Ενρίκο Καρούζο (25 Φεβρουαρίου 1873 - 2 Αυγούστου 1921)

 

Ο Ενρίκο Καρούζο (Enrico Caruso, 25 Φεβρουαρίου 1873 - 2 Αυγούστου 1921) ήταν Ιταλός τενόρος της Όπερας. Τραγούδησε με μεγάλη επιτυχία στις μεγάλες όπερες της Ευρώπης και της Αμερικής, ερμηνεύοντας ευρεία ποικιλία ρόλων από ιταλικές και γαλλικές όπερες, ρεπερτόριο που κυμαινόταν από λυρικό ως δραματικό. Ο Καρούζο πραγματοποίησε επίσης περίπου 290 ηχογραφήσεις από το 1902 έως το 1920. Όλες αυτές οι ηχογραφήσεις, οι οποίες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του, είναι διαθέσιμες σήμερα σε CD και ψηφιακές λήψεις.

Ο Καρούζο καταγόταν από φτωχή, αλλά όχι άπορη οικογένεια. Γεννήθηκε στη Νάπολη, στη οδό Via San Giovannello agli Ottocalli αριθ. 7 στις 25 Φεβρουαρίου 1873. Βαπτίστηκε την επόμενη μέρα στην παρακείμενη εκκλησία του San Giovanni e Paolo. Έλαβε το όνομα "Errico" σύμφωνα με τη ναπολιτάνικη διάλεκτο, αλλά αργότερα υιοθέτησε την επίσημη ιταλική λέξη για το όνομα, Enrico . Αυτή η αλλαγή έγινε μετά από υπόδειξη του δασκάλου του στο τραγούδι, Γκουλιέλμο Βέρτζινε (Guglielmo Vergine), με τον οποίο ξεκίνησε μαθήματα σε ηλικία 16 ετών.

Ο Ενρίκο ήταν το τρίτο από τα επτά παιδιά και ένα από τα μόλις τρία που επιβίωσαν μετά τη νηπιακή ηλικία. Σύμφωνα με κάποια εκδοχή, οι γονείς του είχαν αποκτήσει συνολικά 21 παιδιά, 18 από τα οποίους απεβίωσαν σε νηπιακή ηλικία. Ωστόσο, βάσει των γενεαλογικών ερευνών (πολλές από τις οποίες διενεργήθηκαν από τον οικογενειακό φίλο των Καρούζο Γκουίντο ντ'Ονοφόριο (Guido D'Onoforio), οι βιογράφοι Pierre Key, Francis Robinson και τον Ενρίκο Καρούζο τον νεότερο και τον Άντριου Φάρκας (Andrew Farkas) έχουν αποδείξει ότι πρόκειται για αστικό μύθο. Πιθανότατα προήλθε από τον ίδιο τον Καρούζο και τον αδελφό του Τζιοβάννι. Η χήρα του Καρούζο, Ντόροθυ (Dorothy) περιέλαβε επίσης την ιστορία σε απομνημονεύματα που έγραψε για τον σύζυγό της. Αναφέρει ότι ο σύζυγός της, μιλώντας για τη μητέρα του, Άννα Καρούζο (το γένος Baldini): "... Είχε είκοσι ένα παιδιά: Είκοσι αγόρια και ένα κορίτσι - πάρα πολλά, είμαι το δέκατο ένατο αγόρι".

Ο πατέρας του Ενρίκο, Μαρτσελλίνο (Marcellino), ήταν μηχανικός και εργαζόταν σε χυτήριο. Αρχικά, ο Μαρτσελλίνο πίστευε ότι ο γιος του θα πρέπει να ακολουθήσει το ίδιο επάγγελμα και σε ηλικία 11 ετών, το αγόρι μαθήτευσε ως μηχανολόγος μηχανικός στον τεχνικό Παλμιέρι (Palmieri), που κατασκεύαζε δημόσιες κρήνες νερού. (Κάθε φορά που θα επισκέπτεται τη Νάπολη στο μέλλον, ο Καρούζο αρεσκόταν να επισημαίνει μια κρήνη, στην εγκατάσταση της οποίας είχε βοηθήσει.) Αργότερα εργάστηκε μαζί με τον πατέρα του στο εργοστάσιο "Meuricoffre" στη Νάπολη. Ύστερα από επιμονή της μητέρας του, παρακολούθησε επίσης το σχολείο για ένα χρόνο, λαμβάνοντας βασική εκπαίδευση κάτω από την κηδεμονία ενός τοπικού ιερέα. Έμαθε να γράφει με όμορφο γραφικό χαρακτήρα και μελέτησε τεχνικό σχέδιο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου τραγουδούσε στην εκκλησία χορωδία, και η φωνή του έδειξε αρκετές υποσχέσεις, ώστε να εξετάσει μια πιθανή καριέρα στη μουσική.

Ο Ενρίκο ενθαρρύνθηκε στις αρχικές μουσικές φιλοδοξίες του από τη μητέρα του, η οποία όμως απεβίωσε το 1888. Για να αυξήσει τα έσοδα της οικογενείας του, βρήκε δουλειά ως τραγουδιστής του δρόμου στη Νάπολη και έδινε παραστάσεις σε καφετέριες και μουσικές βραδιές. Σε ηλικία 18 ετών χρησιμοποίησε τα χρήματα τα οποία είχε κερδίσει με το τραγούδι σε ένα ιταλικό θέρετρο για να αγοράσει το πρώτο του ζευγάρι καινούργια παπούτσια. Η πρόοδός του ως διασκεδαστή διακόπηκε, ωστόσο, κατά 45 ημέρες, από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Την ολοκλήρωσε το 1894, συνεχίζοντας τα μαθήματα φωνητικής με τον Βέρτζινε μετά την απόλυσή του από τον στρατό.

Πρώιμη σταδιοδρομία

Ο Καρούζο στον ρόλο του Dick Johnson, 1910/1911

Σε ηλικία 22 ετών ο Ενρίκο έκανε την πρώτη του εμφάνιση στη σοβαρή μουσική. Ήταν 15 Μαρτίου 1895 στο Teatro Nuovo στη Νάπολη. Το έργο με το οποίο εμφανίστηκε ήταν η πλέον ξεχασμένη όπερα «L'Amico Francesco» του ερασιτέχνη συνθέτη Ντομένικο Μορέλλι (Domenico Morelli). Ακολουθεί μια σειρά από εμφανίσεις σε περιφερειακά λυρικά θέατρα, ενώ παράλληλα διδάσκεται από τον Βιντσέντσο Λομπάρντι (Vincenzo Lombardi), που βελτίωσε τις ψηλές νότες του και εξευγένισε το στυλ του. Άλλοι διακεκριμένοι ναπολιτάνοι τραγουδιστές διδάσκονται από τον Λομπάρντι κατά την ίδια περίοδο: Οι βαθύφωνοι Αντόνιο Σκόττι (Antonio Scotti) και Πασκουάλε Αμάτο (Pasquale Amato), με τους οποίους ο Καρούζο αργότερα θα συναντηθεί στη Μετροπόλιταν Όπερα, και ο τενόρος Φερνάντο Ντε Λουτσία (Fernando De Lucia), ο οποίος θα εμφανιστεί επίσης στη Μετροπόλιταν Όπερα και αργότερα να τραγουδήσει στην κηδεία του Ενρίκο.

Τα χρήματα εξακολουθούν να λείπουν στον νεαρό Ενρίκο. Μία από τις πρώτες φωτογραφίες του που δόθηκαν στη δημοσιότητα, σε μια επίσκεψή του στη Σικελία το 1896, τον απεικονίζει να φορά ένα ένδυμα που μοιάζει με τήβεννο, καθώς είχε στείλει τα μοναδικά του ρούχα για να πλυθούν. Σε μια από τις πρώτες του εμφανίσεις στη Νάπολη, αποδοκιμάστηκε από μερίδα του κοινού, διότι παρέλειψε να ανταποκριθεί στις επιδοκιμασίες τους (κλάκα). Το περιστατικό αυτό έθιξε την υπερηφάνεια του Καρούζο: Ποτέ δεν εμφανίστηκε ξανά στη σκηνή στην ιδιαίτερη πατρίδα του, δηλώνοντας αργότερα ότι θα επιστρέψει εκεί «μόνο για να φάει μακαρόνια».

Κατά τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, ο Καρούζο ερμηνεύει ρόλους σε λυρικά θέατρα σε όλη την Ιταλία μέχρι το 1900, οπότε και έλαβε συμβόλαιο για να τραγουδήσει στη Σκάλα του Μιλάνου (La Scala), το κορυφαίο λυρικό θέατρο της χώρας. Το ντεμπούτο του στη Σκάλα πραγματοποιήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους στον ρόλο του του Rodolfo στην όπερα La Bohème (Μποέμ) του Τζιάκομο Πουτσίνι με διευθυντή τον Αρτούρο Τοσκανίνι. Το κοινό σε Μόντε Κάρλο, Βαρσοβία και Μπουένος Άιρες θα ακούσει επίσης τον Καρούζο να τραγουδά κατά τη διάρκεια αυτής της καθοριστικής φάσης της σταδιοδρομίας του και, κατά την περίοδο 1899-1900, εμφανίστηκε μπροστά στον Τσάρο και τη ρωσική αριστοκρατία στο Θέατρο Μαριίνσκι της Αγίας Πετρούπολης και το Θέατρο Μπολσόι στη Μόσχα. Οι εμφανίσεις αυτές έγιναν στο πλαίσιο μιας περιοδείας Ιταλών τραγουδιστών πρώτης κατηγορίας.

Ο πρώτος μεγάλος ρόλος σε όπερα που δόθηκε στον Καρούζο ήταν η ενσάρκωση του Loris στην Όπερα "Φεντόρα" (Fedora) του Ουμπέρτο Τζιορντάνο (Umberto Giordano) στο "Teatro Lirico" του Μιλάνου, στις 17 Νοεμβρίου 1898. Εκεί, στο ίδιο θέατρο, στις 6 Νοεμβρίου 1902, θα ενσαρκώσει τον ρόλο του Maurizio στην όπερα "Αδριανή Λεκουβρέρ" (Adriana Lecouvreur) του Φραντσέσκο Τσιλέα (Francesco Cilea) . (Ο Πουτσίνι εξέτασε την περίπτωση να δώσει στον νεαρό Καρούζο τον ρόλο του Καβαραντόσσι στην Τόσκα στην πρεμιέρα της όπερας το 1900, αλλά τελικά επέλεξε τον παλαιότερο, πιο καθιερωμένο Εμίλιο Ντε Μάρκι (Emilio De Marchi) αντ' αυτού).

Ο Καρούζο έλαβε μέρος σε μια μεγάλη συναυλία στο θέατρο Σκάλα τον Φεβρουάριο του 1901 που διοργάνωσε ο Τοσκανίνι για να τιμήσει τον πρόσφατο θάνατο του Γκιουζέπε Βέρντι. Μεταξύ εκείνων που εμφανίζονται με αυτόν στη συναυλία ήταν δύο άλλοι κορυφαίοι Ιταλοί τενόροι της εποχής, ο Φραντσέσκο Ταμάνιο (Francesco Tamagno) (πρώτος ενσαρκωτής του πρωταγωνιστικού ρόλου στην όπερα του Βέρντι "Οθέλλος") και ο Γκιουζέππε Μποργκάττι (Giuseppe Borgatti) (πρώτος ενσαρκωτής του πρωταγωνιστικού ρόλου του στην όπερα Αντρέα Σενιέ του Τζιορντάνο). Θα ξεκινήσει την τελευταία σειρά εμφανίσεων στο θέατρο Σκάλα με παραστάσεις τον Μάρτιο του 1902, ενσαρκώνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο τενόρου στην "Germania" του Αλμπέρτο Φρανκέττι (Alberto Franchetti).

Ένα μήνα αργότερα, στις 11 Απριλίου, προσελήφθη από την "Gramophone & Typewriter Company" για να κάνει την πρώτη του ομάδα ηχητικών εγγραφών, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου του Μιλάνου, για το ποσό των 100 στερλινών. Αυτοί οι δέκα δίσκοι έγινε γρήγορα μπεστ-σέλερ. Μεταξύ άλλων, βοήθησαν να εξαπλωθεί η φήμη του εικοσιεννιάχρονου, τότε, Καρούζο, σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο. Η διεύθυνση της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου, που έδρευε στο Κόβεντ Γκάρντεν, τον έκλεισε για μια σεζόν εμφανίσεων σε οκτώ διαφορετικές όπερες, από την Αΐντα του Βέρντι ως τον Ντον Τζιοβάννι του Μότσαρτ. Το επιτυχημένο ντεμπούτο του στο Κόβεντ Γκάρντεν πραγματοποιήθηκε στις 14 Μαΐου 1902, στον ρόλο του Δούκα της Μάντοβα στον Ριγκολέττο Βέρντι. Μια από τις υψηλότερα αμειβόμενες ντίβες, η Αυστραλιανή σοπράνο Νέλλι Μέλμπα (Nellie Melba), συμμετείχε στον ρόλο της Τζίλντα. Θα τραγουδήσουν μαζί συχνά κατά τις αρχές του 1900. Στα απομνημονεύματά της, η Μέλμπα εξήρε τη φωνή του Καρούζο, αλλά τον θεωρούσε ως λιγότερο εξελιγμένο μουσικό και καλλιτέχνη-ερμηνευτή από τον Jean de Reszke - τον μεγαλύτερο τενόρο της Μετροπόλιταν πριν από τον Καρούζο.



Στη Μετροπόλιταν Όπερα

Το 1903 ο Καρούζο μετέβη στη Νέα Υόρκη ύστερα από σύμβαση συνεργασίας με την Μετροπόλιταν Όπερα (Μ.Ο.) της πόλης. (Στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ των εμφανίσεων στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη ο χρόνος του ήταν πλήρης, καθώς έδωσε μια σειρά παραστάσεων στην Ιταλία, την Πορτογαλία και τη Νότια Αμερική. Η σύμβαση μεταξύ Μ. Ο. και Καρούζο υπογράφηκε ύστερα από ενέργειες του πράκτορά του, τραπεζίτη ιμπρεσάριο Πασκουάλε Σιμονέλλι (Pasquale Simonelli). Η πρώτη εμφάνιση του Καρούζο στη Μ. Ο. ήταν σε νέα παραγωγή του Ριγκολέτο στις 23 Νοεμβρίου 1903. Αυτή τη φορά, ως Τζίλντα τραγούδησε μαζί του η Μαρτσέλλα Σέμπρικ (Marcella Sembrich). Λίγους μήνες αργότερα, άρχισε μόνιμη συνεργασία με την "Victor Talking Machine Company". Οι πρώτες ηχογραφήσεις του έγιναν την 1η Φεβρουαρίου του 1904, έχοντας υπογράψει προσοδοφόρα οικονομική συμφωνία με τον Victor. Στη συνέχεια, η συμμετοχή του στις ηχογραφήσεις ήταν συνυφασμένη με τις εμφανίσεις του στη Μ. Ο., έτσι ώστε να ενισχύει η μία την άλλη, μέχρι τον θάνατό του, το 1921.
λλ
Ο Καρούζο αγόρασε τη βίλα Bellosguardo, ένα μεγαλοπρεπές εξοχικό κοντά στη Φλωρεντία, το 1904. Η βίλα έγινε το καταφύγιό του, μακριά από τις πιέσεις της θεατρικής σκηνής και τις ταξιδιωτικές ταλαιπωρίες. Το μέρος που ο Καρούζο προτιμούσε ως διαμονή στη Νέα Υόρκη ήταν μια σουίτα στο Μανχάταν, στο ξενοδοχείο «Knickerbocker». Το «Knickerbocker» ανεγέρθηκε το 1906 στη γωνία Μπρόντγουεϊ και 42ης οδού. Ο Καρούζο ανέθεσε στο κοσμηματοπωλείο «Tiffany & Co.» να κατασκευάσει ένα μετάλλιο σε χρυσό 24 καρατίων, στο οποίο αναπαρίσταται το προφίλ του. Έκανε δώρο αυτό το μετάλλιο στον Σιμονέλλι σε ένδειξη της ευγνωμοσύνης του για τις πολλές και καλά αμειβόμενες παραστάσεις στη Μετροπόλιταν Όπερα, που του είχε κλείσει ο ιμπρεσάριός του.

Εκτός από τις τακτικές υποχρεώσεις του στη Νέα Υόρκη, ο Καρούζο έδινε ρεσιτάλ και παραστάσεις σε μεγάλο αριθμό πόλεων σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά. Συνέχισε επίσης να τραγουδά στην Ευρώπη, εμφανίζεται και πάλι στο Κόβεντ Γκάρντεν κατά την περίοδο 1904-1907 και 1913-1914 και έκανε περιοδεία στην Αγγλία το 1909.[19] Το κοινό στη Γαλλία, το Βέλγιο, το Μονακό, την Αυστρία, την Ουγγαρία και τη Γερμανία είχε επίσης την ευκαιρία να τον ακούσει πριν από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1909, η Μέλμπα του ζήτησε να συμμετάσχει στην επικείμενη περιοδεία της στην Αυστραλία, αλλά ο Καρούζο αρνήθηκε την πρόσκληση, λόγω της μακράς διάρκειας ενός παρόμοιου ταξιδιού.

Οι καλλιτέχνες της Μ. Ο., συμπεριλαμβανομένου και του Καρούζο, είχαν επισκεφθεί το Σαν Φρανσίσκο τον Απρίλιο του 1906 για μια σειρά παραστάσεων. Μετά από μια εμφάνιση ως Δον Χοσέ στην Κάρμεν στο "Grand Opera House", το λυρικό θέατρο της πόλης, ένα ισχυρό τράνταγμα ξύπνησε τον Καρούζο στις 5:13 το πρωί της 18ης Απριλίου στη σουίτα που διέμενε, στο "Palace Hotel". Ήταν ο μεγάλος σεισμός του Σαν Φρανσίσκο, ο οποίος οδήγησε σε μια σειρά από πυρκαγιές που κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Η Μ. Ο. έχασε όλα τα σκηνικά, τα κοστούμια και τα μουσικά όργανα που διέθετε κατά την περιοδεία, αλλά κανένας από τους καλλιτέχνες της δεν έπαθε κάτι. Κρατώντας μια φωτογραφία με αυτόγραφο του Προέδρου Ρ. Ρούζβελτ, ο Καρούζο έφυγε από το ξενοδοχείο και περπάτησε μέχρι το ξενοδοχείο "St. Francis" για να πάρει το πρωινό του. Ο μάγειρας Τσάρλι Όλσον έφτιαξε για λογαριασμό του μπέικον και αυγά. Προφανώς ο σεισμός δεν είχε καμία επίδραση στην όρεξη του Καρούζο, καθώς καθάρισε το πιάτο του άφησε στον Όλσον φιλοδώρημα $ 2,50. Ο Καρούζο προσπάθησε στη συνέχεια να εγκαταλείψει την πόλη, κάτι που κατάφερε αρχικά με πλοίο και στη συνέχεια με τρένο. Ορκίστηκε να μην επιστρέψει ποτέ στο Σαν Φρανσίσκο και κράτησε τον λόγο του.

Τον Νοέμβριο του 1906, στον Καρούζο αποδόθηκε μια άσεμνη πράξη που φέρεται ότι διαπράχθηκε στον Ζωωολογικό κήπο του Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης (Central Park Zoo). Η αστυνομία τον κατηγόρησε ότι τσίμπησε τα οπίσθια μιας παντρεμένης γυναίκας. Ο Καρούζο ισχυρίστηκε ότι το τσίμπημα διέπραξε ένας πίθηκος. Κρίθηκε ένοχος κατά το κατηγορητήριο, ωστόσο, και του επιβλήθηκε πρόστιμο 10 δολαρίων, αν και υπήρχαν υποψίες ότι μπορεί να είχε παγιδευθεί από το θύμα και τον αστυνομικό που τον συνέλαβε. Η διεύθυνση της Όπερας καθώς και μέλη της υψηλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης είχαν εξοργιστεί αρχικά από το συμβάν, το οποίο έλαβε ευρεία κάλυψη από τις εφημερίδες, αλλά σύντομα το συμβάν ξεχάστηκε και η παρακολούθηση των παραστάσεών του συνεχίστηκε κανονικά.[23] Η πλειονότητα των θαυμαστών του Καρούζο, ωστόσο, δεν περιοριζόταν στην ανώτερη οικονομικά τάξη. Τα μέλη της μεσαίας τάξης των ΗΠΑ έσπευδαν, επίσης, να τον ακούσουν να τραγουδάει ή να αγοράσουν τις ηχογραφήσεις του, ενώ παράλληλα είχε ως οπαδούς περίπου 500.000 Ιταλούς μετανάστες της Νέας Υόρκης.

Ο Καρούζο ενσάρκωσε τον ρόλο του Ντικ Τζόνσον (Dick Johnson) στην παγκόσμια πρεμιέρα του έργου του Πουτσίνι Το κορίτσι της Δύσης στις 10 Δεκεμβρίου, 1910. Ο συνθέτης συνέλαβε τη μουσική για τον κεντρικό ήρωα του έργου έχοντας κατά νου ειδικά τη φωνή του Καρούζο. Μαζί του εμφανίστηκαν οι αστέρες της Μ. Ο., η Τσέχα σοπράνο Έμμυ Ντέστιν (Emmy Destinn) και ο βαρύτονος Πασκουάλε Αμάτο (Pasquale Amato). Τη διεύθυνση της ορχήστρας είχε αναλάβει ο Αρτούρο Τοσκανίνι.



Ύστερη σταδιοδρομία και προσωπική ζωή

Από το 1916 και μετά, ο Καρούζο άρχισε να προσθέτει και "ηρωικούς" ρόλους, όπως Σαμψών, ο Ιωάννης του Λέιντεν και ο Ελεάζαρ στο ρεπερτόριό του.

Περιόδευσε στην Αργεντινή, στην Ουρουγουάη, στη Βραζιλία και στη Νότια Αμερική το 1917, και δύο χρόνια αργότερα επισκέφθηκε την Πόλη του Μεξικού. Το 1920, εισέπραξε το τότε τεράστιο ποσό των 10.000 αμερικανικών δολαρίων ανά βραδιά για να τραγουδήσει στην Αβάνα της Κούβας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ενεπλάκησαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1917, με την αποστολή στρατευμάτων στην Ευρώπη. Ο Καρούζο έκανε εκτεταμένο φιλανθρωπικό έργο κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης και συγκέντρωνε χρήματα για τον πόλεμο, δίνοντας συναυλίες και συμμετέχοντας με ενθουσιασμό στις εξορμήσεις του "Liberty Bond". Φαίνεται ότι ο ίδιος είχε γίνει ένας έξυπνος επιχειρηματίας αφότου έφθασε στην Αμερική: Τοποθέτησε ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό των κερδών του από τα δικαιώματα ηχογραφήσεων και των αμοιβών του από το τραγούδι σε ευρύ φάσμα επενδύσεων. Ο βιογράφος Michael Scott γράφει ότι μέχρι το τέλος του πολέμου το 1918, το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα του Καρούζο ανήλθε σε 154.000 δολάρια.

Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Καρούζο είχε ρομαντική σχέση με την Ιταλίδα σοπράνο Άντα Τζιακέττι (Anta Giachetti), η οποία ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερη από αυτόν. Αν και ήδη παντρεμένη, απέκτησαν με τον Καρούζο τέσσερις γιους κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, που διήρκεσε από το 1897 έως το 1908. Δύο επέζησαν της παιδικής ηλικίας: Ο Ροντόλφο Καρούζι (Rodolfo Caruso, γεννήθηκε το 1898) και ο τραγουδιστής / ηθοποιός Ενρίκο Καρούζο νεότερος (Enrico Caruso, 1904 - 1987). Η Άντα είχε εγκαταλείψει τον σύζυγό της, τον εργοστασιάρχη Τζίνο Μπόττι (Gino Botti) και τον γιο τους και συγκατοίκησε με τον τενόρο. Οι πληροφορίες που παρέχονται στη βιογραφία του Σκοτ υποδηλώνουν ότι ήταν φωνητικά η προγυμναστής του, καθώς και εραστής του.Δηλώσεις από τον Enrico Caruso, Jr., στο βιβλίο του τείνουν να τεκμηριώσουν τα παραπάνω. Η σχέση της με τον Caruso χάλασε μετά από 11 χρόνια και χώρισαν. Οι επόμενες προσπάθειες της Τζιακέττι να τον μηνύσει για ζημίες απορρίφθηκαν από τα δικαστήρια.

Προς το τέλος του πολέμου, ο Καρούζο συνάντησε την εικοσιπεντάχρονη Ντόροθυ Παρκ Μπέντζαμιν (Dorothy Park Benjamin, 1893-1955). Ήταν κόρη ενός πλούσιου δικηγόρου για διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Νέας Υόρκης. Παρά την αποδοκιμασία του πατέρα της Ντόροθυ, το ζευγάρι αποφάσισε να παντρευτεί στις 20 Αυγούστου του 1918. Απέκτησαν μια κόρη, την Γκλόρια Καρούζο (Gloria Caruso, 1919 - 1999). Η Ντόροθυ έζησε μέχρι το 1955 και έγραψε δύο βιβλία για τον Καρούζο, που δημοσιεύθηκαν το 1928 και το 1945. Τα βιβλία περιλαμβάνουν πολλές από τις επιστολές που ο Καρούζο είχε στείλει στη σύζυγό του.

Σχολαστικός στο ντύσιμό τoυ, ο Καρούζο έκανε δύο λουτρά την ημέρα, του άρεσε το καλό ιταλικό φαγητό και η φιλική συντροφιά. Δημιούργησε μια ιδιαίτερα στενή σχέση με τον συνάδελφό του στη Μ.Ο. και το Κόβεντ Γκάρντεν Αντόνιο Σκόττι, έναν αξιαγάπητο και κομψό βαρύτονο από τη Νάπολη. Ο Καρούζο ήταν προληπτικός και συνήθως είχε μαζί του διάφορα γούρια όταν τραγουδούσε. Έπαιζε χαρτιά για χαλάρωση και σκιτσάριζε τους φίλους του, άλλους τραγουδιστές και μουσικούς. Η Ντόροθυ ανέφερε ότι από τη στιγμή που τον γνώρισε, το αγαπημένο χόμπι του συζύγου της ήταν να κατασκευάζει λευκώματα από αποκόμματα. Είχε συγκεντρώσει επίσης μια πολύτιμη συλλογή από σπάνια γραμματόσημα, νομίσματα, ρολόγια και παλαιές καπνοθήκες. Ήταν αρειμάνιος καπνιστής δυνατών αιγυπτιακών τσιγάρων. Αυτή η βλαβερή συνήθεια, σε συνδυασμό με την έλλειψη άσκησης και το ιδιαίτερα επιβαρυμένο πρόγραμμα των παραστάσεων που ο Καρούζο είχε πρόθυμα αναλάβει στη Μ. Ο. είναι πιθανό να συνέβαλαν στην επιδείνωση της υγείας του κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής του.

Η σορός του Καρούζο στο ξενοδοχείο Vesuvio της Νάπολης

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου