ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑΣ ( 1892 - 3 Μαΐου 1957)

 

Ο Σπύρος Παπαλουκάς (Δεσφίνα Φωκίδας, 1892 - Αθήνα, 3 Μαΐου 1957) ήταν διακεκριμένος Έλληνας ζωγράφος, πρόδρομος της Γενιάς του 1930
Από έφηβος, ο Παπαλουκάς έμαθε την τέχνη της αγιογραφίας κοντά σ' έναν τοπικό αγιογράφο. Το 1906 πήγε στον Πειραιά για να εξασκήσει την τέχνη του σε ένα εργαστήριο αγιογραφίας και ζωγραφικής, και το 1909 έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου είχε για δασκάλους τον Γεώργιο Ροϊλό και τον Γεώργιο Ιακωβίδη. Την περίοδο της φοίτησής του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, ζωγράφισε εικόνες για το τέμπλο του ναού του Αγίου Δημητρίου της Δεσφίνας. Από το 1916 έως το 1921, συνέχισε τις σπουδές του στοΠαρίσι στην Académie Julien και σε άλλες σχολές καλών τεχνών.
Το 1921 επέστρεψε στην Ελλάδα και ακολούθησε τον Ελληνικό Στρατό στην Μικρά Ασία ως επίσημος εικονογράφος της εκστρατείας. Τα έργα του από αυτήν την περίοδο χάθηκαν στην καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Επιστρέφοντας από την Μικρά Ασία, εγκαταστάθηκε στην Αίγινα.
Το 1923, επισκέφθηκε το Άγιο Όρος, όπου, με τον φίλο του Στρατή Δούκα, έμεινε για έναν ολόκληρο χρόνο (Νοέμβριος 1923 – Νοέμβριος 1924) ζωγραφίζοντας το τοπίο, μελετώντας την βυζαντινή ζωγραφική και κάνοντας αντίγραφα από πολλά έργα εκκλησιαστικής τέχνης. Ένα μέρος από την παραγωγή αυτή εκτέθηκε το 1924 στην Θεσσαλονίκη, σε μία διαμορφωμένη αίθουσα του καφενείου του Λευκού Πύργου. Την ίδια χρονιά, πήγε στην Λέσβο, για να δημιουργήσει μία σειρά από τοπιογραφίες.


Το 1927, κέρδισε τον πανελλήνιο διαγωνισμό για την εικονογράφηση του μητροπολιτικού ναού της Ευαγγελίστριας της Άμφισσας με ομόφωνη απόφαση της κριτικής επιτροπής που την αποτελούσαν ο Αναστάσιος Ορλάνδος, ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Αριστοτέλης Ζάχος και ο Κωνσταντίνος Παρθένης. Το 1932, ο ζωγράφος ολοκλήρωσε την εικονογράφηση του ναού παραδίδοντας στην Άμφισσα ένα μοναδικής αξίας καλλιτεχνικό έργο. Κατά την δεκαετία 1930–1940 εξέθεσε έργα του μαζί με άλλους ζωγράφους της Ομάδας «Τέχνη». Σχεδίασε επίσης σκηνικά και κουστούμια για το Εθνικό Θέατρο, και ζωγράφισε τοιχογραφίες στις προσόψεις ιδιωτικών οικιών και δημοσίων κτιρίων.
Το 1940 διορίσθηκε σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων σε θέματα πολεοδομίας και χωροταξίας, καθώς και διευθυντής της Δημοτικής Πινακοθήκης της πόλης. Από το 1945 έως το 1951 δίδαξε μαθήματα σχεδίου στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Εκλέχθηκε καθηγητής του ίδιου ιδρύματος το 1956.
Πέθανε στην Αθήνα το 1957, όντας αναγνωρισμένος ανάμεσα στους κορυφαίους νεοέλληνες ζωγράφους. Μετά τον θάνατό του, η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας τον τίμησε με έκθεση των έργων του το 1976. Παρομοίως τον τίμησε και το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων το 1982. Τον [Νοέμβριο]] του 2006, η κόρη του και μοναδική κληρονόμος του, Ασημίνα (Μίνα) Παπαλουκά, δώρισε το σύνολο σχεδόν του έργου του στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β & Μ Θεοχαράκη,του οποίου ο ιδρυτής είχε υπάρξει μαθητής του Παπαλουκά.

Ο Σπύρος Παπαλουκάς μπροστά στο έργο του Καφενείο Μυτιλήνης


Το έργο του

Ο Σπύρος Παπαλουκάς ήταν μεγάλος γνώστης των καλλιτεχνικών ρευμάτων της εποχής του, αλλά και εξίσου μεγάλος γνώστης της βυζαντινής τέχνης. Τα έργα του συνδυάζουν τον ιμπρεσιονισμό των Σεζάν, Ματίς και βαν Γκογκ με την πνευματικότητα των βυζαντινών αγιογραφιών.
Η επίσκεψή του και η διαμονή του στο Άγιο Όρος είχε μεγάλη επίδραση στο έργο του, τέτοια που ο ζωγράφος συνέχισε να δουλεύει αγιορείτικα τοπία για πολλά χρόνια κατόπιν. Εκτός από αγιογραφίες και τοπιογραφίες, ο Παπαλουκάς έφτιαξε και πορτρέτα, με πλέον χαρακτηριστικόΤο παιδί με τις τιράντες (1925).
Η επίδραση του Παπαλουκά στους σύγχρονούς του και στους μεταγενέστερους Έλληνες ζωγράφους ήταν καταλυτική, αφού με το έργο του έδειξε πως μοντέρνα τέχνη και ελληνικότητα δεν είναι έννοιες ασύμβατες. https://el.wikipedia.org/

Spyros Papaloukas in front of a large scale drawing at the Amphissa Cathedral

  Αγόρι με τιράντες (1925).

 Το χωριό Καμμένο

 Σπίτια στου Κυπριάδη, 1938

 Αρχονταρίκι Λαύρας Αγ. Όρους, 1924


Βάζο με λουλούδια


 Τοπίο

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (Απρίλιος 1564 - 3 Μαΐου 1616)

 

Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (Απρίλιος 1564 - 3 Μαΐου 1616) ήταν Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Θεωρείται ευρέως ως ο σημαντικότερος συγγραφέας που έγραψε στην αγγλική γλώσσα και ένας από τους σημαντικότερους δραματουργούς παγκοσμίως. Συχνά αποκαλείται εθνικός ποιητής της Αγγλίας και «Βάρδος του Έιβον». Τα σωζόμενα έργα του, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων συνεργασιών, αποτελούνται από περίπου 38 θεατρικά έργα, 154 σονέτα, δύο μεγάλα αφηγηματικά ποιήματα και πολλά άλλα ποιήματα. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου και ερμηνεύονται περισσότερο συχνά από τα έργα οποιουδήποτε άλλου θεατρικού συγγραφέα.
Δεν έχουν σωθεί παρά λίγες καταγραφές για την ιδιωτική ζωή του Σαίξπηρ και έχουν σημειωθεί σημαντικές εικασίες για ζητήματα όπως η εξωτερική του εμφάνιση, η σεξουαλικότητά του, οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις και κατά πόσον τα έργα που του αποδίδονται είναι γραμμένα από άλλους.
Ο Σαίξπηρ έγραψε τα περισσότερα από τα γνωστά έργα του μεταξύ του 1589 και του 1613 και κατάφερε να χειριστεί με απόλυτη δεξιοτεχνία τόσο την κωμωδία όσο και το δράμα και την τραγωδία. Τα έργα του διαπνέονται από μία βαθειά κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και παραμένουν επίκαιρα. Η επίδρασή του, ειδικότερα στην αγγλική λογοτεχνία, θεωρείται τεράστια. Οι Ρομαντικοί αναγνώρισαν την ιδιοφυΐα του και οι Βικτωριανοί τον λάτρεψαν κατά τρόπο που ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω αποκάλεσε «βαρδολατρεία»
Πολλοί ιστορικοί συμφωνούν πως ο ηθοποιός, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Ουίλλιαμ Σαίξπηρ αποτελεί πράγματι ένα και μοναδικό πρόσωπο, όπως πιστοποιούν σημαντικά ιστορικά ευρήματα.
Ο Σαίξπηρ γεννήθηκε στο χωριό Στράτφορντ-απόν-Έιβον (ή απλά Στράτφορντ) το 1564. Η ακριβής ημερομηνία γέννησης παραμένει έως σήμερα άγνωστη. Η μόνη γνωστή πληροφορία που υπάρχει σχετικά είναι πως η βάπτισή του έγινε στις 26 Απριλίου, όπως καταγράφεται στα μητρώα εκκλησίας του Στράτφορντ. Επιπλέον, είναι γνωστό πως την εποχή εκείνη η τελετή της βάφτισης γινόταν λίγες μόνο ημέρες μετά τη γέννηση. Παραδοσιακά έχει επικρατήσει να θεωρείται ως ημερομηνία γέννησης του Σαίξπηρ η 23η Απριλίου, ημέρα του Αγίου Γεωργίου. Η ημερομηνία αυτή, η οποία προέρχεται από μία λανθασμένη εκτίμηση ενός μελετητή του 18ου αιώνα, αποδείχθηκε ελκυστική για τους βιογράφους δεδομένου ότι ο Σαίξπηρ πέθανε στις 23 Απριλίου του 1616 (σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο).
Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ ήταν το τρίτο από τα οκτώ παιδιά και ο μεγαλύτερος επιζών γιος του Τζων Σαίξπηρ και της Μαίρης Άρντεν. Η Μαίρη Άρντεν ήταν κόρη ενός εύπορου γαιοκτήμονα και ο Τζων Σαίξπηρ ήταν ένας από τους προύχοντες του χωριού. Ο Τζων Σαίξπηρ ανήκε επίσης στο σωματείο των κατασκευαστών γαντιών αλλά συμμετείχε και σ' άλλες επιχειρήσεις, όπως στο εμπόριο δερμάτων. Είχε πολιτικές γνωριμίες και αρκετές φορές διορίστηκε σε ανώτερες θέσεις. Για ένα διάστημα μάλιστα, όταν ο Ουίλλιαμ ήταν 4 ετών, υπήρξε δήμαρχος του Στράτφορντ.
Σαν μέλος λοιπόν μίας τόσο εξέχουσας οικογένειας ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ έμαθε από πολύ μικρός να γράφει και να διαβάζει. Αν και δεν έχουν σωθεί παρουσιολόγια εκείνης της περιόδου, οι περισσότεροι βιογράφοι συμφωνούν ότι ο Σαίξπηρ πιθανότατα εκπαιδεύτηκε στο Νέο Σχολείο του Στράτφορντ, το οποίο ιδρύθηκε το 1553 από το βασιλιά Εδουάρδο ΣΤ'. Κατά τη διάρκεια της Ελισαβετιανής εποχής, τα σχολεία διέφεραν μεταξύ τους ως προς την ποιότητα αλλά το πρόγραμμα σπουδών υπαγορεύτηκε με νόμο σε όλη την Αγγλία και το σχολείο παρείχε κλασική παιδεία και εντατική εκπαίδευση στη Λατινική γλώσσα. Έχοντας μελετηρό χαρακτήρα, ο Σαίξπηρ διάβαζε πολύ στα νεανικά του χρόνια, αν και δεν έγραφε πολύ. Τον περισσότερο καιρό του τον περνούσε μελετώντας Λατινικά απαγγέλλοντας απ' έξω μεγάλα αποσπάσματα από ποιήματα. Χωρίς να το μαντεύει, ακόνιζε έτσι τη μνήμη του και την ομιλία του, στοιχεία απαραίτητα για τη μετέπειτα σταδιοδρομία του ως ηθοποιός.
Το Νοέμβριο του 1582 ο Σαίξπηρ παντρεύτηκε την κατά οκτώ χρόνια μεγαλύτερή του, Ανν Χάθαγουεϊ. Έξι μήνες αργότερα απέκτησαν μία κόρη, τη Σουζάνα, η οποία βαπτίστηκε στις 26 Μαΐου του 1583, ενώ σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, στις 2 Φεβρουαρίου του 1585, καταγράφεται η βάπτιση των δύο δίδυμων παιδιών τους, του Χάμνετ και της Τζούντιθ. Ο Χάμνετ πέθανε από άγνωστα αίτια σε ηλικία 11 ετών και τάφηκε στις 11 Αυγούστου του 1596.
Μετά τη γέννηση των διδύμων, ο Σαίξπηρ άφησε ελάχιστα ιστορικά ίχνη μέχρι που το 1592 αναφέρεται ως μέλος της θεατρικής σκηνής του Λονδίνου. Οι μελετητές αναφέρονται στα χρόνια μεταξύ του 1585 και του 1592 ως τα "χαμένα χρόνια" του Σαίξπηρ. Πολλά έχουν γραφτεί για τις προσπάθειες του Σαίξπηρ να επιβληθεί ως ηθοποιός και συγγραφέας στο Λονδίνο, αλλά ελάχιστα αποδίδουν την πραγματικότητα. Μία ιστορία του 18ου αιώνα φέρει τον Σαίξπηρ να ξεκινά τη θεατρική του καριέρα ως ιπποκόμος που κέρδιζε τα προς το ζην φυλάγοντας τα άλογα των πλούσιων θεατών και των αφεντικών των θεάτρων. Εντούτοις δεν υπάρχει κανένα ιστορικό στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο Σαίξπηρ βρέθηκε σ' αυτή τη θέση. Αντιθέτως, στα 28 του χρόνια ήταν πλέον ένας φτασμένος ηθοποιός. Και ως τα 52 του, που πέθανε, ήταν πάντα δημοφιλής και περιζήτητος. 


Η υπογραφή του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ 

Λονδίνο και θεατρική καριέρα

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς άρχισε να γράφει ο Σαίξπηρ αλλά αναφορές της εποχής του και αρχεία παραστάσεων δείχνουν ότι κάποια από τα έργα του είχαν ανέβει στη λονδρέζικη σκηνή από το 1592. Οι βιογράφοι θεωρούν ότι η καριέρα του πρέπει να άρχισε μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1580. Αργότερα ο Σαίξπηρ καθώς και όλη η θεατρική ομάδα στην οποία ανήκε, τελούσε υπό την εύνοια της βασίλισσας Ελισάβετ Α' της Αγγλίας. Συχνά έπαιζαν μπροστά στη βασίλισσα και την αυλή της τις μέρες των Χριστουγέννων ή άλλων εορτών. Ο Αρχιθαλαμηπόλος της Ελισάβετ ήταν ο ανάδοχός τους γι' αυτό και τους έλεγαν "οι Άνθρωποι του Αρχιθαλαμηπόλου" (The Lord Chamberlain's Men). Τα έργα του Σαίξπηρ εκτελούνταν μόνο από τους Lord Chamberlain's Men, οι οποίοι ήταν πλέον η κορυφαία θεατρική ομάδα του Λονδίνου.
Μετά το θάνατο της Ελισάβετ Α' το 1603, βασιλιάς της Αγγλίας ανέλαβε ο Ιάκωβος Α'. Όταν ο νέος βασιλιάς ήρθε στο Λονδίνο, ο Σαίξπηρ μαζί με άλλους εκλεκτούς ηθοποιούς και συγγραφείς της χώρας τον υποδέχτηκε στην είσοδο της πόλης. Ευτυχώς για τον Σαίξπηρ ο βασιλιάς Ιάκωβος αγαπούσε το θέατρο το ίδιο όπως κι η προκάτοχός του. Διανοούμενος ο ίδιος υποστήριζε τη φιλολογία και προστάτευε τις τέχνες. Δέκα μέρες μετά τη στέψη του ο βασιλιάς πήρε επίσημα υπό την προστασία του τον θίασο του Σαίξπηρ. Από τότε η θεατρική ομάδα μετονομάστηκε σε "οι Άνθρωποι του Βασιλιά" (The King's Men).
Αρκετά νομικά έγγραφα της εποχής καταγράφουν επενδύσεις και αγορές ακινήτων που έκανε ο Σαίξπηρ, γεγονός που πιστοποιεί πως στη διάρκεια αυτής της περιόδου κέρδισε αρκετά χρήματα. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι το 1597 απέκτησε το New Place, το οποίο ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο σπίτι στο Στράτφορντ. Το 1599, ο Σαίξπηρ και άλλα μέλη του θιάσου έχτισαν το δικό τους θέατρο στη νότια όχθη του ποταμού Τάμεση και το ονόμασαν Γκλομπ (Globe). Το 1608 ανέλαβαν επίσης το θέατρο Μπλακφράιαρς (Blackfriars).
Κάποια από τα έργα του Σαίξπηρ άρχισαν να δημοσιεύονται από το 1594. Το 1598, και καθώς είχε γίνει ήδη γνωστός, το όνομα του Σαίξπηρ άρχισε να εμφανίζεται και στα εξώφυλλα. Παρά την επιτυχία του ως δραματουργός, ο Σαίξπηρ συνέχισε να παίζει τόσο στα δικά του έργα όσο και σε έργα άλλων δραματουργών. Ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Μπεν Τζόνσον τον αναφέρει στους ηθοποιούς που έπαιξαν σε δικά του έργα γι' αυτό και η απουσία του ονόματός του από τον κατάλογο των ηθοποιών που έπαιξαν το 1605 στο "Βολπόνε" έχει εκληφθεί από ορισμένους μελετητές ως ένδειξη ότι η καριέρα του Σαίξπηρ ως ηθοποιού πλησίαζε στο τέλος της. Ωστόσο αργότερα ο Σαίξπηρ εμφανίζεται ως ένας από τους κυριότερους ηθοποιούς σε έργα τα οποία ανέβηκαν για πρώτη φορά στη σκηνή μετά το "Βολπόνε", αν και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιους ρόλους έπαιξε.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ο Σαίξπηρ μοίραζε το χρόνο του μεταξύ του Λονδίνου και του Στράτφορντ. Το 1596, τη χρονιά πριν αγοράσει το New Place στο Στράτφορντ, ο Σαίξπηρ ζούσε στην ενορία της Αγίας Ελένης στο Μπίσοπσγκεϊτ του Λονδίνου, βόρεια του ποταμού Τάμεση. Μετακόμισε στην άλλη μεριά του Τάμεση, στο Σάουθγουορκ του Λονδίνου, το 1599, δηλαδή τη χρονιά που κατασκευάστηκε το θέατρο Γκλομπ. Το 1604 μετακόμισε και πάλι βόρεια του ποταμού, σε μία περιοχή με πολλά ωραία σπίτια βόρεια του Καθεδρικού ναού του Αγίου Παύλου. Εκεί νοίκιαζε δωμάτια από έναν Γάλλο Ουγενότο που κατασκεύαζε περούκες για κυρίες. 

Τα τελευταία χρόνια

 Ο τάφος του Σαίξπηρ

Μετά το 1606 ο Σαίξπηρ έγραψε λίγα έργα και κανένα δεν αποδίδεται σ' αυτόν μετά το 1613. Πέθανε στις 3 Μαΐου του 1616 (23 Απριλίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο) αφήνοντας πίσω του τη σύζυγό του και δύο κόρες.
Στη διαθήκη του, ο Σαίξπηρ άφησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στη μεγαλύτερη κόρη του, Σουζάνα, ενώ αναφέρεται ελάχιστα στη σύζυγό του, Άννα, η οποία πιθανότατα δικαιούνταν αυτομάτως το ένα τρίτο της περιουσίας. Συγκεκριμένα έγραψε ότι της αφήνει "το δεύτερο καλύτερό μου κρεβάτι", ένα κληροδότημα που έχει οδηγήσει σε πολλές εικασίες. Μερικοί μελετητές βλέπουν το κληροδότημα αυτό ως προσβολή για την Άννα, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι το δεύτερο καλύτερο κρεβάτι είναι το γαμήλιο κρεβάτι και επομένως το κληροδότημα είναι πλούσιο σε σημασία.

Ο Σαίξπηρ τάφηκε δύο ημέρες μετά το θάνατό του, στο ιερό της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας στο Στράτφορντ-απόν-Έιβον. Στον τάφο του τοποθετήθηκε έπειτα από δική του επιθυμία μία επιγραφή, λαξευμένη στην πέτρινη πλάκα που καλύπτει τον τάφο. Η επιγραφή περιλαμβάνει μία κατάρα ενάντια στη μετακίνηση των οστών του, η οποία και αποφεύχθηκε επιμελώς κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης του ναού το 2008.

Η επιγραφή γράφει: 

Good frend for Iesvs sake forbeare,
To digg the dvst encloased heare.
Bleste be ye man yt spares thes stones,
And cvrst be he yt moves my bones.

και σε ελεύθερη μετάφραση: 

Καλέ φίλε, στο όνομα του Θεού συγκρατήσου,
Από το να σκάψεις τη σκόνη που εσωκλείεται εδώ.
Ευλογημένος ας είναι όποιος ήσυχες αφήσει αυτές τις πέτρες,
Και καταραμένος ας είναι όποιος μετακινήσει τα κόκκαλά μου.


Σχετικά με την επιγραφή αυτή, καλλιεργήθηκε ένας μύθος, σύμφωνα με τον οποίο αδημοσίευτα έργα του Σαίξπηρ πιθανόν να βρίσκονται εντός του τάφου. Μέχρι σήμερα δεν έχει αποπειραθεί να διαπιστωθεί η αλήθεια αυτής της υπόθεσης.
Πριν το 1623, στο βόρειο τοίχο του ναού της Αγίας Τριάδας στήθηκε ένα ταφικό μνημείο του Σαίξπηρ που τον απεικονίζει την ώρα που γράφει. Η επιγραφή τον συγκρίνει με τον Νέστορα, τον Σωκράτη και τον Βιργίλιο. 

Τα έργα

Οι περισσότεροι θεατρικοί συγγραφείς της περιόδου συνήθως συνεργάζονταν με άλλους και οι κριτικοί συμφωνούν ότι ο Σαίξπηρ έκανε το ίδιο, ως επί το πλείστον στις αρχές και στο τέλος της καριέρας του. 

 Τα πρώτα καταγεγραμμένα έργα του Σαίξπηρ είναι ο "Ριχάρδος Γ'" και τα τρία μέρη του "Ερρίκου ΣΤ'", τα οποία γράφτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1590, σε μία εποχή που το ιστορικό δράμα ήταν της μόδας. Ωστόσο τα έργα του Σαίξπηρ είναι δύσκολο να χρονολογηθούνκαι οι μελέτες των κειμένων του δείχνουν ότι ο "Τίτος Ανδρόνικος", η "Κωμωδία των Παρεξηγήσεων", το "Ημέρωμα της Στρίγγλας" και οι "Δύο Άρχοντες από τη Βερόνα" ανήκουν επίσης στην πρώτη περίοδο του Σαίξπηρ. Οι πρώτες ιστορίες του, οι οποίες αντλήθηκαν από τα "Χρονικά της Αγγλίας, Σκωτίας και Ιρλανδίας" του Ραφαήλ Χόλινσεντ, δραματοποιούν τα καταστροφικά αποτελέσματα της αδύναμης ή διεφθαρμένης εξουσίας και έχουν ερμηνευθεί ως δικαιολόγηση της προέλευσης του Οίκου των Τυδώρ. Τα πρώτα έργα ήταν επηρεασμένα από τα έργα άλλων Ελισαβετιανών δραματουργών, από τις παραδόσεις του μεσαιωνικού δράματος και από τα έργα του Σενέκα Η "Κωμωδία των Παρεξηγήσεων" βασίστηκε επίσης σε κλασικά μοντέλα, αλλά δεν βρέθηκε καμία πηγή για το "Ημέρωμα της Στρίγγλας", αν και σχετίζεται μ' ένα άλλο έργο με τον ίδιο τίτλο και μπορεί να προέρχεται από τη λαϊκή παράδοση. Όπως οι "Δύο Άρχοντες από τη Βερόνα", όπου δύο φίλοι φαίνεται να εγκρίνουν το βιασμό, έτσι και η ιστορία της Στρίγγλας, όπου το ανεξάρτητο πνεύμα μιας γυναίκας εξημερώνεται από έναν άντρα, προβληματίζουν μερικές φορές τους σύγχρονους κριτικούς και σκηνοθέτες.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1590, οι πρώιμες κλασικές και ιταλικού τύπου κωμωδίες του Σαίξπηρ παραχωρούν τη θέση τους στη ρομαντική ατμόσφαιρα των σημαντικότερων κωμωδιών του. Το "Όνειρο Θερινής Νυκτός" είναι ένα πνευματώδες μίγμα ρομαντισμού, μαγείας και κωμικών σκηνών. Η επόμενη κωμωδία του Σαίξπηρ, ο εξίσου ρομαντικός "Έμπορος της Βενετίας", απεικονίζει τον εκδικητικό Εβραίο τοκογλύφο Σάιλοκ με τρόπο που αντανακλά τις απόψεις εκείνης της εποχής αλλά στα σημερινά ακροατήρια μπορεί να φαίνεται υποτιμητικός. Τα έξυπνα λογοπαίγνια του "Πολύ κακό για το τίποτα", το μαγευτικό περιβάλλον του "Όπως Αγαπάτε" και το ζωντανό γλέντι της "Δωδέκατης Νύχτας" ολοκληρώνουν τη σειρά των μεγάλων κωμωδιών του Σαίξπηρ. Μετά τον λυρικό "Ριχάρδο Β'", ο οποίος είναι γραμμένος σχεδόν εξ ολοκλήρου σε ομοιοκατάληκτο στίχο, ο Σαίξπηρ εισήγαγε την κωμωδία πρόζας στα έργα "Ερρίκος Δ΄" (1ο και 2ο μέρος) και "Ερρίκος Ε΄", περί τα τέλη της δεκαετίας του 1590. Οι χαρακτήρες του γίνονται όλο και περισσότερο σύνθετοι και εναλλάσσοντας επιδέξια κωμικές και σοβαρές σκηνές, πρόζα και ποίηση, επιτυγχάνει την αφηγηματική ποικιλία του ώριμου έργου του. Η περίοδος αυτή αρχίζει και τελειώνει με δύο τραγωδίες: το "Ρωμαίος και Ιουλιέτα", το διάσημο ρομαντικό δράμα για την εφηβεία, την αγάπη και το θάνατο, και τον "Ιούλιο Καίσαρα" -βασισμένο σε μία μετάφραση που έκανε το 1579 ο σερ Τόμας Νορθ στο έργο του Πλούταρχου "Βίοι Παράλληλοι"- που εισήγαγε ένα νέο είδος δράματος.
Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο Σαίξπηρ έγραψε τις κωμωδίες "Με το Ίδιο Μέτρο", "Τρωίλος και Χρυσηίδα" και "Τέλος Καλό Όλα Καλά" καθώς και μερικές από τις πιο γνωστές τραγωδίες του. Πολλοί κριτικοί πιστεύουν ότι οι μεγαλύτερες τραγωδίες του Σαίξπηρ αντιπροσωπεύουν την αιχμή της τέχνης του. Ο Άμλετ, ο ήρωας της διάσημης ομώνυμης τραγωδίας του Σαίξπηρ, πιθανότατα έχει συζητηθεί περισσότερο από κάθε άλλο σαιξπηρικό χαρακτήρα, ειδικά για τον περίφημο μονόλογό του "Να ζει κανείς ή να μη ζει, ιδού η απορία".Σε αντίθεση με τον εσωστρεφή Άμλετ, του οποίου ο δισταγμός αποδεικνύεται μοιραίος, οι ήρωες των τραγωδιών που ακολούθησαν, ο Οθέλος και ο Βασιλιάς Ληρ, χαρακτηρίζονται από τη βιαστική και λανθασμένη εκτίμησή τους. Η εξέλιξη των τραγωδιών του Σαίξπηρ εξαρτάται συχνά από τέτοια μοιραία λάθη ή μειονεκτήματα, τα οποία ανατρέπουν την τάξη των πραγμάτων και καταστρέφουν τον ήρωα κι εκείνους που αγαπά. Στον "Οθέλο", ο κακόβουλος Ιάγος προκαλεί τη ζηλοτυπία του Οθέλου, ο οποίος φτάνει στο σημείο να δολοφονήσει την αθώα γυναίκα του που τον αγαπά. Στο "Βασιλιά Ληρ", ο βασιλιάς διαπράττει το τραγικό λάθος να παραιτηθεί από το θρόνο του σηματοδοτώντας την έναρξη των γεγονότων που οδηγούν στη δολοφονία της κόρης του και στο βασανισμό και τη τύφλωση του Κόμη του Γκλόστερ. Στον "Μάκβεθ", τη μικρότερη τραγωδία του Σαίξπηρ, η ανεξέλεγκτη φιλοδοξία υποκινεί τον Μάκβεθ και τη σύζυγό του, Λαίδη Μάκβεθ, να δολοφονήσουν το νόμιμο βασιλιά και να σφετεριστούν το θρόνο, μέχρι που καταστρέφονται από τις ενοχές τους. Οι τελευταίες μεγάλες τραγωδίες του Σαίξπηρ, "Αντώνιος και Κλεοπάτρα" και "Κοριολανός", περιέχουν μερικά από τα καλύτερα ποιήματά του και θεωρήθηκαν ως οι πιο επιτυχημένες τραγωδίες του από τον ποιητή και κριτικό Τόμας Στερνς Έλιοτ.
Στην τελευταία του περίοδο, ο Σαίξπηρ στράφηκε στο ρομαντισμό και στην ιλαροτραγωδία και ολοκλήρωσε άλλα τρία μεγάλα έργα: "Κυμβελίνος", "Το Χειμωνιάτικο Παραμύθι" και "Η Τρικυμία", καθώς και τον κατόπιν συνεργασίας "Περικλή". Λιγότερο ζοφερά από τις τραγωδίες του, αυτά τα τέσσερα έργα είναι πιο σοβαρά σε ύφος από τις κωμωδίες της δεκαετίας του 1590 και τελειώνουν με συμφιλίωση και συγχώρεση των δυνητικά τραγικών λαθών. Ορισμένοι σχολιαστές έχουν δει αυτή την αλλαγή στη διάθεση ως απόδειξη μιας πιο γαλήνιας άποψης της ζωής από την πλευρά του Σαίξπηρ, αλλά μπορεί να αντικατοπτρίζει απλώς τη θεατρική μόδα της εποχής. Ο Σαίξπηρ συνεργάστηκε με άλλο δραματουργό σε δύο επιπλέον σωζόμενα έργα: τον "Ερρίκο Η΄" και το "Οι Δύο Συγγενείς Άρχοντες". 

Εμφανίσεις


Δεν είναι σαφές για ποιες θεατρικές επιχειρήσεις έγραψε ο Σαίξπηρ τα πρώτα έργα του. Το εξώφυλλο του "Τίτου Ανδρόνικου" στην έκδοση του 1594 αποκαλύπτει ότι το έργο είχε παιχτεί από τρεις διαφορετικούς θιάσους. Μετά από τις επιδημίες της Μαύρης πανώλης τα έτη 1592-1593, τα έργα του Σαίξπηρ ερμηνεύτηκαν από το δικό του θίασο σε θέατρο βόρεια του Τάμεση. Όταν ο θίασος βρέθηκε σε διαμάχη με τον ιδιοκτήτη του οικοπέδου, οι ηθοποιοί κατεδάφισαν το θέατρο και χρησιμοποίησαν τα ξύλα για να κατασκευάσουν στη νότια όχθη του Τάμεση το θέατρο Γκλομπ, το πρώτο θέατρο που χτίστηκε από ηθοποιούς για ηθοποιούς. Το Γκλομπ άνοιξε το φθινόπωρο του 1599 και ο "Ιούλιος Καίσαρ" ήταν ένα από τα πρώτα έργα που ανέβηκαν στη σκηνή. Τα περισσότερα έργα που έγραψε ο Σαίξπηρ μετά το 1599 γράφτηκαν για το Γκλομπ, συμπεριλαμβανομένων του "Άμλετ", του "Οθέλου" και του "Βασιλιά Ληρ".
Παρά το γεγονός ότι οι καταγραφές των παραστάσεων είναι αποσπασματικές, φαίνεται πως ο θίασος του Σαίξπηρ έπαιξε επτά φορές στην αυλή του βασιλιά Ιάκωβου Α' από την 1η Νοεμβρίου 1604 μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1605, μεταξύ των οποίων αναφέρονται και δύο παραστάσεις του "Έμπορου της Βενετίας". Μετά το 1608 έπαιζαν στο κλειστό θέατρο Μπλακφράιαρς κατά τη διάρκεια του χειμώνα και στο Γκλομπ κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Ο εσωτερικός χώρος σε συνδυασμό με τη μόδα της εποχής, επέτρεψε τον Σαίξπηρ να εισάγει πιο περίτεχνα σκηνικά. Στον "Κυμβελίνο", για παράδειγμα, ο Δίας κατεβαίνει εν μέσω βροντών και κεραυνών καθισμένος πάνω σ' έναν αετό, οπότε ρίχνει έναν κεραυνό και τα φαντάσματα πέφτουν στα γόνατά τους.
Το γεγονός ότι ο Σαίξπηρ εκτός από το ότι έγραφε τα έργα του τα έπαιζε κιόλας, τον έκανε ασυναγώνιστο μεταξύ των άλλων συγγραφέων. Ο Σαίξπηρ δεν έγραφε απλά για να γράφει, αλλά για να ζει. Ζούσε τα έργα του. Όπως οι θεατές παρακολουθούσαν εκείνουν, έτσι κι εκείνος παρατηρούσε τους θεατές και παρακολουθούσε τις αντιδράσεις τους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άλλαζε στη σκηνή τα λόγια του προσπαθώντας ν' αποδώσει όσο μπορούσε καλύτερα το νόημα και να ικανοποιήσει περισσότερο τους θεατές. Είχε τέτοια ικανότητα ν' ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του κοινού, ώστε ακόμα και σήμερα τα έργα του εξακολουθούν να γοητεύουν το θεατή με τη ζωντάνια τους. 



Εξώφυλλο της έκδοσης του 1623 με έργα του Σαίξπηρ. 
Χαλκογραφία του Martin Droeshout. 

 Γραπτές πηγές

Το 1623 δύο ηθοποιοί, που υπήρξαν φίλοι του Σαίξπηρ, εξέδωσαν μία συλλογή έργων του, αποτελούμενη από 36 κείμενα, εκ των οποίων τα 18 τυπώθηκαν για πρώτη φορά. Πολλά από τα έργα του είχαν ήδη εμφανιστεί σε διάφορες εκδόσεις, για τις οποίες δεν υπάρχουν στοιχεία ότι ο Σαίξπηρ τις ενέκρινε. Υπάρχουν έργα των οποίων τα σωζόμενα αντίτυπα διαφέρουν από το ένα στο άλλο. Οι διαφορές αυτές μπορεί να οφείλονται σε αντιγραφικά ή τυπογραφικά λάθη, από σημειώσεις ηθοποιών ή του κοινού ή ακόμα και από τα ίδια τα έγγραφα του Σαίξπηρ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, για παράδειγμα στον "Άμλετ", στον "Τρωίλο και Χρυσηίδα" και στον "Οθέλο", μπορεί ο Σαίξπηρ μετά την πρώτη τους έκδοση να είχε αναθεωρήσει τα κείμενα. Ωστόσο στην περίπτωση του "Βασιλιά Ληρ" υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στην πρώτη έκδοση και σ' εκείνη του 1623. 

Ποιήματα

Το 1593 και το 1594, όταν τα θέατρα ήταν κλειστά εξαιτίας της πανούκλας, ο Σαίξπηρ δημοσίευσε δύο αφηγηματικά ποιήματα με ερωτικά θέματα, τα "Αφροδίτη και Άδωνις" και "Ο Βιασμός της Λουκρητίας". Στο πρώτο ένας αθώος Άδωνις απορρίπτει τις ερωτικές προκλήσεις της Αφροδίτης ενώ στο δεύτερο η ενάρετη Λουκρητία βιάζεται από τον λάγνο Ταρκήνιο. Με επιρροή από τις "Μεταμορφώσεις" του Οβίδιου, τα ποιήματα δείχνουν την ενοχή και την ηθική σύγχυση που προκύπτουν από μία ανεξέλεγκτη επιθυμία. Και τα δύο αποδείχθηκαν ιδιαίτερα δημοφιλή και ανατυπώθηκαν αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του Σαίξπηρ. Ένα τρίτο αφηγηματικό ποίημα, "Το Παράπονο ενός Εραστή", όπου μία νεαρή γυναίκα θρηνεί την αποπλάνησή της από ένα πειστικό μνηστήρα, τυπώθηκε στην πρώτη έκδοση των Σονέτων το 1609. "Ο Φοίνικας κι η Τρυγόνα", που τυπώθηκε το 1601, θρηνεί το θάνατο του θρυλικού Φοίνικα και της ερωμένης του, της πιστής Τρυγόνας. Το 1599, δύο προσχέδια των σονέτων 138 και 144 εμφανίστηκαν στον "Περιπαθή Προσκυνητή", ένα ανθολόγιο ποιημάτων υπό το όνομα του Σαίξπηρ που εκδόθηκε χωρίς την άδεια του. 

Σονέτα

Τα "Σονέτα" δημοσιεύτηκαν το 1609 και ήταν τα τελευταία μη δραματικά έργα του Σαίξπηρ που εκδόθηκαν. Οι μελετητές δεν είναι βέβαιοι για το πότε γράφτηκε το καθένα από τα 154 σονέτα, αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι ο Σαίξπηρ έγραφε σονέτα σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του για ένα ιδιωτικό αναγνωστικό κοινό. Σύμφωνα με κάποιους αναλυτές ο Σαίξπηρ σχεδίαζε να εκδώσει δύο αντίθετες σειρές: μία για την ανεξέλεγκτη επιθυμία για μία παντρεμένη γυναίκα και μία για την πολύπλοκη αγάπη για ένα νεαρό άντρα. Παραμένει ασαφές αν τα στοιχεία αυτά αντιπροσωπεύουν πραγματικά άτομα ή αν το συγγραφικό "εγώ" με το οποίο απευθύνεται σ' αυτούς αντιπροσωπεύει τον ίδιο τον Σαίξπηρ. Πάντως η έκδοση του 1609 αφιερώθηκε σε κάποιον κύριο "W. H.", ο οποίος πιστώνεται ως "ο μόνος γεννήτορας" των ποιημάτων.
Δεν είναι γνωστό αν αυτό γράφτηκε από τον ίδιο τον Σαίξπηρ ή από τον εκδότη, του οποίου τα αρχικά εμφανίζονται στο κάτω μέρος της σελίδας όπου γράφτηκε η αφιέρωση. Επίσης δεν είναι γνωστό ούτε ποιος ήτανε ο κύριος W. H., παρά τις πολυάριθμες θεωρίες, ούτε αν ο Σαίξπηρ είχε δώσει την άδεια του για τη δημοσίευση των σονέτων. Οι κριτικοί επαινούν τα Σονέτα ως μία βαθιά περισυλλογή σχετικά με τη φύση του έρωτα, το ερωτικό πάθος, το θάνατο και το χρόνο. 
..............................................

Ρωμαίος και Ιουλιέτα

Μεταφραστής: Δημήτριος Βικέλας

ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ  - ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ.

Ο κήπος του Καπουλέτου.
(Εισέρχεται ο ΡΩΜΑΙΟΣ).

ΡΩΜΑΙΟΣ
Όποιος δεν έπαθε πληγήν, γελά τον πληγωμένον!

(Η Ιουλιέτα φαίνεται εις το παράθυρόν της).

Αγάλια! 'ς το παράθυρον τι φως εκεί προβάλλει;
Ανατολή επρόβαλε, κ’ η Ιουλιέτα ήλιος!
Ήλιε γλυκέ, ανάτειλε και σβύσε την Σελήνην.
Ιδέ την απ' την ζήλειάν της αχνίζει και θαμπόνει,
διότι συ την ξεπερνάς 'ς την δόξαν και 'ς τα κάλλη.
Μη την λατρεύης (31)· άφες την, αν είναι και ζηλεύη·
πρασινοκίτρινην θωριάν η φορεσιά της έχει,
και μοναχά εις τους τρελλούς ταιριάζει(32)· πέταξέ την!
Είν' η αγάπη μου εκεί· η δέσποινα μου είναι.
Ω! ας το ήξευρε! — Λαλεί. — Όχι· — δεν είπε λέξιν
αλλά το μάτι της λαλεί. Απόκρισιν θα δώσω.
Πλην υπερηφανεύθηκα· δεν ομιλεί εμένα.
Δύο αστέρια τ' ουρανού, τα ωραιότερα του,
θέλουν 'ς την γην να καταιβούν, και ως που να γυρίσουν
παρακαλούν τα μάτια της 'ς τους ουρανούς να λάμπουν.
Και τι, εάν τα μάτια της εκεί επάνω ήσαν;
Και τι, εάν κατέβαιναν ς' την κεφαλήν της τ' άστρα; —
Η λάμψις του μετώπου της θα θάμπονε τ' αστέρια,
καθώς θαμπόνει λύχνου φως 'ς την λάμψιν της ημέρας,
και θα' χυναν τα μάτια της ‘ς τους ουρανούς επάνω
ένα ποτάμι φωτερόν να φέγγη τον αιθέρα,
που τα πουλιά να κελαδούν 'σαν να μην ήτο νύκτα!
Ιδέ την, πώς ακούμβησε το μάγουλον ‘ς το χέρι.
Ας ήμουν εις το χέρι της χειρόφτι, να εγγίζω
το μάγουλόν της το γλυκόν!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αχ

ΡΩΜΑΙΟΣ
Ομιλεί. — Ομίλει,
ομίλει, άγγελε λαμπρέ! — Μου έλαμψες ‘ς το σκότος,
καθώς οπόταν ο θεός εις τους ανθρώπους στέλνει
τον πτερωτόν του μυνητήν απ' του ουρανού τα ύψη,
κι αναστηλόνουν έκθαμβα οι άνθρωποι τα μάτια,
και γέρνουν τα κεφάλια των οπίσω, να τον βλέπουν,
που κάθεται ‘ς τα σύννεφα τα αργοκινημένα
και αρμενίζει υψηλά ‘ς τους κόλπους του αιθέρος!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ρωμαίε, ω Ρωμαίε! Αχ! τι λέγεσαι Ρωμαίος;
Αρνήσου τον πατέρα σου, παραίτα τ' όνομά σου,
ή αν δεν θέλης, μοναχά πως μ' αγαπάς ορκίσου
και έπαυσα να λέγομαι του Καπουλέτου κόρη (33)

ΡΩΜΑΙΟΣ
Ν' ακούσω κι’ άλλα; ή αυτά με φθάνουν;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τ' όνομά σου
είναι ο μόνος μου εχθρός. Μοντέκης αν δεν ήσουν,
μη άλλος θα εγίνεσο; τι θα ειπή Μοντέκης;
Μη τύχη κ' είναι πρόσωπον, ή χέρι, ή ποδάρι,
ή άλλο μέρος του κορμιού; Ω! τ' όνομα ν' αλλάξης!
Και τι σημαίνει τ’ όνομα; τ' άνθος που λέγουν ρόδον,
με οποίαν λέξιν κι’ αν το 'πουν, το ίδιον θα μυρίζη.
Και ο Ρωμαίος, τ' όνομα Ρωμαίος αν δεν είχε,
την χάριν δεν θα έχανε που έχει φυσικήν του.
Λοιπόν παραίτησε και συ, Ρωμαίε, τ' όνομά σου,
και δι’ αυτό σου τ’ όνομα, που μέλος σου δεν είναι,
εμένα όλην πάρε με.

ΡΩΜΑΙΟΣ
'Σ τον λόγον σου σε παίρνω·
'πέ με αγάπην σου, κ' ευθύς μ' εβάπτισες εκ νέου·
από εδώ κ' εμπρός εγώ δεν είμαι ο Ρωμαίος.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ποιος είσαι συ, που έρχεσαι κρυμμένος ‘ς το σκοτάδι,
και χώνεσαι ‘ς τα μυστικά κρυφομιλήματά μου;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Δεν' ξεύρω με τι όνομα να σου ειπώ ποιος είμαι·
το όνομα μου το μισώ, ω δέσποινα γλυκειά μου,
διότι το εχθρεύεσαι. Γραμμένον αν το είχα,
θα το εξέσχιζα εδώ.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τ' αυτιά μου μόλις ήπιαν
ως τώρα λέξεις εκατόν από αυτό το στόμα,
αλλά γνωρίζω την φωνήν. — Δεν είσαι ο Ρωμαίος;
Δεν είσαι του Μοντέκη υιός;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Κανέν από τα δύο,
αφού εσύ δεν τ' αγαπάς, ω κόρη γλυκυτάτη.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Εδώ πώς ήλθες; λέγε μου· και διατί να έλθης;
Ο τοίχος είναι υψηλός και δύσκολα πηδάται,
και δι’ εσένα θάνατος αυτός ο κήπος είναι,
αν σ' εύρη έξαφνα εδώ κανένας συγγενής μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Με τα πτερά του Έρωτος επήδησα τον τοίχον.
Με λίθινα εμπόδια δεν κλείεται ο Έρως,
κι ό,τι του είναι δυνατόν τολμά και να το κάμη·
κι ούτε μου ήλθεν εις τον νουν των συγγενών σου φόβος.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Εάν σ' ιδούν σ' εσκότωσαν!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Αλλοίμονον 'ς εμένα!
Φοβούμαι περισσότερον το ιδικόν σου μάτι,
παρά σπαθιά των είκοσι. — Με γλύκαν κύτταξέ με,
και ούτε συλλογίζομαι την ιδικήν των έχθραν.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Δεν ήθελα να σε ιδούν διά τον κόσμον όλον.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Δεν έχει φόβον της νυκτός το ράσον με σκεπάζει,
φθάνει εσύ να μ' αγαπάς, κι’ ας μ' εύρουν δεν με μέλει!
Καλλίτερα η έχθρα των να κόψη την ζωήν μου,
παρά να μη με αγαπάς, κι’ ο θάνατος ν' αργήση.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Και ποιος σ' ωδήγησεν εδώ τον δρόμον σου να εύρης;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Ο Έρως, που μου έδειξε τον τρόπον να τον μάθω·
εκείνος έβαλε τον νουν, κ' έβαλα 'γώ τα μάτια.
Δεν είμ' εγώ θαλασσινός, αλλά και εις την άκρην
του κόσμου αν ευρίσκεσο, — και έως τ' ακρογιάλι
που βρέχει του ωκεανού το τελευταίον κύμα
δι’ ένα τέτοιον θησαυρόν τολμούσα ν' αρμενίσω.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ξεύρεις, το σκότος της νυκτός το έχω προσωπίδα,
ειδέ θα μ' εκοκκίνιζε παρθενική σεμνότης
δι’ όσα λόγια ήκουσες απόψε να προφέρω.
Εταίριαζε να έμενα έως εκεί που πρέπει,
και όλ' αυτά να τ' αρνηθώ· αλλά, το καθώς πρέπει
ας 'πάγη τώρα 'ς το καλόν. — Με αγαπάς; — Το ξεύρω
θα μου ειπής πως μ' αγαπάς, κ' εγώ θα σε πιστεύσω
αλλά και αν με τ' ορκισθής 'μπορείς να με γελάσης
εις απιστίας εραστών ο Ζευς γελά, μας λέγουν.
Αν μ' αγαπάς, ειπέ μου το αληθινά, Ρωμαίε.
Ή αν θαρρής πως εύκολα μ' εκέρδισες, ειπέ το,
ώστε να κάμνω την κακιάν, τα φρύδια να σουφρόνω
και όχι ν' αποκρίνωμαι, και να σε βασανίζω
πριν με κερδίσης· — ειδεμή, αλλέως δεν το κάμνω·
Αληθινά, αισθάνομαι πολύ ερωτευμένη,
κ' ίσως ευρίσκης ελαφρύ πολύ το φέρσιμόν μου·
αλλ' όμως εμπιστεύσου με, Ρωμαίε, και θα μ' εύρης
πλέον πιστήν από αυτάς, που ξεύρουν να κρατούνται.
Τ' ομολογώ, να κρατηθώ κ' εγώ εχρεωστούσα,
πλην άθελά μου ήκουσες τον μυστικόν μου πόθον,
και πριν το πάρω είδησιν· λοιπόν συμπάθησέ με,
κ' εις ελαφράδα της καρδιάς μη τύχη κι’ αποδώσης
τα όσα εξεσκέπασεν η σιωπή του σκότους.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Αγάπη μου, ορκίζομαι, μα το σεμνόν Φεγγάρι,
που τα κλαδιά τα φουντωτά των δένδρων ασημόνει....

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Μη ‘ς το φεγγάρι ορκισθής, το άστατον φεγγάρι,
που κάθε μήνα κι’ αλλαγήν ‘ς τον δίσκον του μας κάμνει,
μη τύχη κ' η αγάπη σου αλλάζη 'σαν εκείνο.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Εις τι λοιπόν να ορκισθώ;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Μην ορκισθής διόλου.
Ή ‘ς την χαριτωμένην σου την ύπαρξιν ορκίσου,
'ς αυτήν, που είναι ο Θεός οπού εγώ λατρεύω,
και σε πιστεύω.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Αν ποτέ η καρδιακή αγάπη...

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Μην ορκισθής καλλίτερα. — Αν κ' ήσαι η χαρά μου,
απόψε δεν την χαίρομαι την ένωσιν αυτήν μας.
Ορμητικά, κ' εξαφνικά κι’ ανέλπιστα μου ήλθε· —
ήτον ωσάν την αστραπήν, οπού περνά και φεύγει
πριν ‘πή κανένας: άστραψε! — Γλυκέ μου, καλήν νύκτα!
Ίσως αυτό το σφαλιστόν το άνθος της Αγάπης
‘ς την αύραν του καλοκαιριού τα φύλλα του ανοίξη,
κι ανθίζει και μοσχοβολά ως που να ξαναέλθης.
Καλή σου νύκτα κι’ αγαθή! Το στήθος σου να είναι
αναπαυμένον κ' ήσυχον καθώς το ιδικόν μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Μ' αφίνεις; κ' ευχαρίστησιν δεν θέλεις να μου δώσης;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Και ποίαν ευχαρίστησιν απόψε περιμένεις;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Το τάγμα της αγάπης σου αντί της ιδικής μου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Και μη δεν σου την έταξα και πριν μου την ζητήσης;
Και όμως θα μου ήρεζε να μη την είχα δώσει.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Και διατί, αγάπη μου, να μου την πάρης πίσω;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Διά να έχω μοναχά να σου την ξαναδώσω.
Αλλά γυρεύω του κακού το πράγμα οπού έχω.
Είν' η αγάπη μου βαθειά 'σαν πέλαγος, κ' εξ ίσου
και η φιλοδωρία μου 'σαν πέλαγος μεγάλη,
και όσον περισσότερον σου δίδω, τόσον μένει,
διότι ανεξάντλητα τα έχω και τα δύο.

(Η παραμάνα κράζει έσωθεν),

Ακούω μέσα θόρυβον. Αγάπη μου σ' αφίνω.
— Αμέσως, παραμάνα μου. — Έσο πιστός, Μοντέκη.
Πρόσμειν' εδώ μίαν στιγμήν κι’ αμέσως επιστρέφω.

(Αποσύρεται).

Απόσπασμα 

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










ΒΑΡΒΑΡΑ ΧΡΙΣΤΙΑ "Πρωτομαγιά"

Χαρακτικό του Τάσσου 


Πρωτομαγιά

Μέσα στα νύχια σου σκόνες αιώνων

παλιά καπνά απ΄ τη Δράμα

κι απ΄ τη Σαλονίκη.

Στα σταυροδρόμια οι επιτάφιοι στενάζουν

πάχνη βαριά στα βλέφαρα του κόσμου.

Πρώτη του Μάη,

έχει πιάσει πάλι κρύο

κι εσύ εργάτης το λησμόνησες πως είσαι;

Tον αλατζά πασχίζεις να πετάξεις

μα κείνοι ξέρουν πιο σφιχτά να σε φασκιώνουν.

Δειλά τα χέρια δεν τολμούν να διεκδικήσουν.

Θολές οι οθόνες

σου θαμπώθηκαν τα μάτια.

Σ΄ ηλεκτρικές Καισαριανές φυλακισμένος

με σιγαστήρα οι βολές που σ΄ εκτελούνε.

Απ΄ το Σικάγο, απ΄ τη Βαστίλη, απ΄ το Βραχώρι

ίδια αρμύρα του εργάτη ο ιδρώτας.

Σε ξηλωμένη πόρτα ξαπλωμένος

«μην παραδίνεσαι»

ψελλίζει ο Τάσος Τούσης.

Στα σταυροδρόμια

οι αναστάσεις καρτεράνε.

Πρωτομαγιά, Πρωτομηνιά, πρώτη απεργία.

Βαρβάρα Χριστιά








ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ "ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ"


Photographer Taylor Marie McCormick

Σαν έχει η μνήμη φρόνηση
σε αναδρομές και παραλλάξεις,
το χρόνο σπούδαγμα κι αναστροφή,
τα πρέπει της συμμόρφωσης
και της αποδοχής η ανάγκη,
δεν είναι υπακοή αστόχαστη
κι ανάρμοστη στάση υποταγής,
παρά γνώση και λογισμός προοπτικής,
υπέρβαση απ' τη θεωρία του εφικτού
κι απόδραση στην κοινή αλήθεια της κοινωνίας.

Σαν είναι ο φόβος πρόταγμα
σ' ανέστιες καταγραφές και ρήσεις,
η υποψία χωρίς αφορισμούς και δόγματα
για εποχές ανένταχτες και αξίες,
η κρίση και η ενσυναίσθηση,
η ένσταση κι η προβολή του άγχους,
δεν είναι αυτομόληση στη συνήθεια,
ούτε αυτάρεσκη επίδειξη στοχασμού
παρά πρόκληση ορισμού και συνέπειας
κι απόδραση στην ταύτιση συνείδησης και ήθους.

Σαν φέρνει το σήμερα ενοχές
και τ' αύριο ασύνορα κενά και απορίες
μέσα από απρόσωπες συμμετοχές,
ανήκουστες κι αλλότριες συμπεριφορές,
τ' αξόδευτου λόγου η άρνηση και η σιωπή,
τα πείσματα και οι επίμονες προφητείες
δεν είναι ψευδαίσθηση και πλάνης στίγμα
ούτε ευδοκίμηση στο βολικό το ψέμα,
παρά αποζήτηση και φανέρωμα λογικής

κι απόδραση στην αρμονία ύπαρξης και σκοπού.


29- 4- 2021









ΕΥΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ - ΛΙΑΝΟΥ "Πάσχα στα Κύθηρα" Παραμύθι

Πίνακας - Χρήστος Μποκόρος


Ενα παραμύθι για το Πάσχα

Οι ετοιμασίες για το ταξίδι μας είχαν ξεκινήσει από νωρίς. Φέτος όλη η οικογένεια θα περνούσε το Πάσχα στο νησί, στα Κύθηρα. Ήταν ο τόπος καταγωγής της μητέρας που, εδώ και πολλά χρόνια, δεν είχε κατέβει να δει το πατρικό της σπίτι.

Πρώτα ήταν οι ετοιμασίες του γάμου. Ο μπαμπάς, βέρος Αθηναίος, προτίμησε έναν γάμο απλό και ένα ταξίδι του μέλιτος στη μαγευτική Γαλλία. Μετά ήρθαμε εμείς, τα δίδυμα. Δυο αγόρια ξανθά, με χαμογελαστά προσωπάκια και ανυπόμονα να μεγαλώσουν, έτσι η μητέρα μου μ’ εκείνα και τα άλλα, δεν επέστρεψε στο πατρικό της.

Βέβαια είχε χάσει τους γονείς της σε μικρή ηλικία, τη μεγάλωσε μια μακρινή θεία. Η θεία Άννα, που από μικρή της είχε δώσει το μικρόβιο της ανεξαρτησίας, του ταξιδιού και της εξερεύνησης –γι’ αυτό το λόγο, ίσως, η μαμά σπούδασε αρχαιολόγος– αλλά όταν γνώρισε τον πατέρα στο δεύτερο έτος της σχολής, όπου σπούδαζε κι αυτός αρχαιολόγος, τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Άλλαξε ριζικά η ζωή της, έλεγε. Έτσι αποφάσισαν να παντρευτούν αμέσως.

Νομίζω πως η μαμά άφησε πολλά όνειρα απραγματοποίητα.

Το ταξίδι της οικογένειας στο νησί ήταν ένα από αυτά τα όνειρα, που σιγά-σιγά άρχισαν να παίρνουν σάρκα κι οστά.

Στο σπίτι επικρατούσε ένας πανικός, βαλίτσες παντού και μια ακαταστασία, αλλά η μητέρα-από μηχανής Θεός μέσα σε μια ώρα είχε τακτοποιήσει τα πάντα. Τα δωμάτια, τα ρούχα, τις βαλίτσες. Ήταν ένας σίφουνας αθόρυβος. Στο πι και φι τα έβαλε όλα σε τάξη. Και έκλεισε και τον γενικό.

Θα λείπαμε για δεκαπέντε μέρες.

Πήραμε το πλοίο στον Πειραιά, ήταν ένα όμορφο ταξίδι. Ο ήλιος ήταν τόσο ζεστός. Το καλοκαίρι μύριζε παντού. Η θάλασσα είχε ντυθεί με την ανοιξιάτικη φορεσιά της, ένα απαλό σιελ. Ήταν όλα τόσο ωραία, παίζαμε και κρυβόμασταν πότε στο πάνω κατάστρωμα, πότε στο κάτω κατάστρωμα.

Το πλοίο άρχισε να λιγοστεύει ταχύτητα, φτάναμε στο λιμάνι, το Διακόφτι.

Αντίκρισα για πρώτη φορά τα Κύθηρα, το νησί που τόσα μας είχε πει η μητέρα γι’ αυτό. Ήταν τόσο όμορφο. Σαν ζωγραφιά σ’ ένα τεράστιο καμβά.

Από το αυτοκίνητο διακρίναμε τόσα πολλά χωριά, σε κάθε βουνοπλαγιά, σε κάθε ρεματιά, μικρά λευκά σπίτια ξεπετιόντουσαν σαν μπουμπούκια ενός εκατόφυλλου τριαντάφυλλου.

«Σε λίγο θα φτάσουμε στα Κύθηρα, ή αλλιώς Τσιρίγο, όπως το λένε οι ντόπιοι», είπε η μητέρα. «Θα γνωρίσετε τη θεία Άννα». Αυτή μεγάλωσε τη μητέρα, όταν πέθαναν οι γονείς της σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

Ήταν η πρώτη φορά που θα γνωρίζαμε τη θεία της μητέρας. Αλλά κι εμένα και τον αδερφό μου λίγο μας ένοιαζε για τους συγγενείς, νιώθαμε ήδη μαγεμένοι από το τοπίο των Κυθήρων.

«Αλέξη, Νάσο», μάταια φώναζε η μητέρα. Είχαμε κιόλας ξεχυθεί στους κάμπους, στη φύση, θέλαμε να τη μυρίσουμε, να την αγγίξουμε, να δούμε τα λιβάδια με τις παπαρούνες και τρέχαμε προς τη μαγευτική παραλία που απλωνόταν μπροστά μας.

«Άσε τα αγόρια, Μαρίνα, δε θα χαθούν. Άλλωστε οι διακοπές ξεκίνησαν για όλους!» είπε ο πατέρας.

Οι μέρες στο νησί περνούσαν υπέροχα, κάναμε και δυο φίλους, τον Σωτήρη και τον Νικόλα. Και οι τέσσερις περνούσαμε υπέροχα και μέναμε στη θάλασσα έως αργά το βράδυ, να παίζουμε μέχρι που σουρούπωνε και ο ήλιος κρυβόταν στα γαλάζια νερά της θάλασσας και μόνο τότε χωριζόμασταν. Επιστροφή στο σπίτι.

Ήταν ένας παράδεισος τα Κύθηρα. Ο Νάσος κι εγώ είχαμε κιόλας αποφασίσει να μη φύγουμε ποτέ από εκεί. Το αποφασίσαμε με τον αδερφό μου, δηλαδή, στους γονείς δεν είχαμε πει τίποτε ακόμη. Αλλά στο νησί, νιώθαμε… Νιώθαμε κάτι που το είχαμε μέσα μας αλλά το είχαμε χάσει μέσα στα τείχη της τσιμεντένιας πόλης. Γίναμε παιδιά πάλι. Ξενοιασιά. Παίζαμε και ποδόσφαιρο και δεν ανησυχούσαμε για την μπάλα ή εάν μας χτυπήσει κάνα αυτοκίνητο.

Μέναμε ώρες έξω από το σπίτι, χωρίς να κινδυνεύουμε. Κάναμε ποδηλατοδρομίες και γυρνούσαμε σε όλα τα χωριά, με τους δυο φίλους μας.

Είχαμε πάει σε όλες τις σπηλιές ψάχνοντας για θησαυρούς. Επιπλέον είχαμε ανακαλύψει διακόσια διαφορετικά μέρη για να θαυμάζουμε το ηλιοβασίλεμα.

Το Πάσχα ήταν υπέροχο.

Ήμασταν κιόλας στη Μεγάλη Βδομάδα. Ο πατέρας ήταν πιο ευδιάθετος και μερικά απογεύματα έπαιζε μαζί μας ντόμινο, ξερή και μονόπολη. Η μητέρα μας έκανε παρέα, και έπειτα ερχόταν η θεία Άννα. Αφού έπαιρνε τη «Σύνοψη» και ένα μικρό καρεκλάκι, έπαιρναν το αυτοκίνητο και ανηφόριζαν το δρομάκι για την εκκλησιά, την Παναγιά τη Μυρτιδιώτισσα.

Η μητέρα μας είχε πει μια πολύ όμορφη ιστορία για αυτή την εκκλησιά και την εικόνα της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας, που την είχε βρει ένας βοσκός.

Το Πάσχα για μένα δεν ήταν παρά άλλη μια αργία. Δεκαπέντε μέρες χωρίς σχολείο και διάβασμα. Φυσικά η μητέρα κι ο πατέρας μάς είχαν εξηγήσει το νόημα και τη βαθύτερη σημασία αυτής της χριστιανικής γιορτής.

Εκείνο όμως που με έκανε να νιώσω βαθιά στην καρδιά μου αυτό το Πάσχα και να κρατήσω την ανάμνηση από τις διακοπές στα Κύθηρα, ήταν η πρόταση που μας έκανε ο Σωτήρης κι όχι μόνο…

Βρισκόμασταν κάθε μέρα στην πλατεία και από εκεί με τα ποδήλατα τρέχαμε στην παραλία, αλλά και σε όλα τα γύρω χωριά. Πριν χωρίσουμε εκείνο το βράδυ, ο Σωτήρης μάς ανακοίνωσε ότι δε θα μπορούσε να έρθει την επόμενη. Θα ξημέρωνε Μεγάλη Πέμπτη.

«Δεν θα μπορέσω αύριο, παιδιά, θα πρέπει να πάω να βοηθήσω στην εκκλησιά τον πατέρα Μιχαήλ.» Αλλά έξυσε το κεφάλι του, σκέφτηκε και ύστερα μας είπε: «Γιατί δεν έρχεστε κι εσείς να με βοηθήσετε;»

«Μα τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε;» τον ρώτησα.

«Απλά πράγματα, ό,τι κάνει ένα παπαδοπαίδι.»

«Μα εμείς…» Και οι δυο κοκκινίσαμε. Είχαμε βέβαια όλη την κατήχηση από το σπίτι. Όμως, τι κάνει ακριβώς ένα παπαδοπαίδι, δεν το ξέραμε. «Μα δεν έχουμε ιδέα», του απαντήσαμε με μια φωνή. «Εξακολουθείς να πιστεύεις ότι μπορούμε να βοηθήσουμε; Άλλωστε δεν είμαστε καν από το νησί.»

«Δεν πειράζει. Ο πατήρ Μιχαήλ θα χαρεί. Υπάρχει δουλειά για όλους», είπε ο Σωτήρης. «Θα σας περιμένουμε κατά τις εφτά στην πλατεία. Εντάξει;»

Κοιταχτήκαμε και οι δύο μας στα μάτια. «Εντάξει», γνέψαμε με το κεφάλι.

Έτσι και έγινε. Μεγάλη Πέμπτη, ώρα εφτά το απόγευμα. Ντυθήκαμε με τα καλά μας. Δεν πήραμε τα ποδήλατα. Η μητέρα μας πήγε με το αυτοκίνητο και τους τέσσερις στην εκκλησιά, στην Παναγιά τη Μυρτιδιώτισσα. Έφυγε αμέσως, να πάει να πάρει τον πατέρα και τη θεία Άννα.

Ο Σωτήρης προχώρησε μπροστά, άλλωστε ήταν αυτός που ήξερε τι έπρεπε να γίνει. Τον ακολουθήσαμε σιωπηλά. Μπήκαμε στην εκκλησιά, μια μυρωδιά από λιβάνι μας συνεπήρε.

«Καλώς τα παιδιά.» Ο πατήρ Μιχαήλ, αγγελική μορφή. Μας καλωσόρισε με μια ευλογία. «Σήμερα ο Κύριός μας “σταυρώθηκε επί ξύλου”, είναι μια μέρα πένθους. Πρέπει να ετοιμάσουμε την εκκλησιά μας.»

Ο Σωτήρης έκλεισε τις πόρτες της εκκλησίας, τον ακολουθήσαμε και οι τρεις. Αρχίσαμε να κρεμάμε στους παλιούς πολυελαίους και στα πολυκάντηλα μαύρες και βιολετί κορδέλες, δέσαμε τα χέρια των αγγέλων με μαβιές ταινίες και είχαμε καρφώσει στα κεριά παντού στρογγυλές «κονκάρδες» με ασπρόμαυρες κορδέλες.

Στη μέση της εκκλησιάς, βάλαμε μια μεγάλη πέτρα σαν βάση για το Σταυρό. Με αρχηγό τον Σωτήρη και τις συμβουλές του πατρός Μιχαήλ τελειώσαμε σχετικά γρήγορα την πένθιμη διακόσμηση.

Έτρεφα μεγάλο θαυμασμό για το Σωτήρη. Ήταν πιο μεγάλος από εμάς, αλλά μας προστάτευε και μας έκανε να νιώσουμε ότι ανήκουμε στο νησί. Εκείνο λοιπόν το απόγευμα ετοιμάσαμε την εκκλησία για τα «Δώδεκα Ευαγγέλια». Είχε πια έρθει η ώρα.

Ανοίξαμε τις πόρτες.

Η ώρα ήταν οκτώ. Ό κόσμος γέμιζε την εκκλησιά. Οι επίτροποι προσπαθούσαν να βάλουν μια τάξη. Στα δεξιά οι άντρες, στα αριστερά οι γυναίκες και ο γυναικωνίτης, «πήχτρα» κι αυτός. Εμείς, τα «παπαδοπαίδια» τρέχαμε να προλάβουμε και τις επιπλέον δουλειές. Είχαμε να παραλάβουμε τα κεριά και τα «τάματα» που έφερναν οι ενορίτες για τον Σταυρό –λουλούδια, στεφάνια, γλάστρες– έπρεπε να σβήνουμε και τα κεριά στα μανουάλια, να φέρνουμε και καρέκλες στους γέροντες και σε ηλικιωμένες κυρίες, που δεν έβρισκαν πουθενά να κάτσουν.

Ο πατήρ Μιχαήλ μας βοηθούσε κι αυτός, έδινε τις εντολές στο Σωτήρη κι αμέσως αυτός μας έδινε το σήμα:

«Φέρτε κι άλλες καρέκλες από τον καφενέ του κυρ-Λουκά.»

«Λείπουν κεριά, πρέπει να γεμίσουμε το παγκάρι.»

Κι όλο τρέχαμε από εδώ κι από εκεί. Ήμουν χαρούμενος όμως, γιατί και οι δικοί μου έκατσαν και οι γονείς του Σωτήρη και του Νικόλα ακόμη και κάποιοι φίλοι που ήρθαν σχετικά αργά.

Περιποιηθήκαμε και τις μητέρες των γειτονισσών μας, της Αγγελικής και της Μάρθας.

Νομίζω ότι ήταν η άνοιξη, λίγο το τρέξιμο από τη δουλειά στην εκκλησία, η ψυχή μου, όμως, είχε σίγουρα μια ρομαντική και ιπποτική διάθεση, καθώς η Αγγελική μου χαμογέλασε και μου ψιθύρισε ένα «ευχαριστώ»… Κοκκίνισα ολόκληρος.

Όλοι κρατούσαμε τις «Συνόψεις» μας και με ένα κερί στο χέρι ψέλναμε, καθώς ο παπάς διάβαζε ένα-ένα τα Ευαγγέλια. Τα Ευαγγέλια των Παθών τα είχα ξανακούσει κι άλλες φορές στην Αθήνα. Ποτέ όμως δεν τα είχα νιώσει όπως εδώ στο νησί, στα Κύθηρα.

Ο πατήρ Μιχαήλ είχε μια φωνή που σε καθήλωνε. Είχε αυστηρή εμφάνιση με το μαύρο ράσο του, πένθιμο κι αυτό, έβγαινε κάθε τόσο στην Ωραία Πύλη και πάνω στο μαυροντυμένο αναλόγιο διάβαζε αφηγηματικά τα κείμενα των Ευαγγελίων: «Απεκρίθη ο Πιλάτος: – Μή τι εγώ Ιουδαίος ειμί; Το έθνος σου και οι Αρχιερείς παρέδωκάν σε εμοί, τι εποίησας;…» Ο κόσμος παρακολουθούσε σχεδόν αποσβολωμένος «τη δίκη», φανερά συγκινημένος. Θαρρούσε κανείς πως γινόταν πάλι, εδώ μπροστά σε όλους, για δεύτερη φορά. Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν, μόνο το «Κύριε ελέησον» από μερικές γερόντισσες. Όταν ο πατήρ Μιχαήλ έφτανε στο τέλος σήκωνε τη φωνή του, έτσι δήλωνε το τέλος του Ευαγγελίου κι έλεγαν τις τελευταίες λέξεις ψάλλοντας. Και οι ψάλτες αντιφωνούσαν κι έψελναν κι αυτοί:

«Δόξα τη μακροθυμία Σου, Κύριε, δόξα Σοι».

Η Μεγάλη Πέμπτη έχει μια ιδιαίτερη θέση στις καρδιές των Χριστιανών και στην μεγάλη εκκλησιά της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας, ένιωθα κι εγώ μια κατάνυξη.

Ένα αίσθημα θλίψης και συγκίνησης με είχε καταβάλει. Το ψάλσιμο του «Σήμερον κρεμάται». Μεγαλόπρεπη και κατανυκτική σκηνή. Ο πατήρ Μιχαήλ έβγαινε με τον Εσταυρωμένο στα χέρια του στην Ωραία Πύλη, κι εκεί στεκόταν ακίνητος, αμίλητος σεμνός…

Είχαμε σβήσει όλα τα φώτα της εκκλησίας, τους μεγάλους πολυελαίους, απέμειναν αναμμένα τα κεριά των πιστών και τα κεριά της Αγίας Τράπεζας. Σιγή απλώθηκε παντού. Μια γνωστή φυσιογνωμία στεκόταν στη θέση του αριστερού ψάλτη. Ήταν ο Σωτήρης. Τριγυρισμένος από τους υπόλοιπους ψάλτες, άρχιζε να ψέλνει τους πρώτους στίχους, συγκροτημένος αλλά και με μια φωνή αγγελική, το «Σήμερον κρεμάται». Ο τρόπος που ο Σωτήρης έψαλλε έκανε τον κόσμο να συγκινηθεί, η Μάρθα δάκρυσε κιόλας. Ήταν ένας μελωδικός θρήνος. Κράτησε για δέκα λεπτά. Οι λέξεις του Πάθους, κατανοητές, με μαεστρία, δεξιοτέχνης ο Σωτήρης. Έψαλλε… Έψαλλε και το κοινό τον άκουγε συνεπαρμένο.

Η μητέρα του, η Ευθαλία, είχε δακρύσει, και σίγουρα ήταν δάκρυα χαράς. Μόλις τελείωσε ο ύμνος, ο αριστερός ψάλτης έλεγε τα λόγια του και πάλι «Δόξα τη μακροθυμία Σου, Κύριε δόξα Σοι».

Ανάψαμε τα φώτα της εκκλησίας, βάλαμε κι άλλα κάρβουνα και λιβάνι στο θυμιατό, το κοινό ήταν ακόμη ζαλισμένο κι εγώ ποτέ δεν είχα νιώσει τόσο περήφανος για ένα φίλο, όσο ένιωθα για το Σωτήρη. Ο πατήρ Μιχαήλ ξεκίνησε με το Σταυρό να τον τοποθετήσει στη βάση που είχαμε στήσει πιο πριν. Ο κόσμος σχημάτισε μια μεγάλη «ουρά» για το προσκύνημα.

Η ακολουθία κράτησε έως τις έντεκα και μισή τη νύχτα. Δεν ένιωθα κούραση κι ας τρέχαμε πάνω κάτω καθ’ όλη τη λειτουργία. Ο κόσμος προσκυνούσε τον Εσταυρωμένο κι έφευγε. Κάποιες γερόντισσες είχαν μείνει κι είχαν στα χέρια τους κλωστές και καθώς άκουγαν ένα-ένα τα Ευαγγέλια, έδεναν κι από ένα κόμπο σε αυτές. Έθιμο από το Αργοστόλι, το είχαν φέρει γυναίκες που παντρευτήκαν στο νησί. Μαζί με τα προικιά τους έφεραν και τα ήθη και τα έθιμα τους. Ήταν, λέει καλό να κρατήσουν στο σπίτι τους αυτή τη «δωδεκάκομπη κλωστή», να την κρεμάσουν στα εικονίσματα για όλο το χρόνο ή να τη βάλουν στο λαιμό των παιδιών για φυλαχτό.

Το τελευταίο Ευαγγέλιο ο πατήρ Μιχαήλ το είπε ολόκληρο ψάλλοντας. Με την καθαρή κρυστάλλινη φωνή του, και υψώνοντάς την στις τελευταίες φράσεις, έδινε το σήμα του τέλους. Ο κόσμος σηκωνόταν από τα καθίσματα, μάζευαν τα πράγματα τους κι ετοιμάζονταν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Πολλοί από αυτούς πήγαν να χαιρετήσουν το Σωτήρη κι έδιναν συγχαρητήρια και μπράβο στους γονείς του. Παρ’ όλη την πένθιμη ατμόσφαιρα της Μεγάλης Πέμπτης, θα είναι η πιο όμορφη ανάμνηση για μένα από τις διακοπές του Πάσχα, ολόκληρης της οικογένειας στα Κύθηρα.


Το παραμύθι “Πάσχα στα Κύθηρα” παρουσιάστηκε  στη Λόγω Γραφής σε πρώτη δημοσίευση.



Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:

Η Εύα Πετροπούλου-Λιανού γεννήθηκε στο Ξυλόκαστρο όπου και ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές της. Αγαπούσε τη δημοσιογραφία από μικρή, οπότε αποφασίζει να κάνει επάγγελμα τη μεγάλη της αγάπη και παρακολουθεί μαθήματα δημοσιογραφίας στη σχολή του ΑΝΤ1. Τελειώνοντας τις σπουδές της, κάνει την πρακτική της ως ελεύθερη ρεπόρτερ σε διάφορες δημοσιογραφικές εκπομπές. Το 1994 φεύγει για τη Γαλλία όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος στη γαλλική εφημερίδα «Le LIBRE JOURNAL». Η αγάπη για την Ελλάδα όμως την κερδίζει. Επιστρέφει στην ηλιόλουστη πατρίδα κι από το 2002 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Τον Μάϊο του 2011 θα εκδοθεί το τρίτο βιβλίο της, «Η Ζεραλντίν και το Ξωτικό της Λίμνης», από τις εκδόσεις Έναστρον. Μάλιστα, το έργο αυτό ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία στην παιδική σκηνή «Ηλιότεχνο» (Ιανουάριος 2012), σε σκηνοθεσία του Θ. Bουρνά. Ακολούθησαν κι άλλες παραστάσεις σε σχολεία και πολιτιστικούς χώρους. Στη συνέχεια, θα εκδώσει ebooks «Εγώ κι ο άλλος μου εαυτός, η Σκιά μου» εκδόσεις Σαϊτα, «H Zεραλντίν και ο ξωτικό της λίμνης » στα ιταλικά καθώς και «Η κόρη της Σελήνης» (εκδόσεις Αναζητήσεις), σε 2 γλώσσες αγγλικά και ελληνικα στην amazon.com κι άλλα πολλά. Η Κόρη της Σελήνης , έχει ήδη κυκλοφορήσει απο τις εκδόσεις Οσελότος 2009 και 2010 και πήρε τις καλύτερες κριτικές για την εικονογράφηση και το στυλ γραφής της συγγραφέως. Είναι μέλος της Εταιρίας Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά , των Κορινθίων Συγγραφέων Επίσης του οργανισμού Alia Mundi, Σερβία,της ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ Ελλάδας. Πρέσβειρα Ειρήνης του οργανισμού IFCH Morocco για την Ελλάδα. Αντιπροσωπεύει τηνLiterary Union Usa.

Συνεντεύξεις και παραμύθια της φιλοξενούνται σε ηλεκτρονικές εφημερίδες της Ελλάδας και της Κύπρου. Πρόσφατα η έγκριτη εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση της αφιέρωσε ένα δισέλιδο, για την προσφορά της στην παιδική λογοτεχνία [τόμος 27 σελ 300]. Τα βιβλία της έχουν εκριθεί από το Υπουργείο Παιδείας Κύπρου.









ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΝΤΟΣ - ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ( Και πάλι Μόνος & Και διαμέλισαν τα ιμάτια Αυτού)



Και πάλι Μόνος


Κι αφού
Τον ψάλλανε
"αι γενεαί πάσαι" και "γλυκύ μου έαρ"
και Τον ξεπροβοδήσανε
λουλουδοστεφάνωτο
και μυρωμένο,
όλοι αποχώρησαν στα φωταγωγημένα σπίτια τους
κι η Εκκλησία απόμεινε
σκοτεινή,
θεοσκότεινη.
Μόνος του κείτεται
μέσα, νεκρός,
κι όλα τα περιμένουμε
έτοιμα απ'Αυτόν.
Μόνος να βγάλει την απέραντη νύχτα,
Μόνος Του να προσευχηθεί, Μόνος να σκίσει το σάβανό Του,
Μόνος να βρει την έξοδο
Μόνος μέχρι να αναστηθεί.
Και μόνο μια θορυβώδης συναυλία από βατράχια παραδίπλα,
κι ο γατούλης ο σπραϊτάκος
που ξεπρόβαλε
να πιεί νερό
Του κρατάνε συντροφιά,
ως Αύριο.
Πόσο κρατάει όμως αυτή η νύχτα;
Για μάς..
ένας ύπνος..
27/04/2019

Φωτογραφία : Θοδωρής Κοντός 


Και διαμέλισαν τα ιμάτια Αυτού

Πέταξαν το ένα κομμάτι στη θάλασσα.
Τυλίχτηκε γύρω απ τον αφρό,
έπλεξε τα φύκια ακρόδεσμο
και βούτηξε βαθιά στο μανιασμένο κύμα.
Κι απτό βυθό ανέσυρε τα ονόματα όλα,
μαζί με όλα τα δάκρυα
που χύθηκαν και που δε χύθηκαν
για αυτά.
Και τα σεργιάνισε μεσοπέλαγα,
κάτω απτό λαμπρό ήλιο
να στεγνώσουν,
πριν τα εναποθέσει
Ένα προς Ένα στην ακτή.
Ο Νίκος, Ο Γιάννης, Ο Αντρέας,
Ο Στίβεν , O Ανουαρ, Η Ερμελίντα, Η Όλγα,
Ο Αφσίν...

Το δεύτερο, το πήρε ο αέρας.
Ταξίδεψε μέσα στα σύννεφα
και ρούφηξε όλη την πίκρα,
όλη την εξατμισμένη αλμύρα,
από των αιώνων τα δάκρυα.
Και ύστερα τα άφησε ελεύθερα, να πέσουν δυνατή βροχή,
και να ξεπλύνουνε
αυλές, παλάτια, ξέφωτα,
πλαγιές, βουνά και παραλίες,
και Πρόσωπα,
ώσπου όλα ανέπεμψαν
λαμπρότητα
κάτω απ τον αστραφτερό ήλιο.

Το τρίτο έμεινε στο χώμα και
ξεχάστηκε.
Σκεπάστηκε από χαλίκι
και από σκόνη, μέσα στο Χρόνο.
Θαμμένο βαθιά,
προσμένει και τυλίγει
τους νεκρούς σαβανωμένους,
μέχρι που, σαν μωρά,
μες στο λευκό του
φασκιωμένοι,
να το ανασύρουνε μαζί τους,
μέσα στης Δόξας τη χαρά.
Ένας προς Έναν.


Πίνακας : Thomas Blackshear "forgiven"







ΓΙΑΝΝΑ ΒΛΑΧΟΥ "Για τη Μαρία Πολυδούρη"



Ανοίγεις και κλείνεις του χρόνου τις γρίλιες
στέκεσαι, αιωρείσαι
μα σβήνουν της μουσικής οι τρίλιες.
Πλήρης αναχωρήσεων και μάταιων σιωπών
θύμα της εγκαρτέρησης, θηρεύτρια των καιρών
ψελλίζεις μια αέναη ιστορία 
μπροστά στην καίρια θέαση των ρωγμών.

~ Γιάννα Βλάχου ~ © All rights reserved

ARTIST Pat Kelley












ΕΙΡΗΝΗ ΓΕΡΟΝΤΑΡΑ "ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ " Νέα Κυκλοφορία


Πίνακας εξωφύλλου: Λαμπρινή Μίχου

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ


…Απόψε ήθελα να ονειρευτώ χάρτινα πλοία
που αγκαλιά κρατούν μικρές Παναγιές
και ταξιδεύουν σε όνειρα παιδικά.
Μα με πρόλαβες.
Ανήμπορο το χάδι σου
ξεχάστηκε στου χρόνου την αδύναμη ανάσα.
Κι απόρησα.
Ήθελα να άντεχε

και να ήταν διαμαντένιο

κι όχι από στάχτη.
Νικήθηκε η ψευδαίσθηση από την αλήθεια της ζωής.
Το ήξερες;
«Η ζωή πάντα κερδίζει», σου είχα θυμίσει όταν γονάτιζες.
Μα δεν με πίστεψες.
Κοίτα τώρα πόση δύναμη.
Τα φτερά μιας πεταλούδας πάντα αντέχουνε.


Με τη δεύτερη προσωπική της ποιητική συλλογή, η Ειρήνη Γεροντάρα απευθύνεται στη συλλογική μας μνήμη, στις υπαρξιακές μας ανησυχίες και στους φιλοσοφικούς μας προβληματισμούς. Η ποίησή της «κρατάει αγκαλιά τις θύμησες» και «κάθε μέρα το ίδιο σκοτάδι αναμόχλευε. Φορούσε το λευκό και βυσσινί πουκάμισο και το καλό το τζιν το πανταλόνι, κρεμούσε το τσιγάρο απ’ το στόμα κι έμπαινε στ’ αμάξι». «Διάβαζε πίσω από τις λέξεις…», «μίκραιναν οι μέρες καθώς μεγάλωναν οι σιωπές…». Η ποιητική συλλογή «Χρονικές Δευτερεύουσες» είναι «της ζωής η ποίηση».



Η Ειρήνη Γεροντάρα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μυτιλήνη. Είναι μητέρα τριών παιδιών και ζει σε μια κωμόπολη του Κορινθιακού, κοντά στους Δελφούς. Εργάζεται ως καθηγήτρια αγγλικών κι έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία και Ιστορία στο Αμερικάνικο Κολέγιο Ελλάδας (Deree College). Η σχέση της με τη συγγραφή ξεκινά από τα σχολικά της χρόνια. Έχουν εκδοθεί δύο προσωπικές ποιητικές συλλογές και ένα ανθολόγιο ποίησης με δική της επιμέλεια και σε συνεργασία με άλλους 14 δημιουργούς. Το καλοκαίρι του 2019 εκδόθηκε η πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Τα προσωπεία των Θεών». Το 2021 κέρδισε έπαινο στον Λογοτεχνικό Διαγωνισμό «Νίκος Καζαντζάκης» από τις Εκδόσεις Ραδάμανθυς και τα έργα της συμπεριλήφθηκαν στις εκδόσεις με τα βραβευθέντα έργα. Γράφει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με το ψευδώνυμο «Ρένα Γέρου». Έργα της, έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορα ανθολόγια ποίησης και πεζογραφίας. Έχει βραβευθεί και σε πολλούς ακόμα λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.


Η Λαμπρινή Μίχου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αντίκυρα Βοιωτίας. Αποφοίτησε το 1998 με «Άριστα» από την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, στον τομέα της Ζωγραφικής. Το 2014 αποφοίτησε με «Άριστα» και από τον τομέα της Γλυπτικής. Έχει λάβει πολλές διακρίσεις ανάμεσα στις οποίες, επελέγη από την Επιτροπή Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων για την έκθεση «2004, Αναζητώντας την Ολυμπιακή Ιδέα», το 2002 ως προπομπή για την Ολυμπιάδα, στη Βiennale νέων καλλιτεχνών στο Σαράγιεβο (9η Διάκριση), εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 5η Συνάντηση Μεσογειακών Σχολών Τέχνης στην Αλγερία και με το εργαστήρι γλυπτικής του κ. Παπαγιάννη στο Διεθνές Φεστιβάλ Εικαστικών Τεχνών Charleville της Γαλλίας με θέμα «ΜΑΣΚΕΣ». Έλαβε επίσης έπαινο από το ίδρυμα Γ. Σπυρόπουλου και βραβεία εκθέσεων «HEINEKEN ART & INFO QUEST» και υποτροφία για το Δ΄ Έτος Σπουδών στην Α.Σ.Κ.Τ.













ΠΈΤΡΟΣ Κ. ΒΕΛΟΥΔΑΣ "ΑΠΟ ΤΑ ΣΕΠΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΓΟΛΓΟΘΑ ΣΤΟ ΘΕΙΟ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΦΩΣ"



Κύριε της Πίστεώς μας αρχηγέ
αγάπησες τον άνθρωπο
κατέβηκες ταπεινά στην γη
θεάνθρωπος για πάντα να μας σώσεις
από της αμαρτίας τα δεσμά
εδίδαξες αλήθειες ιερές λόγια
Αγια του Ευαγγελίου τα ιερά
Τα θάυματα σου ήταν πολλά
για αγάπη παντού ομιλούσες
ακόμη  "αγαπάτε και τους εχθρούς"
μεγάλη αγκαλιά η αγάπη  εσύ αγάπησες
και πόνεσες από κακών ανθρώπων τους χλευασμούς.
Και έφτασε μια ώρα που η προδοσία ξεκίνησε
από ένα άθλιο ανθρωποειδές
τα αργύρια τον ενοιάζαν κι όχι
οι προσευχές...
Φιλί-μαχαίρι στην καρδία
ανέβηκες μονάχος σου
με τον Σταυρό στον ώμο σου
δύσκολο Γολγοθά.
Την ώρα που σε σταυρώνανε
καρφιά  τα χέρια τα Αγια σου ματώνανε
φορώντας σου ακάνθινο στεφάνι
στην Αγια Σου την κεφαλή
Συγχωρέσες αυτούς που σε
σταυρώσαν "ου γαρ οίδασι τι ποιούσι"
υπέμεινες για την δικιά  μας σωτηρία Πάθη, πόνους, βρισιές
και χλευασμούς
Την ελπίδα όμως μας χάρισες
με της Ανάστασης το Θείο Φώς
νικώντας τον θάνατο ολοσχερώς
και το Αγιο αίμα που έχυσες για εμάς
Κύριε σε προσκυνώ πόσο πολύ μας αγαπάς;
Ελέησον μας τους αμαρτωλούς και ας
εχει η ζωή φουρτούνες και πίκρες ,εσύ πάντα
είσαι κοντά μας την προσευχή μας την ακούς
Δεν μας εγκατάλειψες ποτέ αυτό να το γνωρίζεις
άνθρωπε...χοϊκέ!

ΠΈΤΡΟΣ Κ ΒΕΛΟΥΔΑΣ-ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ,
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ-ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ.