Λούλα Αναγνωστάκη (13 Δεκεμβρίου 1928 - 8 Οκτωβρίου 2017)

 

H Λούλα (Αγγελική-Θεανώ) Αναγνωστάκη (13 Δεκεμβρίου 1928 - 8 Οκτωβρίου 2017) ήταν Ελληνίδα θεατρική συγγραφέας και από τις σπουδαιότερες γυναικείες μορφές των ελληνικών γραμμάτων.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν μικρότερη αδελφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη.Σπούδασε στην Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στην Αυστρία. Παντρεύτηκε τον συγγραφέα και καθηγητή ψυχιατρικής Γιώργο Χειμωνά και ήταν η μητέρα του συγγραφέα Θανάση Χειμωνά.Πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 2017

Εργογραφία

Θέατρο

Έγραψε 12 θεατρικά έργα με τα οποία αναμοχλεύει τα σημαντικότερα θέματα της μεταπολεμικής περιόδου στην Ελλάδα όπως το τραύμα, η μοναξιά, η ενοχή και η ήττα.
Τα πρώτα τρία μονόπρακτα έργα της ανέβηκαν για πρώτη φορά στη σκηνή το 1965 και εκδόθηκαν σε βιβλίο το 1974 : ήταν η Η διανυκτέρευση, Η πόλη και Η παρέλαση. Αυτά πρωτοπαρουσιάσθηκαν σε μία ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης από τον Κάρολο Κουν. Ακολούθησε το τρίπρακτο έργο Η συναναστροφή, που παρουσιάσθηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1967.
Τα μεταγενέστερα έργα της έχουν ανεβεί στην Ελλάδα από το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης και σε πολλές ευρωπαϊκές σκηνές όπως στην Κύπρο, την Γαλλία, την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Πολωνία, την Γερμανία, την Ισπανία και τις ΗΠΑ. Τα ερμήνευσαν καλλιτέχνες όπως οι Πιττακή, Ζαβιτσιάνου, Κονιόρδου, Λαζαρίδου, Αρμένης, Τζώρτζογλου και τα σκηνοθέτησαν οι Κουν, Βογιατζής, Τριβιζάς, Παπαβασιλείου, Κουγιουμτζής και Αρδίττης. Αυτά είναι τα ακόλουθα : 
Αντόνιο ή το μήνυμα (1972) 
Η νίκη (1978) 
Η κασέτα (1982) 
Ο ήχος του όπλου (1987) 
Διαμάντια και μπλουζ (1990) 
Το ταξίδι μακριά (1995) 
Ο ουρανός κατακόκκινος (μονόπρακτο, 1998) 
Σ' εσάς που με ακούτε (2003) 
Ο Γιώργος ως Άμλετ, Τα κείμενα των Φιλίππων 2009-2014 (2015) Κάπα Εκδοτική 


Αυτή ήταν η Λούλα Αναγνωστάκη πίσω από τα μαύρα της γυαλιά

της Κατερίνας Λυμπεροπούλου

Ηταν περί τα μέσα της δεκαετίας του '60 όταν η Λούλα Αναγνωστάκη παρέδιδε στον Κάρολο Κουν δυο μονόπρακτα για να ακούσει από τον ίδιο να της λέει ότι θα ήθελε να του γράψει κι ένα τρίτο διότι εκείνα τα δυο από μόνα τους δεν ήταν ικανά για να συγκροτήσουν μια παράσταση. «Γύρισα σπίτι και το έγραψα σ’ ένα βράδυ» θα πει εκείνη σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της. Ο λόγος για το έργο της «Παρέλαση» που αποτέλεσε μέρος της τριλογία της Πόλης («Η διανυκτέρευση», «Η πόλη», «Η παρέλαση»), την οποία παρουσίασε σε ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης ο Κάρολος Κουν το 1965.

«Η παρέλαση» ήταν εμπνευσμένη και από τη φυλάκιση του αδελφού της, του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, στο Γεντί Κουλέ, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο και απελευθερώθηκε το 1951 με τη γενική αμνηστία. Ηταν η πρώτη εμφάνιση στο θέατρο της, 36χρονης τότε Θεσσαλονικιάς θεατρικής συγγραφέως που έφυγε από τη ζωή την Κυριακή τα ξημερώματα ήσυχα στον ύπνο της. «΄Ηθελα να γίνω γνωστή», έχει εξομολογηθεί για την παρθενική της συνεργασία στο «Υπόγειο» με το μεγάλο δάσκαλο Κάρολο Κουν. Κι αυτό ήταν και το έργο που της χάρισε τη θριαμβευτική είσοδό της στα θεατρικά πράγματα της χώρας. Στη συνέχεια, το Φεβρουάριο του 1967 ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο το τρίπρακτο έργο της «Η συναναστροφή», σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά. Ακολούθησαν: «Αντόνιο ή το Μήνυμα» (1972), «Η νίκη» (1978), «Η κασέτα» (1982), «Ο ήχος του όπλου» (1987), όλα από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Το 1990 ο θίασος Τζένης Καρέζη - Κώστα Καζάκου παρουσίασε το έργο «Διαμάντια και μπλουζ», σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Το 1995 ανέβηκε Το «Ταξίδι μακριά» από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Το 1998 το μονόπρακτο «Ο ουρανός κατακόκκινος» από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Βίκτορα Αρδίττη και το 2003 το έργο «Σ' εσάς που με ακούτε» από τη Νέα Σκηνή, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή.
Υπήρξε μάλλον η γνωστότερη θεατρική συγγραφέας της μεταπολεμικής περιόδου τα περίπου 40 χρόνια της παρουσίας της στο θέατρο. Σύμφωνα με την Καθημερινή και τον Δημήτρη Αθηνάκη, τα έργα της, σχεδόν σε όλο τους το εύρος, εγχείριζαν προσεκτικά, με ένα σκοτεινό σαρκασμό, την ταυτότητα του Νεοέλληνα, όπως εκείνη διαμορφωνόταν από τις μεγάλες ιστορικές μεταβολές της περιόδου από το ’60 και μετά. Η Λούλα Αναγνωστάκη εξερεύνησε εις βάθος τα κοινά, συλλογικά τραύματα του Νεοέλληνα: την ενοχή, την ήττα, τη μοναξιά, όλα οικεία δείγματα των μεταπολεμικών λογοτεχνικών γενεών.
Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτό που συνέβαλε στο μύθο της. Λεπτή κι αέρινη, μυστηριώδης πίσω από τα μαύρα της γυαλιά, υπήρξε μια χαρακτηριστική φιγούρα της τέχνης που άρχισε, ωστόσο, σταδιακά να αποτραβιέται από τον κόσμο από το 2000 όταν χάθηκε πρόωρα στα 60 του χρόνια ο καθηγητής ψυχιατρικής και γοητευτικός διανοούμενος, Γιώργος Χειμωνάς, με τον οποίο είχαν «συγκροτήσει» ένα εκκεντρικό ζευγάρι μέσα σε μια πολυτάραχη ζωή.
«Μια ζωή μέσα στον έρωτα. Με τον Χειμωνά, πιο πολύ;», θα ερωτηθεί το 2016 από τη δημοσιογράφο, Σόνια Ζαχαράρου, για λογαριασμό συνέντευξής της στο ΒΗΜΑgazino.«Με τον Χειμωνά, πάρα πολύ», θα απαντήσει. Ο έρωτάς τους άνθισε στα τέλη της δεκαετίας του '60 όταν εκείνη ήταν παντρεμένη με τον κριτικό θεάτρου και ηθοποιό Μηνά Χρηστίδη και κράτησε γερός μέχρι το χαμό εκείνου. Καρπός του, ο Θανάσης Χειμωνάς, συγγραφέας και πολιτικός
«Στην οικογένεια γράφαμε πάντα κρυφά ο ένας από τον άλλο. Ο γιος μου ο Θανάσης μόνο δημοσιευμένα τα δείχνει. Το ίδιο έκανε και ο αδερφός μου, ο Μανόλης. Περίεργος άνθρωπος ο Μανόλης. Είχε έναν κρυμμένο δυναμισμό. Τον έπιανε ο ενθουσιασμός, αλλά τον τραβούσε η γυναίκα του πίσω. Άλλα πράγματα ήθελε από τη ζωή του. Δεν ήθελε να έχει παντρευτεί, ήθελε να πάει στον ένοπλο αγώνα. Ο άντρας μου, ο Γιώργος ο Χειμωνάς, μου τα έδειχνε πριν δημοσιευτούν. Αλλά σαν τελειωμένα. Εγώ τα έδειχνα στον Γιώργο. Ήθελα τη γνώμη του. Μου έλεγε πάντα ότι ήταν ωραία, πράγμα που δεν ξέρω καθόλου αν ήταν αλήθεια», έχει πει στο Γιώργο Διοσκουρίδη και στη Lifo.
Σπάνιες ήταν οι φορές που η Λούλα Αναγνωστάκη έδινε συνεντεύξεις. Γιατί; «Δεν έδινα, γιατί ρωτούσαν πολλά, έπρεπε να πω πολλά, να απαντήσω σε ορισμένα πράγματα που δεν ήθελα. Ενώ τώρα, όταν δεν θέλω να πω κάτι, το ρίχνω αλλού, απαντάω άλλα σε αυτά που με ρωτάνε και είμαι εντάξει. Βρίσκω δικαιολογίες», έχει πει στο ΒΗΜΑgazino.
Είχε να δει έργο της δέκα χρόνια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα κι είχε περιορίσει τις μετακινήσεις της στο ελάχιστο. Τα προβλήματα επιδεινώθηκαν με δυο κατάγματα στο πόδι που συνέβησαν τον τελευταίο χρόνο. «Δεν θέλω να βγαίνω έξω. Παλιά έβγαινα κάθε βράδυ. Εδώ, στο Κολωνάκι. Σινεμά στο Έμπασσυ, καθόμουν με τις ώρες στη Βιβλιοθήκη...Τελευταία φορά βγήκα πριν από τρία χρόνια, να πάω στον οδοντογιατρό. Μου αρέσει εδώ που κάθομαι. Έρχονται εδώ άνθρωποι που θέλω, που έχω κάτι να συζητήσω μαζί τους. Βλέπω τηλεόραση, αλλά δεν διακρίνω τα γράμματα. Πολλά ελληνικά έργα, συζητήσεις και ειδήσεις. Ευτυχώς που δεν πάω θέατρο πια. Μαρτύριο είναι το θέατρο. Μαρτύριο, επειδή γράφω θέατρο...» είχε πει στη Lifo
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://www.thetoc.gr/




Η Λούλα Αναγνωστάκη διαβάζει τον "Ουρανό Κατακόκκινο"

Ο ουρανός κατακόκκινος, 1997

1 γυναίκα (Μονόλογος)

Η Σοφία Αποστόλου, γόνος μιας αστικής οικογένειας, καθηγήτρια γαλλικής στο Δημόσιο με ανώτερες σπουδές στη Φιλολογία, κάτοχος επίσης της αγγλικής και της ρωσικής, χήρα ενός ωραίου κομουνιστή, απολυθείσα λόγω αλκοολισμού, ζει πια απέναντι από τις φυλακές Κορυδαλλού όπου είναι φυλακισμένος, ο άσχημος και λίγο πιο «αργός» γιος της. Ένας μονόλογος, σκέψεις δυνατές, μιας δυναμικής γυναίκας για τη ζωή, τις ελπίδες, τα όνειρα που διαψεύστηκαν μαζί με τις αξίες και τις ιδεολογίες και που είδε το παιδί της να μπλέκεται – και μαζί με αυτό και η ίδια- σε περίεργες «μπίζνες» με εμπόριο κοριτσιών από χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. http://www.greek-theatre.gr/

{ ....} 

Το έργο της «Ο ουρανός κατακόκκινος» επισφραγίζει, θα έλεγα, όλα τα προηγούμενα. Ενα έργο που συμπυκνώνει όλη τη δραματουργική της ιδεολογία ή μυθολογία, απόσταγμα της δικής της θεατρικής περίπτωσης. Εκείνη που έδωσε με τόση δεξιοτεχνία τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, έδωσε το ασίγαστο τσεχοφικό πάθος, την τσεχοφική μιζέρια, πρόσωπα που κουβάλησαν στη σκηνή τις πρόσφατες μνήμες του διχασμού, του εμφύλιου, της δικτατορίας, πρόσωπα που έσταζαν το αίμα του προδομένου αντάρτικου, τώρα, σε τούτον τον τελευταίο της μονόλογο μοιάζει να κλείνει τη δική της θεατρική αυλαία με τη λέξη «Κατάρρευση». Κατάρρευση της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την κατάρρευση του Ενός Προσώπου, αυτού που την εκπροσωπεί. Που είναι εικόνα και ομοίωσή της. Του Προσώπου που διείσδυσε ώς τα βάθη της αποσύνθεσής της. Που την καταργεί, υψώνοντας τα δικά του ράκη της τελευταίας αξιοπρέπειας -ίδιο τραγικό πρόσωπο-, που την υπερβαίνει ακόμα με την αποδοχή της τέλειας συντριβής.{....}


Στίχοι: Λούλα Αναγνωστάκη
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης


Αύγουστος, ήλιος στην παραλία,
φεύγουν τα πλοία σ’ άλλα νησιά,
φεύγουν οι φίλοι, φεύγουν τα πλοία,
μια ησυχία σαν ερημιά.

Χάθηκα, χάθηκα μέσ’ στη ζωή μου,
χάθηκες, χάθηκες μέσ’ στη βροχή.

Σβήσαν τα φώτα στην παραλία
ήρθ’ ο Σεπτέμβρης, ήρθ’ η βροχή,
φεύγαν οι φίλοι, φεύγαν τα πλοία,
πήγε χαμένη η εκδρομή.

Χάθηκα, χάθηκα μέσ’ στη ζωή μου,
χάθηκες, χάθηκες μέσ’ στη βροχή.



Διαμάντια και Μπλουζ, 1990

3 άντρες - 4 γυναίκες

Η Άννα υπήρξε μια πολύ δυνατή προσωπικότητα. Γνωρίζει πολύ καλά που την έχουν οδηγήσει οι επιλογές της. Ανάμεσα στις αναμνήσεις της και στα ερωτηματικά της για το παρελθόν και τις επιλογές της είναι και ένας νεαρός έφηβος που κάποτε την περίμενε όμως εκείνη δεν πήγε στο ραντεβού τους χωρίς να του εξηγήσει τους λόγους. Εκείνος απάντησε στην απουσία της με ένα γράμμα και ένα ποίημα. Χρόνια μετά η κόρη της Άννας και η παρέα της ψάχνουν στίχους για ένα τραγούδι προκειμένου να συμμετάσχουν σε ένα φεστιβάλ τζαζ. Η Άννα τους δίνει το παλιό αυτό ποίημα και τους περιμένει σπίτι της για να προβάρουν το τραγούδι. http://www.greek-theatre.gr/


διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Απόσπασμα από το Σ΄εσάς που με ακούτε: «Κανένα έλεος για μας που αιώνες ολόκληρους βασανιστήκαμε, συρθήκαμε σε άσκοπους πολέμους, σε επαναστάσεις, νικήσαμε και νικηθήκαμε. Εμείς... Οι αισθηματικοί άνθρωποι. Οι ευσυγκίνητοι, οι άπληστοι για ζωή. Εμείς. Οι αφύλακτοι αριστοκράτες της Ιστορίας». Το έργο ανέβηκε στη Νέα σκηνή του 2003 σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή.  Απόσπασμα από το έργο Παρέλαση: «Δεν μου αρέσει η παρέλαση. Θυμάσαι τότε που ήμουν μικρή και στάθηκα πολλή ώρα στον ήλιο και μου πόνεσε το κεφάλι και έκανα εμετό και παραλίγο να πεθάνω; Ναι. Τι γυρεύουν τα σκυλιά στην παρέλαση; Ξεμπουκάρουν συνέχεια και τελειωμό δεν έχουν .Θα 'ναι καμιά εκατοστή. Τα σέρνουν στη μέση της πλατείας. Τα στριμώχνουν κολλητά το ένα με το άλλο. Δεν έχω δει ποτέ τέτοιο πράγμα! Η χωροφυλακή. Προχώρησαν με τ' άλογά τους προς τα κει. Αν βέβαια είναι η χωροφυλακή. Δεν είμαι πια βέβαιος, δεν καταλαβαίνω τις στολές τους. Περίμενε. Πάλι αυτοί οι άνθρωποι σπρώχνονται και θέλουν να περάσουν κάτω απ' τα σκοινιά. Ήσυχα - ήσυχα. Ε, συ, κύριε, με τη τραγιάσκα πού πας, μέσα - μέσα. Και συ χοντρή, που μου θες να σταθείς πρώτη - πρώτη, κι εσύ, κι εσύ, μπρος γρήγορα στη θέση σας... Χα! Τα προσκοπάκια ξέρουν τη δουλειά τους. Το κάρο άρχισε να κυλάει σιγά, ξεπρόβαλε ολόκληρο - δε βλέπω καλά - μ' εμποδίζουν αυτοί πάνω στ' άλογα. Δεν είναι κάρο! Ζωή! Είναι ένα κλουβί, ένα μακρόστενο κλουβί πάνω σε ρόδες, και μέσα πρέπει να είναι ζώα, γιατί πηδούν αρπάζονται απ' τα κάγκελα. Πάλι αυτοί με τ' άλογά τους! Είναι, είναι άνθρωποι! Ζωή! Κουβαλούν ανθρώπους μέσα στο κλουβί! Αυτοί που είναι μέσα είναι όλοι ακρωτηριασμένοι. Άλλος χωρίς πόδια, άλλος χωρίς χέρια. Κι ένας χωρίς κεφάλι! Θε μου! Δεν κάνω λάθος, είναι χωρίς κεφάλι. Κι ωστόσο ο λαιμός του σαλεύει. Οι άνθρωποι όρμησαν και σπάσαν τα σκοινιά, χύμηξαν στην πλατεία. Αλλά δεν τους αφήνουν, τους σπρώχνουν πάλι πίσω, τους χτυπούν. Οι πρόσκοποι τους χτυπούν με τα σπασμένα σκοινιά, οι άλλοι κατέβηκαν απ' τ' άλογά τους και τους χτυπούν κι εκείνοι με τα κοντάρια τους. Ένας κρατά μια γυναίκα απ' τα μαλλιά, τη ρίχνει κάτω, την κλωτσά στο πρόσωπο..." Το μονόπρακτο "Η παρέλαση" πρωτοπαίχτηκε από το Θέατρο Τέχνης τον Μάιο του 1965 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Επίσης, τον Μάιο του 1968 ανέβηκε στο Παρίσι, στη Maison des Lettres, σε μετάφραση Νικηφόρου Παπανδρέου & J.Y.C. Fosse και σκηνοθεσία Antoine Vitez, με τους ηθοποιούς Colin Harris και Brigitte Jacques. Απόσπασμα από το έργο «Η Πόλη»: Ελισάβετ: Έχω την εντύπωση πως ούτε καν μ’ ακούς. Όταν σκοτείνιαζε εντελώς ανεβαίναμε στην ταράτσα. Μου ’δειχνε μακριά τις παλιές συνοικίες και τα κάστρα που τις περιβάλλουν… Τα’ χεις δει ποτέ αυτά τα κάστρα; Κίμων: Δε φαίνονται από το παράθυρο. Ελισάβετ: Όχι, δε φαίνονται από το παράθυρο. Μόνο από ψηλά –πολύ ψηλά. Αυτά τα κάστρα που άλλοτε ήταν το φρούριο της πόλης και τώρα έχουν γίνει φυλακές. Κίμων: Φυλακές; Ελισάβετ: Ναι, υγρές, σκοτεινές φυλακές. Κίμων: Τι κάνατε στην ταράτσα; Ελισάβετ: Κοιτάζαμε. Εκείνος τέντωνε το δάχτυλό του σε ένα σημείο. «Εκεί», μου έλεγε, «εκεί πέρα, τα χαράματα ντουφεκίζουν τους καταδικασμένους σε θάνατο». Δεν καταλάβαινα γιατί επέμενε να μου το λέει αυτό κάθε βράδυ και να μου δείχνει τεντώνοντας το δάχτυλό του προς το βορρά. Έπειτα χαθήκαμε κι έπειτα μια μέρα διάβασα το όνομά του στην εφημερίδα. Ήταν κι αυτός ανάμεσα στους καταδικασμένους σε θάνατο και είχε εκτελεστεί την αυγή. Δεν είναι παράξενο; Κίμων: Τι είναι παράξενο; Ελισάβετ: Δε με προσέχεις. Τόση ώρα σου μιλάω και δε με προσέχεις. Κανείς ποτέ δε με πρόσεξε πραγματικά. (…) Θες να σου πώ τι συνέβαινε όταν ήμουν μικρή; Οχτώ χρονών; Κίμων: Σε παρακαλώ, ηρέμησε. Δε χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Άλλωστε, είναι ώρα φαγητού. Ελισάβετ: Γυρνούσα από το σχολείο και το δωμάτιό μου ήταν άνω-κάτω. Το κρεβάτι ξέστρωτο, όπως το είχα αφήσει το πρωί, φεύγοντας. Κανείς, μα κανείς δε φρόντιζε να μου το στρώσει. (…). Κι όταν ήμουν δέκα χρονών, φεύγαν όλοι τα βράδια, μ’ άφηναν μόνη και στο απέναντι σπίτι μέναν κάτι γριές. Δεν ήξερα πώς να περάσω την ώρα μου, τις χάζευα. Χάζευα τις γριές, αυτή ήταν η διασκέδασή μου… Κίμων: Τι έχεις μέσα στα πακέτα; Ελισάβετ: Ήταν μια με κίτρινο δέρμα κι άσπρα μακριά μαλλιά, ίδια μάγισσα, δεν ξεκολλούσε ποτέ από το παράθυρο, τόσο που νόμιζα ότι ήταν ζωγραφισμένη στο τζάμι κι έπειτα ερχόταν μια άλλη και άναβε το καντήλι… Κίμων: Πάψε… Ελισάβετ: Κι είχαν κι έναν μπουφέ με καθρέφτη κι αυτό το καντήλι έκανε να φαίνονται σκιές στον καθρέφτη, έκανε να φαίνονται σκιές παντού, πελώριες σκιές και φοβόμουν… Κίμων: Πάψε, πάψε λοιπόν! Το μονόπρακτο "Η πόλη" πρωτοπαίχτηκε από το Θέατρο Τέχνης τον Μάιο του 1965 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Τον Απρίλιο του 1967 παίχτηκε στο Tearto dei Verdi στην Πάντοβα σε μετάφραση Filippo Maria Pontani και σκηνοθεσία Ν. Τσιγγάκου, ενώ τον Ιούλιο του 1969 μεταδόθηκε από το BBC σε μετάφραση George Angell και σκηνοθεσία Martin Esslin. [Πηγή: www.doctv.gr]
Κίμων: Τι έχεις μέσα στα πακέτα; Ελισάβετ: Ήταν μια με κίτρινο δέρμα κι άσπρα μακριά μαλλιά, ίδια μάγισσα, δεν ξεκολλούσε ποτέ από το παράθυρο, τόσο που νόμιζα ότι ήταν ζωγραφισμένη στο τζάμι κι έπειτα ερχόταν μια άλλη και άναβε το καντήλι… [Πηγή: 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου