i.
Το παράθυρο μιλά....
Η πόρτα μιλά...
Τα γκρεμίσματα....
Και
εκεί
μέσα ήταν.....
Μια αιωνιότητα...
Σε μια κρυμμένη ευτυχία.
Αλλοτινή...
Είχαν κάνει κράτηση τα μέλη της.
Χόρτασαν έρωτα, χάδια και αγκαλιές.
Έκαναν όνειρα.
Γνώρισαν απογοητεύσεις.
Γεύτηκαν χαρές.
Και ο χρόνος πέρασε
και η ζωή ολοκλήρωσε
τον κύκλο
της ευτυχίας.
Τώρα έρχονται σαν όρθια φαντάσματα σε εκείνα τα χαλάσματα για να χορέψουν τον ερωτικό χορό τους.
Και να θυμηθούν τα περασμένα μεγαλεία και τις δόξες .
Η κυρία του σπιτιού
περιποιείται τις ορτανσίες
και ο άντρας με το άσπρο φανελάκι
τις λέει ερωτόλογα στο αυτί
που ξέρει πόσο πολύ
την αναστατώνουν
Έπειτα κλείνουν ραντεβού
στην κάψα του μεσημεριού
για να ενώσουν
με πάθος τα κορμιά τους.
Αύριο πάλι εδώ...
Κλείνουν το ραντεβού τους,
μιλώντας ερωτικά
ο ένας στο στόμα του άλλου.
Ε. Λ
ii.
Και σκέφτεται με πνεύμα υψηλό για εκείνα τα ιδανικά, για αξίες.. Για αφύπνιση, για νέα πνοή και λογισμούς.
Τι θα εμφυσήσεις... Αυτά τα μεγάλα και σπουδαία. Σε μια εποχή. Κάποια εποχή. Σαν τη δικιά σου και τη δικιά μου. Σε μια νέα εποχή. Τι εποχή;
Ποιά εποχή;
Προσδοκώ Ανάσταση ζώντων.
Κι εσύ που εμπνέεις μια ψυχή.
Κι εσύ που εμπνέεις ένα σώμα.
Κι εσύ που εμπνέεις μια καρδιά στο όνομά της ελευθερίας. Σε μια εποχή που βλέπεις ότι όλα και όλοι οδηγούνται σε κάτι άλλο.
Μεταλλάσσεται η εποχή και οι άνθρωποι της. Σε κάτι άλλο
... ............................................
Δίψασα για ήλιο.
Πήρα στο χέρι μου μια φωτιά κι ένα σπαθί.
Κράταγα στο χέρι μου το πανί, ένα πανί, μια σημαία σκίστηκε κι αυτή είχε πάνω της το χρώμα του ουρανού και της θάλασσας.
Διψώ.
Θέλω λίγο φεγγάρι να πιω να λησμονήσω.
Σε αναζητώ.
Χθες βράδυ πάλι. Ήταν σε εκείνους τους φωτεινούς παράλληλους δρόμους μας. Έχω βάλει ένα φιλί σε μια βάρκα να σε βρει.
Σε αναζητώ σε δρόμους αλλοτινούς.
Δεν ξέρω που θα σε βρει το φιλί.
Δεν ξέρω τι θα σκαρφιστεί για να σε βρει.
.....................................
Σκέφτομαι για εκείνο το πνεύμα, το υψηλό, για εκείνο που έβαζε φωτιά στα σπλάχνα της πατρίδας. Στους νέους. Σε εκείνους που ήταν έτοιμοι να βάλουν τη ζωή τους σε κίνδυνο. Ολοκαύτωμα. Παρανάλωμα του πυρός. Μια πυρκαγιά για χάρη της πατρίδας. Τώρα την καίνε. Ερήμην της. Την αφήνουν να καίγεται. Χώρα έρημη πια. Άνθρωποι άνευ ψυχής.
.....................................
Διψώ.
Θέλω να πιω νερό σε ένα φάρο.
Σταμάτησα. Βράδυ ήταν. Τα αστέρια καθρεφτίζονται στη θάλασσα.
Η θάλασσα μοναδική, αγαπημένη. Βυθίζομαι στα βάθη της, μήπως βρω ένα κοράλλι κι ένα μαργαριτάρι. Ξέρεις από εκείνους τους ανεκτίμητους θησαυρούς.
Παράλογη η εποχή. Πώς να την περιγράψεις με λόγια. Όλα τόσο απλόχερα σου χαρίζονται.... Αστείο. Θέλω λίγη έμπνευση. Λίγη από εκείνη την ψυχική ανάταση. Δεν ξέρω τι και που να βρω. Θέλω πνευματική ευφορία. Τη στερήθηκα. Μια κάποια αγαλλίαση. Την αναζητώ.
Στα σκοτάδια είμαι. Στα σκοτεινά βαδίζω, εκεί προχωρώ. Θέλω ένα φάρο, από εκείνους που βρίσκονται στην άκρη του γκρεμού. Δεν φοβάμαι μήπως τσακιστώ. Δεν φοβάμαι να τσακιστώ. Αυτό έγινε προ πολλού.
.................................
Εκείνο το βράδυ βρήκα ένα ριμαδόρο. Με καθήλωσε. Έλεγε ιστορίες του λεπτού σαν ένας ραψωδός περιπλανώμενος. Έλεγε ιστορίες για έρωτα και πόλεμο. Ίσως να είπε και τη δική του μαρτυρία δεν ξέρω. Είπε για ένα ζωντανό εφιάλτη. Για τον δικό του πόλεμο. Για το ναυάγιο της ζωής του. Για όλα όσα έχασε. Μαζί και την καλή του. Τα έλεγε σε μια άλλη γλώσσα μα εγώ τον καταλάβαινα. Σπάραξε την ψυχή μου. Έλεγε τα τραγούδια του μα δεν με άγγιζε με τη φωνή του.
Με Σπάραξε με την έκφραση του. Τα μάτια του μίλαγαν και έκλαιγαν μαζί και τα δικά μου.
.................................
Δεν έχει τέλος ο πόλεμος.
Δεν έχει τέλος ο ξεριζωμός.
Άνθρωποι πεθαίνουν.
Ζητούν λέει ένα νέο μέρος.Και πάνε να σωθούν με μια βάρκα. Αλλά πνίγονται. Μαζί τους και μωρά. Πνίγομαι που τα ακούω. Πάνω στον αέρα πετούν αεροπλάνα. Πετούν βόμβες. Οι άνθρωποι χάνονται.
Τι κακό, το κακό.
Χάνονται οι άνθρωποι από τους ανθρώπους. Κάθε μέρα κι άλλοι. Το κακό δεν σταματάει ποτέ. Η ίδια ιστορία σε επανάληψη. Με άλλους πρωταγωνιστές. Ίδια μοίρα, άλλοι άνθρωποι.
......................
Έπιασε ψύχρα. Πάγωσε η ψυχή. Νεκρώνονται τα συναισθήματα. Αυτό είναι το χειρότερο.
Η ψυχή μου που παγώνει.
Όλο τα ίδια μου λες.
Έτσι μόνιμα μου λες.
Έτσι είναι σου απαντώ.
Φοβάμαι για την εποχή μου.
Είναι μια εποχή που μυρίζει πάλι θάνατο. Κι ας καλύπτουμε τη μυρωδιά με μάσκα.
Η σήψη ολούθε παραμονεύει. Ο εχθρός είναι ορατός. Στον είπαν και τα δελτία ειδήσεων.
Εσύ δεν το πιστεύεις μόνο.
Είναι οι αόρατοι εχθροί. Αυτούς φοβάμαι μόνο.
Ειρήνη Λεοντάρα
8/7/2021
iii
Στο ύψος των περιστάσεων
Μια δαχτυλήθρα το φεγγάρι απόψε κι αυτή δαφνοστεφάνωτη, με τα δασά μαλλιά της. Δεήσεις κάνει για το λησμονημένο έρωτα της
εμπρός στον πυλώνα του ιερού.
Μπούσουλα βάζει
το φεγγάρι
που στέκεται θαρρείς
λουστραρισμένο και λουσάτο.
Φαίνεται πώς κυριεύτηκε από αμνημοσύνη.
Ίαση γύρευε επί ματαίω.
Δεν αφήνεις ανοιχτούς
λογαριασμούς
με τον έρωτα.
Στον αντίποδα της αμετροέπειας του φωτός που στέκεται αμόλευτο
και ανόθευτο μια ψυχή ομολογεί πώς μαρτυρά στην καταχνιά και την αχλή
τώρα τιμωρείται θαρρείς, γιατί δεν στάθηκε με θάρρος και αυταπάρνηση
στον έρωτα αυτό ζωής..
Στο ύψος των περιστάσεων.
Το συνηθίζουν οι άνθρωποι θαρρείς να μη μπορούν να κρατήσουν το δώρο της αγάπης που τους χαρίστηκε.
Και τώρα, τέτοια ακηδία δε συγχωρείται από θνητούς και αθάνατους.
Ακοίμητη, ακοινώνητη, ακοίταχτη
καταδικάζεται και καταδικάζει την ύπαρξη της στην αιώνια σιωπή.
Ε. Λ
iv.
Πώς να συγκεντρωθείς που μέσα στο κεφάλι σου βλέπεις διαρκώς ήλιους, φεγγάρια και κάτι αστέρια που λάμπουν σαν διαμάντια μες στο μαύρο σκοτάδι!
Ε. Λ
vi.
vii
Σκέφτομαι πολλές φορές. Είσαι στον καθρέφτη. Μέσα. Βλέπω τη μορφή σου τα μάτια σου, τα χείλη σου, την αντανάκλαση σου, το είδωλο σου. Σε βλέπω, σε αγγίζω. Όχι τώρα, όχι ακόμα. Σου φωνάζω. Σου μιλάω. Πολλές φορές. Σου μιλάω. Δεν με ακούς. Δεν με άκουσες. Όσες φορές μίλησα ότι και να είπα δεν με άκουσες. Κι έτσι ράγισα. Με ράγισες. Με ραγίζεις, κάθε φορά, όταν με αγγίζεις. Και μετά σκέφτομαι ότι είναι ο χώρος, ο χρόνος. Εγώ. Εσύ. Εκεί που γνωριστήκαμε σε ένα χάος. Με ένα χάδι. Σε ένα αόριστο τίποτα.. Σε ένα χρόνο που δεν είναι χρόνος. Δεν με νοιάζει τι ηταν πριν . Αν είναι το μετά, το έπειτα, το πριν, το μετέπειτα Ξέρεις τι λέω. Καταλαβαίνεις. Μην κάνεις πώς δεν καταλαβαίνεις, γιατί αυτό πιότερο με αγγίζει. Αυτό το ράγισμα που ένιωσα. Που έσβησα, όταν στα χείλη με φίλησες. Στα μάτια με κοίταξες. Στα χέρια με κράτησες. Όταν σε έσφιξα μέσα μου μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη και τον ράγισες. Εσύ. Εσύ που με ραγίζεις κάθε φορά. Με ραγίζεις. Στο χρόνο. Στο χώρο, τόσο αόριστα πολύ και ακαθόριστα. Και το ράγισμα αυτό είναι ακατανόητο ακαταλόγιστο, ανυπόφορα ακαταλαβίστικο. Κάθε φορά όμως που με αγγίζεις. Με ραγίζεις. Ακατανόητα. Ακατάλληλα. Με ραγίζεις με μια ραγισματιά ακατανόητη. Με αφήνεις ξέπνοη. Αδιανόητη η ραγισματιά. Μια ρωγμή στο διηνεκές ανεξήγητη. Ε. Λ
viii
Κοιτάζω στα μάτια το καλοκαίρι Περιθωριοποιημένο φαίνεται Σκέφτομαι τις Ιθάκες του νόστου και ματώνω Περισυλλέγω θαλασσινό νερό σε κεχριμπαρένιο βάζο και βότσαλα για να έχω την ψευδαίσθηση πως φυλάκισα την εποχή. Υπέροχος φυγάς ο κρατούμενος μου Ξεγλιστρά σα χταποδάκι γρήγορα, γρήγορα Βεντουζάρει πάνω σε ένα λασπωμένο σώμα που καλύτερα να έχει αυτή την αίσθηση παρά τις μαύρες σκέψεις που γατζώνονται σε τούτη την άγρια ψυχή. Κι ενώ σιγά, σιγά απόδρασα από το όνειρο Εμφανίζεται μια χρωματική παλέτα, ενός άγριου δειλινού και μαζί του το όνειρο συνεχίζεται για άλλες Ιθάκες, για άλλο Νόστο, για άλλους πολύτροπους Οδυσσέες, για καλλιπλόκαμες νεράιδες, για έντιμες συμβίες. Η ζωή σε εκπληκτική κίνηση... Ε. Λ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου