Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιλοσοφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιλοσοφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μισέλ Πωλ Φουκώ (15 Οκτωβρίου 1926 - 25 Ιουνίου 1984)

 

O Μισέλ Πωλ Φουκώ (Michel Paul Foucault, 15 Οκτωβρίου 1926 - 25 Ιουνίου 1984) ήταν Γάλλος δομιστής και μεταμοντερνιστής φιλόσοφος, συγγραφέας, ψυχολόγος και ψυχοπαθολόγος. Επηρεάστηκε έντονα από τα γραπτά των Φρίντριχ Νίτσε και Μάρτιν Χάιντεγκερ. Έγινε γνωστός από τις μελέτες που έκανε σχετικά με τις έννοιες και τους κώδικες, όπως οι "αρχές του αποκλεισμού", μέσω των οποίων λειτουργούν και αυτοκαθορίζονται οι κοινωνίες, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους στοχαστές του Μάη του '68, αν και ο ίδιος ποτέ δεν αποδέχθηκε κάποια σύνδεση με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα τότε. Στο συγγραφικό του έργο, ασχολήθηκε, κυρίως, με τη φυλακή, την τιμωρία, την αστυνομία, τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, τη φροντίδα των πνευματικά ασθενών και τις διακρίσεις μεταξύ αυτών και των εμφρόνων.

Τα πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε στο Πουατιέ στις 15 Οκτωβρίου του 1926. Η οικογένειά του ήταν αρκετά εύπορη, καθώς ο πατέρας του ήταν χειρουργός και εξέχουσα προσωπικότητα της τοπικής κοινωνίας, ενώ η μητέρα ήταν του κληρονόμος μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Ο πατέρας του επιθυμούσε να ακολουθήσει τα επαγγελματικά του βήματα. Κοντινοί άνθρωποι του Φουκώ από μικρή ηλικία, υποστήριζαν πως ήταν πολύ κλειστός και δύσκολος χαρακτήρας. Από το 1936 έως το 1940, φοίτησε στο Λύκειο του Πουατιέ και, έπειτα, μετέβη στο Κολλέγιο του αγίου Στανίσλαου του Πουατιέ, έχοντας άριστες επιδόσεις στα γαλλικά, στα λατινικά και στα αρχαία ελληνικά. Το 1945, πήγε στο Παρίσι, για να σπουδάσει στο -πολύ καλής φήμης- Λύκειο του Ερρίκου Δ΄ και την επόμενη χρονιά, εισήχθη στην Εκόλ Νορμάλ Συπεριέρ (Ecole Normale Superier - ENS), τέταρτος στη σειρά. Εκεί, απέκτησε πτυχία στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, έχοντας καθηγητή τον Λουί Αλτουσέρ. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην ENS, ανακάλυψε την ομοφυλοφιλία του, εμφάνισε τάσεις αυτοκτονίας και επιθετικότητας και ασπάστηκε τον κομμουνισμό, ενώ υπάρχουν μαρτυρίες για το ότι, κατανάλωνε πολύ αλκοόλ και πειραματιζόταν με διάφορες ναρκωτικές ουσίες.
Η συλλογή των τίτλων σπουδών και η έκδοση των πρώτων βιβλίων

Το 1952, έλαβε δίπλωμα ψυχοπαθολογίας από το Ινστιτούτο Ψυχολογίας του Παρισιού και μέχρι το 1955, δίδασκε ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Λιλ. Στη συνέχεια, δίδαξε ψυχολογία και στην ENS, μετά από πρόσκληση του Αλτουσέρ και αποχώρησε από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '50, εργάστηκε σε ψυχιατρικές κλινικές και στα πανεπιστήμια της Ουψάλα (καθηγητής γαλλικής γλώσσας και κουλτούρας), της Βαρσοβίας (διευθυντής του γαλλικού τμήματος) και του Αμβούργου (επικεφαλής του Γαλλικού Ινστιτούτου). Από το 1960 μέχρι και το 1966, δίδασκε φιλοσοφία και ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Κλερμόν-Φερράν και στο Πανεπιστήμιο Παρισιού-Βενσέν, στο οποίο παρέμεινε για συνολικό χρονικό διάστημα δύο ετών. Μεταξύ αυτού του χρονικού διαστήματος, μετέβη για λίγο καιρό στη Βραζιλία, για να δώσει διαλέξεις. Το 1961, εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο "Τρέλα και παραλογισμός: Η ιστορία της τρέλας στην Κλασσική Εποχή", το οποίο αποτελεί ανάλυση της έννοιας της τρέλας, όπως αυτή χρησιμοποιείτο από την κοινωνία του 17ου αιώνα και τον βοήθησε στο να πάρει το διδακτορικό του. Το 1966, μετέβη στην Τυνησία, για να διδάξει φιλοσοφία στο τοπικό πανεπιστήμιο. Εκείνη την εποχή κυκλοφόρησε το βιβλίο του, "Η τάξη των πραγμάτων", το οποίο έγινε μπεστ-σέλλερ. Επέστρεψε στο Παρίσι το φθινόπωρο του 1968. Την επόμενη χρονιά, διεξήγαγε μια έρευνα για τη φύση της "ιδιότητας του συγγραφέα" και της κοινωνικής λειτουργίας του.

Η καθιέρωση

Το 1970, εκλέχθηκε ισόβιος καθηγητής της Ιστορίας των Συστημάτων της Σκέψης, στο Κολλέγιο της Γαλλίας.Από τη δεκαετία του '70, ξεκίνησε να συνεργάζεται με την Ομάδα Πληροφόρησης για τις Φυλακές (Groupe d’Information sur les Prisons). Οι αγώνες του μέσα από αυτήν, οδήγησαν στην κοινή αποδοχή του ως επαναστάτη διανοούμενου, κάτι που ο ίδιος ουδέποτε αποδέχθηκε. Το 1971, εμφανίσθηκε σε εκπομπή της ολλανδικής τηλεόρασης που μεταδιδόταν ζωντανά και στην οποία είχε μια μακρά συζήτηση με τον Νόαμ Τσόμσκυ, με θέμα: "Ανθρώπινη φύση: δικαιοσύνη εναντίον δύναμης" ("Human Nature: Justice versus Power"). Η συζήτηση μεταξύ των δυο φιλοσόφων συμπεριλήφθηκε στον τόμο "The Basic Concern of Mankind". Το 1975, εκδόθηκε το βιβλίο του "Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής", το οποίο αποτελεί μελέτη του νεότερου ποινικού συστήματος. Το 1976 κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος της τριλογίας "Η ιστορία της σεξουαλικότητας". Και οι τρεις τόμοι αναφέρονταν στην ιστορία των αντιλήψεων για τη σεξουαλικότητα, με αφετηρία την εποχή της αρχαίας Ελλάδας και ανέδειξαν το Γάλλο φιλόσοφο σε έναν από τους σημαντικότερους διανοούμενος της εποχής του. Τα επόμενα χρόνια ταξίδεψε σε Αμερική, Ιαπωνία και Βραζιλία, ενώ επισκέφθηκε τις φυλακές Attica της Νέας Υόρκης. Το 1978, στάλθηκε στο Ιράν, από την ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera, για να καλύψει την Ιρανική Επανάσταση.
Το τέλος

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του συνέγραψε αρκετά βιβλία, ενώ ασχολήθηκε με τη διερεύνηση της σεξουαλικότητας του ατόμου. Πέθανε στις 25 Ιουνίου του 1984, στο νοσοκομείο De la Salpetriere του Παρισιού, από νευρολογικές επιπλοκές που του προκάλεσαν οξεία σηψαιμία, ενώ ήταν οροθετικός. Μετά τον θάνατό του, εκδόθηκαν τρεις βιογραφίες του.

Προσωπικές απόψεις

Ο Μισέλ Φουκώ ήταν εκφραστής του πρώιμου δομισμού και του ύστερου μεταμοντερνισμού, ενώ απέρριπτε τη νεωτερικότητα ως προσπάθεια για ολικό μετασχηματισμό. Είχε διατυπώσει πως, ο άνθρωπος δεν είναι το αυτονόητο επίκεντρο και αντικείμενο της επιστήμης, παρά μια σχετικά πρόσφατη επινόηση προορισμένη να εξαφανιστεί στο προσεχές μέλλον. Επίσης, υποστήριξε ότι, ότι ο λόγος δεν είναι απλή αναπαράσταση της επιθυμίας ή της εξουσίας, αλλά αυτό για το οποίο και μέσω του οποίου αγωνίζεται κανείς, δηλαδή, η εξουσία που διεκδικεί, για να ιδιοποιηθεί. Σχετικά με τη σεξουαλικότητα του ατόμου, διατύπωσε την άποψη ότι, αυτή αποτελεί την κεντρική στρατηγική με την οποία ο μέσος Ευρωπαίος ή Αμερικανός αστός συνηθίζει να αυτοκαθορίζεται και να οριοθετεί την ταυτότητά του. Ακόμα, προέβλεψε έναν μελλοντικό κόσμο, στον οποίο οι άνθρωποι θα αποκτούσαν όλο και περισσότερες εμμονές με το σεξ, το οποίο θα έπαιζε τον πρωταρχικό ρόλο στην ύπαρξή τους. Επιπροσθέτως, θεωρούσε τις φυλακές, τα νοσοκομεία και τα φρενοκομεία, μέσα αποκλεισμού της κοινωνίας. Ως προς τις φυλακές ειδικά, πίστευε πως, "αποτελούν έναν από τους κοινωνικούς μηχανισμούς που είχαν δημιουργηθεί για να πειθαρχεί η κοινωνία στα κελεύσματα των κρατούντων".Πέραν αυτού, είχε επισημάνει ότι, μέσα από την εξέταση των κοινωνικών αντιλήψεων πάνω στο θέμα των "μέσων αποκλεισμού", μπορεί να γίνει δυνατή η μελέτη της ανάπτυξης και των τρόπων της εξουσίας. Τέλος, μέσα από τη μελέτη "Τι είναι ο συγγραφέας", κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αν και το σύστημα ιδιοκτησίας καθιστά αυτόν λειτουργό του καπιταλιστικού συστήματος, το χαμένο ιερό του στάτους αντισταθμίζεται από "τη συστηματική πρακτική της παραβίασης και μέσω αυτής της αποκατάστασης του κινδύνου για ένα γραπτό που τα ιδιοκτησιακά οφέλη του ακόμα κατοχυρώνονται". Παρόλ' αυτά, πάσχιζε συνεχώς να καταστήσει σαφές ότι, τα έργα του δεν απέβλεπαν στην ενθάρρυνση κινητοποίησης μέρους ή όλου του λαού, για την επίτευξη κάποιου κοινωνικού μετασχηματισμού (αν και ήταν υπέρ των μερικών μετασχηματισμών), καθώς ο ίδιος ήταν ενάντιος σε οποιαδήποτε ενέργεια και εξέλιξη αυτού του είδους.

Ενδεικτική εργογραφία 

"Τρέλα και παραλογισμός: Η ιστορία της τρέλας στην Κλασσική Εποχή" ("Folie et Déraison: Histoire de la folle a l'âge classique") (1961)
"Οι λέξεις και τα πράγματα: Μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου" ("Les Mots et les Choses: Une Archeologie des sciences humaines") (1966)
"Η αρχαιολογία της γνώσης" ("Un'archéologie du savoir") (1969)
"Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής" ("Surveiller et punir: Naissance de la prison") (1975)
"Η ιστορία της σεξουαλικότητας" ("Histoire de la sexualité") (3 τόμοι) (1976-1984)
"Τι είναι διαφωτισμός"
"Ψυχική αρρώστεια και ψυχολογία"
"Για τη λαϊκή δικαιοσύνη και τα δικαστήρια"
"Αυτό δεν είναι πίπα"
"Ο στοχασμός του έξω"
"Η μικροφυσική της εξουσίας"
"Εξουσία, γνώση και ηθική"
"Ο μεγάλος εγκλεισμός"
"Η τάξη του λόγου"
"Για την υπεράσπιση της κοινωνίας"
"Τι είναι ο συγγραφέας"
"Οι μη κανονικοί"
"Ουτοπίες και ετεροτοπίες"
"Τρία κείμενα για τον Νίτσε"
"Το μάτι της εξουσίας"
"Κινηματογράφος και λαϊκή μνήμη"
"Εγώ, ο Πιερ Ριβιέρ"
"Επίσκεψη στη φυλακή Άττικα"
"Για την εξουσία και την ταξική πάλη. Συζήτηση με τέσσερα μέλη της LCR"
"Η τιμωρητική κοινωνία"
"Εισαγωγή στην ανθρωπολογία του Καντ"
"Η ζωγραφική του Μανέ"
"Τι είναι κριτική"

 https://el.wikipedia.org/


Η ιστορία της τρέλας 
Η ιστορία της τρέλας είναι έργο του Γάλλου φιλοσόφου Μισέλ Φουκώ που επιχειρεί να παρουσιάσει την ιστορία του όρου "τρέλα" κυρίως κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα. Το βιβλίο αποτελεί την δημοσιευμένη εκδοχή της διδακτορικής διατριβής (doctorat d'État) του Φουκώ. Ο αρχικός τίτλος του ήταν Folie et déraison, histoire de la folie à l'âge classique ("Τρέλα και παραλογισμός, η ιστορία της τρέλας στην κλασική εποχή"). Με τον όρο "κλασική εποχή" εννοείται η εποχή του γαλλικού κλασικισμού (17ος-18ος αιώνας). Βασικό θέμα του έργου είναι η ιστορία της έννοιας της τρέλας στο λόγο των ανθρώπινων κοινωνιών, το πώς αυτή η έννοια χρησιμοποιήθηκε από κυβερνήσεις και πώς άλλαξε μορφές ανά τους αιώνες. Στη δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση του έργου, το 1972 από τον εκδοτικό οίκο Gallimard, ο τίτλος περιορίστηκε στη γνωστή Ιστορία της τρέλας.

Το έργο αυτό είναι το πρώτο στο οποίο ο Φουκώ αναπτύσσει τις ιδέες του σχετικά με τις κοινωνικές δομές των κοινωνιών-συστημάτων που προσαρμόζονται ανάλογα με την εποχή. Η ιστορία της τρέλας άσκησε μεγάλη επίδραση στο κίνημα του δομισμού και του μεταδομισμού καθώς και στη λογοτεχνική θεωρία και κριτική.
Το έργο

Ο Φουκώ έγραψε το μεγαλύτερο μέρος της διατριβής του, που θα εξελισσόταν στην Ιστορία της τρέλας, στην Ουψάλα και στην Κρακοβία και επέστρεψε στη Γαλλία το 1961 για να την υποστηρίξει στη Σορβόννη, η οποία του απένειμε τον τίτλο του δόκτορα του κράτους (Docteur d'État). Στην υποστήριξη της διατριβής του, στην επιτροπή βρισκόταν και ο γιατρός και φιλόσοφος Ζωρζ Κανγκιλέμ, ο οποίος υπήρξε καθηγητής του Φουκώ και τον επηρέασε βαθιά.

Η ιστορία της τρέλας διαρθρώνεται σε τρία μέρη και εξετάζει το θέμα της τρέλας από ιστορική, ψυχολογική, φιλοσοφική, θεωρητική και λογοτεχνική σκοπιά. Το έργο είναι αρκετά περιγραφικό, καθώς παρουσιάζει αφενός τις συνθήκες εγκλεισμού των ατόμων που θεωρούνταν ότι επεδείκνυαν αποκλίνουσα συμπεριφορά και αφετέρου εξετάζει τις απεικονίσεις της τρέλας στη λογοτεχνία και την τέχνη, στην Αναγέννηση και την Κλασική Εποχή. Ο Φουκώ πραγματοποίησε εκτεταμένη έρευνα σε αρχεία ασύλων, δημαρχείων, νοσοκομείων και πτωχοκομείων, καθώς και σε πολλά λογοτεχνικά και ιστορικά έργα προκειμένου να παρέχει ακριβείς πληροφορίες για την πρόσληψη και αντιμετώπιση της τρέλας. Σημαντικό ρόλο στις περιγραφές και στα συμπεράσματα του Φουκώ παίζει και η φιλοσοφία , κυρίως τα έργα του Ρενέ Ντεκάρτ, ενώ στάθηκε και στο έργο του Έρασμου ο οποίος έδωσε το λόγο την τρέλα στο έργο του Μωρίας Εγκώμιον. Αντίστοιχα με τον ουμανιστή θεωρητικό, ο Φουκώ επεδίωξε να μελετήσει τις εκφράσεις του λόγου που αποδιδόταν στην ίδια την τρέλα, δηλαδή στο άτομο που είχε χαρακτηριστεί ως "τρελό". Μέσα από την περιγραφή τόσο των παραπάνω έργων όσο και των συνθηκών εγκλεισμού των "τρελών" ατόμων, ο Φουκώ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ιδέα της τρέλας ακολούθησε αυτήν της λέπρας, καθώς πολλά πρώην λεπροκομεία λειτούργησαν ως άσυλα τρέλας. Έτσι, υποστηρίζει ότι η τρέλα είναι μία κατασκευή του συστήματος και του δικού του κυρίαρχου λόγου, ο οποίος εδραιώνεται και συντηρείται παρουσιάζοντας περιπτώσεις ατόμων (και του λόγου τους) που πρέπει να αποκλειστούν από το κοινωνικό σύνολο, προκειμένου να διατηρηθεί η ευημερία της κοινωνίας και να προστατευτούν τα υγιή μέλη της από τα "παράφρονα", "άρρωστα" άτομα.

Σημαντικό ρόλο παίζει και η διαφορά ανάμεσα στην Τρέλα και τη Λογική, καθώς και το πώς αυτές οι δύο έννοιες εκφράζονται σε θρησκευτικά κείμενα και αναπαραστάσεις, σε θεωρητικά έργα καθώς και στο λόγο κυβερνήσεων και νομικών αποφάσεων σχετικά με τη θέσπιση της τρέλας ως ασθένειας. Ο Φουκώ ανατρέχει σε παλιά αρχεία των δημοτικών αρχών, σε μαρτυρίες ατόμων που είτε είχαν βιώσει εγκλεισμό σε άσυλο είτε όχι καθώς και σε φιλοσοφικά έργα για να καταδείξει ότι η νίκη της Λογικής έναντι της Τρέλας (άρα του ορθολογισμού έναντι του παραλογισμού) δεν είναι παρά μια νίκη πλασματική, καθώς η τρέλα και ο λόγος της δεν είναι παρά κατασκευασμένες έννοιες προκειμένου να επιτευχθεί η κυριαρχία της επικρατέστερης άποψης, δηλαδή της άποψης της κυβέρνησης ή του μονάρχη. Εφαρμόζοντας μία τεχνική ιστορικής έρευνας την οποία ο ίδιος ονόμασε «αρχαιολογία», ο Φουκώ καταδεικνύει την δύναμη του κυρίαρχου λόγου καθώς και τις κοινωνικές κατασκευές που εξυπηρετούν πολιτικά συμφέροντα. Η Ιστορία της Τρέλας δείχνει επίσης πόσο δύσκολο είναι να αποδομηθεί ή να καταρριφθεί μία κοινωνική δομή, με το Φουκώ να υποστηρίζει ότι οι κοινωνικές δομές προσαρμόζονται στις εκάστοτε ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες και δεν παύουν να υπάρχουν. Από αυτή την άποψη, μία ολική αποδόμηση του κυρίαρχου συστήματος και του λόγου του θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη.

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Άρθουρ Σοπενχάουερ (22 Φεβρουαρίου 1788 − 21 Σεπτεμβρίου 1860)

 

Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ, ή Αρθούρος Σοπενάουερ (Arthur Schopenhauer, Γκντανσκ (Ντάντσιχ), Πρωσία , 22 Φεβρουαρίου 1788 − Φρανκφούρτη, Γερμανία, 21 Σεπτεμβρίου 1860) ήταν Γερμανός φιλόσοφος, ιδεαλιστής, συνεχιστής, κατά τα λεγόμενα του, του Καντ και λάτρης του 'θείου', όπως τον αποκαλούσε, Πλάτωνα. Γνωστός κυρίως από το βιβλίο του "ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση", ο Σοπενχάουερ ίδρυσε μία νέα φιλοσοφία, επίκεντρο της οποίας είναι η βούληση, ως μεταφυσική αρχή κατανόησης του κόσμου αλλά και του ίδιου του ατόμου.

Ο Σοπενχάουερ ήταν γνωστός για τον αθεϊστικό πεσιμισμό του και την φιλοσοφική του διαύγεια. Στην ηλικία των 25 δημοσίευσε τη διδακτορική διατριβή του με τίτλο «Επί της τετραπλής ρίζας του επαρκούς λόγου», η οποία εξέταζε αν η αιτιότητα καθαυτή μπορεί να προσκομίσει απαντήσεις για τον κόσμο μας. Το σημαντικότερο έργο του Σοπενxάουερ, Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση, τόνιζε τον ρόλο του κύριου κινήτρου δράσης των ανθρώπων, το οποίο ο Σοπενxάουερ ονόμαζε Βούληση. Η ανάλυση της Βούλησης οδήγησε τον Σοπενxάουερ στο συμπέρασμα ότι οι συναισθηματικές, σωματικές και σεξουαλικές επιθυμίες δεν μπορούν ποτέ να εκπληρωθούν ολοκληρωτικά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Σοπενxάουερ να κατατείνει προς ένα τρόπο ζωής που απέρριπτε τις ανθρώπινες επιθυμίες, παρόμοιο με αυτόν που διδάσκουν ο Βουδισμός και οι Βέδες.

Η μεταφυσική ανάλυση της Βούλησης από μέρους του Σοπενxάουερ, η άποψή του πάνω στο κίνητρο και την επιθυμία, και ο αφοριστικός τρόπος γραφής του επηρέασαν πολλούς γνωστούς ανθρώπους του πνεύματος όπως ο Φρειδερίκος Νίτσε, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο Σίγκμουντ Φρόυντ, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και άλλοι.

Η ζωή του

Ο πατέρας του ήταν ένας πετυχημένος και πλούσιος έμπορος και εφοπλιστής, που τον προόριζε για διάδοχό του στην οικογενειακή επιχείρηση, ενώ η μητέρα του ήταν συγγραφέας. Μορφώθηκε στο Ντάντσιχ (σημερινό Γκντανσκ, Πολωνία) και στο Αμβούργο. Με την πρόθεση να τον εισαγάγει στον κόσμο του εμπορίου, ο πατέρας του τον ώθησε στην εκμάθηση ξένων γλωσσών. Για τον σκοπό αυτό ταξίδεψε στην Ολλανδία, στην Ελβετία, στην Αυστρία και στην Αγγλία, ενώ έμεινε για δύο χρόνια στη Γαλλία. Τα παιδικά του χρόνια ήταν μια περίοδος δυσάρεστη για αυτόν εξαιτίας της πιεστικής συμπεριφοράς του πατέρα του και προβλημάτων στην υγεία του.

Όταν το 1805 πεθαίνει ο πατέρας του, του αφήνει μια κληρονομιά που του επιτρέπει να ζει χωρίς να εργάζεται. Φοίτησε στο γυμνάσιο στην Γκότα και στη Βαϊμάρη και το 1809 γράφεται στην ιατρική σχολή, όπου έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει τα μαθήματα του Schulze. Επηρεασμένος από αυτά αρχίζει να ασχολείται με τη φιλοσοφία και να διαβάζει Πλάτωνα και Καντ. Το 1811 μετακομίζει στο Βερολίνο, όπου παρακολουθεί τα μαθήματα του Σλάιερμαϊερ και του Φίχτε. Παίρνει πτυχίο μετά από 2 χρόνια γράφοντας μια πτυχιακή εργασία την οποία εκτίμησε ιδιαίτερα ο Γκαίτε. Στη συνέχεια απομονώνεται στη Δρέσδη, όπου και ολοκληρώνει τη μελέτη των κλασσικών φιλοσόφων. Το διάστημα 1818-1819 επισκέπτεται τη Ρώμη, τη Νάπολη και τη Βενετία όπου και παραλίγο να νυμφευθεί. Το 1820 γίνεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου μετά από μια λεκτική σύγκρουση με τον Χέγκελ. Οι ώρες των μαθημάτων του συμπίπτουν με αυτών του Χέγκελ, με αποτέλεσμα μετά από ένα εξάμηνο να διακοπούν. Έτσι αρχίζει τα ταξίδια στην Ελβετία, στην Ιταλία και στη Γερμανία. Το 1825 επιστρέφει στη Γερμανία με την πρόθεση να ξεκινήσει την πανεπιστημιακή του καριέρα, αλλά φεύγει λόγω της έλλειψης ενδιαφέροντος από την πλευρά του πανεπιστημίου και της επιδημίας της Χολέρας που οδήγησε στον θάνατο και τον Χέγκελ. Το 1833 μετακομίζει στη Φρανκφούρτη, όπου και ζει για το υπόλοιπο της ζωής του. Πεθαίνει το 1860 σε ηλικία 72 χρονών από πνευμονική εμβολή.

Η φιλοσοφία του
 
Η φιλοσοφία της βούλησης

Ένα σημείο εστίασης της φιλοσοφίας του Σοπενχάουερ ήταν η διερεύνηση του πάνω στο ατομικό κίνητρο. Πριν από τον Σοπενχάουερ, ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ είχε εισαγάγει την έννοια του Zeitgeist, την ιδέα ότι η κοινωνία διέπετο από μια συλλογική συνείδηση η οποία κατέτεινε προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, δίνοντας την κατευθυντήριο γραμμή στα μέλη της. Ο Σοπενχάουερ, γνώστης της φιλοσοφίας του Εμμάνουελ Καντ και του Χέγκελ, άσκησε κριτική στη λογική βελτιοδοξία και την πίστη ότι η ατομική ηθική καθορίζονταν από την κοινωνία και από τον Λόγο. Ο Σοπενχάουερ πίστευε ότι οι άνθρωποι υποκινούνταν από τις ίδιες τους τις βασικές επιθυμίες, ή από τη Wille zum Leben (βούληση του ζην), η οποία κατεύθυνε όλη την ανθρωπότητα. Για τον Σοπενχάουερ, η ανθρώπινη επιθυμία ήταν μάταιη, άλογη, ακαθοδήγητη, και, κατ' επέκταση, αυτό ίσχυε για όλο το σύνολο της ανθρώπινης δράσης. Η Βούληση για τον Σοπενxάουερ είναι μια μεταφυσική οντότητα που ελέγχει όχι μόνο τις πράξεις του ατόμου, αλλά εν τέλει και όλα τα παρατηρήσιμα φαινόμενα. Βούληση, για τον Σοπενxάουερ, είναι ό,τι ο Καντ ονόμαζε «πράγμα καθαυτό».
 
Τέχνη και αισθητική

Για τον Σοπενxάουερ, η ανθρώπινη επιθυμία, η «βούληση» και η θέληση προκαλούν πόνο και ανέχεια. Ένας προσωρινός τρόπος να απαλλαχθεί κανείς από τον πόνο είναι μέσω της αισθητικής περισυλλογής. Αυτός είναι ο αμέσως καλύτερος τρόπος καταστολής της βούλησης, πέρα από την πλήρη εξάλειψη του θέλειν. Η ολική απορρόφηση στον κόσμο νοούμενο ως Παράσταση, μέσω της αναπαραγωγής της πραγματικότητας από το έργο τέχνης, σώζει τον άνθρωπο από τον κόσμο ως Βούληση, που είναι ο καθαυτό κόσμος. Η μουσική κατέχει μείζονα θέση στην αισθητική θεώρηση του Σοπενxάουερ καθώς, λόγω της αφαιρετικότητας της, δεν βασίζεται σ' ένα φαινομενολογικό παραστατικό μέσον. Η μουσική αισθητικά αναπαριστά την Βούληση καθεαυτήν, αδιαμεσολάβητη, και όχι όπως αυτή παρουσιάζεται υπό του ατομικιστικού πρίσματος. Σύμφωνα με τον Daniel Albright «ο Σοπενxάουερ πίστευε ότι η μουσική ήταν η μόνη τέχνη η οποία δεν αντέγραφε απλά ιδέες, αλλά ήταν η ίδια η ενσάρκωση της Βούλησης». 
 
Ηθική

Η ηθική θεωρία του Σοπενχάουερ πρότεινε ότι υπάρχουν τρία κύρια ηθικά ελατήρια: η συμπόνια, η μοχθηρία και ο εγωισμός. Η συμπόνια είναι το κύριο κίνητρο της ηθικής έκφρασης. Η μοχθηρία και ο εγωισμός είναι εκφυλισμένες εναλλακτικές ηθικές εκφράσεις. 
 
Ψυχολογία

Η επιρροή του Σοπενχάουερ ήταν πιθανόν πιο έντονη πάνω στην πραγμάτευσή του για την ψυχολογία του ανθρώπου παρά πάνω στη σφαίρα της φιλοσοφίας.

Οι φιλόσοφοι μέχρι τον Σοπενxάουερ δεν είχαν εντυπωσιαστεί από την πίεση που ασκεί το σεξ πάνω στον ανθρώπινο ψυχισμό, αλλά ο Σοπεάουερ αναφέρθηκε σ' αυτό και σε συναφή θέματα εκτενώς:

...ο καθένας πρέπει να μένει έκπληκτος που ένα πράγμα [σεξ] το οποίο παίζει ένα τόσο σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη ζωή έχει μέχρι τώρα πρακτικά παραμεληθεί από το σύνολο των φιλοσόφων, και στέκει μπροστά μας σαν ανεπεξέργαστο και ακατέργαστο υλικό.

Έδωσε όνομα σε μία δύναμη εντός του ανθρώπου, η οποία, όπως ο Σοπενxάουερ διαισθανόταν, σταθερά επικρατούσε έναντι της λογικής: τη Βούληση του ζην (Wille zum Leben). Την όρισε ως μία εγγενή ώθηση εντός των ανθρώπινων όντων, και των πλασμάτων γενικά, να παραμείνουν ζωντανοί και να αναπαραχθούν. Ο Σοπενxάουερ αρνιόταν να εκλάβει την αγάπη ως κάτι ασήμαντο ή τυχαίο, αλλά αντίθετα την εξέλαβε ως μια αστείρευτη δύναμη που βρισκόταν αθέατη εντός της ανθρώπινης Ψυχής αλλάζοντας δραματικά τη μορφή του κόσμου.

Ο απόλυτος σκοπός όλων των υποθέσεων αγάπης... είναι πιο σημαντικός από κάθε άλλο σκοπό στη ζωή του ανθρώπου και γι' αυτό αξίζει τη μέγιστη σοβαρότητα με την οποία καθένας τον επιδιώκει. Αυτό το οποίο σχεδιάζεται μέσω των υποθέσεων αυτών δεν είναι τίποτε άλλο παρά η σύνθεση της επόμενης γενιάς.

Αυτές οι ιδέες αποτελούσαν προοικονομία της δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης και των φροϋδικών εννοιών πάνω στη λίμπιντο και το ασυνείδητο.

Πολιτική και κοινωνική σκέψη

 
Πολιτική


Η πολιτική σκέψη του Σοπενxάουερ είναι, σε μεγάλο μέρος της, ένας απόηχος του ηθικού του συστήματος (το οποίο αναπτύσσεται στο βιβλίο Die beiden Grundprobleme der Ethik (Στα Θεμέλια της Ηθικής). Η ηθική καταλαμβάνει περίπου ένα τέταρτο του κύριου έργου του Σοπενxάουερ, Ο κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση.

Σε περιστασιακές αναφορές πάνω στην πολιτική στα Πάρεργα και Παραλειπόμενα, ο Σοπενxάουερ περιγράφει τον εαυτό του ως υπέρμαχο ενός φιλελεύθερου κυβερνητικού συστήματος. Το ουσιώδες ήταν, πίστευε, το κράτος «να αφήνει κάθε άνθρωπο ελεύθερο προς την αναζήτηση της προσωπικής λύτρωσης», και θα προτιμούσε «να κυβερνάται από ένα λιοντάρι παρά από τους αρουραίους ακόλουθούς του» — δηλαδή προτιμούσε τη διακυβέρνηση ενός μονάρχη από ένα δημοκράτη. Ο Σοπενxάουερ παρ'όλα αυτά συμμεριζόταν την άποψη του Τόμας Χομπς για την αναγκαιότητα του κράτους, και της κρατικής βίας, με την οποία καταστέλλονται οι καταστροφικές τάσεις που ενυπάρχουν στο ανθρώπινο είδος.

Ο Σοπενxάουερ, σύμφωνα με ομολογία του ίδιου, δεν στοχάστηκε ιδιαίτερα πάνω στα πολιτικά ζητήματα, και πολλές φορές αναφέρει με περηφάνια πόσο λίγη προσοχή έδωσε στις σύγχρονές του πολιτικές υποθέσεις. Σε μία εποχή επαναστάσεων ενάντια στη Γαλλική και Γερμανική κυβέρνηση, παρέμεινε στην απόμακρή του στάση «στοχαζόμενος όχι τις εποχές αλλά τις αιωνιότητες». Γενικά ο Σοπενxάουερ αμφισβητούσε την εξελικτική πορεία της Ιστορίας και το εύρος των συμπερασμάτων που μπορούσε κανείς να βγάλει ακολουθώντας τα ιστορικά γεγονότα. Ο Σοπενxάουερ έκανε πολλές υποτιμητικές παρατηρήσεις πάνω στους Γερμανούς και τη Γερμανία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι «Καταλογίζει κανείς στους Γερμανούς ότι μιμούνται πότε τους Γάλλους και πότε τους Άγγλους. Ωστόσο, είναι ακριβώς ό,τι καλύτερο μπορούν να κάνουν, διότι, αν περιοριστούν στα δικά τους μέσα, δεν έχουν τίποτε καλό να επιδείξουν».

Ο Σοπενxάουερ είχε μια ξακάθαρη ιεραρχική σύλληψη πάνω στην ανθρώπινη φυλή, αποδίδοντας φυλετική ανωτερότητα στις βόρειες, «λευκές» φυλές, λόγω της ευαισθησίας τους και της δημιουργικότητας τους:


Οι σημαντικότεροι πολιτισμοί και κουλτούρες, πέραν των αρχαίων Ινδών και Αιγυπτίων, παρατηρούνται αποκλειστικά στις λευκές φυλές, ενώ ακόμη και με πολλούς σκουρόχρωμους ανθρώπους, η κυρίαρχη κάστα ή φυλή, έχει πιο ανοιχτόχρωμο δέρμα από τους υπόλοιπους και κατά συνέπεια, επιλέγει τη μετανάστευση-παραδείγματος χάριν οι Βραχμάνοι, οι Ίνκας και οι κυρίαρχοι των Νήσων του Ειρηνικού. Όλο αυτό οφείλεται στο γεγονός του ότι η αναγκαιότητα είναι η μήτρα της εφευρετικότητας, καθώς εκείνες οι φυλές που μετανάστευσαν στον Βορρά και σταδιακά έγιναν λευκές, έπρεπε να αναπτύξουν όλες τις πνευματικές δυνάμεις και να εφεύρουν και να τελειοποιήσουν όλες τις τέχνες στη συγκρουσιακή τους σχέση με την ανάγκη, τη θέληση και την ανέχεια, που τις διάφορες μορφές τους, επέφερε το κλίμα.

Πέραν τούτου, ήταν κατάφωρα αντίθετος προς τη διαφορετική μεταχείριση των ανθρώπων ανάλογα με τη φυλή τους, όντας ένθερμος εχθρός της δουλείας και υποστηρικτής του κινήματος για την κατάργησή της. Από την άλλη, τα γραπτά του είναι εμποτισμένα με μεταφυσικό και πολιτικό αντι-Ιουδαϊσμό. Ο Σοπενxάουερ υποστήριζε ότι ο Χριστιανισμός αποτελούσε μια επανάσταση ενάντια στην υλιστική βάση του Ιουδαϊσμού, επιδεικνύοντας μια ηθική επηρεασμένη από την Άρυα-Βεδική διδασκαλία της αυτοϋπερνίκησης, την οποία αντιπαρέβαλε στην αδαή αναζήτηση μιας επίγειας ουτοπίας, που χαρακτήριζε το Ιουδαϊκό πνεύμα:

Ενώ όλες οι άλλες θρησκείες επιδιώκουν να εξηγήσουν μέσω συμβόλων τη μεταφυσική σημασία της ζωής, η θρησκεία των Εβραίων επιμένει σε μία πολεμική ιαχή στα πλαίσια της διαπάλης των Ιουδαίων με άλλα έθνη.

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Σιμόν Βέιλ ( 3 Φεβρουαρίου 1909 – 24 Αυγούστου 1943 )


Η Σιμόν Βέιλ (Simone Weil, 3 Φεβρουαρίου 1909 – 24 Αυγούστου 1943) ήταν Γαλλίδα φιλόσοφος και πολιτική ακτιβίστρια.
Μετά την αποφοίτησή της από το πανεπιστήμιο, έγινε καθηγήτρια. Δίδαξε καθ'όλη την δεκαετία του 1930 με αρκετά διαλείμματα εξαιτίας των προβλημάτων υγείας της και για να αφιερωθεί στον πολιτικό ακτιβισμό, κάτι που την βοήθησε στο συνδικαλιστικό κίνημα με το οποίο τάχθηκε υπέρ των αναρχικών στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και για περισσότερο από ένα χρόνο δούλεψε ως εργάτρια, κυρίως σε εργοστάσια αυτοκινήτων, ώστε να κατανοήσει καλύτερα την εργατική τάξη.
Παίρνοντας έναν δρόμο που ήταν ασυνήθιστος στον κόσμο των διανοούμενων της αριστεράς του εικοστού αιώνα, έγινε περισσότερο θρησκευόμενη και έτεινε προς τον μυστικισμό καθώς η ζωή της συνεχιζόταν. Η Βέιλ έγραφε βιβλία καθ'όλη την διάρκεια της ζωής της, αν και τα περισσότερα από τα γραπτά της δεν έλαβαν αρκετή προσοχή παρά μόνο μετά τον θάνατό της. Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 η δουλειά της έγινε διάσημη στην ηπειρωτική Ευρώπη και σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο. Η σκέψη της συνεχίζει να αποτελεί ένα αντικείμενο εκτεταμένης μελέτης σε ένα ευρύ φάσμα τομέων. Μια μελέτη απέδειξε ότι μεταξύ του 1995 και του 2012 είχαν δημοσιευτεί πάνω από 2.500 επιστημονικά έργα για αυτήν. Ο Αλμπέρ Καμύ την χαρακτήρισε ως "το μοναδικό μεγάλο πνεύμα της εποχής μας".

Γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1909 στο Παρίσι μέσα σε μια οικογένεια φιλελεύθερων, αγνωστικιστών Γαλλοεβραίων. Η μητέρα της ήταν η Σαλώμη Βέιλ και ο πατέρας της Μπερνάρ Βέιλ ήταν γιατρός. Και οι δυο γονείς της ήταν Εβραίοι από την Αλσατία, που είχαν μετακομίσει στο Παρίσι μετά την προσάρτηση της Αλσατίας-Λωραίνης στο γερμανικό κράτος. Η Βέιλ ήταν ένα υγιές μωρό κατά τους πρώτους έξι μήνες αλλά μετά υπέστη μια σοβαρή σκωληκοειδήτιδα, η οποία την ανάγκασε να έχει μια κακή υγεία σε όλη την υπόλοιπη ζωή της. Ήταν το δεύτερο από τα δυο παιδιά της οικογένειας ; ο μεγαλύτερος αδερφός της ήταν ο μαθηματικός Αντρέ Βέιλ με τον οποίο είχε πάντα στενή σχέση. Οι γονείς της ήταν αγνωστικιστές και αρκετά εύποροι και μεγάλωσαν τα παιδιά τους σε ένα προσεγμένο και υποστηρικτικό περιβάλλον.
Η Βέιλ υπέφερε από αγωνία εξαιτίας του ότι ο πατέρας της έπρεπε να εγκαταλείψει για αρκετά χρόνια το σπίτι μετά την επιλογή του ως στρατιώτη στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Σύμφωνα με αρκετούς μελετητές της Βέιλ, αυτή η εμπειρία ίσως να σχετίζεται με τον ισχυρό αλτρουισμό που επέδειξε καθ'όλη την ζωή της. Η Βέιλ απέκτησε μια εμμονή για την καθαριότητα από την οικογένειά της. Θεωρήθηκε αρκετά ελκυστική γυναίκα από τα άτομα της ηλικίας της. Παρά το γεγονός όμως ότι η ίδια ήταν γενικά ιδιαίτερα στοργική, σχεδόν πάντα απέφευγε κάθε μορφή στοργικής επαφής, ακόμα και με γυναίκες φίλους της.

Σύμφωνα με την φίλη και βιογράφο της Σιμόν Πετρεμέν, η Βέιλ αποφάσισε από νωρίς ότι θα χρειαζόταν να υιοθετήσει αρσενικές ιδιότητες και να θυσιάσει κάποιες ευκαιρίες για την αγάπη προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολή της να βελτιώσει τις κοινωνικές συνθήκες για τα μειονεκτούντα άτομα. Προς το τέλος της εφηβείας της, η Βέιλ συγκάλυψε την "εύθραυστη ομορφιά" της και υιοθέτησε μια αρρενωπή εμφάνιση, στην οποία σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιούσε μακιγιάζ ενώ φόραγε συχνά ανδρικά ρούχα.

Πνευματική ζωή

Η Βέιλ ήταν μια άριστη φοιτήτρια και γνώστης των αρχαίων ελληνικών από την ηλικία των 12 ετών. Αργότερα έμαθε την σανσκριτική γλώσσα. Τα ενδιαφέροντά της για άλλες θρησκείες ήταν καθολικά και προσπάθησε να καταλάβει την κάθε θρησκευτική παράδοση ως μια έκφραση υπερβατικής σοφίας.

Ως έφηβη, η Βέιλ σπούδασε στο λύκειο Ανρί IV (Henri IV) υπό την κηδεμονία του καθηγητή Εμίλ Σαρτιέ. Η πρώτη της προσπάθεια για να μπει στην École Normale Supérieure τον Ιούνιο του 1927 κατέληξε σε αποτυχία εξαιτίας των χαμηλών βαθμών που έλαβε στην ιστορία. Το 1928 κατάφερε να μπει στην σχολή αυτή. Κατετάγη πρώτη στην βαθμολογία στις εξετάσεις για το πτυχίο "Γενική Φιλοσοφία και Λογική" ; η Σιμόν ντε Μποβουάρ ήταν δεύτερη στην λίστα. Κατά την διάρκεια των φοιτητικών της χρόνων, η Σιμόν Βέιλ έτυχε μεγάλης προσοχής λόγω των ριζοσπαστικών απόψεών της. Ονομάστηκε η "Κόκκινη Παρθένος", ή ακόμα "Ο Άρης" από τον μέντορά της.

Στην École Normale Supérieure σπούδασε φιλοσοφία και κέρδισε το DES (δίπλωμα ανωτάτων σπουδών, ισοδύναμο με ένα μεταπτυχιακό) το 1931 ενώ η διατριβή της είχε τον τίτλο "Science et Perfection dans Descartes" (αγγλικά "Science and Perfection in Descartes", ελληνικά "Η Επιστήμη και η Τελειότητα στον Καρτέσιο"). Έλαβε το διδακτορικό της την ίδια εκείνη χρονιά. Η Βέιλ δίδαξε φιλοσοφία σε ένα γυμνάσιο θηλέων και η διδασκαλία υπήρξε η κύρια απασχόλησή της κατά την διάρκεια της σύντομης ζωής της.

Τα διασημότερα έργα της Βέιλ κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό της.



Η ανάγκη της αλήθειας

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Σιμόν Βέιλ, Ανάγκη για Ρίζες, εκδόσεις Κέδρος. 

Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΙΕΡΟΤΕΡΗ οποιασδήποτε άλλης. Κι όμως δεν αναφέρεται ποτέ. Φοβόμαστε να διαβάσουμε, όταν αντιλαμβανόμαστε καμιά φορά πόσο πολλά και τεράστια ψεύδη εκτίθενται χωρίς αιδώ, ακόμα και στα βιβλία των πιο διάσημων συγγραφέων. Διαβάζουμε λοιπόν, όπως θα πίναμε το αμφιβόλου ποιότητας νερό ενός πηγαδιού.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ οχτώ ώρες την ημέρα και καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια να διαβάσουν το βράδυ για να μορφωθούν. Δεν μπορούν να καταγίνονται με επαληθεύσεις στις μεγάλες βιβλιοθήκες. Έτσι πιστεύουν τυφλά σε ό,τι λέει το βιβλίο. Κανείς δεν έχει λοιπόν το δικαίωμα να τους δίνει ψέματα για τροφή. Τι νόημα έχει να επικαλείται κανείς την καλή πίστη των συγγραφέων; Αυτοί δεν εργάζονται σωματικά οχτώ ώρες την ημέρα.
Η κοινωνία τούς τρέφει για να έχουν την ευχέρεια και να κάνουν τον κόπο να αποφεύγουν τα λάθη. Έναν ελεγκτή που γίνεται αίτιος ενός εκτροχιασμού δεν θα τον έβλεπαν με καλό μάτι, αν έκανε επίκληση της καλής του πίστης.
ΚΑΤΑ ΜΕΙΖΟΝΑ ΛΟΓΟ ΕΙΝΑΙ ΕΠΟΝΕΙΔΙΣΤΟ να ανεχόμαστε την ύπαρξη εφημερίδων για τις οποίες όλοι γνωρίζουν ότι κανένας συνεργάτης τους δεν θα μπορούσε να παραμείνει στη θέση του αν δεν δεχόταν να παραποιεί ορισμένες φορές εν γνώσει του την αλήθεια.
ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΙΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ, αλλά η δυσπιστία του δεν το προστατεύει. Γνωρίζοντας σε γενικές γραμμές ότι μια εφημερίδα περιέχει αλήθειες και ψέματα, κατανέμει τις πληροφορίες που παρέχονται στις δύο αυτές κατηγορίες τυχαία, ανάλογα με τις προτιμήσεις του. Έτσι όμως οδηγείται σε λάθη.
ΟΛΟΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΟΤΑΝ Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ταυτίζεται με το οργανωμένο ψεύδος, αποτελεί έγκλημα. Αλλά πιστεύουν ότι πρόκειται για ένα έγκλημα το οποίο δεν χρήζει τιμωρίας. Τι μπορεί να εμποδίζει την τιμωρία μιας δραστηριότητας άπαξ και έχει αναγνωριστεί ως εγκληματική; Από πού μπορεί να προέρχεται αυτή η περίεργη άποψη των μη κολάσιμων εγκλημάτων; Πρόκειται για μία από τις πιο τερατώδεις παραμορφώσεις των νομικών κανόνων.
ΜΗΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ ότι οποιοδήποτε προφανές έγκλημα είναι κολάσιμο, και ότι είμαστε αποφασισμένοι, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία, να τιμωρούμε όλα τα εγκλήματα;».
«Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΘΑ ΕΠΙΤΡΕΠΟΤΑΝ σε όποιον εντοπίζει ένα λάθος που θα μπορούσε να αποφευχθεί σ’ ένα δημοσιευμένο κείμενο ή σε μια ραδιοφωνική εκπομπή, να προσφύγει στα δικαστήρια».
«ΠΟΙΟΣ ΟΜΩΣ ΕΓΓΥΑΤΑΙ ΤΗΝ ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ; θα αντιτάξουν κάποιοι. Η μόνη εγγύηση, εκτός από την πλήρη ανεξαρτησία τους, είναι να προέρχονται από πολύ διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, να είναι εκ φύσεως προικισμένοι με ευρύτητα αντίληψης, διαυγή και σαφή, και να είναι καταρτισμένοι σε μία σχολή όπου θα λαμβάνουν μία παιδεία όχι νομική αλλά πριν απ’ όλα πνευματική και δευτερευόντως διανοητική. Πρέπει να συνηθίσουν να αγαπούν την αλήθεια.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ να ικανοποιηθεί η ανάγκη για αλήθεια ενός λαού, αν δεν μπορούν να βρεθούν για τον σκοπό αυτόν άνθρωποι που ν’ αγαπούν την αλήθεια».


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Φρίντριχ Νίτσε (15 Οκτωβρίου 1844 – 25 Αυγούστου 1900)

 

Ο Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε (γερμ. Friedrich Wilhelm Nietzsche) (Ραίκεν, 15 Οκτωβρίου1844 – Βαϊμάρη, 25 Αυγούστου 1900) ήταν σημαντικός Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος. Έγραψε κριτικά δοκίμια πάνω στη θρησκεία, την ηθική, τον πολιτισμό, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, δείχνοντας ιδιαίτερη κλίση στη χρήση μεταφορών, ειρωνείας και αφορισμών.

Οι κεντρικές ιδέες της φιλοσοφίας του Νίτσε περιλαμβάνουν τον «θάνατο του Θεού», την ύπαρξη του υπερανθρώπου, την ατέρμονη επιστροφή, τον προοπτικισμό καθώς και τη θεωρία της ηθικής κυρίων - δούλων. Αναφέρεται συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους. Η ριζική αμφισβήτηση από μέρους του της αξίας και της αντικειμενικότητας της αλήθειας έχει οδηγήσει σε αμέτρητες διαμάχες και η επίδρασή του παραμένει ουσιαστική, κυρίως στους κλάδους του υπαρξισμού, του μεταμοντερνισμού και του μεταστρουκτουραλισμού.

Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως κλασικός φιλόλογος, κάνοντας κριτικές αναλύσεις σε αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά κείμενα, προτού εντρυφήσει στη φιλοσοφία. Το 1869, σε ηλικία 24 ετών, διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στην έδρα της Κλασικής Φιλολογίας, όντας ο νεότερος που έχει πετύχει κάτι ανάλογο. Παραιτήθηκε το καλοκαίρι του 1879 εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που τον ταλάνιζαν σχεδόν όλη του τη ζωή. Σε ηλικία 44 ετών, το 1889, υπέστη νευρική κατάρρευση, η οποία αργότερα διεγνώσθη ως συφιλιδική«παραλυτική ψυχική διαταραχή», διάγνωση η οποία αμφισβητείται. Η επανεξέταση των ιατρικών φακέλων του Φρειδερίκου Νίτσε δείχνει ότι κατά πάσα πιθανότητα πέθανε από όγκο στον εγκέφαλο, ενώ η μετά θάνατον αρνητική φήμη του οφείλεται κυρίως στο αντι-ναζιστικό κύμα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ανέλαβε τη φροντίδα του η μητέρα του, μέχρι τον θάνατό της το 1897, και έπειτα η αδελφή του, Ελίζαμπεθ Φούρστερ-Νίτσε, μέχρι τον θάνατό του, το 1900.

Εκτός από τη φροντίδα του, η Ελίζαμπεθ Φούρστερ-Νίτσε ανέλαβε χρέη εκδότριας και επιμελήτριας των χειρογράφων του. Ήταν παντρεμένη με τον Μπέρναρντ Φούρστερ, ηγετική μορφή του αντισημιτικού μετώπου της γερμανικής ακροδεξιάς, και ξαναδούλεψε αρκετά από τα ανέκδοτα χειρόγραφα του Νίτσε υπό το φως των ιδεών του Φούρστερ, ριζικά αντίθετων από τις απόψεις του φιλόσοφου, οι οποίες ήταν ξεκάθαρα εναντίον του αντισημιτισμού και του εθνικισμού (βλ. Η κριτική του Νίτσε στον αντισημιτισμό και τον εθνικισμό). Εξ αιτίας των εκδόσεων της Φούρστερ-Νίτσε, ο Νίτσε έγινε συνώνυμο του γερμανικού μιλιταρισμού και του Ναζισμού.

Αρκετοί μελετητές του, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έχουν καταφέρει να αναστρέψουν την παρερμηνεία των ιδεών του. Παρ' όλα αυτά, οι πολιτικές του απόψεις και πεποιθήσεις παραμένουν αμφιλεγόμενες.

Νεανικά χρόνια (1844-1864)

Ο Νίτσε γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1844 και μεγάλωσε στην πόλη Ρέκεν (Röcken), κοντά στη Λειψία στην ευρύτερη πρωσική επαρχία της Σαξωνίας. Η ημερομηνία γέννησής του συνέπεσε χρονικά με τα 49α γενέθλια του βασιλιά της Πρωσίας, Φρίντριχ Βίλχελμ Δ΄, προς τιμήν του οποίου έλαβε και το όνομά του (αργότερα ο ίδιος έπαψε να χρησιμοποιεί το όνομα Βίλχελμ). Ο πατέρας του, Καρλ Λούντβιχ Νίτσε (1813-1849), ήταν λουθηρανός πάστορας, ενώ η μητέρα του, Φραντσίσκα Αίλερ (1826-1897) ήταν κόρη του πάστορα Ντάβιντ Φρήντριχ Αίλερ. Ο Νίτσε ήταν το νεότερο από τα παιδιά της οικογένειας. Η αδελφή του Ελίζαμπεθ Τερέζα Αλεξάνδρα Νίτσε γεννήθηκε το 1846 παίρνοντας τα ονόματα τριών πριγκιπισσών και μαθητριών του πατέρα της, ενώ ακολούθησε η γέννηση του αδελφού του Λούντβιχ Ιωσήφ το 1848. Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του Νίτσε από εγκεφαλική ασθένεια το 1849, αλλά και τον χαμό του αδελφού του τον επόμενο χρόνο, η οικογένεια μετακόμισε στο Νάουμπουργκ. Εκεί διέμειναν όλοι με τη γιαγιά του Νίτσε, καθώς η μητέρα του δεν είχε τη δυνατότητα να συντηρήσει δικό της σπίτι.

Ο Νίτσε σε ηλικία δεκαέξι ετών

Ο Νίτσε φοίτησε σε ένα δημοτικό σχολείο της πόλης μέχρι το 1854. Το σχολικό του πρόγραμμα περιελάμβανε κυρίως θρησκευτική αγωγή, ενώ παράλληλα ξεκίνησε μαθήματα λατινικών και αρχαίων ελληνικών, γλώσσες στις οποίες δεν εμφάνισε ιδιαίτερη κλίση. Το 1854, ξεκίνησε να φοιτά στο Dom Gymnasium, όπου αφού εξετάστηκε από το διευθυντή του γυμνασίου, μεταπήδησε αμέσως στη δεύτερη τάξη. Ήδη από τα παιδικά του χρόνια έγραφε ποιήματα και μικρά θεατρικά έργα, μέρος των οποίων φρόντιζε να φυλάσσει η αδελφή του. Αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του στο γράψιμο, επιδεικνύοντας μία πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, ενώ ήδη σε ηλικία 14 ετών ταξινόμησε τα ποιήματά του σε περιόδους. Στις 5 Οκτωβρίου 1858 εισάχθηκε στο Πφόρτα (Pforta ή Schulpforta), ένα από τα πιο φημισμένα σχολεία κλασικών σπουδών της Γερμανίας, θέση που του προσφέρθηκε έπειτα από εξέταση σχολικού επιθεωρητή στο Dom Gymnasium, ο οποίος επέλεξε τον νεαρό Νίτσε ανάμεσα σε άλλους μαθητές της σχολής. Αν και ήταν λουθηρανικό ίδρυμα, στο οποίο δινόταν έμφαση στην πειθαρχία των μαθητών, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Πφόρτα παρουσίαζε ομοιότητες με εκείνο των Ιησουιτών. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Πφόρτα, είχε πολύ καλές επιδόσεις στα μαθήματα, ενώ συνέχισε να γράφει ποιήματα στον προσωπικό του χρόνο, ασχολούμενος παράλληλα με τη μουσική, συμμετέχοντας στη σχολική χορωδία και γράφοντας δικές του μουσικές συνθέσεις. Μαζί με τον φίλο του Γκούσταφ Κρουγκ, ίδρυσε τον σύλλογο «Germania», ένα είδος λογοτεχνικής, μουσικής και επιστημονικής λέσχης, όπου κάθε μέλος υπέβαλλε απαραιτήτως ένα έργο τον μήνα, ποίημα, δοκίμιο, σχέδιο ή ακόμα και μουσική σύνθεση. Την ίδια περίοδο, ο Νίτσε ήρθε σε στενή επαφή με τη λογοτεχνία, εκτιμώντας ιδιαίτερα το έργο του Χαίλντερλιν, του Ανακρέοντα και του Σαίξπηρ. Παρά τη γενικευμένη αντίληψη του περιβάλλοντός του πως επρόκειτο να γίνει κληρικός, ο Νίτσε άρχισε σταδιακά να αμφισβητεί τον Χριστιανισμό και γύρω στο φθινόπωρο του 1862 είχε απορρίψει οριστικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σκεπτόμενος να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική.

Πανεπιστημιακές σπουδές (1864-1869)

Στις 7 Σεπτεμβρίου 1864 αποφοίτησε από το Πφόρτα και ξεκίνησε σπουδές κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Παράλληλα, γράφτηκε στο θεολογικό τμήμα του πανεπιστημίου με διάθεση να ασχοληθεί περισσότερο με τη φιλολογική κριτική του Ευαγγελίου και τις πηγές της Καινής Διαθήκης, γεγονός που είναι μάλλον ενδεικτικό των θρησκευτικών αμφιβολιών του, αλλά και της αδυναμίας του να ομολογήσει στην οικογένειά του πως δεν επιθυμούσε να γίνει ιερέας. Στη Βόννη ο Νίτσε προσχώρησε στη φοιτητική αδελφότητα «Franconia», που αποτελούσε ένα είδος συνάθροισης φιλολόγων. Συνέχισε τις θεολογικές του σπουδές μέχρι το Πάσχα του 1865, περίοδο κατά την οποία απέρριψε οριστικά τη θρησκευτική πίστη, με επιχειρήματα που αποτυπώνονται και σε επιστολή του προς την αδελφή του, στην οποία ανέφερε χαρακτηριστικά:

«Κάθε αληθινή πίστη είναι αδιάψευστη, εκπληρώνει αυτό που ο πιστός ελπίζει να βρει σ' αυτήν, δεν προσφέρει όμως ούτε το ελάχιστο έρεισμα για τη θεμελίωση μιας αντικειμενικής αλήθειας [...] Θέλεις να επιδιώξεις ψυχική ηρεμία και ευτυχία, τότε πίστευε, θέλεις να είσαι ένας απόστολος της αλήθειας, τότε αναζήτησέ την.»

Σημαντική επιρροή στον Νίτσε, πάνω στα ζητήματα της πίστης, φαίνεται πως άσκησε επίσης το έργο του Ντάβιντ Στράους, Η ζωή του Χριστού κριτικά επεξεργασμένη και η μεταγενέστερη έκδοση του έργου που εκδόθηκε το 1864 υπό τον τίτλο Η ζωή του Χριστού διασκευασμένη για τον γερμανικό λαό

Ο Νίτσε τον Αύγουστο του 1868

Το επόμενο διάστημα αφοσιώθηκε στις φιλολογικές του σπουδές υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Φρίντριχ Βίλχελμ Ριτσλ, τον οποίο ακολούθησε το φθινόπωρο του 1865 στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Στα τέλη Οκτωβρίου του 1865 ήρθε σε επαφή με το έργο του Σοπενχάουερ, το οποίο τον επηρέασε καθοριστικά. Εξίσου μεγάλη επίδραση στη φιλοσοφική του σκέψη είχε το έργο του Φρήντριχ Άλμπερτ Λάνγκε, Ιστορία του υλισμού (Geschichte des Materialismus), το οποίο ο Νίτσε θεωρούσε ως το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο των τελευταίων ετών. Τους επόμενους μήνες αφοσιώθηκε στις πανεπιστημιακές του μελέτες, αναλαμβάνοντας να ολοκληρώσει μία φιλολογική κριτική έκδοση πάνω στο έργο του Θεόγνιδος. Παράλληλα ήταν μέλος του φιλολογικού συλλόγου του Ριτσλ και παρέδιδε διαλέξεις στη φοιτητική λέσχη. Το 1867 κατατάχθηκε στο πυροβολικό σώμα του Νάουμπουργκ, όπου διακρίθηκε και πιθανόν να αποκτούσε τον βαθμό του λοχαγού αν δεν υφίστατο ένα σοβαρό τραυματισμό που έθεσε τέλος στη στρατιωτική του σταδιοδρομία. Επέστρεψε στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, και παρέμεινε ως επί πληρωμή φιλοξενούμενος του εκεί καθηγητή Φρίντριχ Καρλ Μπίντερμαν που ήταν και ο εκδότης της εφημερίδας Deutsche Aligemeine Zeitung, όπου ο Νίτσε εργάστηκε ως κριτικός όπερας. Παράλληλα προσελήφθη ως βιβλιοκριτικός του περιοδικού Literarisches Zentralblatt. Κατά τη δεύτερη παραμονή του στη Λειψία, συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, γνωριμία που διατηρήθηκε τα επόμενα χρόνια και τον επηρέασε σημαντικά, καθώς ο Βάγκνερ, του οποίου το έργο εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Νίτσε, αποτέλεσε ένα είδος πατρικής μορφής για εκείνον.

Καθηγητής στη Βασιλεία (1869-1879)

Πριν ακόμα αποκτήσει τον διδακτορικό του τίτλο, ο Νίτσε επιλέχθηκε να καταλάβει την έδρα της κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, έχοντας την υποστήριξη του Ριτσλ. Ως καθηγητής αρχικά παρέδιδε διαλέξεις για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής ποίησης και για τις Χοηφόρους του Αισχύλου, ωστόσο αργότερα καταπιάστηκε και με θέματα που άπτονταν των προσωπικών του ενδιαφερόντων. Κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου (1870-71) υπηρέτησε εθελοντικά στο πλευρό της Πρωσίας, ως βοηθός νοσοκόμος, καθώς η διοίκηση του πανεπιστημίου δεν του επέτρεπε να γίνει στρατιώτης, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας του ήρθε σε επαφή με τη σκληρότητα του πολέμου, ενώ προσβλήθηκε και από αρκετές ασθένειες, οι οποίες επιβάρυναν ακόμα περισσότερο την ανέκαθεν ασθενική του υγεία.

Μετά την επιστροφή του στη Βασιλεία, ο αμείωτος ενθουσιασμός του για τον Σοπενχάουερ, ο θαυμασμός του για το έργο του Βάγκνερ και οι φιλολογικές σπουδές και μελέτες του συνδυάστηκαν και οδήγησαν στην έκδοση του πρώτου βιβλίου του, με τίτλο Η Γέννηση της Τραγωδίας (1872). Ο Βάγκνερ εκθείασε το έργο του Νίτσε, όπως και ο φίλος του (λίγο αργότερα καθηγητής φιλολογίας στο Κίελο) Έρβιν Ρόντε. Ωστόσο, η εχθρική κριτική του φιλόλογου Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς-Μέλεντορφ, ο οποίος επεσήμανε ανακρίβειες και παραλείψεις, καθώς και του καθηγητή φιλολογίας του πανεπιστημίου της Βόννης Ούζενερ, ο οποίος αποκάλεσε το βιβλίο «απόλυτη ανοησία», μετρίασαν τον βαθμό αποδοχής του στον ακαδημαϊκό κόσμο.

Κατά την παραμονή του στην Ελβετία μέχρι το 1879, ο Νίτσε επισκεπτόταν συχνά τον Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ όπου διέμενε. Την περίοδο 1873-1876, ολοκλήρωσε μία σειρά τεσσάρων δοκιμίων που εκδόθηκαν αργότερα σε μία συλλογή με τον γενικό τίτλο Ανεπίκαιροι στοχασμοί. Τα δοκίμια αυτά πραγματεύονταν γενικότερα τον σύγχρονο γερμανικό πολιτισμό, εστιάζοντας στο έργο του Νταβίντ Στράους (Νταβίντ Στράους: Ο ομολογητής και ο συγγραφέας), στην κοινωνική αξία της ιστοριογραφίας (Για τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της ιστορίας για τη ζωή), στον Σοπενχάουερ (Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός) και τέλος στον Βάγκνερ (Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ). Για τον Νίτσε, ο Σοπενχάουερ και ο Βάγκνερ αποτελούσαν φωτεινά παραδείγματα για την ανάπτυξη ενός νέου πολιτισμικού κινήματος που συνέδεε τη μουσική, τη φιλοσοφία και την κλασική φιλολογία. Αργότερα, μετά την απογοητευτική παραγωγή του φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ το 1876, όπου παρουσιάστηκε το Δαχτυλίδι, άρχισε να επέρχεται ρήξη στη σχέση του με τον Βάγκνερ. Το 1878, κατά την τελευταία περίοδο της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας, ο Νίτσε ολοκλήρωσε το βιβλίο με τίτλο Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο (Menschliches, Allzumenschliches), έργο που επισημοποιούσε τη ρήξη αυτή[5], σηματοδοτώντας συγχρόνως μία μεταστροφή και διαφοροποίηση των φιλοσοφικών του ιδεών. Το επόμενο διάστημα, η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά: υπέφερε από ημικρανίες, που οφείλονταν σε βλάβη του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια του, γεγονός που τον ανάγκασε τελικά να υποβάλει παραίτηση από το πανεπιστήμιο, στις 2 Μαΐου 1879, καθώς αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.



Τελευταία χρόνια (1879-1900)

Απελευθερωμένος από τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις, ο Νίτσε πέρασε τα επόμενα χρόνια ταξιδεύοντας συχνά σε πόλεις της Ελβετίας, της Γερμανίας ή της Ιταλίας και αναζητώντας κάθε φορά ένα αναζωογονητικό κλίμα που θα βοηθούσε να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας του. Σημαντική βοήθεια του προσέφερε ο πρώην μαθητής του, Πέτερ Γκαστ, ο οποίος είχε εξελιχθεί σε ένα είδος προσωπικού γραμματέα του Νίτσε, καθώς και ο καθηγητής θεολογίας Φραντς Όβερμπεκ μαζί με τη Μαλβίντα φον Μέιζενμπουγκ, γνώριμή του από την περίοδο φιλίας του με τον Βάγκνερ. Τις καλοκαιρινές περιόδους επισκεπτόταν συχνά τα ορεινά θέρετρα του Sils-Maria ή του Σαιν Μόριτς, ενώ τους χειμώνες κύριοι σταθμοί στις μετακινήσεις του υπήρξαν οι ιταλικές πόλεις Γένοβα, Τορίνο, Ραπάλλο, καθώς και η γαλλική Νις. Κατά διαστήματα επέστρεφε στο Νάουμπουργκ, όπου επισκεπτόταν την οικογένειά του. Η περίοδος αυτή υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγική για τον Νίτσε, παρά τις κρίσεις της ασθένειάς του και τη βαριά κατάθλιψη στην οποία υπέκυπτε κατά διαστήματα. Από το 1881, δημοσίευε ένα ολοκληρωμένο βιβλίο, ή σημαντικό μέρος του, ανά έτος, μέχρι το 1888. Στο διάστημα αυτό ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, όπως η Αυγή (1881), η Χαρούμενη επιστήμη (1882), Τάδε έφη Ζαρατούστρα (1883-85), Πέρα από το καλό και το κακό (1886) και Η γενεαλογία της Ηθικής (1887). Τα τελευταία δημιουργικά του χρόνια συνέπεσαν με την ολοκλήρωση και έκδοση των έργων Το λυκόφως των ειδώλων (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1888), Αντίχριστος (Σεπτέμβριος 1888), Ίδε ο άνθρωπος (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1888) και Νίτσε εναντίον Βάγκνερ (Δεκέμβριος 1888).


Ο Νίτσε λίγο πριν τον θάνατό του (Μάιος 1899)

Στις 3 Ιανουαρίου 1889 υπέστη νευρική κατάρρευση, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο του Τορίνο. Αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα, σύμφωνα με μία διαδεδομένη εκδοχή, ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου για να καταρρεύσει αμέσως μετά. Τις επόμενες ημέρες απέστειλε πολυάριθμες επιστολές σε οικεία πρόσωπα, που φανέρωναν την ψυχική διαταραχή του, υπογράφοντας άλλοτε ως «ο Εσταυρωμένος» και άλλοτε ως «Διόνυσος». Στις 10 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική της Βασιλείας και λίγες ημέρες αργότερα, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, σε κλινική της Ιένας, όπου οι γιατροί διέγνωσαν «παραλυτική ψυχική διαταραχή». Ο λόγος του ήταν παραληρηματικός και τον διακατείχαν παραισθήσεις μεγαλείου, κατά τις οποίες αυτοαποκαλείτο δούκας του Κάμπερλαντ, Κάιζερ ή Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄, συνοδευόμενες συχνά από περιστατικά βίαιης συμπεριφοράς. Στις 24 Μαρτίου 1890 πήρε εξιτήριο από την κλινική και λίγο αργότερα ανεχώρησε μαζί με τη μητέρα του για το Νάουμπουργκ.

Την ίδια περίοδο η ζήτηση για τα βιβλία του αυξήθηκε σημαντικά. Η αδελφή του, Ελίζαμπετ, ματαίωσε τα σχέδια για μία έκδοση με τα άπαντα του Νίτσε σε επιμέλεια του Πέτερ Γκαστ, επειδή επιθυμούσε να είναι εκείνη η βιογράφος του αδελφού της. Οργάνωσε παράλληλα ένα αρχείο με όλα τα χειρόγραφα και το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας του, ενώ όρισε ως επιμελητή τον Φριτς Καίγκελ αντί του Γκαστ. Τον Δεκέμβριο του 1895 εξασφάλισε επίσης όλα τα δικαιώματα των έργων του Νίτσε, που μέχρι πρότινος κατείχε η μητέρα του.

Μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1897, ο Νίτσε έζησε στη Βαϊμάρη μαζί με την αδελφή του. Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 25 Αυγούστου 1900 πέθανε από πνευμονία σε ηλικία 55 ετών. Τα συμπτώματά του οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η ασθένειά του ήταν συφιλιδική (αυτή ήταν η αρχική διάγνωση στις κλινικές της Βασιλείας και της Ιένας), ωστόσο παραμένουν αδιευκρίνιστα τα ακριβή αίτια της διαταραχής του. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο του Ραίκεν και ακολουθήθηκε η παραδοσιακή λουθηρανική τελετουργία, σύμφωνα με επιθυμία της αδελφής του.

Έργο

Ο Αδόλφος Χίτλερ βασίστηκε στα νιτσεϊκά έργα για να οικοδομήσει τη θεωρία τού εθνικοσοσιαλισμού ή ναζισμού. Το πρότυπο της Αρείας φυλής βασίστηκε πάνω στον Υπεράνθρωπο («Τάδε έφη Ζαρατούστρα»), το σημαντικότερο ίσως έργο του Νίτσε. Ο Νίτσε όμως, καθώς φαίνεται και μέσα από τα έργα του, υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των εθνικιστικών, όσο και κάθε είδους αντισημιτικών τάσεων. Ο Ζαρατούστρα είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και όχι προς το απάνθρωπο. Εξάλλου και ο ίδιος ο Νίτσε προέβλεψε ότι τα έργα του θα παρερμηνευθούν και ότι δύσκολα θα υπάρξει κάποιος που θα τα κατανοήσει σε βάθος. Ο ίδιος θα πει: «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν».

Το νιτσεϊκό έργο ήταν μια κραυγή μέσα στη βαθιά νύχτα των ανθρώπων. Ο ίδιος παρατηρούσε πως για να σε ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά. Γι' αυτό άλλωστε και πολλές φορές βρίσκουμε στα έργα του έκδηλη την περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα. Δεν ήταν κακία ή μικρότητα, αλλά μια φωνή που ήθελε σφόδρα να ακουστεί στα αυτιά και τις συνειδήσεις όλων.

Πέθανε στα 1900, πιστεύοντας ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο. Αυτά που είπε στους ανθρώπους τα παρομοίαζε με πρωτόγνωρα λόγια του ανέμου, με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη. Ήταν βαθιά ριζωμένη στη συνείδησή του η πίστη ότι οι άλλοι θα αδυνατούσαν να κατανοήσουν τα «άσματά» του: «Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε 'Κατάρα του Τροβαδούρου';»

Δεν πρόφτασε να χτίσει εκείνη τη γέφυρα που πάντα επιθυμούσε, από τον Άνθρωπο στον Υπεράνθρωπο. Οι προσδοκίες του όμως από το ανθρώπινο είδος ποτέ δεν έπαψαν να είναι μεγάλες. Όταν ρωτήθηκε τι είναι αυτό που αγαπάει στους άλλους, απάντησε: «Τις ελπίδες μου».

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Μπλεζ Πασκάλ (19 Ιουνίου 1623 - 19 Αυγούστου 1662)

 

Ο Μπλεζ Πασκάλ (Blaise Pascal, 19 Ιουνίου 1623 - 19 Αυγούστου 1662) ήταν Γάλλος μαθηματικός, φυσικός, συγγραφέας και φιλόσοφος.
Γεννήθηκε στο Κλερμόν-Φεράν το 1623. Ο Μπλεζ Πασκάλ ήταν έναν παιδί θαύμα. Η μητέρα του πέθανε όταν ήταν τριών μόλις χρονών, και λίγο αργότερα, ο πατέρας του Πασκάλ, Ετιέν Πασκάλ, ένας πλούσιος φοροεισπράκτορας και παθιασμένος ερασιτέχνης μαθηματικός, μετακόμισε από το Κλερμόν, στο Παρίσι, όπου προσωπικά επέβλεψε την κατ' οίκον εκπαίδευση του υιού του. Ο Ετιέν είχε κάποιες παράξενες απόψεις. Αποφάσισε πως ο γιος του Μπλεζ, δεν έπρεπε να διδαχτεί μαθηματικά πριν από τα 15 του χρόνια, και γι' αυτό τον λόγο απομάκρυνε κάθε είδους μαθηματικό εγχειρίδιο από το σπίτι στο οποίο διέμεναν. Όμως το μόνο που κατάφερε με όλη αυτή την κίνηση ήταν να εξάψει την περιέργεια του νεαρού Μπλεζ για το απαγορευμένο αντικείμενο. Έτσι ο Πασκάλ άρχισε να μελετά γεωμετρία σε ηλικία δώδεκα ετών. Ανακάλυψε μόνος του ότι το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου ισούται με δύο ορθές γωνίες και όταν ο πατέρας του, Ετιέν, είδε τα επιτεύγματα του γιου του, εντυπωσιάστηκε τόσο ώστε να αποφασίσει να άρει την απόφασή του, και να επιτρέψει στο γιο τη μελέτη μαθηματικών κειμένων, αρχίζοντας με το κλασσικό έργο "Στοιχεία" του Ευκλείδη. Άρχισε επίσης να πηγαίνει, τον προφανώς χαρισματικό Μπλεζ στις συναντήσεις της Ακαδημίας του Μερσέν, μια από τις πολλές ημιεπίσημες ομάδες μαθηματικών και επιστημόνων στο Παρίσι, οι οποίες οδήγησαν στη ίδρυση της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών το 1666. Στα 16 του χρόνια ανέπτυξε σε μια πραγματεία περί κωνικών τομών το θεώρημα που φέρει το όνομά του.

Οι εφευρέσεις και ανακαλύψεις

Από το 1641 και για περίπου 3 χρόνια εργάστηκε για την κατασκευή μιας αριθμομηχανής που μπορούσε να κάνει πρόσθεση και αφαίρεση που ονομάστηκε «Πασκαλίνα». Παρόλη την ενασχόλησή του, δεν πέτυχε ως επιχειρηματίας αριθμομηχανών: η μηχανή του δεν έκανε μεγάλες πωλήσεις και, τελικά, σταμάτησε να παράγεται. Το 1647 ανακάλυψε την Αρχή του Πασκάλ και τη χρήση τού βαρομέτρου για τη μέτρηση του υψομέτρου. Με την εργασία του Traité du triangle arithmétique, που δημοσιεύτηκε το 1654, έθεσε τις βάσεις για τη Συνδυαστική και το Λογισμό των Πιθανοτήτων. Επίσης μια από τις πιο γνωστές μαθηματικές μελέτες του είναι αυτό που ονομάζουμε "τρίγωνο του Πασκάλ" ή απλούστερα "αριθμητικό τρίγωνο". Το εν ΄λόγω τρίγωνο σχηματίζεται ως εξής: Αρχικά γράφουμε τον αριθμό 1. Κάτω από τον αριθμό 1, δεξιά και αριστερά του, τοποθετούμε πάλι τον αριθμό 1. Στην τρίτη σειρά, τοποθετούμε στα άκρα τον αριθμό 1 αυξάνοντας την απόσταση όμως μεταξύ των αριθμών. Στο μέσο τους γράφουμε τον αριθμό που προκύπτει από το άθροισμα των παρακείμενων αριθμών της προηγούμενης σειράς, δηλαδή 1+1=2. Με τον ίδιο τρόπο συμπληρώνουμε και τις επόμενες σειρές. Από μία σύγχρονη οπτική, το Τρίγωνο του Πασκάλ φαίνεται να είναι μαθηματικώς απλό και το ίδιο ισχύει και για πολλές ενδιαφέρουσες ιδιότητες που όπως ανακάλυψε ο Πασκάλ συσχετίζουν τους αριθμούς του τριγώνου. Η σπουδαιότητα του τριγώνου όμως διαφαίνεται και αλλού: Εντούτοις αποδείχτηκε ότι το τρίγωνο είναι ιδιαίτερα σημαντικό στη στοιχειώδη άλγεβρα και στη θεωρία πιθανοτήτων, καθώς τα στοιχεία κάθε γραμμής δίνουν τους περίφημους δυωνυμικούς συντελεστές οι οποίοι εμφανίζονται στο ανάπτυγμα της έκφρασης (a+b)^n. Αξίζει να προσθέσουμε πως αν και ο Πασκάλ ήταν πολύ έξυπνος, δεν απέκτησε ποτέ ακαδημαϊκή καριέρα σε κάποιο πανεπιστήμιο.

Θεολογική και φιλοσοφική ενασχόληση

Στα 20 του, ο Πασκάλ αρρώστησε και ουσιαστικά ποτέ δεν ανέκτησε τις δυνάμεις του. Στα τελευταία του χρόνια, φαίνεται να μειώθηκε το ενδιαφέρον του για τα μαθηματικά και εστίασε περισσότερο την προσοχή του σε συγγραφή θρησκευτικών συγγραμμάτων. Το 1654 είχε ο Πασκάλ την εμπειρία ενός μυστικιστικού οράματος, οπότε αποσύρθηκε στο μοναστήρι Port Royal και αφοσιώθηκε, παράλληλα με τις μαθηματικές εργασίες του, σε θεολογικές και φιλοσοφικές μελέτες. Το σύγγραμμά του «Επαρχιακές επιστολές για την ηθική διδασκαλία των Ιησουιτών» (1656-57), με το οποίο παίρνει θέση στην αντιδικία μεταξύ της κορυφής της καθολικής εκκλησίας και του θρησκευτικού κινήματος του Γιανσενισμού, αποτελεί λογοτεχνικό αποκορύφωμα της γαλλικής πρόζας εκείνης της εποχής. Το έργο του για την υποστήριξη του Χριστιανισμού, Pensées, στο οποίο ο Πασκάλ εργαζόταν από το 1654 και με το οποίο προσπάθησε να μεταφέρει τους νόμους της Λογικής στη χριστιανική θρησκεία, έμεινε ανολοκλήρωτο, πιθανόν λόγω της σταδιακά επιδεινούμενης υγείας τού μεγάλου φιλοσόφου. Άλλοι βέβαια εκτιμούν (Μπέρτραντ Ράσελ) ότι το εγχείρημα αυτό απέτυχε λόγω των αδιεξόδων που συνάντησε ο Πασκάλ στην επιχειρηματολογία του.
Ο Πασκάλ εναντιώθηκε στη δυϊστική αντίληψη του Καρτέσιου για την επιστήμη και τον κόσμο και θεωρούσε ότι η άπειρη απόσταση μεταξύ θεού και ανθρώπου μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με θεϊκή χάρη.
Πέθανε στο Παρίσι το 1662.

Προς τιμήν του δόθηκε το όνομά του στη μονάδα μέτρησης της πίεσης στο SI (1 Pa).

Έργα του Μπλεζ Πασκάλ στα Ελληνικά
*Pensées
*Σκέψεις. Μετάφρ. Π.Αντωνόπουλος. «Αναγνωστίδης», χχ.
*Στοχασμοί. Προλεγόμενα-Μετάφρ.-Σχόλια Νίκος Ματσούκας. «Πουρναράς», Θεσσαλονίκη 1999² (1η έκδοση, 1986)
*Σκέψεις. Μετάφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Επιμ. Δημήτρης Αρμάος. 2η έκδοση, "Καστανιώτης", Αθήνα 2008 (2000¹)
*Η τέχνη της πειθούς. Μετάφρ. Δημήτρης Κουσουρής, Εισαγωγή Τεύκρος Μιχαηλίδης. εκδ."Ροές", Αθήνα 2005.
*Τα πάθη του έρωτα. Μετάφρ. Αλέξανδρος Βέλιος. 2η έκδοση,εκδ. «Ροές», Αθήνα 2007 (1998¹)
*Η αθλιότητα του ανθρώπου και άλλες σκέψεις. Μετάφρ. Γιούλη Τσίρου, εκδ. «Το Ποντίκι», Αθ. 2009

Το τρίγωνο του Πασκάλ - Μαθηματικά γ' γυμνασίου


ΒΙΒΛΙΑ 

i.ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ


Παρουσίαση

Ο άνθρωπος γεννήθηκε για να σκέφτεται.
Δεν περνάει ούτε στιγμή χωρίς να σκέφτεται.
Αλλά οι αγνές σκέψεις, που θα τον έκαναν ευτυχισμένο, άμα μπορούσε πάντα να τις διατηρεί, τόνε κουράζουνε και τόνε καταβάλλουνε. Συγκροτούνε μια ζωή μονότονη, που δεν μπορεί να τήνε συνηθίσει. Του χρειάζεται η συγκίνηση κι η δράση, τουτέστιν του είναι απαραίτητο να κινείται κι απ' τα πάθη, που πηγάζουμε τόσο ζωντανά και τόσο βαθιά μες απ' την καρδιά του. [...] (Από την έκδοση)

Περιεχόμενα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
ΤΡΕΙΣ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΟΝΤΩΝ
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ
ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ


ii.ΣΚΕΨΕΙΣ


Παρουσίαση

Δεν ξέρω ποιος με έφερε στον κόσμο, ούτε τι είναι ο κόσμος ούτε τις εγώ ειμί. Έχω φοβερή άγνοια για τα πάντα. Δεν ξέρω τι είναι το σώμα μου, οι αισθήσεις μου, η ψυχή μου κι αυτό το τμήμα του εγώ μου πού σκέπτεται τα όσα λέγω, που αναλογίζεται τα πάντα και τον εαυτό του, και τα γνωρίζει όχι περισσότερο από ότι τα υπόλοιπα. Βλέπω τις τρομακτικές διαστάσεις του διαστήματος που με περιβάλλει και βρίσκομαι δεμένος σε μια γωνιά αυτής της απεραντοσύνης, χωρίς να γνωρίζω γιατί είμαι εδώ και όχι άλλου, ούτε γιατί ο λίγος χρόνος που μου δόθηκε να ζήσω ορίστηκε σ' ετούτο και όχι σε κάποιο άλλο χρονικό σημείο μέσα σε ολόκληρη την αιωνιότητα που προηγήθηκε από μένα και σε ολόκληρην εκείνη που θα με ακολουθήσει. Δεν βλέπω ολούθε πάρεξ απεραντοσύνη, που με περικλείει σαν απειροελάχιστο άτομο και σαν σκιά που διαρκεί μοναχά μια στιγμή χωρίς επιστροφή. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πρέπει να πεθάνω σε λίγο, αλλά αυτό που κυρίως αγνοώ είναι ο ίδιος ο θάνατος που δεν μπορώ να αποφύγω. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Περιεχόμενα

Γενικά προλεγόμενα: Το σχέδιο, η διάταξη και η διάρθρωση του βιβλίου
Μέρος πρώτο
Ο άνθρωπος χωρίς Θεό
Πρόλογος
1. Η θέση του ανθρώπου μέσα στη φύση: Οι δύο απειρίες
2. Η αθλιότητα του ανθρώπου: Οι απατηλές δυνάμεις
3. Ενδείξεις του ανθρώπινου μεγαλείου
4. Συμπέρασμα: Πρέπει να αναζητήσουμε το Θεό
Μέρος δεύτερο
Ο άνθρωπος συν Θεώ
Πρόλογος στο δεύτερο μέρος
Ενότητα Α': Η έρευνα
Ενότητα Β': Ο κόμπος
Ενότητα Γ': Αποδείξεις περί του Ιησού Χριστού
1. Η Παλαιά Διαθήκη
2. Η Καινή Διαθήκη. Ο Ιησούς Χριστός
3. Η Εκκλησία

Συμπέρασμα: Η τάξη της χάριτος και το μυστήριο της θείας αγάπης


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/