Άλφρεντ Χίτσκοκ ( 13 Αυγούστου 1899 - 29 Απριλίου 1980 )


 Ο Άλφρεντ Τζόζεφ Χίτσκοκ (αγγλικά: Alfred Joseph Hitchcock, 13 Αυγούστου 1899 - 29 Απριλίου 1980 ήταν Άγγλος σκηνοθέτης και παραγωγός. Συχνά αναφέρεται και ως «Άρχοντας του Σασπένς», καθώς ήταν πρωτοπόρος σε διάφορες τεχνικές, σχετικά με τα θρίλερ περιπέτειας και τα ψυχολογικά θρίλερ. Κατόπιν επιτυχημένης καριέρας στον Βρετανικό Κινηματογράφο, σε βουβές και μη ταινίες, όπου είχε τη φήμη του καλύτερου σκηνοθέτη, το 1939, δοκίμασε να γυρίσει ταινίες στο Χόλυγουντ. Ακολούθως, το 1955, έγινε Αμερικανός πολίτης.

Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1899 στο Ιστ Εντ του Λονδίνου και πέθανε στις 29 Απριλίου 1980 στο Λος Άντζελες. Φοίτησε αρχικά σε μία τεχνική σχολή, την School of Engineering and Navigation διδασκόμενος μηχανική, ηλεκτρολογία, ακουστική και ναυπηγική. Προκειμένου να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες του εργάσθηκε σε μία τηλεγραφική εταιρεία, ενώ παρακολουθούσε και μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Ο Χίτσκοκ έπιασε σε δουλειά σε κινηματογραφικό στούντιο του Λονδίνου το 1920. Επρόκειτο για παράρτημα στην Αγγλική πρωτεύουσα της αμερικανικής Famous Players-Lasky της Paramount Pictures Η δουλειά του ήταν να σχεδιάζει τους τίτλους αρχής για όλες τις ταινίες του στούντιο. Μετά από δύο χρόνια του δόθηκε η ευκαιρία να καθήσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Always Tell Your Wife αρρώστησε και ζητήθηκε από τον Χίτσκοκ να τον αντικαταστήσει για να ολοκληρωθεί η ταινία. Οι παραγωγοί εντυπωσιάστηκαν από το αποτέλεσμα και του αναθέσαν να γυρίσει την πρώτη του, ουσιαστικά, ταινία, που ήταν ο Αριθμός 13. Μετά από λίγο καιρό όμως το στούντιο έκλεισε. Ο Χίτσκοκ σττη συνέχεια προσλήφθηκε στην Gainsborough Pictures ως σεναριογράφος και σχεδιαστής τίτλων. Το 1925 κατάφερε να σκηνοθετήσει το Pleasure Garden κι αυτό σηματοδοτεί ουσιαστικά την αρχή της καριέρας του ως σκηνοθέτη.
Μετά από μια επιτυχημένη δεκαετία του '30, με ταινίες όπως τα 39 σκαλοπάτια, Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά, Σαμποτάζ, με το ξεκίνημα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα στις ΗΠΑ. Όταν επισκέφθηκε το Χόλυγουντ το 1940, όλοι οι παραγωγοί των μεγάλων στούντιο του έκλεισαν την πόρτα γιατί πίστευαν ότι δε θα μπορούσε να κάνει καριέρα στο χώρο. Τελικά, ο μεγαλο-παραγωγός Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ του πρόσφερε ένα επταετές συμβόλαιο. Του ανέθεσε αρχικά μια ταινία για τον Τιτανικό, αλλά το σχέδιο τελικά απορρίφθηκε και του ανέθεσε τη Ρεβέκκα. Η ταινία κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας του 1940, αλλά φυσικά το Όσκαρ πήγε στον παραγωγό και όχι στον Χίτσκοκ. Για τα επόμενα 20 χρόνια, μέχρι το Ψυχώ, γύριζε τη μια ταινία πίσω από την άλλη. Το 1955συμφώνησε να προλογίζει μια τηλεοπτική σειρά με τίτλο Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει, η οποία διήρκεσε δέκα χρόνια.
Μετά την καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του Ψυχώ άρχισε να σκηνοθετεί ταινίες όλο και πιο αραιά. Από το 1977 μέχρι και το θάνατό του, δούλευε πάνω στη δημιουργία ενός φιλμ με τίτλο The Short Night. Μετά το θάνατό του, ο σεναριογράφος Ντέιβιντ Φρίμαν εξέδωσε την τελική εκδοχή του σεναρίου.
Προτάθηκε πέντε φορές για Όσκαρ σκηνοθεσίας, το 1941 (Ρεβέκκα), το 1945 (Στον ίσκιο του θανάτου/Ναυαγοί) το 1946 (Νύχτα Αγωνίας), το 1955 (Σιωπηλός Μάρτυς) και το 1961 (Ψυχώ), αλλά δεν το κέρδισε ποτέ.

Προτιμούσε πάντα τις ξανθές πρωταγωνίστριες. Οι πιο διάσημες ηθοποιοί που σκηνοθέτησε ήταν η Τζόαν Φοντέιν, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η Μάρλεν Ντίτριχ, η Γκρέις Κέλι, η Κιμ Νόβακ, η Τζάνετ Λι, η Ντόρις Ντέι, η Εύα Μαρί Σεντ, η Βέρα Μάιλς και η Τίπι Χέντρεν. Στις περισσότερες ταινίες του πάντως έχουν συμμετάσχει και οι διασημότεροι άρρενες ηθοποιοί της εποχής: Τσαρλς Λότον, Λόρενς Ολίβιε, Τζέιμς Στιούαρτ, Κάρι Γκραντ, Κλοντ Ρέινς, Γκρέγκορι Πεκ, Χένρι Φόντα, Σον Κόνερι, Μοντγκόμερι Κλιφτ και Πολ Νιούμαν.

Όταν ο Χίτσκοκ δεν πρόλαβε να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου Οι Διαβολογυναίκες, που μετέφερε στον κινηματογράφο ο Ανρί-Ζωρζ Κλουζό το 1955, ζήτησε από τους συγγραφείς, τον Πιερ Μπουαλό και τον Τομά Ναρσεζεράκ, να του γράψουν ένα διήγημα αποκλειστικά για αυτόν. Το αποτέλεσμα ήταν το βιβλίο From Among the Dead, το οποίο γυρίστηκε με τον τίτλο Vertigo (Δεσμώτης του Ιλίγγου).
Ο Χίτσκοκ συχνά δήλωνε ότι η αγαπημένη του ταινία ήταν Το Χέρι που Σκοτώνει (Shadow of a Doubt) και ότι ο Λουίς Μπουνιουέλ ήταν ο καλύτερος σκηνοθέτης όλων των εποχών. Επίσης, ο ίδιος θεωρούσε ότι η πρώτη του ταινία αληθινά ήταν ο Ένοικος.
Ο διάσημος ζωγράφος Σαλβαδόρ Νταλί συμμετείχε στους σχεδιασμούς της σεκάνς του ονείρου που βλέπει ο Γκρέγκορι Πεκ στην ταινία Νύχτα Αγωνίας.
Η πρώτη έγχρωμη ταινία του ήταν Ο Βρόχος (Rope) το 1948, η οποία επίσης θεωρείται πειραματική και πρωτοποριακή επειδή είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου με μία κάμερα και χωρίς κανένα μοντάζ.



ΤΑΙΝΙΕΣ 
Ψυχώ -  Psycho

Ψυχώ (πρωτότυπος αγγλικός τίτλος: Psycho) είναι ο τίτλος κλασικής ταινίας τρόμου/μυστηρίου σκηνοθετημένη από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, σε σενάριο του Τζόσεφ Στέφανο. Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Μπλοχ, η υπόθεση της ταινίας εξελίσσεται γύρω από τους φόνους που διαπράττονται σε ένα απομονωμένο μοτέλ από έναν ψυχωτικό δολοφόνο. Η ταινία γνώρισε μεγάλη επιτυχία μόλις κυκλοφόρησε, και θεωρείται μέχρι σήμερα μια από τις κορυφαίες στο είδος της. Έχουν γυριστεί πολλές συνέχειες, καθώς και ένα ριμέικ. Το 1992 η ταινία επελέγη από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου και το 1998 έλαβε την 18η θέση ως μιά από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου.

Υπόθεση
Φοίνιξ, Αριζόνα. Δύο εραστές, η Μάριον Κρέιν (Τζάνετ Λι) και ο Σαμ Λούμις (Τζον Γκάβιν) βρίσκονται σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης και συζητούν για τα προβλήματά τους. Τα οικονομικά του Σαμ δεν τους επιτρέπουν να παντρευτούν. Δυστυχισμένη και απεγνωσμένη να βελτιώσει την κατάσταση, η Μάριον κλέβει 40.000 δολάρια μετρητά από το γραφείο στο οποίο εργάζεται. Στην συνέχεια, μαζεύει τα πράγματά της και φεύγει από την πόλη. Επισκέπτεται για τελευταία φορά το κατάστημα στο οποίο εργάζεται ο Σαμ (Καλιφόρνια), αλλά η συμπεριφορά της κινεί υποψίες στους υπόλοιπους.
Η Μάριον οδηγεί όλη τη νύχτα στην βροχή, και, εξαντλημένη, παρκάρει σε μια γωνιά του δρόμου και αποκοιμιέται μέσα στο αυτοκίνητο. Το επόμενο πρωί, συνεχίζει τον δρόμο της, αλλά ένα περιπολικό την ακολουθεί. Εκείνη θα αλλάξει αυτοκίνητο και στο τέλος οι αστυνομικοί θα την χάσουν. Το βράδυ εντοπίζει ένα μικρό μοτέλ που μοιάζει απομονωμένο, και αποφασίζει να σταματήσει εκεί.
Ο ιδιοκτήτης του μοτέλ, ο Νόρμαν Μπέητς (Άντονι Πέρκινς) είναι ένας φαινομενικά συμπαθητικός και εξυπηρετικός νέος, που ζει μοναχικά στο απέναντι σπίτι μαζί με την άρρωστη μητέρα του. Η Μάριον δέχεται να δειπνήσει μαζί του, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του (την ακούει να τον μαλώνει στο σπίτι τους) και, αργότερα, αποκαμωμένη, πηγαίνει στο δωμάτιό της για να κάνει ντους, χωρίς όμως να ξέρει ότι ο Νόρμαν την παρακολουθεί από μια τρύπα στον τοίχο.
Καθώς εκείνη βρίσκεται στο ντους, μία σκοτεινή και θολή γυναικεία φιγούρα την πλησιάζει αργά. Προτού εκείνη προλάβει να αντιδράσει, η φιγούρα τραβά την κουρτίνα του μπάνιου και την μαχαιρώνει.
Λίγη ώρα αργότερα, ο Νόρμαν μπαίνει στο μπάνιο και έντρομος αντικρίζει το πτώμα της νεαρής γυναίκας. Για να προστατεύσει την μητέρα του, εξαφανίζει κάθε πιθανό στοιχείο βυθίζοντας το αυτοκίνητο, το πτώμα και όλα τα υπάρχοντα της Μάριον (μαζί με τα λεφτά) σε έναν βάλτο κοντά στο μοτέλ.
Η εξαφάνιση της Μάριον, μαζί με τα λεφτά, είναι η αφορμή για να διεξαχθεί μία εντατική έρευνα. Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Μίλτον Άρμπογκαστ (Μάρτιν Μπάλσαμ) προσλαμβάνεται για να την βρει. Ανακαλύπτει ότι η Μάριον είχε περάσει από το μοτέλ του Μπέητς αλλά προτού προλάβει να ενημερώσει την αδερφή της Μάριον, την Λάϊλα, ή τον Σαμ, βρίσκει και αυτός ακαριαίο θάνατο από την ίδια μυστηριώδη γυναικεία φιγούρα.
Όταν πλέον έχουν περάσει αρκετές ώρες χωρίς κανένα τηλεφώνημα από τον Άρμπογκαστ, οι δυο τους (Λάϊλα και Σαμ) αρχίζουν να ανησυχούν. Καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι κάτι δεν πάει καλά με τον μοναχικό ιδιοκτήτη του μοτέλ και αποφασίζουν να πάνε να δουν. Επισκέπτονται τον Νόρμαν σαν ανδρόγυνο και στην συνέχεια, ερευνούν εξονυχιστικά το δωμάτιο που έμενε η Μάριον, και η Λάϊλα βρίσκει ένα κομματάκι χαρτί με τον αριθμό 40,000 πάνω. Υποθέτοντας ότι η μητέρα του Νόρμαν θα γνωρίζει τι συνέβη,πηγαίνει κρυφά στο σπίτι, ενώ ο Σαμ τον απασχολεί. Οι ερωτήσεις του κάνουν τον Νόρμαν νευρικό, και τον οδηγούν στην βία. Σύντομα ο Σαμ πέφτει αναίσθητος κάτω, και ο Νόρμαν τρέχει στο σπίτι του.
Εν τω μεταξύ, η Λάϊλα ψάχνει στο κελάρι και ανακαλύπτει έντρομη πως η μητέρα του Νόρμαν δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα σαπισμένο πτώμα. Ακριβώς εκείνη την στιγμή ο Νόρμαν έρχεται καταπάνω της, ντυμένος με ρούχα ίδια με της μητέρας του, και με περούκα. Καθώς είναι έτοιμος να την σκοτώσει με το μεγάλο κουζινομάχαιρο που κρατά, ο Σαμ, ο οποίος έχει ανακτήσει τις αισθήσεις του, τον αρπάζει και τον συγκρατεί, σώζοντας την.
Στο τέλος της ταινίας, ένας ψυχίατρος εξηγεί σ' αυτούς και στις αρχές πως η μητέρα είναι ζωντανή, τουλάχιστον στην ψυχή του Νόρμαν. Στην πραγματικότητα, όταν ο Νόρμαν την δολοφόνησε, πριν δέκα χρόνια, προσπάθησε να διαγράψει από την μνήμη του το έγκλημα, φέρνοντάς την πίσω στην ζωή. Το να διατηρεί το πτώμα της δεν ήταν αρκετό γι αυτόν, έτσι και ένα μέρος του εαυτού του υιοθέτησε την προσωπικότητά της. Μιλούσε σαν εκείνη, σκεφτόταν σαν εκείνη, και ακόμα ντυνόταν με τα ρούχα της, στην προσπάθειά του να σβήσει τις ενοχές του. Και επειδή ο Νόρμαν και η μάνα του, ενόσω εκείνη ζούσε, έτρεφαν παθολογική ζήλια ο ένας για τον άλλον, η δεύτερη προσωπικότητα στο μυαλό του, ήταν εκείνη που δολοφονούσε τις γυναίκες που πιθανώς του άρεσαν, όπως η Μάριον. Ακόμη, ο ψυχίατρος τους εξήγησε ότι όταν δύο προσωπικότητες διεκδικούν το ίδιο μυαλό, γίνεται πάλη, και μόνο μία από αυτές θα επικρατήσει.
Τα τελευταία πλάνα δείχνουν τον Νόρμαν στο κελλί του, με το μυαλό του πλέον ολότελα δοσμένο στην προσωπικότητα της μητέρας του. Χαμογελά όσο σκέφτεται πως στο τέλος οι αρχές θα καταλάβουν ότι ο Νόρμαν ήταν ο δολοφόνος, και όχι "εκείνη". Χαρακτηριστική η μοχθηρή σκέψη του: Θα δουν πως ούτε αυτή την μικρή μύγα δε μπορώ να πειράξω...



Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά - The Man Who Knew Too Much

Η ταινία Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά (αγγλ. The Man Who Knew Too Much) είναι θρίλερ παραγωγής 1956, σε σκηνοθεσία Άλφρεντ Χίτσκοκ. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι ο Τζέιμς Στιούαρτ και η Ντόρις Ντέι. Η ταινία αποτελεί επανεκτέλεση της ταινίας του 1934 Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά (The Man Who Knew Too Much) σκηνοθετημένης επίσης από το Χίτσκοκ. Στο βιβλίο του Φρανσουά Τρυφώ του 1967, με τίτλο Hitchcock/Truffaut, το οποίο βασίζεται στη συζήτηση των δυο σκηνοθετών πάνω στο έργο του Χίτσκοκ, ο Τρυφώ τόνισε ότι η επανεκτέλεση είναι σε πολλά σημεία ανώτερη του πρωτότυπου. Ο Χίτσκοκ του απάντησε: «Ας πούμε ότι η πρώτη εκτέλεση είναι το αποτελεί το αποτέλεσμα της δουλειάς ενός ταλαντούχου ερασιτέχνη κι ότι η επανεκτέλεση είναι το έργο ενός επαγγελματία».
Η ταινία βραβεύτηκε με Όσκαρ Πρωτότυπου Τραγουδιού για το τραγούδι Whatever Will Be, Will Be (Que Sera, Sera) που ερμηνεύει η Ντέι στην ταινία. Συμμετείχε επίσης στο Φεστιβάλ των Καννών του 1956

Υπόθεση

Κατά τη διάρκεια ενός ιατρικού συνεδρίου στο Παρίσι, ο γιατρός Μπεν ΜακΚέννα (Τζέιμς Στιούαρτ), η σύζυγός του Τζο (Ντόρις Ντέι), πρώην τραγουδίστρια και ηθοποιός του θεάτρου κι ο έφηβος γιος τους Χανκ, αποφασίζουν να επισκεφθούν το Μαρακές στο Μαρόκο. Όταν φτάνουν στο Μαρόκο ο Μπεν προσεγγίζεται από έναν Γάλλο, τον Λουί Μπερνάρ (Ντανιέλ Ζελέν), τον οποίο είχε συναντήσει στο λεωφορείο το οποίο τους μετέφερε στο Μαρακές κι ο οποίος τώρα είναι μεταμφιεσμένος σε Άραβα. Ο Μπερνάρ προλαβαίνει να ψιθυρίσει στο αυτί του Μπεν ότι κάποιοι σχεδιάζουν απόπειρα δολοφονίας ενός πολιτικού προσώπου στο Λονδίνου, την ώρα που ένας άγνωστος του καρφώνει ένα μαχαίρι στην πλάτη. Μετά τη δολοφονία του Μπερνάρ, ο Μπεν διστάζει να ειδοποιήσει τις αρχές για να τους αναφέρει όσα του ψιθύρισε ο άνδρας, καθώς τα άτομα που έχουν οργανώσει τη δολοφονία προσπαθούν να τον κάνουν να σιωπήσει απαγάγοντας το γιο του Χανκ. Οι απαγωγείς είναι ο Έντουαρντ (Μπέρναρντ Μάιλς) και η Λούσι Ντέιτον (Μπρέντα Ντε Μπάνζι), τους οποίους οι ΜακΚέννα γνώρισαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Μην έχοντας άλλη επιλογή το ζευγάρι επιστρέφει στο Λονδίνο προκειμένου να εντοπίσουν τους απαγωγείς, που πλέον έχουν φύγει από το Μαρόκο και να σώσουν τη ζωή του Χανκ

Πληροφορίες παραγωγής

Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ είχε από το 1941 την επιθυμία του να σκηνοθετήσει μια αμερικανική εκδοχή της ταινίας του 1934 Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά. Όμως κατάφερε να πραγματοποιήσει αυτή του την επιθυμία το 1956, καθώς είχε θέσει ως όρο στο συμβόλαιό του με την Paramount Pictures την επανεκτέλεση της ταινίας του 1934. Η εταιρία ήταν σύμφωνη για τη δημιουργία ενός ριμέικ που θα προσάρμοζε την υπόθεση στη δεκαετία του '50. Ο Χίτσκοκ προσέλαβε για τη συγγραφή του σεναρίου το σεναριογράφο Τζον Μάικλ Χέιζ, στον οποίο έθεσε τον όρο να μη δει την εκτέλεση του 1934, ούτε να διαβάσει το σενάριό της. Ήταν ο Χίτσκοκ εκείνος που του διηγήθηκε την υπόθεση της ταινίας πάνω στην οποία πάτησε για να γράψει το σενάριο. Όταν ο σκηνοθέτης ξεκίνησε τα γυρίσματα, είχε στα χέρια του μόνο τις πρώτες σκηνές της ταινίας. Ο Χέιζ του έστειλε τις υπόλοιπες σκηνές μέσω ταχυδρομίου ενώ τα γυρίσματα συνεχίζονταν.

Ο Χίτσκοκ προσέλαβε για άλλη μια φορά, ως πρωταγωνιστή της ταινίας, τον Τζέιμς Στιούαρτ με τον οποίο είχε ήδη συνεργαστεί στις ταινίες Ο Βρόχος (Rope, 1948) και Σιωπηλός Μάρτυς (Rear Window, 1954). Ο σκηνοθέτης απαίτησε επίσης να ανατεθεί ο ρόλος της συζύγου του Στιούαρτ, στην ξανθιά ηθοποιό Ντόρις Ντέι, εφόσον του άρεσε η ερμηνεία της στην ταινία Όταν η Θύελλα Ξεσπά (Storm Warning, 1951). Αλλά ο Χέρμπερτ Κόλμαν της Paramount έφερε αντιρρήσεις εφόσον γνώριζε την ηθοποιό μόνο από τη δουλειά της ως τραγουδίστρια. Ο Κόλμαν πρότεινε στο Χίτσκοκ μια σειρά από πιο γνωστές ξανθές ηθοποιούς όπως η Γκρέις Κέλι, η Κιμ Νόβακ και η Λάνα Τέρνερ, ή ως εναλλακτική λύση ανέφερε τα ονόματα των μελαχρινών Άβα Γκάρντνερ, Τζιν Τίρνεϊ και Τζέιν Ράσελ, αλλά ο σκηνοθέτης παρέμεινε ανένδοτος κι η Ντέι ανέλαβε το ρόλο.
Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν στο Μαρακές, αλλά ο σκηνοθέτης αναγκάστηκε να αλλάξει το πρόγραμμα των γυρισμάτων για να μην συμπέσουν με το Ραμαντάν. Η Ντέι ένιωσε αποστροφή με τον τρόπο που οι ντόπιοι μεταχειρίζονταν τα ζώα και συμφώνησε να ξεκινήσει τα γυρίσματα μόνο αφότου, το συνεργείο της ταινίας έστησε ένα σταθμό όπου τάιζαν τα ζώα κοντά στο κινηματογραφικό σετ. Έπειτα η παραγωγή μεταφέρθηκε στο Λονδίνο και το Λος Άντζελες όπου ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα.

Μουσική

Ο συνθέτης Μπέρναρντ Χέρμαν χρησιμοποίησε ως επί το πλείστον το μουσικό θέμα του Άρθουρ Μπέντζαμιν Storm Clouds Cantata για την κλιμάκωση των σκηνών της ταινίας. Στην ταινία χρησιμοποιήθηκε επίσης το τραγούδι που έγραψαν οι Λίβινγκστον και Έβανς με τίτλο Whatever Will Be, Will Be (Que Sera, Sera) για να αναδειχτούν οι φωνητικές ικανότητες της Ντέι, που υποδυόταν μια τραγουδίστρια που έχει αποσυρθεί για να ζήσει με το σύζυγό της. Το τραγούδι έφτασε στο νούμερο 2 στον κατάλογο με τις επιτυχίες των Η.Π.Α.και στο νούμερο 1 στην Αγγλία


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου