Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

 

Φώτη Κόντογλου - Παναγία η Γλυκοφιλούσα 



Αγνή Παρθένε Δέσποινα

Ο ύμνος «Αγνή  Παρθένε Δέσποινα» είναι ένας μη λειτουργικός ύμνος, που συνέθεσε ο Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης τον 19ο αιώνα μ.Χ., κατά τη διάρκεια της θητείας του ως διευθυντής της Θεολογική Σχολής στην Ριζάρειο της Αθήνας.
Η παράδοση θέλει την Παρθένο να εμφανίζεται ενώπιον του Αγίου Νεκταρίου στο μοναστήρι της Αίγινας, και να του ζητάει να καταγράψει σε χαρτί έναν ιδιαίτερο ύμνο, όπου οι αγγελικές χορωδίες ήταν έτοιμες να το ψάλλουν. Αυτός ο Ύμνος ήταν ο «Ἁγνὴ Παρθένε Δέσποινα».

(Ἀπὸ Ὠδὴ β') Ἦχος πλ.α΄
Ἁγνὴ Παρθένε Δέσποινα, Ἄχραντε Θεοτόκε, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Παρθένε Μήτηρ Ἄνασσα, Πανένδροσέ τε πόκε, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Ὑψηλοτέρα οὐρανῶν, ἀκτίνων λαμπροτέρα, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Χαρὰ Παρθενικῶν Χορῶν, Ἀγγέλων ὑπερτέρα, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Ἐκλαμπροτέρα οὐρανῶν, φωτὸς καθαρωτέρα, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Τῶν οὐρανίων στρατιῶν, πασῶν ἁγιωτέρα, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

(Ἀπὸ Ὠδὴ ε')
Μαρία Ἀειπάρθενε, Κόσμου παντὸς Κυρία, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Ἄχραντε Νύμφη πάναγνε, Δέσποινα Παναγία, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Μαρία Νύμφη Ἄνασσα, χαρᾶς ἡμῶν αἰτία, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Κόρη σεμνὴ Βασίλισσα, Μήτηρ ὑπεραγία, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Τιμιωτέρα Χερουβείμ, ὑπερενδοξοτέρα, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Τῶν ἀσωμάτων Σεραφείμ, τῶν Θρόνων ὑπερτέρα, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

(Ἀπὸ Ὠδὴ δ')
Χαῖρε τὸ ᾆσμα Χερουβείμ, χαῖρε ὕμνος Ἀγγέλων, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Χαῖρε ᾠδὴ τῶν Σεραφείμ, χαρὰ τῶν Ἀρχαγγέλων, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Χαῖρε εἰρήνη καὶ χαρά, λιμὴν τῆς σωτηρίας, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Παστὰς τοῦ Λόγου ἱερά, ἄνθος τῆς ἀφθασίας, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Χαῖρε Παράδεισε τρυφῆς, ζωῆς τε αἰωνίας, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Χαῖρε τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, Πηγὴ ἀθανασίας, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

(Ἀπὸ Ὠδὴ ε')
Σὲ ἱκετεύω Δέσποινα, Σὲ νῦν ἐπικαλοῦμαι, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Σὲ δυσωπῶ Παντάνασσα, Σὴν χάριν ἑξαιτοῦμαι, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

(Ἀπὸ Ὠδὴ β')
Κορὴ σεμνὴ καὶ ἄσπιλε, Δέσποινα Παναγία, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
ἐπάκουσόν μου ἄχραντε, κόσμου παντὸς Κυρία, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

(Ἀπὸ Ὠδὴ ε')
Ἀντιλαβοῦ μου ρύσαι με, ἀπὸ τοῦ πολεμίου, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Καὶ κληρονόμον δεῖξον με, ζωῆς τῆς αἰωνίου, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.


Δημοτικά τραγούδια

«Την Παναγιά παρακαλώ και λέω τση να ραίνει
με τη ντροσά του ουρανού όλη την οικουμένη.
Την Παναγιά παρακαλώ βάλσαμο να σταλάζει
στου πονεμένου την καρδιά που βαριαναστενάζει.
Την Παναγιά παρακαλώ και τση ζητώ τη χάρη
στου καθενούς τη σκοτεινιά να φέγγει σα φεγγάρι»

 (απειραθίτικα δίστιχα από τη Νάξο).
****
Κυρά-Φανερωμένη μου, του Λευκαδίτη σκέπη  
χαρά στον που σε προσκυνά, χαρά στον που σε βλέπει  
σεμνή Παρθένο να κρατάς στ' απέριττο θρονί σου  
το γιόκα σου τον ακριβό και το μονογενή σου» 
(για τη Φανερωμένη Λευκάδας)
****
 “Άνοιξε, πόρτα μου, άνοιξε, πόρτα του Παραδείσου
ότι η ψυχή που κίνησε θέλει για νά΄μπει μέσα,
να προσκυνήσει το Χριστό και την Αγια -Τριάδα,
και την Κυρά την Δέσποινα και όλους τους αγίους. 
(Συλλογή τραγουδιών και μανιάτικων μοιρολογιών Κ.Πασαγιάννη, 1928)
****
Πολλές φορές με βόηθησες, βοήθα με και τώρα
κι εγω να μπω στη χάρη σου μ΄ένα μεγάλο τάμα.
Να φέρω αμάξι το κερί και με τ΄ασκί το λάδι
και με τ΄αργυροκάνιστρο να φέρω το λιβάνι.
Να κάμω το έμπα σου χρυσό, το έβγα σου ασημένιο,
 και την Αγία τράπεζα να την περιχρυσώσω.
Ευτύς τ΄άκουσε ο ουρανός κι ευτύς γαλήνη εγίνη.
Εγίνηκε ο ουρανός γυαλί κι η θάλασσα καθρέφτης.” 
(Παραλλογές, επιμέλεια Γιώργος Ιωάννου)


 Φραγκίσκος  Κολομπής «Εις την μετάστασιν της Πανάγνου» 

“Σαν εις άρμα λαμπρόν, στα χρυσωμένα
των αγγέλων φτερά, επέτα η θεία
Μητέρα του Θεού, εις την οποία
ήταν όλα τα κάλλη μαζωμένα.

Τούτα βλέπουσ' η γη με πικραμένα
μάτια με στεναγμούς, είπε : «Μαρία
πού μ΄ αφίνεις εδώ στην ερημία;
ή πώς να ζήσω 'γω χωρίς εσένα;»

Είναι πολεμικός νόμος να σέρνη
πίσω του ο νικητής τους νικημένους
όταν θριαμβικήν δόξα λαβαίνη.

Κι' εμέ και τους υιούς μου υποκειμένους
έκαμες. Μαρία· λοιπόν τυχαίνει
να μας σύρης αυτού γλυκά δεμένους.”

Παναγία Δεόμενη

Καισάριος Δαπόντες Λόγος ή Ευχή εξαγορευτική 

 “Αλλ΄επειδή κεφάλαιον των νέων των δογμάτων
υπάρχεις, και προοίμιον των του Χριστού πραγμάτων,
άρχομαι ήδη από Σού, Κυρία μου Μαρία,
αρχή της σωτηρίας μου και νυν και αιωνία.
Αρχίζω τώρα από Σού, Παρθένε Παναγία, 
η τον χριστόν γεννήσησα αγνή εν Παρθενία.
[...]Εγώ είμαι, Κυρία μου, δραχμή Σου η χαμένη,
Εσύ΄σαι η νοικοκυρά η Κεχαριτωμένη.
Σάρωσον την οικία Σου σαρώνουσα μ΄ευρήσεις
και Σύ χαρείς δε και τους Σούς πάντας χαροποιήσεις[...]”


Διονύσιος Σολωμός
La Castita (η αγνότητα-  αναφέρεται στην μετάσταση της Θεοτόκου)

“Ανοίγει μές στο μυστικό περβόλι ένα ρόδο λαμπρό την κονταυγή βεργολυγώντας πάνω στο στελέχι του, ολότελα κρυμμένο μές στα φύλλα του, που γίνονται παρθενική σκέπη της ντροπαλοσύνης του. Μέσ΄από κείνα μόλις που σταλάζει και κάθεται απάνω του άχραντη δρόσο τ΄ουρανού, και μόλις που τολμά τα φύλλα αυτά να τα φιλήση ο ζέφυρος ο πιο αγνός με την ερωτική πνοή του. Όποιος μ΄αυτό την άσπιλή του κόμη ανθοστολίση, θα σκεπαστή όλη η όψη του με την παρθενικότητα, που τόσο χαίρεται σ΄αυτήν η πρώτη αγάπη. Με το ρόδο αυτό πλέξανε στεφάνι οι Άγγελοι, όταν έφτασε στον Παράδεισο η Δέσποινα, που για κείνην, ύστερ΄από το Θεό, αγάλλονται οι ουρανοί.” 
****
Στον Κρητικό, εμφανίζεται η οραματική μορφή μιας γυναικείας παρουσίας, στην οποία πολλοί ερμηνευτές συναντούν το πρόσωπο της Παναγίας.
”[...]Κι ομπρός μου ιδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ετρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,
Στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.”


Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Η Φανερωμένη 

Κυρά Φανερωμένη μου, παρηγοριά του κόσμου, βόηθα με την πανόρφανη! 
Τ' άγιο σου χέρι δος μου για ν' ανεβώ στο βράχο σου! 
Δεν ήλθες ψες το βράδυ ωσάν αχτίδ' ανέλπιστη στο μαύρο μου τον Άδη, 
κι εσφόγγισες το δάκρυ μου και μούπες συ, Κυρά μου, 
να πάρω το παιδάκι μου στην έρημη αγκαλιά μου και να το φέρω να το ιδείς;...
Παρθένε, βοήθησέ με... Τα γόνατά μου εδείλιασαν...κατέβα, πρόφθασέ με...


ΠΑΡΑΣΧΟΣ ΑΧΙΛΛΕΑΣ «προς την Παναγίαν»


Στην έρημή σου έρχομαι και πάλιν εκκλησία,
αγαπημένη Παναγιά, χλωμή μου Παναγία.
Ήλθα τον πόνο να σου ειπώ που έχω στην καρδιά μου·
δεν έχω άλλον από σε, το ξεύρεις Δέσποινά μου....
Μάννα του κόσμου! πρόφθασε, η χάρι σου ας με ράνη,
μ’ αρρώστησ’ η Μαρία μου κοντεύει να πεθάνη:

Βασίλισσα των ουρανών , λευκή του κόσμου σκέπη,
μονάχη τώρα η χρυσή εικόνα σου με βλέπει...
Όχι· δεν ήλθε σήμερα σαν άλλοτε μ’ εμένα
ν’ ανάψη τα καντήλια σου και κρέμουνται σβυσμένα.
Ποιος θα σου φέρνη, Δέσποινα, στην ερημιά λιβάνι,
ανίσως η Μαρία μου, ανίσως αποθάνη;

Όχι δεν πήγα σε γιατρούς, γλυκειά μου Παναγία,
ήλθα σε Σένα να το ειπώ, να γιάνης την Μαρία!
Αχ! σ’ εξορκίζω στη ματιά του τέκνου σου την πρώτη,
στο πρώτο του χαμόγελο, στη σκεπτική του νιότη
σ’ ορκίζω στο βαρύ σταυρό, στ’ ακάνθινο στεφάνι,
να γιάνης τη Μαρία μου, γιατί θα μου πεθάνη.

Αχ! κάμε μούτηνε καλά, καλή μου Παναγία,
λαμπάδα στην εικόνα σου ν’ ανάβω την αγία,
μεγάλη σαν το σώμα της, λευκή σαν την ψυχή της,
εμπρός σου ν’ ακτινοβολή, καθώς οι οφθαλμοί της!
Αχ! κάμε μούτηνε καλά, η χάρις σου ας τη γιάνη,
δεν θέλω η Μαρία μου, δεν θέλω να πεθάνη.

Ναι· αν σου έφερα ποτέ λουλούδια μυρωμένα,
αν έχω την εικόνα σου κ’ εγώ λιβανισμένα,
αν στου Παιδιού σου έκλαψα τα πάθη Παναγία,
κ’ έχετε ένα όνομα μαζί με την Μαρία,
δος μου, αχ, δος μου της ζωής το δροσερό βοτάνι,
να δώσω της Μαρίας μου μην τύχη και πεθάνη!





Α. Παπαδιαμάντης - ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΥΝΙΣΤΡΑ 

Εις όλη την χριστιανωσύνη
μία είναι μόνη η Παναγία αγνή,
Κόρη παιδίσκη, Άσμα Ασμάτων,
χωρίς Χριστόν, Θείο παιδί στα χέρια,
και τρεφομένη με Αγγέλων άρτον.
Εσύ' σαι η μόνη, Παναγία Κουνίστρα,
που εφανερώθης στης Σκιάθου το νησί
εις δένδρον πεύκου επάνω καθημένη
και αιωρουμένη εις τερπνήν αιώραν,
όπως αι κορασίδες συνηθίζουν.


Κωστής Παλαμάς - Η Παναγιά στην Κόλαση.



«Το άρμα ξεκινάει, το σέρνουν
πνεύματα χερουβικά,
λάμπει η Παναγιά στην Κόλαση.
“ Έλεος, Λιόκαλη Κυρά!”
Ω οι δαρμοί των κολασμένων
μες στην αβυσσόθρεφτη φωτιά…
Κι έξαφνα γρικιέτ’ ένα παράπονο
και περήφανα ξεσπά:
“Ειμ’ εγώ που λάτρεψα τον ήλιο,
γι’ αυτό μ’ άρπαξε και η Νύχτα;Πες μου Λιόκαλη Κυρά!
Της ζωής το φως που βύζαξα μου ’γινε αγκαλιά της Κόλασης
και φιλί του Σατανά;”».


Παναγία Φιλέρημος

Κωνσταντίνος Καβάφης - Δέησις

Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.-
Η μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και νάν’ καλοί καιροί -

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Aλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει. 

Παναγία ή Μυροβλύτισσα 

Τάκης Παπατσώνης - Ρεμβασμός Δεκαπενταύγουστου

Άλαλα τα χείλη των όσων δεν κοπιάσαν
για ν' ακουμπήσουν τα ξαναμμένα κεφάλια τους
στα γόνατά σου τα μητρικά, που καταλύουν το μαύρο πάθος.
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν διακρίναν, πως
συντρίβεις με το πόδι σου και συνθλάς την κεφαλή
του πανάρχαιου δράκοντα, που κέρδισε παίζοντας
κι' ύστερα τόχασε το μήλο. Άλαλα τα χείλη
των όσων δεν ποθήσαν το ξαπόσταμα της αρμογής
και την ασφάλεια, το απάγγειασμα της νηνεμίας.

Είσαι ένα λιμανάκι ελληνικού νησιού όλο κατάρτια
περήφανα υψωμένα· φτωχά καΐκια αραγμένα,
φτωχά, αλλά που γνωρίσαν την αντάρα και την τρομάρα,
που φορτωθήκαν μόχθο και μεταφέραν πλούτος.

Είσαι άσπρο ελληνικό ερημοκκλήσι δαρμένο
από την αντηλιά. Γύρω-γύρω αμπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιές και κάπου κάπου μοναχική
και κάποια ελιά. Χρυσοφρυγανισμένα τα χορτάρια
αχνίζουνε, άχυρο πια· κι' αντίς γι' αγγέλους, τα τζιτζίκια,
σου κανοναρχούνε το κάθε απομεσήμερο έως αργά
με το δικό τους τρόπο τον Παρακλητικό Κανόνα.

Αναστραμμένο σου θρονί, όλο αυτό το γαλάζιο
ενός απλού ουρανού, που πάλαι γίνηκε το Μέτρο των Δωριέων
και που αναπαύεται στεριωμένος στα χρυσάφια
του ευλογημένου μας πελάγους.

Άλαλα τα χείλη τους - και τι μπορούν ν' αρθρώσουν,
που τη φωνή τους κουκουλώνει η τύρβη μερονυχτίς,
ενώ σειέται απ' τις βουές ο Μέγιστος Ιππόδρομος
και πλημμυράει απ' τα αίματα των Μαρτύρων
κι' απ' τη μανία των Μονομάχων.

Αυτό το αίμα είναι που βοά, αυτό είναι που ρυπαίνει.
Εδώ χρειάζεται η βακτηρία του γίγαντα Ασκητή
του λευκοπώγωνα να επιβληθεί να τους σκορπίσει,
όλους τους ίππους και τους αναβάτες τους.

Εδώ χρειάζεται κοντύλι του Ζωγράφου, στη μοναξιά,
στην προσευχή και στην προσήλωση, με τα ζωογόνα
τα χρώματα τα πρώτα να ξαναγαλουχήσει
το βρέφος-Θεό, να ξαναγράψει τις πληγές της Αγάπης,
να ξαναδροσίσει τη ρίζα τη συμπονετική,
ν' αποδείξει τι απέραντη είναι η αγκαλιά της μητέρας,
να συναθροίσει πάλι εκ περάτων όλους εκείνους,
που με σέβας πολύ θα σταυρώσουν τα χέρια της Κόρης
με συνοδεία των αγγέλων, με ηχητικές αρμονίες
και θα ενεργήσουν όπως αξίζει την ταφή της,
ανοίγοντας το δρόμο για την καθέδρα τ' ουρανού,
όπου η αδιάκοπη Παράκληση. Ενώ τα δέντρα
τα ευσκιόφυλλα στη λιτάνευση, καθώς το Σώμα
περνάει της Βασίλισσας, ριγούντα και φρίττοντα,
θα συγκλίνουν για προσκύνηση σκορπώντας
τη δροσιά τους με το ανέμισμα, ριπίδια της λατρείας,
αναστυλώνοντας όσους μαραίνονται κι' ασθμαίνουν
στις τροπικές τις λαύρες του καλοκαιριού μας,
μισοκαμένες θημωνιές κοντά στο αλώνι,
καπνοί, που διαλύουν
τις αυγουστιάτικες τις αμαρτίες μας.

Τότε μονάχα τ' άλαλα τα χείλη,
ίσως ερθεί στιγμή
και λαλήσουν.

Αξιον Εστί 

Αγγελος Σικελιανός - Μήτηρ Θεού 

Άνεμος φύσαγε γλυκός, από μακρά φτασμένος,
με τη γαλήνια ευωδιά των κάμπων φορτωμένος.

Τα μύρα πλέαν ανάερα· αντίκριζε η ψυχή μου,
όθε κι αν γύριζε, γοργή, τη μυστική άθλησή μου.

Και ιδές… Ανθοί ανεπάντεχοι, δαφνόδεντρα και βάγια
στης γης αν ευωδάγανε τα ευλογημένα πλάγια·

στα χρυσοπράσινα έλατα αν ο ήλιος, σε μια στάλα,
φλόγα γαλάζια ανάβρυζε, πήδαε πυρρή διχάλα,

Και μιαν ακοίμητη δροσιά κινούσαν, να με ζώνει,
τ’ άγια φαράγγια που κρατούν ολοχρονίς το χιόνι·

α, πώς σπαρτάρισε η καρδιά σαν ένιωσε τα μάγια
τα γλυκανάπνοα, σε σφιχτά να την κρατούν αρπάγια!

Πώς το ρουμπίνι πύρινο ζώνει ψηλά το στέμμα,
όμοια στο νου μου ολόγυρα μαζώχτη ξάφνου το αίμα

Και πάλι πισωδρόμισε γοργό, σα για να πάρει
χλωμάδα μεγαλύτερην απ’ το μαργαριτάρι…

Ψυχή! Και ξάφνου, σκίζοντας το φοβερό σκοτάδι


η αχτίδα της το δάκρυ μου το βρήκε ωσάν πετράδι!


ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑ


Κ. Βάρναλης - Οι πόνοι της Παναγιάς


Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα 'χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ υστέρα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι...

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μη την πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
- Ω! πώς βελαζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο...-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!





Νίκος Καζαντζάκης - Ύμνος στην Θεοτόκο 

“- Παρθένα Μάνα, που σαν πνέμα επιάστη ο σπόρος
στο αφίλητο κορμί, κι’ ο Λόγος εσαρκώθη
το αμόλευτο τρυγώντας σπλάχνο σου σα βρέφος!
Ω Δέσποινά μου Υποταγή, τον πόνο δέξου τον
και συ, σαν το σταυρό, και γείρε το κεφάλι
με υπομονή, κατά γης χαμογελώντας –
να μην πνιγεί, Κυρά, στα κλάματά σου ο κόσμος!
Εσύ ’σαι η κιβωτός, που σαν αυγό στην άβυσσο
λάμπεις και στου Θεού τη σκοτεινιά αρμενίζεις,
βαθιά τα σπέρματα όλα μέσα σου φρουρώντας,
Το πράσινο δρεπανωτό πατάς φεγγάρι,
κι όλες στα χέρια σου κρατώντας τις ελπίδες μας
στον άγριον ουρανό κατάφορτη ανεβαίνεις.
κι αχνογελώντας στέκεσαι δεξά στο γιό σου,
Εσύ ’σαι το ανθισμένο κλαρί στην άβυσσο
της δύναμής του. εσύ ’σαι ο στοχασμός ο πράος
μες στο φλεγόμενο καμίνι της οργής του.
Αναμεσός στης Ζωής το δέντρο και της γνώσης,
στον κήπο του Θεού συ φύτεψες, Κυρά μου,
το αφράτο, της Καλοσύνης δέντρο.
κι ως πότιζές το με το κλάμα, επήρε μπόι,
πετάει κλαριά, σκεπάζει τ’ άλλα δέντρα, ανθίζει
ρίχνει καρπό, σαν την καλή ελιά, και φέγγει-
Κι ο Παντοδύναμος στον ίσκιο του αναπαύεται.
Κι η Δεύτερη φριχτή σαν έρθει Παρουσία
κι οι αρχάγγελοι άσπλαχνα τα ερίφια θα χωρίζουν
απ’ τ’ αρνιά, θα σκύψεις τότε εσύ στο γιό σου,
παρακλητικά, να μεσιτέψεις, Ελεούσα!
Τ’ αδάμαστα μεμιάς θα του μερώσουν φρένα
Κι οι τάξες θα χαλάσουν οι διπλές, και δίκαιοι
θ’ αγκαλιαστούν με αμαρτωλούς, κι αγνές παρθένες
με τις γυναίκες που πολύ στη γη αγάπησαν.
Νικάς τη Δικαιοσύνη Εσύ με την αγάπη.
κι όλοι μαζί θα σύρουμε χορό, και θα’ σαι
στον κάβο του χορού, Κυρά, και θα χορεύεις
στον αβασίλευτο ήλιο του Θεού χαρούμενη
και ταπεινή πολύ, σαν την καρδιά του ανθρώπου!





Ν. Καρούζος Η αντίκρουση του χειμώνα
..........

Κρατώντας την εσθήτα της Παναγίας

ο Έσχατος τ' Ουρανού με χιλιάδες έντομα στην όραση

μ' αξεθύμαστα γιασεμιά στο νυμφώνα

μ' άλλα θεάματα της αγάπης από μέσα

και μ' άλλα γεγονότα σπιθοβολώντας
αγγίζει τους ραχιτικούς και θεραπεύει την αρθρίτιδα
μαλάζει τους πρησμένους αστραγάλους
αφήνει τρυφερά την αλήθεια πάνω σ' όλες τις αρρώστιες
και κείνες χάνονται καθώς τα ευδιάλυτα νέφη.
Σιγά-σιγά ρυθμίζεται κι ο θάνατος
αρχίζει το νταούλι μεσ' στα πανηγύρια
κι ολούθε πια σηκώνεται στο στήθος η ρωμιοσύνη
και μας αρωματίζει μ' ανείπωτο μοσχολίβανο.
Καίγονται τότε τα φωτερά κοντάκια μεσ' στους ύμνους
κι ανασαίνουμε πέλαγα σε μικρή κολυμβήθρα
κι αποσπούμε τα καρφιά της Σταυρώσεως......


ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου