ΑΝΤΩΝΗΣ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ "Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ"

dorina costras painting

Όταν σε είδα
επιχείρησα
τη μεγάλη μου έξοδο.
Βγήκα από μέσα μου
και ξενιτεύτηκα
στο σώμα σου,
χωρίς τίποτα πια
να νοσταλγώ.
Έκτοτε
παραμένω εκεί
μετανάστης απλός
που εκλιπαρεί δειλά
να του προσφέρεις
ιθαγένεια.

ΑΝΤΩΝΗΣ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ






Σεργκέι Ραχμάνινοφ (1 Απριλίου 1873 – 28 Μαρτίου 1943)

 

Ο Σεργκέι Βασίλιεβιτς Ραχμάνινοφ (1 Απριλίου 1873 – 28 Μαρτίου 1943) ήταν Ρώσος συνθέτης, πιανίστας και διευθυντής ορχήστρας. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους πιανίστες του 20ου αιώνα, εξ αιτίας των εξαιρετικών τεχνικών δυνατοτήτων του. Υπάρχουν πολλές ηχογραφήσεις με τον ίδιο να εκτελεί έργα δικά του αλλά και άλλα σημαντικά έργα του πιανιστικού ρεπερτορίου. Η ποιότητα των συνθέσεών του συχνά αμφισβητήθηκε, παρ’ όλο που η δημοτικότητά του ήταν πολύ μεγάλη. Στα έργα του συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, 4 κοντσέρτα για πιάνο, 3 συμφωνίες, 2 σονάτες για πιάνο και 3 όπερες. Το ύφος των περισσότερων συνθέσεών του είναι το ύφος του ύστερου ρομαντισμού, συγγενικό με την μουσική του Τσαϊκόφσκι, αλλά διακρίνονται και επιδράσεις από τον Σοπέν και τον Λιστ.

Παιδικά χρόνια και σπουδές

Γεννήθηκε στο Σεμιόνοβο, κοντά στο Νόβγκοροντ, στην βορειοδυτική Ρωσία και ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά μιας αρκετά εύπορης οικογένειας. Ο πατέρας του, Βασίλι Ραχμάνινοφ, ήταν αξιωματικός του Ρωσικού στρατού (εν αποστρατεία όταν γεννήθηκε ο Σεργκέι) και η μητέρα του κόρη στρατηγού, η οποία είχε προικοδοτήσει το σύζυγό της με μεγάλες εκτάσεις γης και ακίνητα. Ο Βασίλι Ραχμάνινοφ εξ αιτίας του πάθους του για τη χαρτοπαιξία, οδηγήθηκε σε οικονομική καταστροφή το 1882, κατασπαταλώντας την περιουσία της γυναίκας του και το 1882 αναγκάστηκε να πουλήσει και το τελευταίο οικογενειακό κτήμα στο Όνεγκ και να μετακομίσει σε ένα μικρό σπίτι στην Αγία Πετρούπολη.

Ο Βασίλι Ραχμάνινοφ ήταν η αιτία για μια αλυσίδα ψυχολογικών τραυματικών εμπειριών στη ζωή του Σεργκέι, οι οποίες διαμόρφωσαν καθοριστικά την ψυχοσύνθεσή του καθώς και την ανάγκη να εκφράζεται μέσω της σύνθεσης.

Εκείνη την εποχή η Αγία Πετρούπολη μαστίζεται από επιδημία διφθερίτιδας. Τρία από τα αδέλφια του Σεργκέι –μεταξύ των οποίων και ο ίδιος- προσβάλλονται αμέσως. Και αν ο Σεργκέι και ο αδελφός του Βλαντιμίρ διαφεύγουν τον κίνδυνο, ο τραγικός θάνατος της αδελφής του Σοφίας δίνει το τελειωτικό χτύπημα στον κλονισμένο γάμο των γονιών του.

Εκεί στην Αγία Πετρούπολη γράφεται στο Ωδείο με υποτροφία. Αρχικά δεν ενδιαφερόταν για την μουσική και οι επιδόσεις του ήταν κακές, όμως με την συμβουλή του πιανίστα Αλεξάντρ Ζιλότι, που ήταν ξάδερφος του και είχε υπάρξει μαθητής του Φραντς Λιστ, η μητέρα του τον έγραψε στην τάξη πιάνου του Νικολάι Ζβέρεφ, στο Ωδείο της Μόσχας και μετακομίζει στο σπίτι του Ζβέρεφ, ο οποίος προσέφερε στέγη σε ταλαντούχους μαθητές του, και μάλιστα δεν ζητούσε αμοιβή για την διδασκαλία του.

Ήταν όμως απαιτητικός δάσκαλος και είχε επιβάλει αυστηρή πειθαρχία στους μαθητές. Το 1888 ο Ραχμάνινοφ άρχισε να φοιτά στην προχωρημένη τάξη πιάνου του Ζιλότι και παράλληλα να αφιερώνεται στην σύνθεση. Την ίδια περίοδο έφυγε από το σπίτι του Ζβέρεφ επειδή εκεί δεν είχε την απαραίτητη ησυχία να συγκεντρωθεί στην σύνθεση.


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Νικολάι Γκόγκολ ( 1 Απριλίου 1809 - 4 Μαρτίου 1852)

 

Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ ( 1 Απριλίου 1809 - 4 Μαρτίου 1852) ήταν Ουκρανός θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος. Έγραψε πολλά διηγήματα, ένα -το κορυφαίο του έργο - μυθιστόρημα, τις «Νεκρές ψυχές», θεατρικά έργα - από τα καλύτερα του παγκόσμιου δραματολογίου, όπως «Ο επιθεωρητής», καθώς και κάποια ποιήματα. Τα έργα του συγκαταλέγονται στα μεγαλύτερα αριστουργήματα της ρωσικής ρεαλιστικής λογοτεχνίας στο 19ο αιώνα και θεωρείται εφάμιλλος μεγάλων συγγραφέων όπως οι Λέων Τολστόι, Ιβάν Τουργκένιεφ, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι κι ο ποιητής Αλεξάντρ Πούσκιν.

Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ γεννήθηκε την 1η Απρίλη του 1809 στο κοζάκικο χωριό Σορότσινσκι της (τότε επαρχίας Πολτάβα) στην κεντρική Ουκρανία, (τότε Ρωσική Αυτοκρατορία) στο προγονικό υποστατικό της οικογένειας Γκόγκολ – Γιαννόφσκι.
Ήταν ο μοναχογιός του Κοζάκου Βασίλι Αφανάσοβιτς Γκόγκολ- Γιαννόφσκι – γαιοκτήμονα και μέλους της τοπικής αριστοκρατίας – που ασχολούνταν με την ποίηση και την θεατρογραφία και ο οποίος πέθανε το 1824, όταν ο Γκόγκολ ήταν 15 χρονών. Ο πατέρας του ασχολούνταν με το θέατρο ερασιτεχνικά γράφοντας διάφορα εργάκια που τα έπαιζαν στο αυτοσχέδιο θέατρο της οικογένειας. Σίγουρα, εδώ μπορούμε να βρούμε τις ρίζες της λογοτεχνικής ενασχόλησης του Γκόγκολ καθώς και την αγάπη του για το θέατρο. Από τη μητέρα του πάλι, τη Μαρία Ιβάνοβνα Κοσιαρόφσκαγια- επίσης κοζάκικης καταγωγής και μέλος οικογένειας τοπικών αξιωματούχουν - βαθιά θρησκευόμενη σχεδόν θρησκόληπτη, φαίνεται να κληρονόμησε τον θρησκευτικό μυστικισμό που τόσο τον ταλαιπώρησε τα τελευταία κυρίως χρόνια της ζωής του.
Μετά το πέρας της βασικής εκπαίδευσης, ο Γκόγκολ από τα 11 μέχρι και τα 19, (1820 – 1828) σπούδασε στο ανώτερο γυμνάσιο της πόλης Νιζίν της Ουκρανίας. Στο Γυμνάσιο είχε διακριθεί σαν ηθοποιός στις σχολικές παραστάσεις αλλά και σε μίμος αφού μπορούσε να υποδοθεί καταπληκτικά διάφορους χαρακτηριστικούς τύπους. Αυτή η ικανότητα όμως, δεν τον έκανε – όπως ίσως θα περίμενε κανείς – δημοφιλή. Αντίθετα, ήταν απομονωμένος, και οι φίλοι του ήταν ελάχιστοι.
Το 1828 αφού τέλειωσε το Γυμνάσιο μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη, και αναζήτησε δουλειά στο «Αυτοκρατορικό Θέατρο του Χραποβίτσκι». Έδωσε εξετάσεις μπροστά στον διευθυντή του θεάτρου της πόλης αλλά απορρίφθηκε. Μετά την απόρριψη του εγκατέλειψε αυτό το όνειρο, πικραμένος. 
Ταυτόχρονα, ασχολούνταν με τη λογοτεχνία και δημοσίευσε ανώνυμα πρώτα ένα ποίημα με τον τίτλο «Ιταλία», που δεν το πρόσεξε κανείς και έπειτα με το ψευδώνυμο «Β. Αλώφ» ένα έμμετρο ειδύλλιο που είχε γράψει στα γυμνασιακά του χρόνια, το «Χανς Κιούχελγκάρντεν». Το ποίημα επικρίθηκε από μερικούς κριτικούς και ο Γκόγκολ μάζεψε όλα τα κυκλοφορούντα αντίτυπα και τα έκαψε. Ωστόσο δεν απογοητεύτηκε τόσο ώστε να σταματήσει κάθε ενασχόληση. Συνέχισε να δημοσιεύει σποραδικά, κάποια διηγημάτά του σε λογοτεχνικά περιοδικά ενώ παράλληλα βρήκε μια θέση γραμματέα στο υπουργείο εθνικής οικονομίας από την οποία κέρδιζε τα προς το ζην.
Το 1831 είναι η χρονιά που ο Γκόγκολ θα γνωρίσει την επιτυχία. Η δημοσίευση του πρώτου τόμου των διηγημάτων από την Ουκρανική γη, με τίτλο «Βραδιές στο μετόχι κοντά στη Ντινάνκα» ή «Βραδινές συντροφιές στο χωριό» θα τον κάνει γνωστό και αποδεκτό στον πνευματικό κόσμο της χώρας. Θα προκαλέσει μέχρι και τα ευνοϊκότατα σχόλια του μεγάλου Πούσκιν αλλά και του κορυφαίου κριτικού του καιρού του, του Βησσαρίωνα Μπελίνσκι.
Στα 23 του χρόνια, ο Γκόγκολ είναι πλέον μια προσωπικότητα των ρωσικών γραμμάτων.
Το 1832 θα γράψει και το πρώτο του θεατρικό έργο «Το παράσημο του Βλαδίμηρου γ' τάξης», που δεν το ολοκλήρωσε όμως, φοβούμενος οτι η λογοκρισία δεν θα του επέτρεπε να το ανεβάσει.(Την εποχή του τσάρου Νικόλαου του Α', εποχή κατά την οποία έζησε ο Γκόγκολ αλλά και ο Πούσκιν, η Αυτοκρατορική Επιτροπή Λογοκρισίας ήταν παντοδύναμη, και έλεγχε όλη την πνευματική παραγωγή της χώρας.) Το 1833 αρχίζει να γράφει την κωμωδία του «Τα Παντρολογήματα», αλλά την αφήνει στη μέση, για να αφοσιωθεί στην επόμενη που σχεδίαζε, τον περίφημο «Επιθεωρητή».
Με τη βοήθεια των καινούριων φίλων του διορίζεται καθηγητής σε ένα παρθεναγωγείο, θέση που αφήνει το 1834 για να δουλέψει σαν υφηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πετρούπολης στο μάθημα της Μεσαιωνικής Ιστορίας. Όμως και αυτή η απασχόλησε δεν του ταίριαζε και παραιτήθηκε.
Το 1835 δημοσίευσε την επόμενη συλλογή διηγημάτων του, το «Μιργκορόντ» (η πόλη της ειρήνης), με θέματα από την αγαπημένη του Ουκρανία από την οποία διάσημο θα γίνει το διήγημά του «Ταράς Μπούλμπα». Στη συλλογή «Αραβουργήματα» θα ασχοληθεί με την καθημερινή ζωή της Πετρούπολης, και θα μας δώσει το επίσης διάσημο, «Ημερολόγιο ενός τρελλού».
Λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του «Μιργκορόντ», τελείωσε τη συγγραφή του θεατρικού έργου Ο Επιθεωρητής,το οποίο πρωτοπαίχτηκε τον Απρίλιο του 1836. Το έργο τάραξε τα λιμνάζοντα νερά και της θεατρικής γραφής αλλά και της κοινωνίας. Διαφεύγοντας από την λογοκρισία, η οποία θεωρώντας το έργο μια εύθυμη κωμωδία δεν κατάλαβε την πραγματική σημασία , σατιριζει αμείλικτα όλη τη γραφειοκρατική δομή της αυτοκρατορίας.Μια πολεμική ξεκίνησε εναντίον του από τους δημόσιους υπάλληλους, που τον αναγκάζει -πικραμένο- να φύγει από τη Ρωσία.
Πρώτος σταθμός η Ζυρίχη, μετά το Παρίσι. Εγκαθίσταται μόνιμα στη Ρώμη, και αρχίζει να γράφει τις «Νεκρές Ψυχές» ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα στην παγκόσμια λογοτεχνία. Το εξαιρετικό χιούμορ της ιστορίας προέρχεται από μοναδική και σαρδόνια σε σύλληψη ιδέα: Ένας φιλόδοξος, πονηρός κι αδίστακτος τυχοδιώκτης, πηγαίνει από μέρος σε μέρος, αγοράζοντας ή κλέβοντας από τους ιδιοκτήτες τους, τους τίτλους των... νεκρών δουλοπαροίκων. Με αυτήν την "ιδιοκτησία" ως ασφάλεια, προγραμματίζει να πάρει δάνεια με τα οποία θ' αγοράσει ένα κτήμα με... ζωντανές ψυχές. Το βιβλίο αυτό είναι εμπνευσμένο από τη ζωή των δουλοπάροικων της εποχής του. Οι δουλοπάροικοι ήταν σκλάβοι που ανήκαν στη γη, που τους αγόραζαν και τους πουλούσαν μαζί με τα κτήματα. Το μυθιστόρημα αντανακλά τη σχέση μεταξύ κολίγων κι αφεντάδων και φυσικά την ιδέα που είχαν οι δεύτεροι για τους πρώτους, καθώς επίσης κι ένα μεγάλο αριθμό εξόχως απεικονισμένων ρωσικών επαρχιακών χαρακτήρων. Με το τελείωμα του πρώτου μέρους του βιβλίου, το 1841 ξαναγυρίζει στη Ρωσία. Ύστερα απο 3 μήνες αγώνα με την επιτροπή λογοκρισίας το μυθιστόρημα δημοσιεύεται τον Μάη του 1842. Ο επόμενος σεισμός που επιφύλαξε ο Γκόγκολ στον πνευματικό κόσμο της χώρας είχε γίνει. Το έργο έκανε τεράστια εντύπωση, συγκλόνισε ολόκληρη τη Ρωσία και όχι μόνο τον πνευματικό κόσμο. Δίχασε ακόμα μια φορά, το κοινό (άλλοι το αγάπησαν, άλλοι το μίσησαν) ενώ ο Γκόγκολ που ίσως περίμενε πανεθνική ομόφωνη αναγνώριση θα εγκαταλείψει και πάλι και Ρωσία.
Θα ξαναγυρίσει στην αγαπημένη του Ρώμη. Τον ίδιο χρόνο θα τελειώσει το θεατρικό του έργο «Τα Παντρολογήματα» και τα στέλνει να παρουσιαστούν στο θέατρο της Ρωσίας. Το έργο πρωτοπαίχτηκε τον Δεκέμβρη του 1842.
Τελειώνει επίσης και την άλλη κωμωδία του, τους «Παίκτες», που την είχε αρχίσει το 1836. Το έργο ανέβηκε τον Φεβρουάριο του 1843.
Την ίδια χρονιά θα δημοσιεύεσει και το διήγημά του, το περίφημο «Παλτό», ένα έργο που θα κάνει τεράστια εντύπωση στους συγχρόνους του και θα επηρεάσει και τους μεταγενέστερους. Χαρακτηριστική της επίδρασης στην ρωσική πεζογραφία του διηγήματος αυτού είναι η φράση του Ντοστογιέφσκι: «Όλοι βγήκαμε από το «Παλτό» του Γκόγκολ».
Στη Ρώμη η ζωή του δεν είναι καθόλου εύκολη.
Η ψυχική αρρώστια που ο ίσκιος της απλωνόταν πάντα στη ζωή του, αρχίζει να κάνει την εμφάνισή της πιο ευδιάκριτα. Νευρικοί πόνοι στο στομάχι τυραννούν το σώμα του, ενώ τύψεις τυραννούν την ψυχή του. Νιώθει οτι με τις «Νεκρές Ψυχές», αδίκησε τη Ρωσία, ότι δεν την αγαπάει όσο θα όφειλε, οτι της έκανε κακό και θέλει τώρα να επανορθώσει. Αποφασίζει να προσθέσει ακόμα δυο μέρη στο έργο, για να συμπληρώσει την πραγματική εικόνα της χώρας Θα ονομάσει το δεύτερο βιβλίο «Αφυπνιζόμενες Ψυχές» και το τρίτο, «Ξυπνημένες ψυχές». Και αρχίζει την προσπάθεια. Όμως δεν είναι ευχαριστημένος από το γράψιμό του, γράφει και σβήνει συνέχει και μάλιστα καίει τα χειρόγραφά του δυο φορές: το 1843 και ύστερα το 1845.
Πιστεύει τότε οτι δεν τα καταφέρνει γιατί είναι αμαρτωλός. Δεν μπορεί να αποδώσει στο χαρτί αυτό που σκέφτεται και νιώθει γιατί τον τιμωρεί ο Θεός.
Η ψυχική αρρώστια έχει πλέον το πάνω χέρι. Η μόνη διέξοδος που βρίσκει όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά για όλη τη ρωσική κοινωνία, είναι το πισωγύρισμα, η επιστροφή στα πατροπαράδοτα θεμέλια της Ρωσίας: την απόλυτη υποταγή στον Τσάρο και στην Ορθόδοξη εκκλησία. Το 1847 μάλιστα, θα παρουσιάσει αυτές τις σκέψεις του, στο «Διαλεγμένα αποσπάσματα από γράμματα σε φίλους μου», που υπό τη μορφή αλληλογραφίας (διαλόγου) μεταξύ φίλων παρουσιάζει τα καινούρια πιστεύω του. Μόνο η διατήρηση της παλιάς κατάστασης είναι η λύση. Ολη η χώρα πρέπει να αφοσιωθεί στο Τσάρο και στην Ορθοδοξία. Κάθε νεωτερισμός είναι έργο του Σατανά, ακόμα και η γνώση γραφής και ανάγνωσης κάνουν κακό στον αγνό Ρωσο χωριάτη.
Το βιβλίο αυτό συγκλονίζει ακόμα μια φορά την Ρωσία, για τους αντίθετους ακριβώς λόγους από τα προηγούμενα. Όλοι μένουν έκπληκτοι από την στροφή αυτή, του μέχρι τότε πρωτοπόρου συγγραφέα.
Ο Γκόγκολ δεν μπορεί να ξαναβρεί τον παλιό εαυτό του.
Πηγαίνει για ένα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και τον Απρίλη του 1848 ξαναγυρίζει στην πατρική του γη. Αφού επισκέπτεται το πατρικό του σπίτι, πάει στην Πετρούπολη και απο κεί στη Μόσχα, όπου θα εγκατασταθεί μόνιμα το φθινόπωρο του 1851. Θρησκομανής πλέον, την χαριστική βολή θα του την δώσει η γνωριμία του, με τον πατέρα (starets) Ματβέι Κονσταντινόφσκυ, έναν αμόρφωτο καλόγερο, εξορκιστή δαιμονίων. Υπό την καθοδήγηση του  Ματβέι, και για να σώσει την ψυχή του, καίει τα χειρόγραφα του σχεδόν τελειωμένου δεύτερου τόμου, των «Νεκρών Ψυχών» στις 24 Φεβρουαρίου του 1852.  Στο τέλος, -σαν ένα είδος αυτοκτονίας – σταματά να τρώει. Θα πεθάνει απο ασιτία στις 4 Μαρτίου του 1852 σε ηλικία μόλις 43 ετών. Ο συγγραφέας που την κηδεία του θα παρακολουθήσει ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων, θα ταφεί στο Μοναστήρι Ντανίλωφ, στα περίχωρα της Μόσχας. Όταν το 1931, η σοβιετική κυβέρνηση αποφασίζει να γκρεμίσει το μοναστήρι, τα οστά του μεταφέρονται στον σημερινό τόπο ανάπαυσής του, στο νεκροταφείο Νοβοντέβιτσι. Όμως όταν ανοίγεται ο τάφος για την μεταφορά, το πτώμα βρίσκεται ξαπλωμένο μπρούμυτα. Η υπόθεση ότι ο Γκόγκολ τάφηκε ενώ ήταν ακόμα ζωντανός, κυριαρχεί μέχρι σήμερα.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/




Γιλμάζ Γκιουνέι ( 1 Απριλίου 1937 - 9 Σεπτεμβρίου 1984 )

 


Ο Γιλμάζ Γκιουνέι (Yılmaz Güney, 1 Απριλίου 1937 - 9 Σεπτεμβρίου 1984) ήταν σημαντικός Τούρκος ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ήταν κουρδικής καταγωγής και έχει καθιερωθεί ως σύμβολο κοινωνικών αγώνων. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιλμάζ Πουτούν.


Γεννήθηκε στις 1 Απριλίου του 1937, στη νοτιοανατολική Τουρκία, κοντά στα Άδανα, στο χωριό Γκιουνέι (= Νότος), το οποίο στη συνέχεια χρησιμοποίησε ως επώνυμό του. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Αρχικά ασχολήθηκε με την λογοτεχνία και την ποίηση και το 1958 στράφηκε στον κινηματογράφο ως ηθοποιός και σεναριογράφος. Το 1961 εξέδωσε ένα βιβλίο που χαρακτηρίστηκε κομμουνιστικό και συνελήφθη και για 18 μήνες παρέμεινε στη φυλακή. Μετά την αποφυλάκισή του συμμετείχε σε 40 περίπου κινηματογραφικές ταινίες. Το 1968 ίδρυσε δική του εταιρεία κινηματογραφικής παραγωγής στην οποία ανέλαβε και τη σκηνοθεσία.

Το 1972 ο Γκιουνέι συνελήφθη και πάλι με την αιτιολογία ότι υποστήριζε επαναστατικές ομάδες με συνέπεια να οδηγηθεί στη φυλακή για δύο χρόνια μετά από χάρη που του απένειμε η νέα κεντροαριστερή κυβέρνηση του Ετσεβίτ. Ακολούθησε το γύρισμα της επόμενης ταινίας του "Ανησυχία" (Endise). Μία εβδομάδα μετά το γύρισμα και με αφορμή ένα καυγά που σημειώθηκε σε κάποιο καφενείο, όπου σκοτώθηκε ένας δικαστής κατηγορήθηκε ο Γκιουνέι ως αίτιος του φόνου, όπου με συνοπτική διαδικασία καταδικάστηκε σε 24 χρόνια φυλάκιση, που αργότερα μειώθηκαν στα 18. Τελικά κατάφερε και δραπέτευσε και φθάνοντας στη Γαλλία ζήτησε πολιτικό άσυλο, όπου και του δόθηκε. Εκεί ολοκλήρωσε το γύρισμα της ταινίας "ο Δρόμος" που είχε ξεκινήσει ο βοηθός του Σερίφ Γκερέν.

Σημαντικότερες ταινίες του είναι "Το κοπάδι" (1978) - τουρκικά "Suru", που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, "Ο δρόμος" (1982) -τουρκικά "Yol", που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Κανών, καθώς και "Ο τοίχος" - τουρκ. "Duvar" (1983).

Το 1984 ο Γιλμάζ Γκιουνέι ενώ ετοιμαζόταν να γυρίσει νέα ταινία με ελληνικό θέμα, έχοντας προσβληθεί από τον καρκίνο στομάχου πέθανε στο Παρίσι στις 9 Σεπτεμβρίου του 1984 σε ηλικία 47 ετών.



Γιλμάζ Γκιουνέι, ο αληταράς, το κουρδόσπερμα, ο βρωμοανατολίτης ο Κομμουνιστής !!!

Με αυτά τα λόγια ο τουρκικός τύπος υποδέχτηκε το 1982 τη βράβευση με το Χρυσό Φοίνικα των Καννών και την παγκόσμια αναγνώριση του Γιλμάζ Γκιουνέϊ. Ενός μεγάλου Κούρδου σκηνοθέτη ακτιβιστή και επαναστάτη που την προηγούμενη χρονιά είχε δραπετεύσει από τις περιβόητες τουρκικές φυλακές, όπου εξέτιε ποινή 18 ετών.

Γεννημένος το 1937 σε ένα χωριό των Αδάνων, γόνος μιας Κούρδικης φτωχής εργατικής οικογένειας, ο Γιλμάζ από μικρός είχε έφεση στα μαθήματα και κυρίως στις ξένες γλώσσες και τα Αγγλικά. Περίεργο πράγμα για την ηλικία του και την καταγωγή του καθώς δούλευε από πολύ μικρός για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες της ζωής.

Προσπαθεί να σπουδάσει οικονομικά πρώτα στο πανεπιστήμιο της Άγκυρας και μετά στην Κωνσταντινούπολη και στα 21 του χρόνια ασχολείται ενεργά με τη σκηνοθεσία. Στα τέλη της δεκαετίας του 50 δικάζεται και φυλακίζεται για 18 μήνες στο Ικόνιο επειδή έκδωσε ένα κομμουνιστικό διήγημα. Από κει και πέρα αρχίζουν οι φυλακίσεις και οι εξορίες που θα τον ακολουθήσουν έως και το τέλος της ζωής του. Ο Γκιουνέι υπήρξε το πιο διάσημο όνομα που αναδύθηκε από τον Τούρκικο κινηματογράφο σαν ηθοποιός και σαν σκηνοθέτης, το σκληρό πρόσωπο του του χαρίζει το ψευδώνυμο άσχημος βασιλιάς και η επιλογή του να απευθύνεται στον λαό και τα προβλήματά του τον κάνει μια από τις πιο λαοφιλής φιγούρες στην Τουρκία, φτάνοντας σε σημείο να συμμετέχει σε 20 ταινίες τον χρόνο. Αρχίζει να σκηνοθετεί τις δικιές του ταινίες το 1965. Οι τίτλοι των ταινιών του καθρεφτίζουν την κατάσταση και τα αισθήματα του Τούρκικου λαού:Umut (Ελπίδα,1970), Ağıt (Ελεγεία, 1972), Acı (Πόνος, 1971), Umutsuzlar (Οι αβοήθητοι, 1971). Μετά το 1972, ωστόσο, ο Γκιουνέι θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη φυλακή. Απελευθερώνεται από τη φυλακή το 1974, από γενική αμνηστία η οποία δόθηκε. Όσο είναι φυλακισμένος εκδίδει το περιοδικό «Γκιουνέι», που αριθμεί 13 τεύχη πριν το κλείσει ο στρατιωτικός νόμος και εξαιτίας των γραπτών του ξεκινήσουν δέκα διαφορετικές δίκες. Οι κατηγορίες ήταν: κομμουνιστική προπαγάνδα, αποδυνάμωση του εθνικού συναισθήματος, παρακίνηση του λαού σε διάπραξη εγκλημάτων, εγκλήματα που κλονίζουν το κύρος του κράτους στο εσωτερικό και το εξωτερικό και πάει λέγοντας.

Τον Αύγουστο του 1974 ανακατεύεται στη δολοφονία ενός εισαγγελέα και καταδικάζεται σε 19 χρόνια. Προσμετρώντας και τις άλλες καταδίκες του, η ποινή του πλησιάζει τα 100 χρόνια φυλάκισης. Στα έργα του ο Γκιουνέι προσπάθησε με τιμιότητα και ειλικρίνεια να κάνει τα βιώματα και τις αντιλήψεις του πράξη. Προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα της ισορροπίας ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο, δίνοντας φυσικά έμφαση στο δεύτερο. Ο φακός του προώθησε τις μέχρι τότε φόρμες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού με τη μυθοποίηση πραγματικών κοινωνικοπολιτικών δεδομένων («Ελπίδα»), την με απλή γλώσσα δραματοποίηση των σχέσεων και των αδιεξόδων της τούρκικης καθημερινότητας («Δρόμος») και την έξυπνη, πλατιά και διακριτική μαρξιστική θεώρηση της κοινωνικοοικονομικής εξέλιξης με την «επικολυρική πνοή ενός ποιητή της εικόνας» («Κοπάδι»).

Η αφηγηματική τεχνική του, συχνά σαρκαστικά, χιουμοριστικά και αισιόδοξα, αποδίδει πρωταγωνιστικό ρόλο στις συνθήκες όπως αυτές διαμορφώνονται και διαμορφώνουν πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα.
Αξίζει να αναφερθεί ακόμα η πλούσια λαογραφική και ηθογραφική παρουσία που τονίζει τα όποια βιώματα των ηρώων του και τους χαρακτηρίζει γλαφυρά σε τόπο και χρόνο. Το 1981 το σκάει από την φυλακή και το 1982 έρχεται και η παγκόσμια αναγνώριση στις Κάννες για την ταινία του Yol (Ο Δρόμος) που του χαρίζει και τον χρυσό φοίνικα. Η παγκόσμια αναγνώριση του Γκιουνέι αναγκάζει τις εφημερίδες να γράψουν «αυτό το κουρδόσπερμα, αυτός ο τσαμπουκάς βρωμοανατολίτης, ο αληταράς, ο νταβατζής και δολοφόνος, ο κομμουνιστής, εχθρός και διχαστής του έθνους» έγινε ο καλύτερος πρέσβης του ποιοτικού τούρκικου κινηματογράφου. Το 1983 σκηνοθετεί στην Γαλλία την τελευταία του ταινία Duvar (Ο τοίχος) μια βίαιη ιστορία φυλακισμένων παιδιών,μαζί με πολιτικούς κρατούμενους από το φασιστικό Τούρκικο καθεστώς. Το 1984 πεθαίνει από καρκίνο στο στομάχι στη Γαλλία, ακόμα και μετά το θάνατο του, οι ταινίες του είναι απαγορευμένες στην πατρίδα του. Στην Τουρκία φωτογραφίες του διατίθενται στους δρόμους, ενώ στους τοίχους κρεμάστηκαν αφίσες που γράφουν: «Εσένα που για χρόνια πολεμούσαν να σβήσουν το όνομά σου από την ιστορία του τουρκικού κινηματογράφου, κρατώντας σε πίσω απ’ τα σιδερένια κάγκελα, δεν μπόρεσαν να δέσουν τις Ελπίδες σου στις αλυσίδες. Καλώς ήρθες ανάμεσά μας, Γιλμάζ Γκιουνέι».


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ( 1 Απριλίου 1902 - 29 Απριλίου 1930 )

 


«Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη… /
 … Και θα μου κλειστούν τα χείλη /
 και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους, σιωπηλά… /
 … Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν… /
 … Όσα μ’ αγαπήσαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν…» 

Επιμέλεια δημοσίευσης  Μαρκέλλα  Μαρμαρινού 

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα την 1η Απριλίου 1902. Ο πατέρας της Ευγένιος ήταν Καθηγητής Φιλόλογος. Για τη μητέρα της Κυριακή, γνωρίζουμε πως ήταν μία καλή και τρυφερή μάνα. Έμεινε ορφανή και από τους δύο γονείς της. Έφυγε από τη ζωή ο πατέρας της κι ύστερα από σαράντα μέρες τον ακολούθησε και η μητέρα της. Η Μαρία δεν μπόρεσε ποτέ να θεραπευτεί από τις ενοχές της, γιατί την άφησε άρρωστη, όταν έφυγε κι εκείνη πέθανε κατά την απουσία της. Οι βασανιστικές τύψεις της, την έκαναν να γράψει:
«… Δεν σ’ ένιωσα πριν να σε χωριστώ /
 μα η θύμησή σου ακέρια που σου μένει, /
 μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ / 
για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη».


Τελείωσε το Γυμνάσιο στα Φιλιατρά Μεσσηνίας και ύστερα πήγε δύο χρόνια στο Αρσάκειο. Επέστρεψε στη γενέτειρά της και διορίστηκε, αφού έδωσε εξετάσεις, ως υπάλληλος στη Νομαρχία. Εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για το Γυναικείο ζήτημα και τη χειραφέτηση της γυναίκας. Μετατέθηκε στην Αθήνα για να φοιτήσει στη  Νομική Σχολή, αντί της Φιλοσοφικής που προτιμούσε ο πατέρας της. Ωστόσο, δε συμπλήρωσε ποτέ τις Πανεπιστημιακές της σπουδές. Συνεχίζει να εργάζεται στη Νομαρχία Αττικής! Έχει στενή συνεργασία με «Κείνον» τον νέο συνάδελφο αλλά και «άδοξο» ποιητή από την Τρίπολη. Μοιραία γνωριμία. «Ο μόνος που θα μπορούσε να με καταλάβει, αλλά ούτε και ’κείνος τόλμησε… Μου ’πε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα… ότι ήμουνα γι’ αυτόν μια παρηγοριά…» Ταυτόχρονα παρακολουθεί μαθήματα θεάτρου στη Δραματική Σχολή του Εθνικού και αργότερα στη Σχολή Κουνελάκη. Το 1926 παίζει κιόλας στο «Κουρέλι» του Νικοντέμι. Ταξιδεύει για το Παρίσι και επιστρέφει στην Αθήνα με κλονισμένη υγεία.

Αφημένη στις παρορμήσεις μιας φλογερής ιδιοσυγκρασίας, προσβλήθηκε από φυματίωση. 
«Δε θα το πουν, ο πόνος μου πώς άνθισε /
 παρά τα λυπημένα μου τραγούδια… / 
… Οι έρωτες αηδόνια μου τραγούδαγαν / 
γιατί ήμουν τρυφερή σαν τα λουλούδια». 

Κάνει απουσίες, είναι ανέμελη, άτακτη και ασυνεπής. Δίνει την εντύπωση αργόμισθης υπαλλήλου και παύεται. Αλλά ο έντονος ερωτισμός, που χαρακτήριζε τη βραχύχρονη ζωή της, εξαγνίζεται από την τραγική προαίσθηση του πρόωρου θανάτου της, καθώς διαφαίνεται μία έμφυτη τρυφερότητα και ποιητική ευαισθησία.


Από το 1915 αρχίζει τα πρώτα δημοσιεύματα. Τα έργα της είναι: «Αφιέρωση», «Χαμόγελα», «Ξεφάντωμα», «Μοιραίος δρόμος», «Οι τρίλιες που σβήνουν», «Ηχώ στο χάος», «Μεταφράσεις» και «Ανέκδοτα ποιήματα». Η δημιουργική της πορεία κράτησε ώς το τέλος!


Ποιός μπόρεσε να δώσει τη βιογραφία ενός αηδονιού ή ενός χελιδονιού; Ακατόρθωτο μοιάζει, αλλά κι εφικτό…

Με πολλή σαφήνεια, ειλικρίνεια και ωραίους λυρικούς τόνους, διαγράφεται στην ποίησή της ένας γυναικείος κόσμος. 

«Έλα γλυκέ, κι αν φτάνη η νύχτα / 
και το σκοτάδι δε σ’ αρέση, /
 αστέρινο θαμπό στεφάνι / 
η αγάπη μου θα σου φορέση. /
 … Θα σου καρφώσω ένα λουλούδι / 
τ’ όνειρο πάνω στην καρδιά σου, / 
θα πλέξω τα ξερά τα φύλλα /
 με τα κατάχλωρα μαλλιά σου».




Αυτή, μόνο αυτή, τραγούδησε με θηλυκότητα, με όλη εκείνη τη γλυκά στιχουργημένη τρυφερότητα της ερωτικής λαχτάρας και της ενθουσιασμένης υποταγής, μία μοναδική ευτυχισμένη στιγμή, για να φανερώσει όλο το βάθος και τη σημασία, καθώς και το μυστήριο της αλήθειας ή της αξίας της.

·   H Μαρία, παρέμεινε αγνή, ευαίσθητη. Διατήρησε ανέγγιχτη, με τρόπο «παρθενικά ώριμο», την παιδική της φρεσκάδα. Η ζωή της, ξεχειλίζει τόσο πολύ και μια κραυγή υπάρχει διάχυτη στη νεανική της ποίηση.


Κάποτε ο Έρως ξαφνικά κρύφτηκε στην καρδιά μου /
κ’ η ομορφιά του μυστικά τρέμισε στη ματιά μου…
Και… oι πόθοι, ανήσυχα πουλιά, δε θέλαν να φωλιάσουν…
Και… λίγο, λίγο τα μικρά και τα γλυκά που φτάναν’ /
μ’ έπαιρναν πάλι ξένοιαστη και σκλάβα του με κάναν’…»


Το πάθος της καίει μέσα στα λόγια της και πραγματοποιεί λυρικότατες προσεγγίσεις σε ακραίες και οριακές καταστάσεις ζωής και θανάτου.
Τα ποιήματα είναι απλά, ρομαντικά και βαθυστόχαστα μέσα στην ορμητικότητά τους. Έχουν κάτι το πολύ δραματικό, ίσως γιατί από νωρίς εκείνη περιεβλήθη το θαμπό φωτοστέφανο του θανάτου. 

«Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη… /
 … Και θα μου κλειστούν τα χείλη /
 και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους, σιωπηλά… /
 … Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν… /
 … Όσα μ’ αγαπήσαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν…» 


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/




Ο ΜΗΝΑΣ ΑΠΡΙΛΙΟΣ ( ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ .ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΜΟΥΣΙΚΗ, ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ,ΘΡΗΣΚΕΙΑ )

 

Ο Απρίλης του Γ. Τσαρούχη

Ονομασίες του μήνα Απρίλη

Ο Απρίλης είναι ο τέταρτος μήνας του χρόνου κατά το Ιουλιανό και το Γρηγοριανό Hμερολόγιο, ο όγδοος κατά το Εκκλησιαστικό που αρχίζει τον Σεπτέμβριο, ο δεύτερος κατά το παλαιό ρωμαϊκό ημερολόγιο, και ο δέκατος στο αττικό ημερολόγιο ο οποίος ονομάζοντανΜουνιχιών και αντιστοιχούσε στο χρονικό διάστημα 24 Μαρτίου-22 Απριλίου του Γρηγοριανού ημερολογίου. Ο Απρίλιος περιλαμβάνει 30 ημέρες.
Οι Λατίνοι τον ονόμασαν Aprilis απ' το aperio= ανοίγω (apertus= ανοικτός και Apertio= Άνοιξη). μια που όλη η φύση ξαναγεννάται από το βαθύ χειμωνιάτικο ύπνο του χιονιού και τον αφιέρωσαν στη θεά Αφροδίτη.

Απρίλης και άνοιξη, Απρίλης και Πάσχα είναι για τον ελληνικό λαό σχεδόν αξεχώριστα. 
Γι' αυτό τον είπαν και Ανοιξιάτη και Αιγιωργίτη, απ' τη μεγάλη γιορτή που περιλαμβάνει, και Κερασάρη, εκεί που πρωτοβγαίνουν τα κεράσια.
Η ελληνική παράδοση ονομάζει τον Απρίλη και «Λαμπριάτη», γιατί συνήθως το μήνα αυτό γιορτάζουμε το Πάσχα, τη μεγαλύτερη χριστιανική γιορτή της Ορθοδοξίας. 
Η περίοδος της Μεγάλης Σαρακοστής, με την ψαλμωδία των Χαιρετισμών, ολοκληρώνεται την Παρασκευή που στις εκκλησίες ψάλλουν τον Ακάθιστο Ύμνο και ακολουθούν η Ανάσταση του Χριστού.

Ο Απρίλιος στην αρχαιότητα
Ο Απρίλιος μέχρι την εποχή του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Ιουλίου Καίσαρα περιελάμβανε 29 ημέρες και από τότε 30. Το 65 μ. Χ. ο Νέρων προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να μετονομάσει τον Απρίλιο σε Νερώνιο (Neronius) σε ανάμνηση της σωτηρίας του μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του στην οποία συμμετείχε και ο δάσκαλός τουΣενέκας, που τελικά αυτοκτόνησε για να αποφύγει τον εξευτελισμό.
Πολλές, πάντως, ήσαν οι γιορτές των αρχαίων Ρωμαίων οι οποίες ήσαν αφιερωμένες σε διάφορους θεούς τους, όπως στην Αφροδίτη και τον Απόλλωνα (την 1η Απριλίου), στηνΚυβέλη (τα Μεγαλήσια΄ από τις 4 έως τις 10 Απριλίου), ενώ στις 22 Απριλίου γιορτάζονταν (με ανάλογες κρασοκατανύξεις) τα Vinalia priora, οι πρώτες γιορτές κρασιού του έτους. Στα τέλη του μήνα ξεκινούσαν επίσης και τα Floralia, τα Ρωμαϊκά Ανθεστήρια, προς τιμήν της θεάς της βλάστησης και της Άνοιξης, της Flora.

Πρωταπριλιά
Με την 1η μέρα του Απρίλη το πρώτο έθιμο: το πρωταπριλιάτικο ψέμα. 
Καθένας αυτη τη μέρα προσπάθεί να ξεγελάσει τον άλλον με κάποιο αθώο ψέμα. 
Όλοι το' χουν για γούρι να ξεγελάσουν κάποιον. 
Στην Κομοτηνή λέγανε πως την Πρωταπριλιά το' χαν σε καλό να γελούν 
«για να γίνουν τα κουκούλια τους», τον καιρό που τρέφανε μεταξοσκώληκες για μετάξι. 
Με τα πρωταπριλιάτικα ψέματα άλλοτε παραπλανούσανε τα στίφη των φοβερών δαιμόνων. 
Τους ξεγελάγανε για να κτυπάνε αλλού, μακριά από τα δένδρα τους, όσο να λιώσουν 
οι δαίμονες και να χαθούν με τα τελευταία χιόνια.
Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για τις ρίζες του εθίμου της Πρωταπριλιάς. Μπορεί η πρώτη αναφορά να εμφανίζεται σε βρετανικό μυθιστόρημα του 14ου αιώνα, παρ’ όλα αυτά οι περισσότεροι ερευνητές ισχυρίζονται ότι το έθιμο είναι πολύ παλαιότερο. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τα πρωταπριλιάτικα ψέματα έχουν τις ρίζες τους στους Κέλτες, οι οποίοι, παρότι ήξεραν ότι ο Απρίλιος ήταν κακός μήνας για ψάρεμα, κάθε χρόνο ξεκινούσαν τα ταξίδια τους την πρώτη του μηνός. Καθώς επέστρεφαν με άδεια δίχτυα στα χωριά τους, αναγκάζονταν να ψεύδονται όταν οι συντοπίτες τους τους ρωτούσαν για την… ψαριά τους! Γάλλοι ερευνητές, πάντως, δηλώνουν πεπεισμένοι ότι το έθιμο της Πρωταπριλιάς προέρχεται από τη χώρα τους. Και αυτό γιατί μέχρι το 1564 οι Γάλλοι γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά την πρώτη Απριλίου, έθιμο που ορισμένοι δυσκολεύτηκαν πολύ να ξεχάσουν, ενώ άλλοι ενημερώθηκαν για αυτή την αλλαγή αρκετά χρόνια αργότερα! Οταν, λοιπόν, η γιορτή μεταφέρθηκε την 1η Ιανουαρίου κάποιοι… δεν το ήξεραν και συνέχισαν να γιορτάζουν το νέο χρόνο τον Απρίλιο. Οι υπόλοιποι τους έστελναν δώρα για να τους κοροϊδέψουν.

Το Καλαντάρι του Απριλίου  από το Très riches heures du duc de Berry


ΠΟΙΗΜΑΤΑ 
Κική Δημουλά

i - Οι λυπημένες φράσεις
«…Να είχαμε μιαν άνοιξη./ Μη γελάς.
Με πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Ας λένε τα πουλιά και οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Απρίλης.
Το λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Εμένα μ’ εξαπατούν οι θεοί/ κάθε που αλλάζει ο καιρός
κάθε που δεν αλλάζει./ Μη γελάς.
Έαρ δε γίνεται/ με ρίμες/ ήλιοι- Απρίλιοι
ήλιοι- Απρίλιοι,/ ομοικατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,/ στρέμματα φωτός,
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσω…
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις
στους δρόμους τους εμπορικούς
τις Κυριακές τις ανοιξιάτικες».

ii.
Ο Απρίλης- φημισμένος κηπουρός- πήδηξε το πρωί
Στο χέρσο κήπο μου κι ένα εξαίσιο έμπηξε
Τριαντάφυλλο. Η άνοιξη κρυμμένη πίσω από το
Τριαντάφυλλο βλέπει την έκπληξή μου και γελάει
Ενώ με την απέραντη χαρά μου
Παρασημοφορεί το μάγο κηπουρό"


Τ S Eliot - Έρημη Χώρα 

(απόσπασμα) 
«Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
Ο χειμώνας μας ζέστανε, σκεπάζοντας
Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας
Λίγη ζωή μ’ από ξερούς βολβούς.
Ποιες ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι δυναμώνουν
Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια; Γιε του Ανθρώπου,
Να πεις, ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο
Μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο ήλιος,
Και δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο, κι ο γρύλος ανακούφιση
Κι η πέτρα ήχο νερού
Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο
Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θα ανθίσει φέτο;»

Illustration of the month of April. Engraving by Jacques Callot.



Ο. Ελύτης - Το ημερολόγιο ενός αθέατου Απρίλη
(απόσπασμα)

Ολοένα σφύριζε ο αέρας κι ολοένα σκοτείνιαζε
Κι ολοένα έφτανε η μακρινή φωνή στ’ αυτιά μου:
«μια ζωή ολόκληρη»… «μια ζωή ολόκληρη…»….
Άραγες να ‘ναι η μοναξιά σ’ όλους του κόσμους ίδια;
…………………………………
Ολοένα σφύριζε ο αέρας κι ολοένα σκοτείνιαζε
Κι ολοένα έφτανε η μακρινή φωνή στ’ αυτιά μου:
«μια ζωή ολόκληρη»… «μια ζωή ολόκληρη…»….
Στον αντικρινό τοίχο οι σκιές των δέντρων παίζουν κινηματογράφο.
Κάπου, φαίνεται, θα διασκεδάζουν
Μόλο που δεν υπάρχουν διόλου σπίτια ή άνθρωποι
Ακούω κιθάρες κι άλλα γέλια που δεν είναι σιμά
Μπορεί και μακριά πολύ μέσα στων ουρανών τα αποκαϊδια
Την Ανδρομέδα, την Άρκτο ή την Παρθένο…
Άραγες να ‘ναι η μοναξιά σ’ όλους του κόσμους ίδια;»

Οδυσσέας Ελύτης, [Θυμάμαι ήταν Απρίλης]

“… Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά
το ανθρώπινο βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες- Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται
Παντοτινά του ο χρόνος
Σ’ άφησα τότες
Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ’ άσπρα σπίτια
Τ’ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ’ ένα μειδίαμα.
Τώρα θα ‘χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό
Θα ‘χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’ αντηχεί το Αιγαίο.”
(Ο. Ελύτης, Προσανατολισμοί, Ίκαρος)


Sebald Beham - März und April 





Ρένα Καρθαίου - Απρίλιος

Γύρω , γύρω όλοι , παιδιά ,
και στη μέση η Πασχαλιά !

Πάσχα κι η καρδιά του Απρίλη ,
Φιληθείτε εχθροί και φίλοι .

«Δεύτε λάβετε φως» όλοι ,
Φως στο σπίτι , στο περβόλι .

Μαύρες κότες σοκολάτα ,
κόκκινα τ’ αυγά στα πιάτα .

Ζήτω τα βουνά κι οι κάμποι !
Φως στο φως ο ήλιος λάμπει .

Γύρω γύρω όλοι
και στη μέση η Πασχαλιά .

Νίκος Καρούζος - Ο Γιάννης μέσα στο έαρ

Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα
κάποιο δέντρο είμαι
κ’ έγινε ποτάμι η ρίζα μου
τώρα που ξέρουμε πόσο μαύρη είν’ η θάλασσα
και το ποτάμι πάει…
Δυο φύλλα έρημα τα χείλη μου
τη νύχτα
ο άγγελος της μοναξιάς
με τολμηρά ενδύματα.
Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα
εποχή εχθρική
ώς το μυρωμένο βράδυ
ώς μέσα στα μεσάνυχτα.
Βγάλε ψυχή μου τραγούδι
να πολεμήσω την Άνοιξη.
Ξένος είμαι στο σπίτι μου
ξένος στους δρόμους
με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου.


Κ. Καρυωτάκης

Μέρα τ’ Απρίλη
γεμάτη θάμπος
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι.
Ως την εφίλει
το πρωινό θάμπος,
η φύση σάμπως
γλυκά να ομίλει.
Εκελαδούσαν
πουλιά πετώντας
όλο πιο πάνω.
Τ’ άνθη ευωδούσαν.
Κι είπε απορώντας:
“Πώς να πεθάνω;”

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ "Ο Μακρόν μάς διδάσκει τη φιλοσοφία μας"

 

-     «Υπάρχει ένα απόφθεγμα της αρχαιότητας που καθόρισε την πορεία σας;»(Ν. Αλιάγας)

-     «Όχι, δεν έχω μόνο ένα απόφθεγμα. Όταν θέλω να ηρεμήσω, καταφεύγω στην Παρμενίδεια ισορροπία. Επίσης υπάρχει κάτι στον Αριστοτέλη που αγαπώ πολύ, το οποίο κατά βάση σημαίνει ότι πρέπει να γίνουμε αυτό που έπρεπε να είμαστε και αυτό δεν είναι μια μορφή τετελεσμένου. Σημαίνει ότι υπάρχει κάτι ήδη στην ουσία της κατάστασης ενός ατόμου που υπάρχει ήδη εκεί και ότι τα γεγονότα αποκαλύπτονται σταδιακά αλλά εκτυλίσσονται στο βάθος». (Εμανουέλ Μακρόν)

Υπάρχουν στιγμές που δεν ξέρεις αν πρέπει να αισθάνεσαι περήφανος που είσαι απόγονος των αρχαίων Ελλήνων ή να νιώθεις άγχος και αμηχανία από το βάρος της πνευματικής τους κληρονομιάς. Πώς να σηκώσεις το βάρος μιας τέτοιας παρακαταθήκης χωρίς να βουλιάξεις στον ωκεανό του παρελθόντος; Κάπως έτσι ένιωθε και ο Σεφέρης μέσα από την καταβύθισή του στο αρχαιοελληνικό παρελθόν.

«Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες

πέτρες

Τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα

Τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα»


Η συνέντευξη

Τις παραπάνω σκέψεις προκάλεσε η συνέντευξη του Γάλλου προέδρου σε Έλληνα δημοσιογράφο επ’ ευκαιρία των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821. Η βαθυγνωσία του σχετικά με την Ελληνική φιλοσοφία και η άνεση με την οποία διατύπωνε τις απόψεις του για θέματα δύσκολα και έννοιες νοηματικά σύνθετες μάς γέμισε με ενοχές για τη δική μας αρχαιογνωσία. Συχνά αναρωτήθηκα πόσοι από τους δικούς μας πολιτικούς θα μπορούσαν να αναπτύξουν βασικές έννοιες και θέσεις της φιλοσοφίας μας και πόσοι θα μπορούσαν και θα έπρεπε να διαπαιδαγωγούν σε κάθε ομιλία τους – και όχι μόνο στους πανηγυρικούς – τους πολίτες και ιδιαίτερα τη νέα γενιά με τα υψηλά νοήματα και τις ρηξικέλευθες συλλήψεις των αρχαίων φιλοσόφων;

Νοήματα και συλλήψεις για την ουσία του «Όντος», τη δημοκρατία, την πολιτική, την ηθική, το «είναι», το ωραίο, το εφικτό της ελευθερίας, την κοινωνία

Η Παρμενίδειος Ισορροπία

Η αναφορά του Μακρόν στην «Παρμενίδειο Ισορροπία» προκάλεσε κατάπληξη τόσο ως προς την επιλογή του φιλοσόφου όσο και ως προς την αιτία της επιλογής της συγκεκριμένης θεωρίας του Ελεάτη φιλοσόφου,(«όταν θέλω να ηρεμήσω»).

Ο Παρμενίδης θεωρούσε πως η ισορροπία του σύμπαντος εξασφαλίζεται μέσα από μία ανώνυμη θεά – η προσωποποίηση της ανώτατης δύναμης, της «ανάγκης» - που επιβάλλει την αρμονία και την σταθερότητα του κόσμου «Εν δε μέσω τούτων δαίμων, η τα πάντα κυβερνά». Η κοσμική τάξη, δηλαδή, επιτυγχάνεται μέσα από την ισότητα των αντίθετων στοιχείων (φως – σκότος). Ο Παρμενίδης αρνείται την κίνηση των στοιχείων και κατ’ ακολουθία την αλλαγή, δομικό στοιχείο της Ηρακλείτειας φιλοσοφίας.

Μπορεί ο Ηράκλειτος να θεμελίωσε την ισορροπία του κόσμου στην συνεχή αλλαγή και στη σύνθεση των αντιθέτων «παλίντονος αρμονία», μπορεί ο Πλάτων να κατηγόρησε τον Παρμενίδη και τους Ελεάτες ως «ακινητούντες τον κόσμον» («οι του όλου στασιώται»), ο Παρμενίδης, όμως, πεισματικά δήλωνε πως η κίνηση και η αλλαγή είναι φαινομενική, μία απάτη των αισθήσεών μας. Για τον Παρμενίδη ο κατ’ αίσθησιν κόσμος συνιστά μία παραποιημένη – κίβδηλη εικόνα του «Είναι».

Για τον Ελεάτη φιλόσοφο υπάρχει μόνο το «ον», ενώ το «μη ον» δεν υπάρχει («το μηδέν ουκ έστιν»). Το «ον», το «είναι» γι’ αυτόν είναι ακίνητο, αμετάβλητο, τέλειο, ομοιόμορφο, αδιαίρετο, άφθαρτο, αιώνιο, ένα συνεχές παρόν που ισορροπεί. Αν ο Ηράκλειτος έβλεπε την ισορροπία ως προϊόν της συνεχούς αλλαγής «ην αεί και έστιν και έσται» (οι τρεις διαστάσεις του χρόνου), ο Παρμενίδης επίμονα διακήρυττε την πλάνη της αλλαγής τονίζοντας πως «ουδέ ποτ’ ην ουδ’ έσται, επεί νυν εστίν». Το «ον» - «είναι» είναι μία συνεχής παρουσία.

Έτσι, λοιπόν, ο Παρμενίδης υπερβαίνοντας την πλάνη της Ηρακλείτειας κίνησης και αλλαγής «θεμελίωσε» την κοσμική τάξη – ισορροπία στην ενότητα των στοιχείων και στην σταθερότητά τους.

«Τουτόν τ’ εν ταυτώ τε μένον καθ’ εαυτό τε κείται/

χούτως έμπεδον αύθι μένει∙ κρατερή γαρ Ανάγκη

πείρατος εν δεσμοίσιν έχει, το μιν αμφίς εέργει»1


Η Τελεολογία και η Εντελέχεια

Αλλά εκείνο που προκάλεσε το ενδιαφέρον του Γάλλου προέδρου από την αρχαία φιλοσοφική σκέψη ήταν η θεωρία του Αριστοτέλη περί Τελεολογίας και Εντελέχειας. Η τελολογική αντίληψη για τον κόσμο, σε συνδυασμό με την «εντελέχεια» αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της Αριστοτέλειας φιλοσοφίας για την ερμηνεία της βαρύτερης ουσίας του όντος.

Ο Αριστοτέλης – σε αντίθεση με τον Πλάτωνα – προτάσσει αντί της Ιδέας, την «ουσία»,εγγενή και όχι ανεξάρτητη των πραγμάτων. Θεωρεί, δηλαδή, πως η ουσία συνίσταται από το «γίγνεσθαι» της ύλης, που τείνει προς την μορφή του πράγματος. Έχουμε μία μετάβαση από τον «ιδεοκεντρισμό» του Πλάτωνα στον «ρεαλισμό» του Αριστοτέλη.

Ο Αριστοτέλης διαβλέπει μία νομοτέλεια στο σύμπαν, έναν ιδιότυπο ντετερμινισμό από τον οποίο διέπονται οι φυσικοί νόμοι και τα όντα. Είναι η γνωστή τελολογική αντίληψη σύμφωνα με την οποία όλα διακονούν ένα «τέλος» - σκοπό. Είναι η διαδικασία της εντελέχειας σύμφωνα με την οποία εκπληρώνεται ο σκοπός της ύλης.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την Τελολογική θεωρία ο κόσμος, τα όντα και τα φαινόμενα υπακούουν αυστηρά σε μία προκαθορισμένη σκοπιμότητα. Σύμφωνα με αυτήν ο σκοπός ταυτίζεται εν μέρει με την αιτία. Όλες, δηλαδή, οι αλλαγές και οι εξελίξεις ενός όντος (έμβιου και άβιου) υπακούουν και ρυθμίζονται από ένα σκοπό ή αιτία. Κάθε ον, δηλαδή, εμπεριέχει το «εν δυνάμει» και το «εν ενεργεία», («Να γίνουμε αυτό που πρέπει να είμαστε», Μακρόν).

Τα πράγματα – σύμφωνα πάντα με την τελολογική αντίληψη του Αριστοτέλη – δεν είναι απλά μόνο το υλικό στοιχείο, η ύλη από την οποία αποτελούνται. Είναι περισσότερο η δομή και η μορφή που τα χαρακτηρίζει. Δηλαδή, ένα πράγμα είναι ό,τι είναι δυνάμει της μορφής του. Η μορφή, βέβαια, είναι η αιτία ώστε κάτι να είναι αυτό που είναι («Εν ενεργεία») - (π.χ. Ο μαθητής της Γ’ Λυκείου είναι ένας εν ενεργεία μαθητής και ένας εν δυνάμει φοιτητής…). Η μορφή είναι η εξήγηση των πραγμάτων, («κι αυτό δεν είναι μία μορφή τετελεσμένου», Μακρόν).

Στη διαδικασία από το «εν δυνάμει» στο «εν ενεργεία» ο Αριστοτέλης διέκρινε τέσσερα αίτια: Το υλικό, το ποιητικό, το τυπικό, το τελικό αίτιο. Ίσως σε κάποιο στάδιο κάποια αίτια να ταυτίζονται. Σημαντικό, όμως, είναι να αποδεχτούμε πως σε κάθε πράγμα το πιο ουσιώδες είναι αυτό που κάνει και για ποιον σκοπό υπάρχει ή κατευθύνεται (εντελέχεια). Μία πορεία από το «πρώτο κινούν» (ακίνητο) στο τέλος (τελική μορφή – απώτατος σκοπός).

Σύμφωνα με την αριστοτελική εντελέχεια ένα ον (έμβιο ή άβιο) μεταβαίνει από μία «εν δυνάμει» κατάσταση (άμορφη ύλη) σε μία τελική μορφή – κατάσταση που συνιστά και την όντως πραγματικότητα και ταυτίζεται με την αυτοολοκλήρωση και αυτοπραγμάτωση - (Ένα άμορφο μάρμαρο δυνητικά μπορεί να πάρει την τελική του μορφή και να γίνει άγαλμα), («και ότι τα γεγονότα αποκαλύπτονται σταδιακά αλλά εκτυλίσσονται στο βάθος», Μακρόν).

 

Επιμύθιο

Ο Γάλλος πρόεδρος διαποτισμένος από την φιλοσοφική σκέψη των αρχαίων και ιδιαίτερα του Αριστοτέλη διακήρυξε την ανάγκη να γίνουμε ως άτομα, κοινωνία, ανθρωπότητα, αυτό που «έπρεπε να είμαστε». Το μόνο που έλειπε από την απάντηση του Μακρόν ήταν οι δυσερμήνευτες και σημασιολογικά σύνθετες λέξεις Τελολογία και Εντελέχεια. Δυστυχώς για την φιλοσοφική σκέψη και την Ελλάδα ο γνωστός δημοσιογράφος δεν βοήθησε στην διατύπωση και ανάδειξη αυτών των σημαντικών θεωριών. Θα ήταν μία μοναδική ευκαιρία για τον Ελληνικό λαό να γνωρίσει τις δύο αυτές έννοιες, έστω και με τους υπότιτλους στην τηλεόραση. Κι αυτό γιατί:

«Αναγκαίον άρα την ουσίαν είναι ως είδος σώματος φυσικού δυνάμει ζωήν έχοντος, η δ’ ουσία εντελέχεια, τοιούτου άρα σώματος εντελέχεια»2

(Αριστοτέλης, «Περί ψυχής», Β, 412α, 20-22)

Όταν, όμως, ο Γάλλος πρόεδρος για να «ηρεμήσει» επιλέγει τον Παρμενίδη και για να γνωρίσει την βαθύτερη ουσία του ανθρώπου και του σύμπαντος επιλέγει τον Αριστοτέλη, εμείς ως Έλληνες – απόγονοι των παραπάνω φιλοσόφων τι πρέπει να επιλέγουμε;

Και τι θα ήταν ο κόσμος χωρίς τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη, τον Πλάτων και τον Αριστοτέλη;


Σημειώσεις:

1.  Το ίδιο μένοντας, στο ίδιο μέρος, στον εαυτό του κείται/ κι έτσι σταθερό θα παραμένει. Γιατί η παντοδύναμη Ανάγκη/ το κρατάει δέσμιο, στα όρια μέσα που το περικλείουν./ Δεν είναι άρα θεμιτό να θεωρείται ατελές, το ον/ τίποτα δεν του λείπει – αλλιώς όλα θα του έλειπαν.

2.  Αναγκαίως άρα η ψυχή είναι ουσία, ήτοι είναι είδος σώματος φυσικού, το οποίο ακριβώς έχει δυνάμει ζωήν. Αλλά η ουσία είναι εντελέχεια. Η ψυχή λοιπόν είναι εντελέχεια σώματος.

­­Χρήσιμα άρθρα:

1.  Οι μεγάλες συγκρούσεις: Ηράκλειτος vs Παρμενίδης

2.  Οι μεγάλες συγκρούσεις: Πλάτων vs Αριστοτέλης

Από το βιβλίο «ΙΔΕΟπολις», Ηλία Γιαννακόπουλου

 

https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/