους αμφιβάλλουν
Εσύ;…
Ένα πρόσωπο σαρκάζει
άλλο κλαίει πικρά γιατί γέρασα
άλλο με φτύνει με αηδία
άλλο μ’ επιδοκιμάζει με μορφασμούς
άλλο καγχάζει δίχως ν’ ακούγεται
άλλο μου γνέφει να βιαστώ
κι όλα μ’ εκλιπαρούν
να μη στρίψω το διακόπτη
να μην ανάψω ένα σπίρτο
τα σκοτώνει ένα προς ένα
το φως.

Πούθ’ έρχεστε κάθε άυπνη νύχτα
πώς μπαίνετε πλήθος στην κάμαρά μου
δίχως τον παραμικρό θόρυβο
δίχως να τρίξει η πόρτα
πλάσματα που πεθαίνετε την αυγή;
Από τη συλλογή Λαμπρό φθινόπωρο (1961)


Όνειρο

Είχε προηγηθεί μια σιωπή
ίδια με κείνη που απλώνεται
λίγες στιγμές προτού χιονίσει.
Και ξαφνικά
σάλπιγγες, σάλπιγγες
έφιπποι κήρυκες
και πλήθη.
Και πάλι σιωπή.
Θα έλεγε κανείς πως αναγγέλλονταν
η άφιξη ηγεμόνα
από τις πύλες. Όχι.
Στον ουρανό ένα ποίημα
ξετυλιγόταν σε περγαμηνή
κι όλο κατέβαινε κατέβαινε
πάνω απ’ τα πλήθη.
Και η μεμβράνη του χαρτιού όλο και άπλωνε
μέχρι που έγινε πελώρια σαν χώρα.
Τότε τα ιδεογράμματα των τελευταίων στίχων
αρχίσανε να στάζουνε και να κυλούν σαν δάκρυα
πάνω σε μυριάδες ανοιχτές παλάμες
σε χείλη, σε ώμους, σε μαλλιά
που δίψαγαν να κοινωνήσουν…
Από τη συλλογή Ανθοφορία στην έρημο (1962)









ΣΠΗΛΑΙΑ (ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΣΠΗΛΑΙΑ - ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΠΗΛΑΙΩΝ)

 


Σπήλαιο Φράγχθι

Το σπήλαιο Φράγχθι, στη βόρεια ακτή του κόλπου της Κοιλάδας Ερμιονίδας στην Πελοπόννησο είναι μία από τις σπουδαιότερες προϊστορικές θέσεις του Ελληνικού χώρου, ένα από τα σημαντικότερα σπήλαια της Ευρώπης και σίγουρα της Ανατολικής Μεσογείου. Πιθανόν πρώτα να κατοικήθηκε από τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, κατά την περίοδο 40.000 χρόνια π.Χ., αλλά σίγουρα από τον Homo sapiens την περίοδο μετά από το 30.000 π.Χ.
Μέχρι σήμερα έχουν διερευνηθεί μέσω των ανασκαφών 25.000 χρόνια και υπάρχουν ενδείξεις ότι το σπήλαιο κατοικούνταν συνεχώς από το 20.000 μέχρι το 3.000 π.Χ. όταν και γκρεμίστηκε. Το σπήλαιο είναι από τις ελάχιστες θέσεις στο ελλαδικό χώρο, όπου έχουν βρεθεί ευρήματα που να δικαιολογούν τη συνεχή παρουσία ζωής επί 250 αιώνες! 

Οδυσσέας Ελύτης -   Το Μονόγραμμα 


Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει – ακούς;

Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.

Σπήλαιο Λιμνών

Το πανέμορφο σπήλαιο Λιμνών βρίσκεται κοντά στο χωριό Καστριά της Αχαΐας, 16,5 χλμ. από τα Καλάβρυτα, στον ορεινό όγκο του Χελμού, σε υψόμετρο 800 μ. περίπου. Το αξιοποιημένο μήκος του σπηλαίου ανέρχεται σε 500 μ., ενώ το συνολικό μήκος του είναι 2 χλμ. περίπου.
Εκτός από τις μυστηριώδεις στοές,τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους και τους σταλακτικούς σχηματισμούς, το σπήλαιο έχει κάτι που δεν υπάρχει σε άλλα γνωστά σπήλαια.
Στο εσωτερικό του υπάρχουν 13 αλλεπάλληλες κλιμακωτές -και μάλιστα σε τρία διαφορετικά επίπεδα- λίμνες, που το καθιστούν μοναδικό στο είδος του στον κόσμο.


Ελένη Ηλιοπούλου-Ζαχαροπουλου


Οἱ σταλακτῖτες τῶν καιρῶν
πληθαίνουν στά ὑπόγεια σπήλαια˙

στενεύουν τά περάσματα.

Μέ τά βαριά μου ἐνδύματα
ἀσθμαίνω στίς διαβάσεις…

(Ὑφαίνοντας Ἄνεμο, 2004, 2008)



Σπήλαιο Περάματος

Ένα από τα πιο ξακουστά σπήλαια της Ελλάδα, μόλις 5χλμ, από τα Ιωάννινα ανακαλύφθηκε κατά τύχη το 1940!
Ένα ασβεστολιθικό υπόγειο 14.800τ.μ, που αποτελείται από πολλές διαδοχικές αίθουσες και διαδρόμους στολισμένους με πάνω από 19 είδη σταλακτιτών, σταλαγμιτών και άλλων σπηλαιολογικών ευρημάτων, που όλα μαζί μοιάζουν με ένα υπαίθριο μουσείο γλυπτικής!
Καταλαμβάνει έκταση 14.800 τ.μ. και η τουριστική διαδρομή είναι συνολικά 1.100 μέτρα.
Tip: Το 1956 βρέθηκαν απολιθωμένα δόντια και οστά της αρκούδας των σπηλαίων.

Ανδρέας Κάλβος -Τα ηφαίστεια

λθ'

Κανάρη! — και τα σπήλαια
της γης εβόουν:
 Κανάρη.—
Και των αιώνων τα όργανα
ίσως θέλει αντηχήσουν
πάντα: Κανάρη!


Σπήλαιο των Πετραλώνων

Το Σπήλαιο των Πετραλώνων αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά σπήλαια στην Ευρώπη. Τα ευρήματα που έχουν ανακαλυφθεί στο εσωτερικό του αποκαλύπτουν ότι η Χαλκιδική κατοικείται ήδη από την παλαιολιθική εποχή. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει βέβαια το κρανίο του Αρχανθρώπου, το οποίο σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία υπολογίζεται ότι είναι 700.000 χρόνων. Με άλλα λόγια, ο αρχάνθρωπος είναι ο αρχαιότερος Ευρωπαίος! Επισκεφτείτε το σπήλαιο και θαυμάστε το δαιδαλώδες περίτεχνο με σταλακτίτες και σταλαγμίτες τοπίο αλλά και το μουσείο όπου εκτίθεται μεγάλος αριθμός απολιθωμένων οστών διαφόρων θηλαστικών.https://www.travelstyle.gr/


Νίκος Καρούζος – Χριστούγεννα του σταλαγμίτη

Μια μέρα γεννήθηκε στη μακρινή Βηθλεέμ ο έρωτας
στην κοιλιά του καρπού λησμονημένος
και του έδωσαν το όνομα Καρπός
όλα τ’ άστρα των παιδιών αγαπημένων
με τους άνεμους όταν λευκάζουν το χειμώνα.

Εγώ ήμουνα εκείνο τον καιρό στην πέτρα
οι καμπάνες οδηγούσαν από χαλκό μεγάλο
ένα τραγούδι νοσταλγίας αιχμάλωτης…

Εντούτοις άκουσα το σπήλαιο
κι ανεβαίνοντας
σ’ ένα βαθύ άλογο πήγαινα σ’ αυτό
κρατώντας ευωδιαστή φασκομηλιά προς τη θέρμη
του βρεφικού δέρματος όνομα βαθύ και ανάερο.

Δεν έβρισκε λαλιά ο πλατύς ελαιώνας για να φωνάξει
κι ο θάνατος έφευγε στ’ αστέρια
μονάχα το άστρο νικούσε το πλήθος που είναι τ’ αστέρια
λάμποντας το Ένα.

Ο θεός έκραζε τη λαλιά:
Δίδαξέ με
στο άστρο στρεφόμενος, είπε,
και τα μαρτύρια γεννήθηκαν απάνω απ’ τις λάμψεις
χαρίζοντας ηρεμία στην έμψυχη κλίμακα.

Μια γυναίκα λευκή
αποθέωνε τον άντρα ψηλά στον αέρα μοβ
η αδαμική χάρη σε κάθε σώμα γνωρίζει τον τρόμο, είπε,
κ’ η χρονιά ζύγωσε στην καρδιά μου με χιόνι θαμμένη.

Μοιράζεται τη θλίψη με τις πέτρες
μοιράζεται με τη βροχή
ο ταπεινός μοιράζεται τη θλίψη
με τον ήλιο, πάλιν είπε,
και βλέπει τις ρίζες της φλόγας όπως ανεβαίνει
πιάνει τις ρίζες αυτές ανάμεσα
στο ξύλο
στους τρυγμούς ανάμεσα στις γαλάζιες φάσεις.

Ιδού λοιπόν ο χρόνος είναι χιόνι
δεν είναι ρολόγι –
και κρατούσε το θήλυ πότε τα φεγγιστά νερά
πότε μαύρες πέτρες της Δήλου.

Σαν είδα το σπήλαιο
συγκρατήθηκα στην πρώτη φλέβα του βράχου μας
ενώ με κάλεσε το ακέραιο γαϊδούρι κινώντας
και τα δυο του χέρια
μα όμως ευγένεια φανερώνοντας ήρθε και το βόδι
πειθήνιο στον ήλιο της νύχτας
για να δω το δοκιμασμένο χρυσάφι.

Κι αντίκρισα το χρυσάφι
καθώς ένα φτωχαδάκι του τόπου μας
ήτανε το βρέφος στη μητρική βύθιση
ολομόναχο με τ’ άστρα.

Ώσπου χάραξε…
Στο σπήλαιο – μιας ηλικίας χαμένης – δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλακτίτες
που κρέμονταν δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλαγμίτες ανυψούμενοι.

Εγώ ο σταλαγμίτης
ολοένα
πλησιάζω το σταλαχτίτη που με κράζει απεγνωσμένα
για να εγγίσουν κάποτε τα στάγματα
τη μεγάλη ένωση…

Νίκος Καρούζος
«Ποιήματα» (1961)

Σπήλαιο Βλυχάδα Διρού


Το Σπήλαιο Βλυχάδα Διρού βρίσκεται στα δυτικά παράλια της χερσονήσου της Λακωνίας και θεωρείται ένα από τα ωραιότερα σπήλαια στον κόσμο.
Η ύπαρξή του ήταν γνωστή από το 1900, χωρίς κανείς όμως να γνωρίζει, μέχρι το 1949, πόσο θαυμάσιο ήταν το εσωτερικό του. Οι ιδρυτές της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας Γιάννης και Άννα Πετροχείλου ήταν εκείνοι που το εξερεύνησαν συστηματικά κι έτσι σήμερα το γνωστό μήκος του σπηλαίου υπερβαίνει τα 15 χιλιόμετρα. Η πρώτη υποβρύχια εξερεύνηση έγινε το 1970 και το βάθος του σπηλαίου φτάνει σε κάποιο σημείο και τα 100 μέτρα.
Η «γέννηση» του σπηλαίου τοποθετείται πριν από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Η φυσική του είσοδος έχει διάμετρο μόλις μισού μέτρου και βρίσκεται πολύ κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας.
Η εμπειρία της ξενάγησης με βάρκα ανάμεσα από σταλακτίτες και σταλαγμίτες προκαλεί δέος και μένει αξέχαστη.


Μιχάλης Κατσαρός : Με ποιον με ποιον να μιλήσω;

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΑΝ ΝΕΟΙ

Αφιερωμένο στον νέο ποιητή Χρίστο Ρουμελιωτάκη ετών 18,
που δημοσίεψε προ μηνός τα πρώτα του ποιήματα
στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης»

Οι ποιητές κλειστήκανε στο σπήλαιό τους
δε βγαίνουν
φοβούνται
δεν παραδίδουν τίποτα—

Με ποιον με ποιον να μιλήσω;

Κρατά γερά το μυστικό ο Παπαδίτσας
παίζει
βγαίνει απ’ το παράθυρο σαν το πουλί
βρέχεται ξαναμπαίνει—

Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;
Ο Σαχτούρης μαζεύει με ένα φακό τις λέξεις του
ταχτοποιεί σε δέντρα τα συμβάντα
χτυπάει μετά τη χορδή του
ξαφνιάζεται σαν το μικρό παιδί—
Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;
Χάθηκε ο Αναγνωστάκης στο Βορρά
ούτε ένα θρήνο νέο
λες και να πέθανε τώρα αλήθεια
ούτε ένα Χάρη δεν κλαίει ούτε τον ήλιο.

Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;
Σκοτεινός περιφέρεται ο Σινόπουλος
με τους νεκρούς νεκρός δειπνεί
τρέχει μονάχος σε υπόγεια με πυρσούς
φανούς και σπίρτα.

Με ποιον με ποιον να μιλήσω.
Ο Δούκαρης ένας πιστός του εαυτού του
έτοιμος για σφαγή ο Καρούζος
χτυπάει το άδειο γκογκ η Ελένη Βακαλό—
Κανείς δεν αποκρίνεται.

Με ποιον με ποιον θα μιλήσω;
Κανέναν άλλο δε θυμάμαι πια
παρά στ’ αυτιά μου ακούω τις φωνές
του Χριστοδούλου
μ’ ένα φανάρι τριγυρνά σ’ άγνωστους διαδρόμους
κραυγάζοντας σαν το σκυλί το πληγωμένο.
Ιάσονα θρηνείς Δεπούντη — μόνος;
Νίκο Φωκά ψάχνεις σε «ακροπωλεία» ακόμη;
Γιώργο μου Γαβαλά πού είσαι;
Αχ Σαραντή το έδωσες το αίμα;
Νίκο Βρανά μη με κοιτάς
μ’ αυτό το κρύο μάτι
είμαι εδώ κοντά σου — μόνος.

Με ποιον με ποιον να μιλήσω;
Και σεις ποιητές όλοι εσείς μονάχοι
τί γίνατε; Ποιος άνεμος σας έδιωξε σας πήρε;
Τώρα που σας καλώ όλους εδώ —
θυμάστε αλήθεια θυμάστε
τα καφενεία τα πεζοδρόμια τα μυδράλια
τα δωμάτια με τα χρυσά πουλιά
θυμάστε
κείνο το βράδυ που μιλούσαμε
θυμάστε;
Ο ποιητής ο Λίκος ήταν άγνωστος
και παραμένει.

Μ ι χ ά λ η ς Κ α τ σ α ρ ό ς (1920-1998)
Περ. Αθηναϊκά Γράμματα, τ. 8, Φεβρουάριος 1958.


Λιμνοσπήλαιο της Μελισσάνης

Η Λίµνη Μελισσάνης (Σπήλαιο) στην Κεφαλονιά, μπορεί να µην είναι η λίµνη µε τη χαρακτηριστική έννοια του όρου καθώς ουσιαστικά πρόκειται για λιµνοσπήλαιο αλλά συµπεριλαµβάνεται στις 5 πιο εντυπωσιακές λίµνες του κόσµου!

Περιτριγυρισµένο από πυκνό δάσος, το βαραθρώδες λιµνοσπήλαιο της Μελισσάνης µε τη µεθυστική αίσθηση που το περιβάλλει βρίσκεται σε απόσταση 2 χλµ. βορειοδυτικά της Σάµης στην Κεφαλονιά. Στις ανασκαφές του 1962, ανακαλύφθηκαν αρκετές λάµπες λαδιού, πιάτα και φιγούρες που απεικόνιζαν το θεό Πάνα και πολλές νύµφες. Ο µύθος λέει ότι το σπήλαιο της Μελισσάνης ήταν το ακριβές σηµείο όπου µία από αυτές τις Νύµφες, η Μελισσάνθη (ή Μελισσάνη), πνίγηκε αφού απορρίφθηκε από το θεό Πάνα.
Η φυσική είσοδος του σπηλαίου είναι κατακόρυφη και δηµιουργήθηκε από την πτώση ενός τµήµατος της οροφής ενώ υπάρχει και τεχνητή είσοδος µε σκαλοπάτια και ένα µακρύ υπόγειο διάδροµο που επιτρέπει την επίσκεψη στο σπήλαιο. Η λίµνη βρίσκεται 20 µ. κάτω από το έδαφος και το βάθος των νερών της κυµαίνεται από 10 µ. έως 30 µ.
Σταλακτίτες µε περίεργα σχήµατα στολίζουν το µεγαλύτερο τµήµα του σπηλαίου των Νυµφών µε τα όµορφα νερά που έχουν µεταβαλλόµενες αποχρώσεις του µπλε, καθώς ο ήλιος δύει, µελί τοιχώµατα και αµέτρητους σταλακτίτες που θα σας κόψουν την ανάσα και θα σας ταξιδέψουν σε έναν άλλο, µυθικό και µαγικό κόσµο. Οι δύο θάλαµοί του, ένας ηλιοφώτιστος και ο άλλος σκοτεινός και δυσοίωνος καλυµµένος µε σταλαγµίτες, φύκια και βρύα, δηµιουργούν µια µοναδική και αξέχαστη εικόνα.


Χλόη Κουτσουμπέλη - 
Η μόνη γη 

Ήθελα κάποτε να σου γράψω ένα γράμμα, δεν γνώριζα όμως τα ιερογλυφικά.
Ήθελα κάποτε να συναντηθούμε, μια άλλοτε αργούσες εσύ έναν αιώνα, άλλοτε εγώ ερχόμουν μια χιλιετία πιο νωρίς.
Όταν εσύ άφηνες στο σπήλαιο αποτύπωμα παλάμης, το δικό μου χέρι μίκραινε απότομα.
Όταν εσύ ζωγράφιζες τον βίσονα, εγώ φοβόμουνα τους ταύρους.
Όταν καταποντιζόταν η Θήρα, εγώ συμμετείχα στην πομπή της Άνοιξης.
Όταν καιγόταν η Ρώμη, εγώ κατοικούσα στην Πομπηία.
Όταν σε κατασπάραζε η Αγαύη, εγώ γλεντούσα με τον Διόνυσο.
Όταν πολεμούσες στα χαρακώματα, εγώ ήμουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Όταν βομβάρδιζαν τη χώρα σου, εγώ πήγαινα εκδρομή στις Άλπεις.
Όταν εσύ έμπαινες σε κάποιο τρένο στη Ζυρίχη, εγώ πετούσα για το Άμστερνταμ.
Σε όλες τις εποχές δεν βρέθηκε ποτέ χώρος για μας.
Μα ποιοι άνθρωποι άραγε ποτέ τους συναντιούνται;
Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και η ποίηση.

Η μόνη γη όπου οι ψυχές συμπίπτουν.

Χλόη Κουτσουμπέλη
Από τη συλλογή Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον (2021)


Σπήλαιο της Δρογκαράτης

Αυτό το θαύμα της φύσης, το οποίο οι σπηλαιολόγοι υπολογίζουν ότι είναι 150 εκατ. ετών, ανακαλύφθηκε μόλις πριν από 300 χρόνια, όταν ένας ισχυρός σεισμός στα Χαλιωτάτα της Κεφαλονιάς, κοντά στη Σάμη, προξένησε ένα άνοιγμα χάρις στο οποίο αποκαλύφθηκε η είσοδός του.
Το σπήλαιο είναι επισκέψιμο από το 1963 και από τότε συρρέουν χιλιάδες τουρίστες για να απολαύσουν τη μοναδική ομορφιά του τοπίου. Το σπήλαιο βρίσκεται στα 60 μέτρα βάθος και η όποια κλειστοφοβία ξεπερνιέται χάρη στην απίστευτη ομορφιά του.
Το σπήλαιο δεν ξεπερνά τα 100 μέτρα και χωρίζεται σε δύο δωμάτια, το Βασιλικό Μπαλκόνι, στο εσωτερικό του οποίου κρέμονται ημιδιάφανοι σταλακτίτες και το Δωμάτιο της Αποθέωσης, ένα φυσικό αμφιθέατρο, με θολωτή οροφή 20 μέτρα ύψους.
Οι βράχοι μέσα στο σπήλαιο παίρνουν διάφορες μορφές, δημιουργώντας γλυπτά μεγάλης οπτικής αλλά και ακουστικής ομορφιάς, καθώς τα τελευταία χρόνια περιστασιακά το σπήλαιο «μεταμορφώνεται» σε μία αίθουσα συναυλιών για πάνω από 500 άτομα.
Στις περιπτώσεις αυτές η εικόνα είναι κάτι παραπάνω από μαγευτική. Μυστηριακή, διονυσιακή. Ο φωτισμός του σπηλαίου δίνει διάφορα σχήματα στους σταλακτίτες και η μουσική -κυρίως κλασική- απογειώνει τις αισθήσεις.

..........................................

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ονειρο στο κύμα

{..}Μίαν ἑσπέραν, καθώς εἶχα κατεβάσει τά γίδια μου κάτω εἰς τόν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς τούς βράχους, ὅπου ἐσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους καί ἀγκαλίτσες τό κῦμα, ὅπου ἀλλοῦ ἐκυρτώνοντο οἱ βράχοι εἰς προβλῆτας καί ἀλλοῦ ἐκοιλαίνοντο εἰς σπήλαια· καί ἀνάμεσα εἰς τούς τόσους ἑλιγμούς καί δαιδάλους τοῦ νεροῦ, τό ὁποῖον εἰσεχώρει μορμυρίζον, χορεῦον μέ ἀτάκτους φλοίσβους καί ἀφρούς, ὅμοιον μέ τό βρέφος τό ψελλίζον, πού ἀναπηδᾷ εἰς τό λῖκνόν του καί λαχταρεῖ νά σηκωθῇ καί νά χορεύσῃ εἰς τήν χεῖρα τῆς μητρός πού τό ἔψαυσε — καθώς εἶχα κατεβάσει, λέγω, τά γίδια μου διά ν' «ἁρμυρίσουν» εἰς τήν θάλασσαν, ὅπως συχνά ἐσυνήθιζα, εἶδα τήν ἀκρογιαλιάν πού ἦτον μεγάλη χαρά καί μαγεία, καί τήν «ἐλιμπίστηκα», κ' ἐλαχτάρησα νά πέσω νά κολυμβήσω. Ἦτον τόν Αὔγουστον μῆνα.
............................................

{..} Δεξιά ἀπό τόν μέγαν κυρτόν βράχον μου, ἐσχηματίζετο μικρόν ἄντρον θαλάσσιον, στρωμένο μέ ἄσπρα κρυσταλλοειδῆ κοχύλια καί λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, πού ἐφαίνετο πώς τό εἶχον εὐτρεπίσει καί στολίσει αἱ νύμφαι τῶν θαλασσῶν. Ἀπό τό ἄντρον ἐκεῖνο ἤρχιζεν ἕνα μονοπάτι, διά τοῦ ὁποίου ἀνέβαινέ τις πλαγίως τήν ἀπότομον ἀκρογιαλιάν, κ' ἔφθανεν εἰς τήν κάτω πόρταν τοῦ τοιχογυρίσματος τοῦ κύρ Μόσχου, τοῦ ὁποίου ὁ ἕνας τοῖχος ἔζωνεν εἰς μῆκος ἑκατοντάδων μέτρων ὅλον τόν αἰγιαλό



Σπήλαιο του Δράκου

Το Σπήλαιο του Δράκου βρίσκεται στην Καστοριά και είναι από τα ωραιότερα σπήλαια της Ευρώπης σύμφωνα με τους χιλιάδες επισκέπτες του.
Το Σπήλαιο του Δράκου βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πόλης στο 2ο χλμ της παραλίμνιας οδού Σουγγαρίδη και λίγο πριν από την Μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας. Η είσοδος απέχει περίπου είκοσι (20) μέτρα από τις όχθες της λίμνης και 14 μέτρα από τον δρόμο.
Στο εσωτερικό του υπάρχουν μεγάλα χερσαία και λιμναία τμήματα με εντυπωσιακό σταλακτικό διάκοσμο καθώς περιλαμβάνει επτά (7) υπόγειες λίμνες, δέκα (10) αίθουσες, πέντε (5) διαδρόμους – σήραγγες. Η μεγαλύτερη αίθουσα του σπηλαίου έχει διαστάσεις 45Χ17 μέτρα με το κεντρικό της τμήμα υπερυψωμένο και τις πλευρές της να καταλήγουν σε λίμνες.
Η μεγάλη λίμνη του σπηλαίου που είναι και η βαθύτερη βρίσκεται δυτικά. Η θερμοκρασία εντός του Σπηλαίου είναι σταθερή όλες τις εποχές στους 16-18Οc, ενώ η υγρασία φτάνει στο 90%.

Τα κατάλοιπα που εντοπίστηκαν

Στο εσωτερικό του σπηλαίου του Δράκου εντοπίστηκαν παλαιοντολογικά κατάλοιπα, με κυριότερα τα οστά σπηλαίας άρκτου ή αρκούδας των σπηλαίων (Ursus Speleaus). Το είδος αυτό έζησε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου και εξαφανίστηκε πριν από περίπου 10.000 χρόνια.
Tο όνομά της οφείλεται στο γεγονός ότι τα απολιθωμένα λείψανά της εντοπίζονται σχεδόν αποκλειστικά μέσα σε σπήλαια, όπου προφανώς διέμενε για περισσότερο χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με την καφέ αρκούδα η οποία χρησιμοποιούσε τα σπήλαια μόνο κατά την διάρκεια της χειμερίας νάρκης.
Υπολογίζεται ότι το βάρος των αρσενικών ζώων έφτανε τα 400-500 κιλά και των θηλυκών τα 200-250 κιλά. Ήταν κατά βάση φυτοφάγο και περιστασιακά σαρκοφάγο ζώο.
Είναι σημαντικό ότι έχει ληφθεί κάθε απαραίτητο μέτρο για την ασφάλεια των επισκεπτών. Έτσι, οι επεμβάσεις στο εσωτερικό έγιναν με τρόπο ώστε να μη θιχθεί η φυσική κατάσταση του Σπηλαίου.https://www.travelstyle.gr/

...............................

Γιάννης Ποταμιάνος - Μια σπηλιά θαλασσινή

Μια σπηλιά θαλασσινή,
ο οίστρος στο κορμί σου
Να τη ριπίζει ο άνεμος
Να τη σμιλεύει το κύμα
Και φως, το λάγνο φως,
Στα μάτια σου να λάμπει!

Φυλάκισα στη μνήμη μου
το ανέμισμα, να πέφτει
το τελευταίο των πέπλων σου
Καθώς προσέφερα θυσία
το κεφάλι μου
στα χέρια σου Γυναίκα

Κατέβαινες τη σκάλα του ουρανού
Κρατώντας στο χέρι ώριμο μήλο,
Ρομφαία στο βλέμμα
Και άλικο τριαντάφυλλο
Υπόσχεση, στα στιλβωμένα στήθη

Ανέβαζε ο τζίτζικας στα σκίνα
τις μαρμαρυγές των πόθων,
καθώς τοξοβολούσε ο έρωτας
αιωνιότητα
Και η αρμύρα στα χείλη σου έμελπε
υπόσχεση στο φθαρτό μου

Σπηλιά μου στο βράχο λαξεμένη,
κιβωτέ μου
Στο βάθος σου φωσφορίζουν, τα μάτια
αρχέγονων θηρίων
Καθώς στης μνήμης τις κυψέλες
Βομβούν οι λάγνες βασίλισσες
των μελισσιών

Σπηλιά μου στο βράχο λαξεμένη
Ενώνεις το ύψος με το βάθος
Τη θάλασσα με τη στεριά
Το φως με το σκοτάδι
Περιδινείται το έρεβος στα σωθικά σου
Και αναπηδά η ανάγκη να ξεβραστούμε
ναυαγοί, σε νέους παραδείσους

Με τα βαρίδια των ενστίκτων
λαξευμένα στην αθέατη όψη μου
λυτρώνομαι στη χαίνουσα σπηλιά σου
Νύμφη ακαταμάχητη

7 Αυγούστου 2010

Το σπήλαιο Σοβέ

Το σπήλαιο Σοβέ είναι σπήλαιο της Νότιας Γαλλίας στην περιοχή Ωβέρνη-Ρον-Αλπ, και περιέχει μερικά από τα παλαιότερα και καλύτερα διατηρημένα δείγματα τοιχογραφιών στον κόσμο. Ανακαλύφθηκε τον Δεκέμβριο του 1994, και θεωρείται ως ένα από τα πιο σημαντικά προϊστορικά μνημεία παγκοσμίως, έχοντας χαρακτηριστεί ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την Ουνέσκο τον Ιούνιο του 2014 .
Έχουν καταγραφεί εκατοντάδες τοιχογραφίες ζώων, που απεικονίζουν τουλάχιστον 13 διαφορετικά είδη, κάποια από τα οποία δεν έχουν συναντηθεί σε άλλες τοιχογραφίες της εποχής των παγετώνων. Αντί να περιορίζονται στην απεικόνιση των γνωστών φυτοφάγων της εποχής όπως άλογα, βοοειδή και μαμούθ, οι τοίχοι του σπηλαίου επίσης έχουν αναπαραστάσεις λεονταριών, πάνθηρων, αρκούδων και υαίνων  https://el.wikipedia.org/


Βάλτερ Πούχνερ - Ο μέγας εγκλεισμός

Και λέγαμε πως έτσι θα συνεχίσουμε
βαριόμασταν κιόλας την επανάληψη
και ήταν ο αιφνιδιασμός απόλυτος
το αναπάντεχο με μια σπαθιά
μας άνοιξε τα πλευρά στην πανοπλία
το άτρωτο της προόδου έγινε μύθευμα μεμιάς
κλειστήκαμε στις σπηλιές ανάψαμε φωτιές
πόλεμος έξω βιολογικός με αόρατες στρατιές
με κομμάτια ύλης δίχως ζωή δίχως ψυχή
ένα τίποτε που κολλά στον άξονα του είναι.

Από σπηλιά σε σπηλιά φτερουγίζει ο φόβος
αργός στραγγαλισμός σ’ αόρατο ικρίωμα
στη μοναξιά στα πλαστικά ο Χάρος σε λευκή στολή
κι ο ρόγχος νεκρώνει τη χώρα·
η κάθε αγάπη σβήνει στην απόσταση, χέρια
περιαπτεύουν αόρατα, κρύα δάχτυλα σφίγγουν
της φούρκας ο τελευταίος λόγος είναι σιωπή.

Το χώμα είναι παντού, μαλακό και φιλόξενο
εκεί δεν είναι κανείς πια μόνος τους
παρέα με εκατόμβες η ανωνυμία κυριαρχεί
κι άλλος εβδομηντατριάχρονος μας άφησε
επώνυμα ταυτότητες διαλύονται όπως και οι σάρκες
ο χους εις τον χουν, το λίπος για λίπασμα
και τα οστά σταυρόλεξο της ματαιότητας.

http://www.periou.gr/


Σπήλαιο των χεριών - Σάντα Κρούζ, Αργεντινή

Η Κουέβα ντε λας Μάνος (Cueva de las Manos, όνομα το οποίο στα ισπανικά σημαίνει Η σπηλιά των χεριών) είναι σπήλαιο που βρίσκεται στην Περιφέρεια Σάντα Κρους της νότιας Αργεντινής, 163 χιλιόμετρα νότια της πόλης του Περίτο Μορένο. Φημίζεται για τις ζωγραφιές χεριών που κοσμούν τα τοιχώματά της, από τις οποίες πήρε και το όνομά της. Οι ζωγραφιές μέσα στη σπηλιά είναι ηλικίας 13.000 έως 9.000 ετών. Πολλά και διαφορετικά κύματα ανθρώπων κατοίκησαν στη σπηλιά και οι παλαιότερες τοιχογραφίες έχουν ραδιοχρονολογηθεί περίπου στο 7300 π.Χ.Η ηλικία των τοιχογραφιών υπολογίστηκε από τα υπολείμματα των οστέινων σωλήνων που χρησιμοποιήθηκαν για τον ψεκασμό της μπογιάς πάνω στο τοίχωμα της σπηλιάς, προκειμένου να δημιουργηθούν σιλουέτες χεριών. Το σπήλαιο κατοικήθηκε για τελευταία φορά γύρω στο 700 π.Χ, πιθανώς από προγόνους των Τεουέλτσε.
Το σπήλαιο βρίσκεται στην κοιλάδα του ποταμού Πιντούρας, σε ένα απομονωμένο τμήμα της Παταγονίας. Το κυρίως σπήλαιο έχει βάθος 24 μέτρα και στην είσοδό του πλάτος 15 μέτρα και ύψος 10 μέτρα. Το έδαφος στο εσωτερικό του σπηλαίου έχει ανηφορική κλίση και έτσι το εσωτερικό ύψος δεν υπερβαίνει τα 2 μέτρα.
Οι εικόνες των χεριών συχνά είναι αρνητικά είδωλα, φτιαγμένες δηλαδή με την τεχνική του στένσιλ. Οι περισσότερες εικόνες είναι αριστερών χεριών, κάτι το οποίο σημαίνει ότι οι ζωγράφοι κρατούσαν με το ένα χέρι (το δεξί) τον σωλήνα με τον οποίο ψέκαζαν το χρώμα, προκειμένου να αποτυπώσουν το άλλο χέρι που ακουμπούσε στο τοίχωμα της σπηλιάς.
Εκτός από τις εικόνες χεριών υπάρχουν απεικονίσεις ανθρώπων, γουανάκων, πτηνών ρέα, αιλουροειδών και άλλων ζώων, καθώς και γεωμετρικά σχήματα, σχέδια ζιγκ ζαγκ, αναπαραστάσεις του Ήλιου και σκηνές κυνηγιού. Οι σκηνές κυνηγιού είναι νατουραλιστικές αναπαραστάσεις μιας ποικιλίας κυνηγετικών τεχνικών, μεταξύ άλλων και της χρήσης των μπόλας, που χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα στην Παταγονία. Παρόμοιες ζωγραφιές, αν και σε μικρότερους αριθμούς, υπάρχουν σε κοντινά σπήλαια. Στην οροφή του σπηλαίου υπάρχουν επίσης χρωματιστές κουκκίδες, οι οποίες πιθανότατα δημιουργήθηκαν βουτώντας τις κυνηγετικές μπόλας σε χρώμα και κατόπιν πετώντας τις προς τα πάνω.
Το συνδετικό υλικό της μπογιάς είναι άγνωστο, αλλά στις βαφές περιλαμβάνονται οξείδια του σιδήρου, για τις κόκκινες και πορφυρές αποχρώσεις, καολίνης για το λευκό χρώμα, ιαροσίτης για το κίτρινο και οξείδιο του μαγγανίου για το μαύρο χρώμα.


Γιώργος Σεφέρης: - Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές...

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη
υπάρχει μια έκσταση,
όλα σκληρά σαν τα κοχύλια
μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου.
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια

και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες.

Γιώργος Σεφέρης, Σχέδια για ένα καλοκαίρι, Ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος |

https://www.koutipandoras.gr/

Σπήλαιο Πεττακέρε, Περιοχή Bantimurung (kecamatan), Νότιο Σουλαέσι, Ινδονησία. Τα αποτυπώματα των χεριών υπολογίζονται να είναι μεταξύ 35.000-40.000 ετών


Γιώργος Σεφέρης -Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά

Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά.
Άλλοτε μας ήταν εύκολο ν’ αντλήσουμε είδωλα και στολίδια
για να χαρούν οι φίλοι που μας έμεναν ακόμη πιστοί.

Έσπασαν τα σκοινιά μονάχα οι χαρακιές στου πηγαδιού το στόμα
μας θυμίζουν την περασμένη μας ευτυχία:
τα δάχτυλα στο φιλιατρό, καθώς έλεγε ο ποιητής.
Τα δάχτυλα νιώθουν τη δροσιά της πέτρας λίγο
κι η θέρμη του κορμιού την κυριεύει
κι η σπηλιά παίζει την ψυχή της και τη χάνει
κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρίς μια στάλα.
Μυθιστόρημα, Β’
https://poiimata.com/


Σπήλαιο των Θηρίων - Γκίλφ Γκεμπίρ, νοτιοδυτική Αίγυπτος


Αντώνης Σκιαθάς

III
Μας πολιόρκησε το φως
στα ξηροπήγαδα της Μάνης.
"Όταν
το φως κοκκάλωσε γύρω στο μεσημέρι,
οι παραλοϊσμένοι
χύμηξαν στα βουλιαγμένα σπήλαια
να βρουν

λύχνους, μαλάματα, το στράτευμα
με τ’ αργυρά κανόνια.
Μες στα ναυάγια υποταγμένα
τα κουπιά,
στα ασπρόρουχα απέμειναν
οστά και αστερίες.
H θάλασσα π’ αγάπησες
εσύλησε τις άγκυρες
που έφερναν τον πλούτο.

Παραμεθόριο Νεκροταφείο Σελ.59


 Σπήλαιο της Μπιμπέτκα - Μάντια Πραντές, Ινδία


Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΩΣ 

ΟΜΗΡΟΣ -  Ὀδύσσεια ε 55-74

ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἀφίκετο τηλόθ᾽ ἐοῦσαν,
ἔνθ᾽ ἐκ πόντου βὰς ἰοειδέος ἤπειρόνδε
ἤϊεν, ὄφρα μέγα σπέος ἵκετο, τῷ ἔνι νύμφη
ναῖεν ἐϋπλόκαμος· τὴν δ᾽ ἔνδοθι τέτμεν ἐοῦσαν.
πῦρ μὲν ἐπ᾽ ἐσχαρόφιν μέγα καίετο, τηλόθι δ᾽ ὀδμὴ
60κέδρου τ᾽ εὐκεάτοιο θύου τ᾽ ἀνὰ νῆσον ὀδώδει
δαιομένων· ἡ δ᾽ ἔνδον ἀοιδιάουσ᾽ ὀπὶ καλῇ
ἱστὸν ἐποιχομένη χρυσείῃ κερκίδ᾽ ὕφαινεν.
ὕλη δὲ σπέος ἀμφὶ πεφύκει τηλεθόωσα,
κλήθρη τ᾽ αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος.
65ἔνθα δέ τ᾽ ὄρνιθες τανυσίπτεροι εὐνάζοντο,
σκῶπές τ᾽ ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι
εἰνάλιαι, τῇσίν τε θαλάσσια ἔργα μέμηλεν.
ἡ δ᾽ αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῖο
ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσι·
70κρῆναι δ᾽ ἑξείης πίσυρες ῥέον ὕδατι λευκῷ,
πλησίαι ἀλλήλων τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη.
ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου
θήλεον. ἔνθα κ᾽ ἔπειτα καὶ ἀθάνατός περ ἐπελθὼν
θηήσαιτο ἰδὼν καὶ τερφθείη φρεσὶν ᾗσιν.

Μετάφραση Δ. Μαρωνίτης 

Κι όταν πετώντας έφτασε το απόμακρο νησί, τότε από τον πόντο βγήκε55

τον μενεξελή, και πάτησε τη γη.

Πλησίασε προς την ευρύχωρη σπηλιά όπου η καλλίκομη νεράιδα

κατοικούσε. Την βρήκε μέσα. Κόρωνε στη σχάρα μια φωτιά μεγάλη,

και μοσκοβόλαγε ένα γύρο το νησί,

που καίγονταν ο κέδρος ο καλόσχιστος κι η θούγια.60

Εκείνη εκεί: να τραγουδά με την ωραία φωνή της,

υφαίνοντας στον αργαλειό με τη χρυσή σαΐτα.

Γύρω από τη σπηλιά θρασομανούσε δάσος με λεύκες, σκλήθρες,

κυπαρίσσια μυριστά. Πουλιά με τα φτερά τους τεντωμένα,65

τώρα πάνω στους κλώνους κούρνιαζαν: γεράκια,

κουκουβάγιες και μακρύγλωσσες θαλασσινές κουρούνες,

που ξόδεψαν τη μέρα τους στη θάλασσα.

Κι εκεί μπροστά να περιβάλλει τη βαθιά σπηλιά

μια νιούτσικη και καρπερή κληματαριά, σταφύλια φορτωμένη.

Τέσσερεις κρήνες στη σειρά να τρέχουν, στο πλάι η μια της αλληνής,70

κι όμως η καθεμιά αλλού το γάργαρο νερό της να ξεδίνει.

Στις δυό μεριές λιβάδια μαλακά μ᾽ άγριες βιολέτες

κι άγρια σέλινα. Κι ένας θεός αν έρχονταν εδώ,

κοιτάζοντας αυτό της ομορφιάς το θαύμα, θα γέμιζε

αγαλλίαση η ψυχή του.


Σπήλαιο της Μαγκούρα - Ραμπίς, Βουλγαρία


Πλάτων - Η αλληγορία του σπηλαίου

(ΠΛ Πολ 514a–521b: Η αλληγορία του σπηλαίου) Η αφήγηση της αλληγορίας

Οι συνομιλητές αποφάσισαν να εξετάσουν τη φύση της δικαιοσύνης, στα πλαίσια μιας πολιτείας που θα δημιουργούσαν εξαρχής. Αφού συμφωνήθηκε να δοθεί η διοίκηση αυτής της πολιτείας στους φιλοσόφους, καθορίστηκαν τόσο η φύση του ἀγαθοῦ , της ανώτερης ιδέας, που παραλληλίστηκε με τον ήλιο, όσο και οι τέσσερις αναβαθμοί της γνώσης: ( εἰκασία, πίστις, διάνοια, νόησις ). Για να αισθητοποιήσει τις παραπάνω απόψεις, ο Σωκράτης παραθέτει στη συνέχεια την αλληγορία του σπηλαίου.


[514a] Μετὰ ταῦτα δή, εἶπον, ἀπείκασον τοιούτῳ πάθει τὴν
ἡμετέραν φύσιν παιδείας τε πέρι καὶ ἀπαιδευσίας. ἰδὲ γὰρ
ἀνθρώπους οἷον ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει, ἀναπεπτα-
μένην πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἐχούσῃ μακρὰν παρὰ πᾶν
τὸ σπήλαιον, ἐν ταύτῃ ἐκ παίδων ὄντας ἐν δεσμοῖς καὶ τὰ
σκέλη καὶ τοὺς αὐχένας, ὥστε μένειν τε αὐτοὺς εἴς τε τὸ
[514b] πρόσθεν μόνον ὁρᾶν, κύκλῳ δὲ τὰς κεφαλὰς ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ
ἀδυνάτους περιάγειν, φῶς δὲ αὐτοῖς πυρὸς ἄνωθεν καὶ πόρ-
ρωθεν καόμενον ὄπισθεν αὐτῶν, μεταξὺ δὲ τοῦ πυρὸς καὶ
τῶν δεσμωτῶν ἐπάνω ὁδόν, παρ’ ἣν ἰδὲ τειχίον παρῳκο-
δομημένον, ὥσπερ τοῖς θαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνθρώπων
πρόκειται τὰ παραφράγματα, ὑπὲρ ὧν τὰ θαύματα δεικνύασιν.

Ὁρῶ, ἔφη.

Ὅρα τοίνυν παρὰ τοῦτο τὸ τειχίον φέροντας ἀνθρώπους
[514c] σκεύη τε παντοδαπὰ ὑπερέχοντα τοῦ τειχίου καὶ ἀνδριάντας
[515a] καὶ ἄλλα ζῷα λίθινά τε καὶ ξύλινα καὶ παντοῖα εἰργασμένα,
οἷον εἰκὸς τοὺς μὲν φθεγγομένους, τοὺς δὲ σιγῶντας τῶν
παραφερόντων.

Ἄτοπον, ἔφη, λέγεις εἰκόνα καὶ δεσμώτας ἀτόπους.

Ὁμοίους ἡμῖν, ἦν δ’ ἐγώ· τοὺς γὰρ τοιούτους πρῶτον μὲν
ἑαυτῶν τε καὶ ἀλλήλων οἴει ἄν τι ἑωρακέναι ἄλλο πλὴν
τὰς σκιὰς τὰς ὑπὸ τοῦ πυρὸς εἰς τὸ καταντικρὺ αὐτῶν τοῦ
σπηλαίου προσπιπτούσας;

Πῶς γάρ, ἔφη, εἰ ἀκινήτους γε τὰς κεφαλὰς ἔχειν ἠναγκα-
[515b] σμένοι εἶεν διὰ βίου;

Τί δὲ τῶν παραφερομένων; οὐ ταὐτὸν τοῦτο;

Τί μήν;

Εἰ οὖν διαλέγεσθαι οἷοί τ’ εἶεν πρὸς ἀλλήλους, οὐ ταῦτα
ἡγῇ ἂν τὰ ὄντα αὐτοὺς νομίζειν ἅπερ ὁρῷεν;

Ἀνάγκη.

Τί δ’ εἰ καὶ ἠχὼ τὸ δεσμωτήριον ἐκ τοῦ καταντικρὺ ἔχοι;
ὁπότε τις τῶν παριόντων φθέγξαιτο, οἴει ἂν ἄλλο τι αὐτοὺς
ἡγεῖσθαι τὸ φθεγγόμενον ἢ τὴν παριοῦσαν σκιάν;

Μὰ Δί’ οὐκ ἔγωγ’, ἔφη.

[515c] Παντάπασι δή, ἦν δ’ ἐγώ, οἱ τοιοῦτοι οὐκ ἂν ἄλλο τι
νομίζοιεν τὸ ἀληθὲς ἢ τὰς τῶν σκευαστῶν σκιάς.

Πολλὴ ἀνάγκη, ἔφη.

Σκόπει δή, ἦν δ’ ἐγώ, αὐτῶν λύσιν τε καὶ ἴασιν τῶν τε
δεσμῶν καὶ τῆς ἀφροσύνης, οἵα τις ἂν εἴη, εἰ φύσει τοιάδε
συμβαίνοι αὐτοῖς· ὁπότε τις λυθείη καὶ ἀναγκάζοιτο ἐξαίφνης
ἀνίστασθαί τε καὶ περιάγειν τὸν αὐχένα καὶ βαδίζειν καὶ
πρὸς τὸ φῶς ἀναβλέπειν, πάντα δὲ ταῦτα ποιῶν ἀλγοῖ
τε καὶ διὰ τὰς μαρμαρυγὰς ἀδυνατοῖ καθορᾶν ἐκεῖνα ὧν
[515d] τότε τὰς σκιὰς ἑώρα, τί ἂν οἴει αὐτὸν εἰπεῖν, εἴ τις
αὐτῷ λέγοι ὅτι τότε μὲν ἑώρα φλυαρίας, νῦν δὲ μᾶλλόν
τι ἐγγυτέρω τοῦ ὄντος καὶ πρὸς μᾶλλον ὄντα τετραμμένος
ὀρθότερον βλέποι, καὶ δὴ καὶ ἕκαστον τῶν παριόντων δεικνὺς
αὐτῷ ἀναγκάζοι ἐρωτῶν ἀποκρίνεσθαι ὅτι ἔστιν; οὐκ οἴει
αὐτὸν ἀπορεῖν τε ἂν καὶ ἡγεῖσθαι τὰ τότε ὁρώμενα ἀλη-
θέστερα ἢ τὰ νῦν δεικνύμενα;

Πολύ γ’, ἔφη.

[515e] Οὐκοῦν κἂν εἰ πρὸς αὐτὸ τὸ φῶς ἀναγκάζοι αὐτὸν βλέπειν,
ἀλγεῖν τε ἂν τὰ ὄμματα καὶ φεύγειν ἀποστρεφόμενον πρὸς
ἐκεῖνα ἃ δύναται καθορᾶν, καὶ νομίζειν ταῦτα τῷ ὄντι
σαφέστερα τῶν δεικνυμένων;

Οὕτως, ἔφη.

Εἰ δέ, ἦν δ’ ἐγώ, ἐντεῦθεν ἕλκοι τις αὐτὸν βίᾳ διὰ
τραχείας τῆς ἀναβάσεως καὶ ἀνάντους, καὶ μὴ ἀνείη πρὶν
ἐξελκύσειεν εἰς τὸ τοῦ ἡλίου φῶς, ἆρα οὐχὶ ὀδυνᾶσθαί τε
[516a] ἂν καὶ ἀγανακτεῖν ἑλκόμενον, καὶ ἐπειδὴ πρὸς τὸ φῶς ἔλθοι,
αὐγῆς ἂν ἔχοντα τὰ ὄμματα μεστὰ ὁρᾶν οὐδ’ ἂν ἓν δύνασθαι
τῶν νῦν λεγομένων ἀληθῶν;

Οὐ γὰρ ἄν, ἔφη, ἐξαίφνης γε.

Συνηθείας δὴ οἶμαι δέοιτ’ ἄν, εἰ μέλλοι τὰ ἄνω ὄψεσθαι.
καὶ πρῶτον μὲν τὰς σκιὰς ἂν ῥᾷστα καθορῷ, καὶ μετὰ τοῦτο
ἐν τοῖς ὕδασι τά τε τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ τῶν ἄλλων εἴδωλα,
ὕστερον δὲ αὐτά· ἐκ δὲ τούτων τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ αὐτὸν
τὸν οὐρανὸν νύκτωρ ἂν ῥᾷον θεάσαιτο, προσβλέπων τὸ τῶν
[516b] ἄστρων τε καὶ σελήνης φῶς, ἢ μεθ’ ἡμέραν τὸν ἥλιόν τε
καὶ τὸ τοῦ ἡλίου.

Πῶς δ’ οὔ;

Τελευταῖον δὴ οἶμαι τὸν ἥλιον, οὐκ ἐν ὕδασιν οὐδ’ ἐν
ἀλλοτρίᾳ ἕδρᾳ φαντάσματα αὐτοῦ, ἀλλ’ αὐτὸν καθ’ αὑτὸν
ἐν τῇ αὑτοῦ χώρᾳ δύναιτ’ ἂν κατιδεῖν καὶ θεάσασθαι οἷός
ἐστιν.

Ἀναγκαῖον, ἔφη.

Καὶ μετὰ ταῦτ’ ἂν ἤδη συλλογίζοιτο περὶ αὐτοῦ ὅτι οὗτος
ὁ τάς τε ὥρας παρέχων καὶ ἐνιαυτοὺς καὶ πάντα ἐπιτρο-
[516c] πεύων τὰ ἐν τῷ ὁρωμένῳ τόπῳ, καὶ ἐκείνων ὧν σφεῖς ἑώρων
τρόπον τινὰ πάντων αἴτιος.

Δῆλον, ἔφη, ὅτι ἐπὶ ταῦτα ἂν μετ’ ἐκεῖνα ἔλθοι.

Τί οὖν; ἀναμιμνῃσκόμενον αὐτὸν τῆς πρώτης οἰκήσεως
καὶ τῆς ἐκεῖ σοφίας καὶ τῶν τότε συνδεσμωτῶν οὐκ ἂν οἴει
αὑτὸν μὲν εὐδαιμονίζειν τῆς μεταβολῆς, τοὺς δὲ ἐλεεῖν;

Καὶ μάλα.

Τιμαὶ δὲ καὶ ἔπαινοι εἴ τινες αὐτοῖς ἦσαν τότε παρ’
ἀλλήλων καὶ γέρα τῷ ὀξύτατα καθορῶντι τὰ παριόντα, καὶ
μνημονεύοντι μάλιστα ὅσα τε πρότερα αὐτῶν καὶ ὕστερα
[516d] εἰώθει καὶ ἅμα πορεύεσθαι, καὶ ἐκ τούτων δὴ δυνατώτατα
ἀπομαντευομένῳ τὸ μέλλον ἥξειν, δοκεῖς ἂν αὐτὸν ἐπιθυμη-
τικῶς αὐτῶν ἔχειν καὶ ζηλοῦν τοὺς παρ’ ἐκείνοις τιμωμένους
τε καὶ ἐνδυναστεύοντας, ἢ τὸ τοῦ Ὁμήρου ἂν πεπονθέναι
καὶ σφόδρα βούλεσθαι «ἐπάρουρον ἐόντα θητευέμεν
ἄλλῳ ἀνδρὶ παρ’ ἀκλήρῳ» καὶ ὁτιοῦν ἂν πεπονθέναι
μᾶλλον ἢ ’κεῖνά τε δοξάζειν καὶ ἐκείνως ζῆν;

[516e] Οὕτως, ἔφη, ἔγωγε οἶμαι, πᾶν μᾶλλον πεπονθέναι ἂν
δέξασθαι ἢ ζῆν ἐκείνως.

Καὶ τόδε δὴ ἐννόησον, ἦν δ’ ἐγώ. εἰ πάλιν ὁ τοιοῦτος
καταβὰς εἰς τὸν αὐτὸν θᾶκον καθίζοιτο, ἆρ’ οὐ σκότους <ἂν>
ἀνάπλεως σχοίη τοὺς ὀφθαλμούς, ἐξαίφνης ἥκων ἐκ τοῦ
ἡλίου;

Καὶ μάλα γ’, ἔφη.

Τὰς δὲ δὴ σκιὰς ἐκείνας πάλιν εἰ δέοι αὐτὸν γνωματεύοντα
διαμιλλᾶσθαι τοῖς ἀεὶ δεσμώταις ἐκείνοις, ἐν ᾧ ἀμβλυώττει,
[517a] πρὶν καταστῆναι τὰ ὄμματα, οὗτος δ’ ὁ χρόνος μὴ πάνυ
ὀλίγος εἴη τῆς συνηθείας, ἆρ’ οὐ γέλωτ’ ἂν παράσχοι, καὶ
λέγοιτο ἂν περὶ αὐτοῦ ὡς ἀναβὰς ἄνω διεφθαρμένος ἥκει
τὰ ὄμματα, καὶ ὅτι οὐκ ἄξιον οὐδὲ πειρᾶσθαι ἄνω ἰέναι; καὶ
τὸν ἐπιχειροῦντα λύειν τε καὶ ἀνάγειν, εἴ πως ἐν ταῖς χερσὶ
δύναιντο λαβεῖν καὶ ἀποκτείνειν, ἀποκτεινύναι ἄν;

Σφόδρα γ’, ἔφη.

Μετάφραση 

Ύστερ' απ' αυτά παράστησε τώρα την ανθρώπινη φύση, σχετικά με την παιδεία και την απαιδευσία, με την ακόλουθη εικόνα που θα σου ειπώ: Φαντάσου σαν μέσα σ' ένα σπήλαιο κάτω από τηγη, που να έχη την είσοδο του ανοιγμένη προς το φως σ' όλο το μάκρος της· ανθρώπους που από παιδιά να βρίσκουνται εκεί μέσα αλυσοδεμένοι από τα πόδια και τον τράχηλο, σε τρόπο που να μένουν πάντα στην ίδια θέση και μόνο εμπρός των να βλέπουν, χωρίς να μπορούν να στρέψουν γύρω την κεφαλή τους εξ αιτίας τα δεσμά τους· και από πίσω σε αρκετή απόσταση και υψηλότερά τους να υπάρχη αναμμένη φωτιά, που το φως της να έρχεται ως αυτούς και ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες ένας δρόμος προς τα επάνω· και πλάι στο δρόμο φαντάσου ακόμα παράλληλά του χτισμένο ένα μακρύ τοιχαράκι σαν εκείνα τα διαφράγματα που έχουν βαλμένα οι θαυματοποιοί εμπρός από τους ανθρώπους και τους δείχνουν πάνω από κει τις ταχυδακτυλουργίες των.

Τα φαντάζομαι όλ' αυτά.

Φαντάσου τώρα ανθρώπους να περνούν κατά μήκος αυτού του τοίχου φορτωμένοι κάθε λογής αντικείμενα, καθώς και αγάλματα ανθρώπων και ζώων κατασκευασμένα από ξύλο ή πέτρα ή ό,τι άλλο, που να ξεπερνούν όλ' αυτά πιο ψηλά από το τοιχαράκι, κι αυτοί που τα σηκώνουν, όπως είναι φυσικό, άλλοι να μιλούν καθώς περνούν μεταξύ τους κι άλλοι να σωπαίνουν.

Πολύ παράξενη είναι η εικόνα και αλλόκοτοι οι δεσμώτες σου.

Και μολαταύτα όμοιοι με μας· και πρώτα πρώτα νομίζεις πως αυτοί οι δεσμώτες έχουν ιδεί ποτέ και από τους εαυτούς των και από τους τριγυρνούς των τίποτε άλλο, εκτός από τις σκιές που πέφτουν από τη λάμψη της φωτιάς επάνω στο αντικρυνό τους μέρος της σπηλιάς;

Και πώς να δουν, αφού είναι αναγκασμένοι να κρατούν ακίνητα τα κεφάλια όλη τους τη ζωή;

Ακόμα και από τα αντικείμενα που περνοδιαβαίνουν, άλλο τίποτα από τις σκιές των;

Τι άλλο βέβαια;

Κι αν θα μπορούσαν να μιλούν μεταξύ τους, δε νομίζεις να πιστεύουν πως τα ονόματα που δίνουν στις σκιές που βλέπουν να διαβαίνουν εμπρός τους, αναφέρονται σ' αυτά τα ίδια τα αντικείμενα;

Αναγκαστικά.

Κι αν ακόμα η φυλακή τους έστελνε αντίλαλο από αντικρύ τους, όταν θα μιλούσε κανείς απ' όσους περνούν, νομίζεις πως τίποτ' άλλο θα φαντάζονταν, παρά ότι η σκιά είναι εκείνη που μιλά;

Τι άλλο βέβαια;

Και εξάπαντος, τίποτ' άλλο οι τέτοιοι δε θα πίστευαν αληθινό, παρά μονάχα εκείνες τις σκιές.

Ανάγκη πάσα.

Σκέψου τώρα, τι θα 'πρεπε να συμβή φυσικά μ' αυτούς, αν κανείς ήθελε τους λύσει από τα δεσμά τους και τους θεραπεύσει από την πλάνη και την άγνοια τους· κάθε φορά που θα λύνονταν ένας και θα 'ναγκάζονταν έξαφνα να σηκωθή και να στρέψη το λαιμό του και να περπατήση και να κοιτάξη προς το μέρος της φωτιάς, και πονούσε ενώ έκανε όλ' αυτά και δε μπορούσε από το ακτιδοβόλισμα της φωτιάς να δη καθαρά εκείνα που έβλεπε ως τότε τις σκιές των, τι νομίζεις πως θα πη, αν του έλεγε κανείς, ότι όσα έβλεπε τότε ήταν φλυαρίες και πως τώρα, γυρισμένος κάπως πιο κοντά στο ον και σε αντικείμενα περισσότερο πραγματικά, βλέπει σωστότερα, κι αν μάλιστα δείχνοντάς του το καθένα απ' όσα θα περνούσαν από μπρος του, τον ανάγκαζε ν' αποκριθή τι είναι αυτό, δε νομίζεις πως θα έπεφτε σε μεγάλη απορία και θα νόμιζε πως εκείνα που έβλεπε τότε, ήταν αληθινώτερα απ' αυτά που του δείχνουν τώρα ;

Και πολύ μάλιστα.

Κι αν λοιπόν τον ανάγκαζε κανείς να στρέψη τα μάτια του στο ίδιο το φως, δε θα του πονούσαν τα μάτια και δε θα 'φευγε για να ξαναγυρίση πάλι σε κείνα που μπορεί να βλέπη και δε θα νόμιζε πως εκείνα είναι πραγματικώς καθαρώτερα και αληθινώτερα απ' αυτά που του δείχνουν;

Έτσι βέβαια.

Κι αν τέλος τον ξεκολλούσε κανείς από κει κάτω με τη βία, από ένα κακοτράχαλο και ανηφορικό δρόμο, και δεν τον άφηνε πριν τον τραβήξη έξω στο φως του ήλιου, άραγε δε θα τραβούσε μαρτύρια και δε θ' αγανακτούσε όσο τον έσερναν, κι όταν θάφτανε στο φως, με πλημμυρισμένα τα μάτια του απ' τη φεγγοβολή, θα μπορούσε να δη και ένα καν απ' όσα εμείς λέμε τώρα αληθινά;

Όχι βέβαια, έτσι τουλάχιστο εξαφνικά.

Θα χρειάζονταν πραγματικώς να συνηθίση πρώτα, για να κατορθώση να βλέπη καθαρά όσα είναι εκεί επάνω· και στην αρχή θα μπορούσε να βλέπη ευκολώτερα τις σκιές, έπειτα επάνω στα νερά τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων, και στερνά κι αυτά τα ίδια· κατόπι απ' αυτά κι όσα είναι στον ουρανό και τον ίδιο τον ουρανό, θα μπορούσε να στραφή ή να κοιτάξη τη νύχτα ευκολώτερα, με το φως του φεγγαριού και των άστρων, παρά την ημέρα με τον ήλιο και το φως του.

Πώς όχι;

Και τελευταία, θα μπορούσε να ιδή, υποθέτω, και αυτόν τον ίδιο τον ήλιο, όχι μέσα στα νερά ή σε άλλη θέση τα είδωλά του, αλλ' αυτόν καθαυτόν στη θέση του, και να παρατηρήση τι λογής είναι.

Αναγκαστικά.

Ύστερ' απ' αυτά θα 'κανε τη σκέψη γι' αυτόν, πως αυτός είναι που κάνει τις εποχές και τους ενιαυτούς, και διευθύνει σαν επίτροπος όλα στον ορατό κόσμο, και ο αίτιος, για να πούμε έτσι, όλων εκείνων που έβλεπαν αυτοί.

Είναι φανερό πως σ' αυτό το συμπέρασμα θάφτανε σιγά σιγά.

Και τι λοιπόν; όταν θα θυμόταν την πρώτη του εκείνη κατοικία και τη σοφία που είχαν εκεί κάτω αυτός και οι συδεσμώτες του, δε νομίζεις πως θα μακάριζε τον εαυτό του γι' αυτή τη μεταβολή και θα ελεεινολογούσε εκείνους;

Και πολύ μάλιστα.

Και αν υπήρχαν μεταξύ τους εκεί κάτω έπαινοι και τιμές και τίποτα βραβεία για κείνον που θάχε ισχυρότερη όραση να βλέπη ό,τι θα περνούσε εμπρός του, και να θυμάται ποια συνηθίζουν να περνούν πρώτα, ποια κατόπι τους και ποια μαζί–μαζί και έτσι να ήταν σε θέση να μαντεύη καλύτερα από κάθε άλλο τίνος θα είναι η σειρά του να παρουσιαστή, τι λες; θα είχε καμιά επιθυμία για όλ' αυτά και θα ζήλευε εκείνους που έτσι ετιμούσαν εκεί κάτω και που αφέντευαν επάνω στους άλλους; ή δε θα πάθαινε εκείνο που λέει ο Όμηρος για τον Αχιλλέα, και θα προτιμούσε χίλιες φορές καλύτερα να ζη στον επάνω κόσμο και να δουλεύη κοντά σ' έναν άλλο δίχως κλήρο άνθρωπο, παρά να έχη τις ίδιες τις ιδέες και την ίδια ζωή όπως εκεί κάτω;

Κάθε άλλο κ' εγώ παραδέχομαι πως θα προτιμούσε να πάθη, παρά να ζη μ' εκείνο τον τρόπο.

Βάλε τώρα στο νου σου κι αυτό: αν ένας τέτοιος ήθελε ξανακατέβει πάλι εκεί και ξανακαθίσει στο θρονί του, δε θα γέμιζαν τα μάτια του ξανά σκοτάδι, καθώς θα 'ρχόταν ξαφνικά από τον ήλιο;

Και πολύ βέβαια.

Κι αν ήταν ανάγκη να παραβγή με κείνους τους παντοτινούς εκεί κάτω δεσμώτες λέγοντας τη γνώμη του για κείνες τις σκιές, ενώ ακόμη δε θα καλοδιάκρινε πριν αποκατασταθή τέλεια η όρασή του, γιατί βέβαια δε θα χρειάζονταν, και πολύ λίγος καιρός να ξανασυνηθίση, δεν θα τους έκανε να σκάσουν στα γέλοια και δε θα 'λεγαν γι' αυτόν πως γύρισε από κει πάνω πανέβηκε με χαλασμένα τα μάτια, και πως δεν αξίζει τον κόπο ούτε να δοκιμάση κανείς ν' ανεβή εκεί πάνω, κι αν κανείς επιχειρούσε να τους λύση και να τους ανεβάση, δε θα ήταν ικανοί και να τον σκοτώσουν ακόμα, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια;

Χωρίς άλλο.

Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης.

https://www.greek-language.gr/


Δείτε ολόκληρη τη δημοσίευση εδώ : https://homouniversalisgr.blogspot.com/