Η διαστροφή είναι ένα από τα αρχέγονα ορμέμφυτα της ανθρώπινης καρδιάς – μια από τις πιο αδιαίρετες πρωταρχικές δυνάμεις, ή συναισθήσεις, που δίνουν μια κατεύθυνση στο χαρακτήρα του ανθρώπου. Ποιος δεν έπιασε τον εαυτό του, εκατό φορές, να ‘χει κάνει μια ποταπή ή ανόητη πράξη, για το μόνο λόγο πως ήξερε πως δεν έπρεπε να την κάνει; Μήπως δεν έχομε μια αιώνια τάση, όσο κι αν είμαστε άνθρωποι με κρίση, να παραβαίνομε το Νόμο, μόνο και μόνο γιατί είναι ο νόμος;
ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ «Ο ΜΑΥΡΟΣ ΓΑΤΟΣ» μετάφραση ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
από το βιβλίο «ΑΛΛΟΚΟΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ» Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε (Edgar Allan Poe, 19 Ιανουαρίου 1809 – 7 Οκτωβρίου 1849) ήταν Αμερικανός ποιητής και πεζογράφος. Υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του αμερικανικού ρομαντισμού. To λογοτεχνικό του έργο είχε σημαντική επίδραση στην παγκόσμια λογοτεχνία, αποτελώντας θεμέλιο λίθο για την εξέλιξη σύγχρονων λογοτεχνικών ειδών, όπως η αστυνομική λογοτεχνία ή οι ιστορίες τρόμου και φαντασίας.
Ο Πόε γεννήθηκε το 1809 στη Βοστώνη και οι γονείς του ήταν ηθοποιοί. Ο πατέρας του, Ντέιβιντ Πόε, εγκατέλειψε την οικογένεια του τον Ιούλιο του 1811 ενώ πέθανε πέντε μήνες αργότερα, στις 11 Δεκεμβρίου. Η μητέρα του, Ελίζαμπεθ Άρνολντ Χόπκινς, υπέφερε από φυματίωση και πέθανε στις 8 Δεκεμβρίου 1811, ενώ ο Πόε ήταν μόλις δύο ετών. Μετά το θάνατο της μητέρας του, έζησε στο σπίτι του επιτυχημένου εμπόρου καπνού Τζον Άλλαν και μεγάλωσε στην πόλη Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια.
Το 1815 η οικογένεια Άλλαν μετακόμισε στη Σκωτία και την Αγγλία, όπου έζησαν συνολικά για πέντε χρόνια. Στο διάστημα αυτό, ο Πόε φοίτησε σε δύο αγγλικά σχολεία κοντά στην πόλη του Λονδίνου. Μετά την επιστροφή του στο Ρίτσμοντ, εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, το 1826, όπου παρέμεινε μόνο για ένα χρόνο. Ήρθε σε σύγκρουση με τον πατριό του, εξαιτίας οικονομικών χρεών που ανέπτυξε μέσω της χαρτοπαιξίας, κατά την περίοδο των σπουδών του. Τελικά ο Πόε εγκατέλειψε το σπίτι των Άλλαν και κατατάχθηκε το 1827 στον αμερικανικό στρατό, πιθανότατα για λόγους οικονομικής επιβίωσης. Στην αίτηση κατάταξής του δήλωσε το όνομα Έντγκαρ Α. Πέρι, αναφέροντας επίσης ως ηλικία τα 22 χρόνια ενώ ήταν δεκαοκτώ ετών. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο, μία ποιητική συλλογή με τίτλο Ταμερλάνος και άλλα ποιήματα.
Το 1829 εκδόθηκε το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του, το Al Aaraaf, ενώ παράλληλα έκανε αίτηση εγγραφής στην στρατιωτική ακαδημία του Γουέστ Πόιντ, με την υποστήριξη του πατριού του. Εκεί θεωρείται πως ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο άλλων ρομαντικώνποιητών, ενώ σύντομα ανέπτυξε εκ νέου οικονομικά χρέη. Υπήρξε σκόπιμα αμελής ως προς τα καθήκοντά του[3] γεγονός που οδήγησε τελικά στην απόλυσή του. Αμέσως μετά, ο Πόε μετακόμισε στη Βαλτιμόρη, όπου έζησε με τη θεία του Μαρία Κλεμ και την πρώτη του εξαδέλφη Βιρτζίνια Ελίζα Κλεμ. Προκειμένου να συντηρείται οικονομικά, ξεκίνησε να γράφει πεζά κείμενα υποβάλλοντας συμμετοχή σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Το 1833, βραβεύθηκε για το διήγημά του Μήνυμα στο μπουκάλι, γεγονός που του εξασφάλισε μία πρώτη αναγνώριση σε ένα περιορισμένο τοπικό λογοτεχνικό κύκλο.
Τον Δεκέμβριο του 1835 άρχισε να εργάζεται ως συντάκτης στην εφημερίδα Southern Literary Messenger («Λογοτεχνικός Αγγελιοφόρος του Νότου»), στο Ρίτσμοντ. Την ίδια περίοδο νυμφεύθηκε τη δεκατριάχρονη εξαδέλφη του, η οποία στο πιστοποιητικό του γάμου τους αναφερόταν ψευδώς πως ήταν είκοσι ενός ετών.
Το 1838 εκδόθηκε η Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ (The Narrative of Arthur Gordon Pym) ενώ το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου, ο Πόε μετακόμισε στη Φιλαδέλφεια, όπου ξεκίνησε να εργάζεται ως βοηθός συντάκτη στο περιοδικό Burton's Gentleman's Magazine. Δημοσίευσε αρκετά άρθρα, διηγήματα και κριτικές απολαμβάνοντας ολοένα και μεγαλύτερη φήμη. Το ίδιο διάστημα, εκδόθηκε η δίτομη συλλογή έργων του Tales of the Grotesque and Arabesque (Ιστορίες του Γκροτέσκου και του Αραβουργήματος), η οποία αν και δεν αποτέλεσε σημαντική εμπορική επιτυχία, επαινέθηκε από την κριτική και θεωρείται σήμερα ορόσημο στην ιστορία της αμερικανικής λογοτεχνίας. Ο Πόε εγκατέλειψε τη θέση του μετά από περίπου ένα χρόνο και ανέλαβε χρέη βοηθού συντάκτη στο περιοδικό Graham's Magazine.
Στις 20 Ιανουαρίου 1842, η σύζυγός του έδειξε για πρώτη φορά δείγματα πως έπασχε από φυματίωση και, υπό το βάρος της ασθένειάς της, ο Πόε κατέφυγε στο ποτό. Εγκατέλειψε εκ νέου την θέση του στο Graham's Magazine και επέστρεψε στη Νέα Υόρκη όπου εργάστηκε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στην εφημερίδα Evening Mirror και ως συντάκτης στην έκδοση του Broadway Journal. Στις 29 Ιανουαρίου 1845 εκδόθηκε το ποίημά του Το Κοράκι (The Raven), ένα από τα πιο γνωστά έργα του, το οποίο του προσέφερε μεγάλη αναγνώριση, γεγονός που τον βοήθησε επίσης να αυξήσει το ισχνό του εισόδημα δίνοντας διαλέξεις. Ανατυπώθηκε σε αρκετές εφημερίδες και περιοδικά, ωστόσο ο ίδιος ο Πόε δεν αποκόμισε οικονομικά οφέλη από το ίδιο το έργο εξαιτίας της έλλειψης νόμων περί πνευματικών δικαιωμάτων.
Τον Ιανουάριο του 1847, η σύζυγός του Βιρτζίνια πέθανε και τον επόμενο χρόνο ο Πόε αρραβωνιάστηκε την ποιήτρια Σάρα Έλεν Ουίτμαν. Ο προγραμματισμένος τους γάμος τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, πιθανότατα εξαιτίας των προβλημάτων του Πόε με το ποτό. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, η μητέρα της Ουίτμαν είχε σημαντική συμβολή στη διάλυση της σχέσης τους. Με βάση την αλληλογραφία του Πόε εκείνης της περιόδου, γνωρίζουμε ότι επιχείρησε να αυτοκτονήσει με υπερβολική δόση λάβδανου. Αργότερα, ο Πόε επέστρεψε στο Ρίτσμοντ, όπου αρραβωνιάστηκε την Σάρα Ελμίρα Ρόυστερ και μαζί όρισαν ως ημερομηνία του γάμου τους την 17η Οκτωβρίου 1849.
Σύμφωνα με επιστολή του προς τη Μαρία Κλεμ στις 18 Σεπτεμβρίου 1849, ο Πόε θα πραγματοποιούσε ένα ταξίδι στη Φιλαδέλφεια, προκειμένου να συναντήσει την ποιήτρια Λέον Λάουντ, με αφορμή την επιμέλεια της έκδοσης ενός τόμου με έργα της. Ανακαλύφθηκε σε παραληρηματική κατάσταση στους δρόμους της Βαλτιμόρης από έναν περαστικό, ο οποίος μετά από σχετική υπόδειξη του Πόε, έστειλε επιστολή στον δρα. J. E. Snodgrass, ενημερώνοντάς τον σχετικά. Ο Snodgrass έλαβε την επιστολή στις 3 Οκτωβρίου και την ίδια ημέρα φρόντισε, μαζί με τον θείο του Πόε, Χένρυ Χέρινγκ, για τη μεταφορά του Πόε στο νοσοκομείο, όπου τελικά πέθανε στις 7 Οκτωβρίου. Καθώς δεν κατάφερε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του να συνέλθει επαρκώς, ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πώς είχε οδηγηθεί στην κατάστασή του. Όταν βρέθηκε, φορούσε ρούχα που πιστεύεται ότι δεν του ανήκαν, ενώ επανειλημμένα πρόφερε το όνομα Ρέυνολντς κατά την διάρκεια της τέταρτης νύχτας που έμεινε στο νοσοκομείο. Σύμφωνα με επιστολή του ιατρού δρα. John J. Moran που εξέτασε τον Πόε στο νοσοκομείο, προς τη θεία του, οι τελευταίες του λέξεις ήταν "Lord help my poor soul" («Κύριε βοήθησε τη φτωχή ψυχή μου»).
Η πραγματική αιτία θανάτου του Πόε παραμένει ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα και δεν υπάρχει μία οριστική θέση, καθώς ουδέποτε υπήρξε ή βρέθηκε ένα επίσημο πιστοποιητικό θανάτου. Ο Snodgrass, ο οποίος γνώριζε προσωπικά τον Πόε και βρέθηκε μαζί του στις τελευταίες του ημέρες, βεβαίωνε πως ο θάνατός του ήταν απόρροια αλκοολισμού . Αντίθετα, ο Δρ. John Moran, θεωρούσε πως ο θάνατός του δεν σχετιζόταν με χρήση κάποιου είδους τοξικής ουσίας . Τόσο τα γραπτά του Snodgrass όσο και του Moran, με θέμα τις τελευταίες ημέρες ζωής του Πόε, περιέχουν σημαντικές αντιφάσεις με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται εν γένει με δυσπιστία από τους μελετητές και βιογράφους του συγγραφέα. Πληθώρα άλλων θεωριών έχουν προταθεί επίσης, μεταξύ αυτών πιθανή σύφιλη, επιληψία, δηλητηρίαση, δολοφονία ή λύσσα , θεωρίες όμως που δεν επιβεβαιώνονται μέχρι σήμερα από επίσημα ιατρικά έγγραφα ή αναφορές.
Η ταφή του έγινε στις 8 ή 9 Οκτωβρίου και ο τάφος του βρίσκεται στη Βαλτιμόρη, όπου αποτελεί ένα ιδιαίτερο αξιοθέατο της περιοχής. Την ημέρα της ταφής του Πόε, μία νεκρολογία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα New York Tribune, υπογεγραμμένη με το ψευδώνυμο Ludwig, το οποίο όπως αποκαλύφθηκε αργότερα ανήκε στον εκδότη και επιμελητή ανθολογιών, Ρούφους Ουίλμοτ Γκρίζγουολντ. Η νεκρολογία ανέφερε στην εισαγωγή της: «O Έντγκαρ Άλλαν Πόε είναι νεκρός. Πέθανε στη Βαλτιμόρη προχθές. Η ανακοίνωση αυτή θα τρομάξει αρκετούς, αλλά λίγοι θα νιώσουν θλίψη για το γεγονός.» και θεωρείται απόρροια της εχθρότητας που είχε καλλιεργηθεί μεταξύ του Πόε και του Γκρίσγουολντ.
160 χρόνια μετά τον θάνατό του, στις 12 Οκτωβρίου 2009, έγινε η κηδεία του ομοιώματος του ποιητή, με τιμές, στη Βαλτιμόρη.
Tο σπίτι που έμεινε ο Πόε από το 1846 ως το θάνατό του το 1849
Ο Ηλίας Βενέζης στην καλύβα του Πόε :
-Βρήκα το σπίτι του Πόε χαμηλά στην πόλη, στο Greenwich Village, είπα. Θα ήταν τόσο ωραία εκεί. Γιατί ήρθαν να ζήσουν εδώ που, τότε, πριν από ένα αιώνα, θα ήταν ερημιά;
Η κυρούλα με τα άσπρα μαλλιά αρχίζει να μιλάει σιγανά για τη ζωή του Πόε.
-Η Virginia ήταν άρρωστη πολύ, είπε. Ήταν φθισική. Κι ο Έντγκαρ ήταν τότε θεόφτωχος. Την περισσότερη φτώχεια του την πέρασε εδώ, σ’ αυτή την καλύβα. Επειδή ήταν φθισική, την έφερε εδώ που ήταν εξοχή. Δέστε, στο πορτραίτο της, αυτό εδώ τι όμορφη που ήταν!
Τραβά απ’ το συρτάρι του μικρού γραφείου που είναι μπροστά της ένα παλιό πορτραίτο της Βιργινίας Πόε. Η ευγενική ύπαρξη, η αθώα ματιά, τα τσιτωμένα μαλλιά, το μεγάλο μέτωπο. Λίγο γερμένο το κεφάλι. Και βαθιά κούραση στα κλειστά μάτια. Απ’ τη ζωή. Απ’ τη μοίρα.
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ «Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΠΟΕ»
Χαρτί και μελάνη, σας παρακαλώ!
…Σαν πέθανε η Virginia, συνέχισε σε λίγο η κυρούλα της καλύβας του Fordham, ο Έντγκαρ άρχισε να πίνει πολύ. Ξαναγύρισε στη Βαλτιμόρη. Τότε έγραψε τους περίφημους στίχους των «The Bells». Γράφτηκαν οι στίχοι εδώ, στο Fordham; Γράφτηκαν στη Βαλτιμόρη; Μια νύχτα, λέει η παράδοση, ο Έντγκαρ είχε πάει στη δημόσια βιβλιοθήκη, στη Βαλτιμόρη. Γύριζε αργά στο σπίτι του της οδού Αγίου Παύλου. Χιόνιζε. Άκουσε τα κουδούνια μιας καρότσας. Ήταν μια χαρωπή, χαρωπή, μελωδία! Χύθηκε η μελωδία στην καρδιά του. Έψαξε στην τσέπη του γυρεύοντας μολύβι και χαρτί. Δεν είχε. Τα μαγαζιά είχαν κλείσει. Οι στίχοι έρχονταν ο ένας πίσω απ’ τον άλλον – εξαίσιες φράσεις θα χάνονταν. Ο Πόε όρμησε προς το πρώτο σπίτι που ήταν εκεί κοντά, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Ήταν το σπίτι του δικαστή Gile. Άνοιξε ο ίδιος ο δικαστής. «Χαρτί και μελάνη, σας παρακαλώ!» είπε έξαλλος ο νυχτερινός ξένος. Ο δικαστής βλέποντας πως έχει να κάνει μ’ έναν κύριο τον κάλεσε μέσα, τον οδήγησε στη βιβλιοθήκη του, και αποσύρθηκε ευγενικά αφήνοντας μόνον τον ξένο. Όταν αργότερα μπήκε στη βιβλιοθήκη για να δει τι κάνει ο άγνωστος, αυτός δεν ήταν πια εκεί. Όμως πάνω στο τραπέζι, γραμμένοι σ’ ένα χαρτί, ήταν οι πρώτες τρεις στροφές των «The Bells» που αργότερα ο δικαστής τις κορνίζωσε και τις κρέμασε στο γραφείο του:
Hear the sledges with the bells –
Silver bells!
What a world of merriment their melody foretells!
How they tinkle, tinkle, tinkle,
In the icy air of night!
While the stars that oversprinkle
All the heavens, seem to twinkle
With a crystalline delight;
Keeping time, time, time,
In a sort of Runic rhyme,
To the tintinnabulation that so musically wells
From the bells, bells, bells, bells,
Bells, bells, bells –
From the jingling and the tinkling of the bells.
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ «Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΠΟΕ»
Το κοράκι (απόσπασμα)
‘Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν’ αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ’ άλλο.
Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.
«Χωρίς λοφίο», ρώτησα, «κι αν είν’ η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ’ όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ’ όνομά σου!»
Και το κοράκι απάντησε: «Ποτέ από ‘δω και πια».
Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί
ν’ ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα
αν κι η μικρή απάντηση που μου ‘δωσε δεν ήταν
καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου
ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη
απάνω από τη πόρτα σου να λέει:
«Ποτέ πια».
Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο
δεν είπε άλλη λέξη πια σα να ‘ταν η ψυχή του
από τις λέξεις: «Ποτέ πια», γεμάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του
να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:
«Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να ‘ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις».
Μα το πουλί απάντησε: «Ποτέ από δω και πια».
Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου ‘πε
πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω.
«Σίγουρα» σκέφτηκα, «αυτό που λέει και ξαναλέει
θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του
που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ’ το τραγούδι
που θα ‘λεγεν ολημερίς και του ‘καμε να λέει
λυπητερά το «Ποτέ πια» για τη χαμένη ελπίδα».
Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ’ έφερε γέλιο
κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του
και βυθισμένος σ’ όνειρα προσπάθησα να έβρω
τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι,
το άχαρο, τ’ απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,
σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις:
«Ποτέ πια»
Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα
χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι
που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν.
Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος
του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι,
στο μέρος που το χάϊδευαν η λάμψη της καντήλας,
εκεί όπου η αγάπη μου δε θ’ ακουμπήσει
πια!
Mετάφραση Κ. Ουράνη
Annabel Lee
Έχουν περάσει πολλά πολλά χρόνια από τότε
Σ’ενα βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
Που κάποια κόρη ζούσε, ίσως την ξέρετε
Άναμπελ Λη ήταν το όνομα της
Κι η κορη αυτή ζούσε με μόνο μια σκέψη
Να με αγαπά και να την αγαπώ.
Ήμαστε ακόμα τότε και οι δυο παιδιά
Σ’ενα βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
αλλά αγαπιόμαστε με μιαν αγάπη μεγαλύτερη ακόμα κι από την αγάπη
εγώ και η δική μου Άναμπελ Λη .
Με μιαν αγάπη που τη ζήλευαν τα φτερωτά σεραφείμ στον ουρανό
Μας ζήλευαν εκείνη κι εμένα.
Κι αυτός ήταν ο λόγος που χρόνια πριν
Σε αυτό το βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
Φύσηξε ένας άνεμος από ένα σύννεφο
και πάγωσε την όμορφη μου Άναμπελ Λη
Κι έτσι οι συγγενείς της ήρθαν και
την πήραν μακριά από εμένα
να την κλείσουν μέσα σε ένα μνήμα
Στο βασίλειο αυτό δίπλα στη θάλασσα
Οι άγγελοι, που δεν είχαν ούτε τη μισή δική μας ευτυχία
ζήλεψαν εμένα και εκείνη
Ναι! Αυτός ήταν ο λόγος (και το ξέρουν όλοι
στο βασίλειο αυτό δίπλα στη θάλασσα)
ότι ένας άνεμος από ένα σύννεφο τη νύχτα
παγώνοντας και σκοτώνοντας την Άναμπελ Λη.
Αλλά η αγάπη μας ήταν πιο δυνατή από την αγάπη
αυτών που είναι μεγαλύτεροι μας
Αυτών που είναι σοφότεροι από εμάς
Και ούτε οι άγγελοι στον παράδεισο ψηλά
ούτε οι δαίμονες κάτω από τη θάλασσα
μπορούν να χωρίσουν την ψυχή μου
από την ψυχή της Αναμπελ Κη
Γιατί το φεγγάρι ποτέ δε φέγγει χωρίς να μου φέρει όνειρα
της όμορφης Άναμπελ Λη
και τα αστέρια δε βγαίνουν ποτέ, αλλά νιώθω τα λαμπερά μάτια
της όμορφης Άναμπελ Λη
Και έτσι, όλη τη νύχτα, ξαπλώνω δίπλα από
την αγαπημένη μου, τη ζωή μου και τη γυναίκα μου
στο μνήμα δίπλα από τη θάλασσα
στον τάφο της εκεί που σκάει το κύμα.
http://www.eros-erotas.gr/
δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου