Η Σιμόν Βέιλ (Simone Weil, 3 Φεβρουαρίου 1909 – 24 Αυγούστου 1943) ήταν Γαλλίδα φιλόσοφος και πολιτική ακτιβίστρια.
Μετά την αποφοίτησή της από το πανεπιστήμιο, έγινε καθηγήτρια. Δίδαξε καθ'όλη την δεκαετία του 1930 με αρκετά διαλείμματα εξαιτίας των προβλημάτων υγείας της και για να αφιερωθεί στον πολιτικό ακτιβισμό, κάτι που την βοήθησε στο συνδικαλιστικό κίνημα με το οποίο τάχθηκε υπέρ των αναρχικών στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και για περισσότερο από ένα χρόνο δούλεψε ως εργάτρια, κυρίως σε εργοστάσια αυτοκινήτων, ώστε να κατανοήσει καλύτερα την εργατική τάξη.
Παίρνοντας έναν δρόμο που ήταν ασυνήθιστος στον κόσμο των διανοούμενων της αριστεράς του εικοστού αιώνα, έγινε περισσότερο θρησκευόμενη και έτεινε προς τον μυστικισμό καθώς η ζωή της συνεχιζόταν. Η Βέιλ έγραφε βιβλία καθ'όλη την διάρκεια της ζωής της, αν και τα περισσότερα από τα γραπτά της δεν έλαβαν αρκετή προσοχή παρά μόνο μετά τον θάνατό της. Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 η δουλειά της έγινε διάσημη στην ηπειρωτική Ευρώπη και σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο. Η σκέψη της συνεχίζει να αποτελεί ένα αντικείμενο εκτεταμένης μελέτης σε ένα ευρύ φάσμα τομέων. Μια μελέτη απέδειξε ότι μεταξύ του 1995 και του 2012 είχαν δημοσιευτεί πάνω από 2.500 επιστημονικά έργα για αυτήν. Ο Αλμπέρ Καμύ την χαρακτήρισε ως "το μοναδικό μεγάλο πνεύμα της εποχής μας".
Γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1909 στο Παρίσι μέσα σε μια οικογένεια φιλελεύθερων, αγνωστικιστών Γαλλοεβραίων. Η μητέρα της ήταν η Σαλώμη Βέιλ και ο πατέρας της Μπερνάρ Βέιλ ήταν γιατρός. Και οι δυο γονείς της ήταν Εβραίοι από την Αλσατία, που είχαν μετακομίσει στο Παρίσι μετά την προσάρτηση της Αλσατίας-Λωραίνης στο γερμανικό κράτος. Η Βέιλ ήταν ένα υγιές μωρό κατά τους πρώτους έξι μήνες αλλά μετά υπέστη μια σοβαρή σκωληκοειδήτιδα, η οποία την ανάγκασε να έχει μια κακή υγεία σε όλη την υπόλοιπη ζωή της. Ήταν το δεύτερο από τα δυο παιδιά της οικογένειας ; ο μεγαλύτερος αδερφός της ήταν ο μαθηματικός Αντρέ Βέιλ με τον οποίο είχε πάντα στενή σχέση. Οι γονείς της ήταν αγνωστικιστές και αρκετά εύποροι και μεγάλωσαν τα παιδιά τους σε ένα προσεγμένο και υποστηρικτικό περιβάλλον.
Η Βέιλ υπέφερε από αγωνία εξαιτίας του ότι ο πατέρας της έπρεπε να εγκαταλείψει για αρκετά χρόνια το σπίτι μετά την επιλογή του ως στρατιώτη στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Σύμφωνα με αρκετούς μελετητές της Βέιλ, αυτή η εμπειρία ίσως να σχετίζεται με τον ισχυρό αλτρουισμό που επέδειξε καθ'όλη την ζωή της. Η Βέιλ απέκτησε μια εμμονή για την καθαριότητα από την οικογένειά της. Θεωρήθηκε αρκετά ελκυστική γυναίκα από τα άτομα της ηλικίας της. Παρά το γεγονός όμως ότι η ίδια ήταν γενικά ιδιαίτερα στοργική, σχεδόν πάντα απέφευγε κάθε μορφή στοργικής επαφής, ακόμα και με γυναίκες φίλους της.
Σύμφωνα με την φίλη και βιογράφο της Σιμόν Πετρεμέν, η Βέιλ αποφάσισε από νωρίς ότι θα χρειαζόταν να υιοθετήσει αρσενικές ιδιότητες και να θυσιάσει κάποιες ευκαιρίες για την αγάπη προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολή της να βελτιώσει τις κοινωνικές συνθήκες για τα μειονεκτούντα άτομα. Προς το τέλος της εφηβείας της, η Βέιλ συγκάλυψε την "εύθραυστη ομορφιά" της και υιοθέτησε μια αρρενωπή εμφάνιση, στην οποία σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιούσε μακιγιάζ ενώ φόραγε συχνά ανδρικά ρούχα.
Πνευματική ζωή
Η Βέιλ ήταν μια άριστη φοιτήτρια και γνώστης των αρχαίων ελληνικών από την ηλικία των 12 ετών. Αργότερα έμαθε την σανσκριτική γλώσσα. Τα ενδιαφέροντά της για άλλες θρησκείες ήταν καθολικά και προσπάθησε να καταλάβει την κάθε θρησκευτική παράδοση ως μια έκφραση υπερβατικής σοφίας.
Ως έφηβη, η Βέιλ σπούδασε στο λύκειο Ανρί IV (Henri IV) υπό την κηδεμονία του καθηγητή Εμίλ Σαρτιέ. Η πρώτη της προσπάθεια για να μπει στην École Normale Supérieure τον Ιούνιο του 1927 κατέληξε σε αποτυχία εξαιτίας των χαμηλών βαθμών που έλαβε στην ιστορία. Το 1928 κατάφερε να μπει στην σχολή αυτή. Κατετάγη πρώτη στην βαθμολογία στις εξετάσεις για το πτυχίο "Γενική Φιλοσοφία και Λογική" ; η Σιμόν ντε Μποβουάρ ήταν δεύτερη στην λίστα. Κατά την διάρκεια των φοιτητικών της χρόνων, η Σιμόν Βέιλ έτυχε μεγάλης προσοχής λόγω των ριζοσπαστικών απόψεών της. Ονομάστηκε η "Κόκκινη Παρθένος", ή ακόμα "Ο Άρης" από τον μέντορά της.
Στην École Normale Supérieure σπούδασε φιλοσοφία και κέρδισε το DES (δίπλωμα ανωτάτων σπουδών, ισοδύναμο με ένα μεταπτυχιακό) το 1931 ενώ η διατριβή της είχε τον τίτλο "Science et Perfection dans Descartes" (αγγλικά "Science and Perfection in Descartes", ελληνικά "Η Επιστήμη και η Τελειότητα στον Καρτέσιο"). Έλαβε το διδακτορικό της την ίδια εκείνη χρονιά. Η Βέιλ δίδαξε φιλοσοφία σε ένα γυμνάσιο θηλέων και η διδασκαλία υπήρξε η κύρια απασχόλησή της κατά την διάρκεια της σύντομης ζωής της.
Τα διασημότερα έργα της Βέιλ κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό της.
Η ανάγκη της αλήθειας
Αποσπάσματα από το βιβλίο της Σιμόν Βέιλ, Ανάγκη για Ρίζες, εκδόσεις Κέδρος.
Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΙΕΡΟΤΕΡΗ οποιασδήποτε άλλης. Κι όμως δεν αναφέρεται ποτέ. Φοβόμαστε να διαβάσουμε, όταν αντιλαμβανόμαστε καμιά φορά πόσο πολλά και τεράστια ψεύδη εκτίθενται χωρίς αιδώ, ακόμα και στα βιβλία των πιο διάσημων συγγραφέων. Διαβάζουμε λοιπόν, όπως θα πίναμε το αμφιβόλου ποιότητας νερό ενός πηγαδιού.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ οχτώ ώρες την ημέρα και καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια να διαβάσουν το βράδυ για να μορφωθούν. Δεν μπορούν να καταγίνονται με επαληθεύσεις στις μεγάλες βιβλιοθήκες. Έτσι πιστεύουν τυφλά σε ό,τι λέει το βιβλίο. Κανείς δεν έχει λοιπόν το δικαίωμα να τους δίνει ψέματα για τροφή. Τι νόημα έχει να επικαλείται κανείς την καλή πίστη των συγγραφέων; Αυτοί δεν εργάζονται σωματικά οχτώ ώρες την ημέρα.
Η κοινωνία τούς τρέφει για να έχουν την ευχέρεια και να κάνουν τον κόπο να αποφεύγουν τα λάθη. Έναν ελεγκτή που γίνεται αίτιος ενός εκτροχιασμού δεν θα τον έβλεπαν με καλό μάτι, αν έκανε επίκληση της καλής του πίστης.
ΚΑΤΑ ΜΕΙΖΟΝΑ ΛΟΓΟ ΕΙΝΑΙ ΕΠΟΝΕΙΔΙΣΤΟ να ανεχόμαστε την ύπαρξη εφημερίδων για τις οποίες όλοι γνωρίζουν ότι κανένας συνεργάτης τους δεν θα μπορούσε να παραμείνει στη θέση του αν δεν δεχόταν να παραποιεί ορισμένες φορές εν γνώσει του την αλήθεια.
ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΙΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ, αλλά η δυσπιστία του δεν το προστατεύει. Γνωρίζοντας σε γενικές γραμμές ότι μια εφημερίδα περιέχει αλήθειες και ψέματα, κατανέμει τις πληροφορίες που παρέχονται στις δύο αυτές κατηγορίες τυχαία, ανάλογα με τις προτιμήσεις του. Έτσι όμως οδηγείται σε λάθη.
ΟΛΟΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΟΤΑΝ Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ταυτίζεται με το οργανωμένο ψεύδος, αποτελεί έγκλημα. Αλλά πιστεύουν ότι πρόκειται για ένα έγκλημα το οποίο δεν χρήζει τιμωρίας. Τι μπορεί να εμποδίζει την τιμωρία μιας δραστηριότητας άπαξ και έχει αναγνωριστεί ως εγκληματική; Από πού μπορεί να προέρχεται αυτή η περίεργη άποψη των μη κολάσιμων εγκλημάτων; Πρόκειται για μία από τις πιο τερατώδεις παραμορφώσεις των νομικών κανόνων.
ΜΗΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ ότι οποιοδήποτε προφανές έγκλημα είναι κολάσιμο, και ότι είμαστε αποφασισμένοι, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία, να τιμωρούμε όλα τα εγκλήματα;».
«Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΘΑ ΕΠΙΤΡΕΠΟΤΑΝ σε όποιον εντοπίζει ένα λάθος που θα μπορούσε να αποφευχθεί σ’ ένα δημοσιευμένο κείμενο ή σε μια ραδιοφωνική εκπομπή, να προσφύγει στα δικαστήρια».
«ΠΟΙΟΣ ΟΜΩΣ ΕΓΓΥΑΤΑΙ ΤΗΝ ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ; θα αντιτάξουν κάποιοι. Η μόνη εγγύηση, εκτός από την πλήρη ανεξαρτησία τους, είναι να προέρχονται από πολύ διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, να είναι εκ φύσεως προικισμένοι με ευρύτητα αντίληψης, διαυγή και σαφή, και να είναι καταρτισμένοι σε μία σχολή όπου θα λαμβάνουν μία παιδεία όχι νομική αλλά πριν απ’ όλα πνευματική και δευτερευόντως διανοητική. Πρέπει να συνηθίσουν να αγαπούν την αλήθεια.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ να ικανοποιηθεί η ανάγκη για αλήθεια ενός λαού, αν δεν μπορούν να βρεθούν για τον σκοπό αυτόν άνθρωποι που ν’ αγαπούν την αλήθεια».
δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου