Τον κοίταζα κάτω από τα γυαλιά και το καπέλο μου με βουλιμικό βλέμμα, σχεδόν με αναίδεια και αδιακρισία, μα δε μου έδινε την παραμικρή σημασία. Ήταν μόλις δυο ξαπλώστρες πιο πέρα. “Είναι ο τύπος μου αναμφίβολα”, έλεγα μέσα μου και έτριβα τα χέρια, που επιτέλους βρήκα κάποιο ενδιαφέρον και δε θα ήταν απλώς μια αδιάφορη μέρα στην παραλία, που θα αποθέταμε τα κορμιά μας να ψηθούν σαν ωμά κρέατα στον ήλιο.
Το αγόρι θα ήταν κοντά στα εξήντα, ίσως και παραπάνω. Το σώμα του ογκώδες και ήταν μάλλον ψηλός, από όσο μπορούσα να καταλάβω, αφού ήταν καθιστός. Διάβαζε στη σκιά της ομπρέλας ένα χοντρό βιβλίο και όσο και να έχω καλή όραση, τίτλο δεν κατάφερα να διακρίνω. Ο τύπος μου, λοιπόν, ήταν φανερό ότι βαριόταν. Βαριόταν την παραλία, τον κόσμο, τη φασαρία, βαριόταν να μπει στη θάλασσα, βαριόταν ακόμη και να κοιτάξει τη σύζυγο δίπλα, την “Μου έχεις φάει τα καλύτερα χρόνια μου”, βαριόταν τον μικρό εγγονό με τα κουβαδάκια και τις πλαστικές τρίαινες, βαριόταν τη ζωή, το σόι της, τις παρατηρήσεις της, τις συμβάσεις και την προσποίηση, τη μάνα της, τον κόσμο όλο. Μα πιο πολύ βαριόταν αυτό που είχε γίνει με τα χρόνια. Πώς έγινε έτσι, που ούτε και ο ίδιος αναγνώριζε τα μέσα και τα έξω του; Αφημένος, στάσιμος και ενίοτε αλλοιωμένος. Τέλμα και μούδιασμα. Χωρίς γυρισμό, κατήφορος χωρίς έλεος, όταν παίρνω φόρα, φόρα κατηφόρα. “Αλήθεια, τι κάνω εγώ εδώ;”
Είχε ιδρώσει, φορούσε καπέλο και από κάτω έσταζε ιδρώτας, που πλημμύρισε το κορμί και την άμμο στα πόδια του. Γιατί ήταν εκεί και δεν ήταν αλλού;
“Δε σκουπίζομαι, δε ζεσταίνομαι, δεν ιδρώνω, δεν πονάω, δεν είμαι”.
Σήκωσε το καπέλο και έριχνε λοξές ματιές στις καλλίγραμμες κοπέλες με τα μπραζίλ μουσκεμένα μαγιό. Τζούρες από χαμένα όνειρα, και λίγο από χαμένη ζωή.
Σηκώθηκε σαν υπνοβάτης και έσυρε τα πόδια του μέχρι εκεί που έσκαγε το κύμα. Το νερό έφτανε μέχρι το γόνατο. Κάνει δυο βήματα μπροστά και αμέσως πίσω, λες και πάτησε αχινό. Κάνει να γυρίσει πίσω, όταν με δυο δρασκελιές μπαίνει απότομα στο δροσερό νερό και έγινε ένα με αυτό, τόσο που νόμισα ότι δε θα ξαναβγεί. Βούτηξε στα βαθιά, απέδρασε από όλα τα δεν και τα μη. Τούτη την ώρα η ζωή του είχε μόνο κατάφαση.
Ναι σε όλα, ναι στον έρωτα, ναι στη ζωή, ναι στο πολύ και στους αγώνες ταχύτητας για οτιδήποτε ανθρώπινο και εφήμερο που δίνει χαρά. Τέτοιες ώρες είμαστε καλύτεροι άνθρωποι, όταν λέμε λιγότερα και υπονοούνται περισσότερα. Ακόμη και αν μας χωρίζουν πολλά, θα συναντηθούμε στις κοινές γραμμές της άμυνάς μας. Κανείς δεν μπορεί εξάλλου να ζήσει χωρίς τη φαντασία και το όνειρο, ακόμη και αν ξέρει ότι είναι μόνο μια απάνθρωπη συνθήκη.
Ένιωσα μαζί του την ίδια γαλήνη…Μέχρι που ακούστηκε η φωνή της γυναίκας του, το παιδί είχε πεινάσει και έπρεπε να φύγουν και έπρεπε να βγει και έπρεπε και πρέπει και ασφαλώς αύριο θα πρέπει. Και να πάρει τηλέφωνο στη μαμά, γιατί δεν ένιωθε καλά από το πρωί σήμερα. Θα πρέπει και αύριο σίγουρα. Θα πρέπει να σφίξει περισσότερο το λουράκι στον λαιμό του. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και το έσκυψε ακόμη περισσότερο. Γύρισε στην ομπρέλα αδύναμος, ηττημένος και αφοπλισμένος. Τον λυπήθηκα. Έμεινα να τον κοιτάζω να μαζεύει κουβαδάκια και πλαστικούς αστερίες και αντηλιακά και “Βάλε το μακό στο παιδί, θα καεί” και “...όλα από μένα τα περιμένεις, τί κάνεις ακόμα; Νυχτώσαμε!…”.
Κανονικά κάτι πρέπει να πει κάτι τώρα, αλλά ποιος προσέχει τους τελευταίους κομπάρσους στις ταινίες; Περπατούσε ξυπόλυτος στην καυτή άμμο, σαν αυτοτιμωρία και προσπάθεια αφύπνισης μαζί.
Τον είδα να χαμογελάει. Διάβασα τη σκέψη του αγοριού της παραλίας. Του ήρθε στο νου η γειτόνισσά του στην αυλή στο χωριό, παιδί ήταν ακόμη και αυτή είκοσι χρόνων. Την ερωτεύτηκε, την αγάπησε και πήρε τη μυρωδιά της. Κρυφοκοιτάγματα και κόκκινα μάγουλα. Λουλουδάτο φόρεμα μεσημέρι καλοκαιριού, ζέστη σαν τη σημερινή και ανάμεσα στα πόδια της έξυνε με το κουτάλι μια ψωμωμένη κολοκύθα, να βγάλει όλη την ψίχα.
“Τι να μου πείτε όλοι σας για κάτι πραγματικά ερωτικό; Τι ξέρετε από ζωή”
Σάστισα, γλύκανα ξαφνικά και τον έχασα στο βάθος της αμμουδιάς, αγκαλιάζοντας σφιχτά τη στιγμή εκείνη τις καλές μου εκδοχές, που γέλασαν δυνατά, γιατί κάποιοι ακόμη νομίζουν ότι μπορούν να τις αμφισβητούν και να τις ειρωνεύονται.
Μισό λεπτό, φεύγεις και…Ούτε το όνομά σου δεν έμαθα. Κανονικά θα έπρεπε...
Σηκώθηκα με τη σκέψη ότι τόσα μυστικά του σύμπαντος έχουμε κατανοήσει, το μυστικό της καρδιάς θα παραμείνει τελικά αιώνιο! Ζ.Χ.
(~_~)
ΑπάντησηΔιαγραφή