Αλεξάντρ Μπλοκ ( 28 Νοεμβρίου 1880 – 7 Αυγούστου 1921)

 

Ο Αλεξάντρ Αλεξάντροβιτς Μπλοκ ( 28 Νοεμβρίου 1880 – 7 Αυγούστου 1921), υπήρξε ένας από τους πιο χαρισματικούς λυρικούς ποιητές που ανέδειξε η ρωσική γη μετά τον Αλέξανδρο Πούσκιν. Νεωτερικός, ανήσυχος, χαρισματικός και τολμηρός με τις λέξεις, σημάδεψε ανεξίτηλα τη ρωσική ποίηση και τής άνοιξε νέους δρόμους. 

Ο Μπλοκ γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη, σε μια καλλιεργημένη οικογένεια διανοουμένων. Αρκετοί συγγενείς του ήταν άνθρωποι των γραμμάτων, ο πατέρας του ήταν καθηγητής νομικής στη Βαρσοβία, ενώ ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του χρημάτισε πρύτανης του Κρατικού Πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης. 

Μετά το διαζύγιο των γονιών του, ο Μπλοκ έζησε με αριστοκράτες συγγενείς του στο Μέγαρο Σαχμάτοβο κοντά στη Μόσχα, όπου ανακάλυψε τη φιλοσοφία του Βλαντίμιρ Σολοβιόφ, και τον ποιητικό λόγο των άσημων ακόμα ποιητών Φιόντορ Τιούτσεφ και Αφανάσι Φετ. Αυτές οι επιρροές θα τύγχαναν εσωτερικής επεξεργασίας και θα μετασχηματίζονταν στις αρμονίες των πρώιμων ποιητικών κομματιών του, συγκεντρωμένων αργότερα στο βιβλίο Ante Lucem. 

Ερωτεύτηκε τη Λιουμπόφ (Λιούμπα) Ντμίτριεβνα Μεντελέγιεβα (κόρη του διάσημου χημικού Ντμίτρι Μεντελέγιεφ και την παντρεύτηκε το 1903. Στη Λιούμπα αφιέρωσε έναν κύκλο ποίησης που του έφερε φήμη, το έργο "Στίχοι για την Όμορφη Γυναίκα" (ρωσικά: Cтихи о Прекрасной Даме, 1904). Στο έργο αυτό, τη θέση της ταπεινής γυναίκας του πήρε μια διαχρονική θεώρηση του γυναικείου ψυχισμού και της αιώνιας γυναικείας φύσης.

Η πρώιμη ποίηση του Μπλοκ

Οι ιδεαλιστικές μυστικιστικές εικόνες στο πρώτο του βιβλίο βοήθησαν στην καθιέρωση του Μπλοκ ως ηγέτη του Ρωσικού Συμβολισμού. Τα πρώτα έργα του Μπλοκ είναι άψογα σε μουσικότητα και αρμονικότατα σε ηχητική αίσθηση, αργότερα όμως αναζήτησε να εισαγάγει τολμηρούς ρυθμικούς νεωτερισμούς και ακανόνιστα ρυθμικά μοτίβα στην ποίησή του.

Είχε φυσικό χάρισμα στην ποιητική έμπνευση, συχνά παράγοντας αξέχαστες, αλλόκοτες εικόνες από τα πιο συνηθισμένα περιβάλλοντα και ασήμαντα γεγονότα (Fabrika, 1903). Συμπερασματικώς, τα ποιήματά του είναι συχνά εστιασμένα στη σύγκρουση ανάμεσα στην πλατωνική θεώρηση της ιδανικής ομορφιάς και την απογοητευτική πραγματικότητα των βρώμικων και εξαθλιωμένων βιομηχανικών προαστίων των ρωσικών μεγαλουπόλεων, προεκτείνοντας τις αντιθέσεις αυτές στην ίδια τη ρωσική ψυχή (Neznakomka, 1906).

Ώριμη περίοδος

Κατά τη διάρκεια της ώριμης περιόδου της ζωής του, ο Μπλοκ επικεντρώθηκε πρωταρχικώς σε πολιτικά θέματα, αναλογιζόμενος αυτό που θεωρούσε ως μεσσιανικό πεπρωμένο της χώρας του.

Επηρεασμένος από τα δόγματα του Βλαντίμιρ Σολοβιόφ σημάδεψε την ποίησή του με αόριστες συλλήψεις και συχνά αμφιταλαντευόταν μεταξύ ελπίδας και απελπισίας. "Νιώθω ότι πλησιάζει ένα μεγάλο γεγονός, αλλά δεν γνωρίζω ποιο ακριβώς" έγραφε το καλοκαίρι του 1917. Προς κατάπληξη των θαυμαστών του, αποδέχτηκε την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 ως το μεγάλο γεγονός που ένιωθε να πλησιάζει.

Περί το 1921 ο Μπλοκ είχε πια βγει από τις πλάνες που είχε σχηματίσει για τη Ρωσική Επανάσταση. Δεν έγραψε ποίηση για τρία χρόνια. Ο Μπλοκ διαμαρτυρόταν στον Μαξίμ Γκόρκι γιατί είχε εγκαταλείψει την πίστη του στην ανθρώπινη σοφία. Γράφοντας χαρακτηριστικά σε έναν φίλο του ανέφερε το εξής: Όλοι οι ήχοι σταμάτησαν. Δεν ακούς ότι δεν υπάρχουν πια ήχοι;

Λίγο καιρό μετά, ασθένησε σοβαρά. Οι γιατροί τού συνέστησαν να μεταφερθεί για ιατρική θεραπεία στο εξωτερικό, όμως δεν τού επιτράπηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Ο Γκόρκι παρακάλεσε για έκδοση βίζας. Τον Μάρτιο του 1921, ο Γκόρκι έγραψε στον Ανατόλι Λουνατσάρσκι: Ο Μπλοκ είναι ο μεγαλύτερος ποιητής της Ρωσίας. Αν του απαγορεύσετε να πάει στο εξωτερικό, και πεθάνει, εσείς και οι σύντροφοί σας θα είστε υπεύθυνοι για το θάνατό του. Ο ποιητής έλαβε τελικώς άδεια στις 6 Αυγούστου του '21, μία μόλις μέρα πριν το θάνατό του.

Μερικούς μήνες νωρίτερα, ο Μπλοκ είχε δώσει μία περίφημη διάλεξη για τον Πούσκιν, για τον οποίο πίστευε ότι ήταν ένα είδωλο για τη Ρωσία, ικανό να ενώσει την Κόκκινη (μπολσεβικική) και Λευκή (υποστηριχτές του εκπεσόντος τσάρου) Ρωσία. Ο θάνατός του και η εκτέλεση του φίλου του ποιητή Νικολάι Γκουμίλεφ από την Τσεκά (μυστική αστυνομία) το 1921 τάραξαν τόσο τον ψυχισμό των συμπατριωτών του που πολλοί, σε συνδυασμό και με τον εμφύλιο που συντάραζε τη χώρα, το θεώρησαν ως σημάδι του επερχόμενου τέλους της φυλής των Ρώσων.

Ο Συμβολισμός του Μπλοκ

Ο Μπλοκ, ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές του 20ου αιώνα, οραματίστηκε την ποιητική του παραγωγή ως αποτελούμενη από τρεις ενότητες.

Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει τα πρώιμα ποιήματά του για την Όμορφη Γυναίκα όπου το χρώμα που κυριαρχεί είναι το λευκό, ποιήματα της αθωότητας και της νεότητός του. Η δεύτερη ενότητα, η οποία κυριαρχείται από το μπλε χρώμα, επικεντρώνεται στο σχολιασμό της αδυναμίας εκπλήρωσης των ιδανικών που είχε τόσο πολύ επιθυμήσει και αποθεώσει. Η τρίτη ενότητα, με κύριο χαρακτηριστικό την ποίησή του της προ-επαναστατικής περιόδου είναι εμποτισμένη στο κόκκινο της φωτιάς και του αίματος.

Στην ποίηση του Μπλοκ, τα χρώματα είναι βασικό συστατικό της, διότι μεταβιβάζουν απόκρυφες, μυστικιστικές νύξεις πάνω και πέρα από την ανθρώπινη εμπειρία. Το μπλε και το μενεξεδί είναι το χρώμα της απογοήτευσης και ματαίωσης, όταν ο ποιητής καταλαβαίνει πως η προσπάθειά του να "συναντήσει" τη "Γυναίκα" είναι απατηλή. Το κίτρινο χρώμα των φανών στους δρόμους, των παραθύρων και του ηλιοβασιλέματος είναι το χρώμα της προδοσίας και της ασημαντότητας.

Οι ρωσικές λέξεις για το κίτρινος (жёлтый-ζιόλτι) και το μαύρος (чёрный-τσιόρνι) γράφονται από τον ποιητή με ένα μακρύ ο στη θέση του ιό (ρωσικά: ο αντί ё), για να δώσουν έμφαση σε μια "τρύπα μέσα στη λέξη" ή τρύπα στην καρδιά του ποιητή και των ονείρων του

Μουσικές συνθέσεις

Η ποίηση του Μπλοκ ενέπνευσε πολλούς Ρώσους συνθέτες. Για παράδειγμα, ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς ένα κύκλο συνθέσεων για σοπράνο και τρίο στο πιάνο, τον Seven Romances of Alexander Blok, και ο Αρτούρ Λουριέ μια ορχηστρική καντάτα, την In the Sanctuary of Golden Dreams.

Επιλογή έργων

Φάμπρικα, 1903
Η πόλη, 1904-1908
Μάσκα από χιόνι
Οι Δώδεκα, 1918, θεωρούμενο ως το σημαντικότερο έργο του.

https://el.wikipedia.org/


Πορτραίτο του ποιητή από τον Κονσταντίν Σόμοφ, 1907.


ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ 

Δώδεκα, Αλέξανδρος Μπλοκ, μτφρ. 
Γ. Μπλάνας
1
Μαύρη ΄ναι η νύχτα
Λευκό το χιόνι.
Λυσσάει ο άνεμος, λυσσάει: πάει
Να σε σωριάσει
Χάμω – σαρώνει
Απ΄άκρη σ΄άκρη τη Θεία Πλάση!
Александр Блок, ДВЕНАДЦАТЬ
1
Черный вечер.
Белый снег.
Ветер, ветер!
На ногах не стоит человек.
Ветер, ветер —
На всем Божьем свете!
Λυσσάει, σηκώνει
Ψηλά το αφράτο
Χιόνι: από κάτω πάγος σκληρός
Και γλιστερός.
Πάτα γερά!
Πρόσεχε! Έπεσε! Τον φουκαρά!
Завивает ветер
Белый снежок.
Под снежком — ледок.
Скользко, тяжко,
Всякий ходок
Скользит — ах, бедняжка!
Από σπίτι σε σπίτι
Απλωμένο,
το πανό γερά δεμένο:
«Όλη η εξουσία στην Συντακτική!»
Από κάτω μια γριά κοιτάει
Δεν ξέρει τι σημαίνει
Αυτό το πράγμα – μοιρολογεί!
Πάει χαμένο τόσο πανί!
Τόσο πανί για ένα πανό!
Ένα σωρό ποδοφάσκια θα΄χα βγάλει για τα δύστυχα παιδιά,
Τριγυρίζουν ξυπόλυτα, γυμνά…
От здания к зданию
Протянут канат.
На канате — плакат:
«Вся власть Учредительному Собранию!»
Старушка убивается — плачет,
Никак не поймет, что значит,
На что такой плакат,
Такой огромный лоскут?
Сколько бы вышло портянок для ребят,
А всякий — раздет, разут…
Σαν την πουλάδα η γριά
Πιλαλάει μες στον χιονιά.
-Βοήθα, Παρθένα μου! Οι Μπολσεβίκοι
Θα μας σφάξουν σαν τα ζα!Δαγκώνει ο άνεμος!
Δεν πάει πίσω η παγωνιά!
Για δες εκεί στη διασταύρωση τον μπουρζουά:
βαθιά χωμένη η μύτη στον γιακά.
Старушка, как курица,
Кой-как перемотнулась через сугроб.
— Ох, Матушка-Заступница!
— Ох, большевики загонят в гроб!Ветер хлесткий!
Не отстает и мороз!
И буржуй на перекрестке
В воротник упрятал нос.
Ποιος να΄ναι; Η κόμη του λυτή
Στους ώμους και μονολογεί!
-Αληταρία!
-Πάει η Ρωσία!
Κάνας συγγραφέας θα΄ναι –
Απ΄ αυτούς που όλο μιλάνε και μιλάνε…Μεγαλοσχήμων ίσκιος προβαίνει
Μέσα στο χιόνι – πάει μουλωχτά…
Δύσκολες μέρες ψωμί δε βγαίνει,
Ε, σύντροφε παπά;Θυμάσαι τότε που τριγυρνούσες καμαρωτός:
Μπροστά σαν τούμπανο η κοιλιά,
Κι άστραφτε πάνω της σταυρός
Να λάβει φώτιση ο λαός;
А это кто? — Длинные волосы
И говорит вполголоса:
— Предатели!
— Погибла Россия!
Должно быть, писатель —
Вития…А вон и долгополый —
Сторонкой — за сугроб…
Что нынче невеселый,
Товарищ поп?Помнишь, как бывало
Брюхом шел вперед,
И крестом сияло
Брюхо на народ?
Να μια δεσποινίς με Αστραχάν
Και γυρίζει, λέει στην συνοδό της:
-Κλαίγαμε, κλαίγαμε…
Και ξαφνικά γλιστράει
-Αμάν! Πάρ΄την κάτω σαν σακί!
Πω, πω! Τι τούμπα ήταν αυτή!
Δώστε ένα χέρι να σηκωθεί!Ο άνεμος παλαβώνει.
Μια χαϊδεύει, μια δαγκώνει
Σηκώνει φούστες και παλτά
Θερίζει τους διαβάτες σαν σπαρτά.
Πιάνει, σκίζει, κουρελιάζει το τεράστιο πανό
«Όλη η εξουσία στην Συντακτική!»
Σκορπίζουν τα λόγια από δω κι από κει.
…Είχαμε κι εμείς «συντακτική»
…σ΄αυτό το κτήριο, εκεί…
…τα συζητήσαμε-
Τα συμφωνήσαμε:
Δέκα την ώρα – διανυκτέρευση ΄κοσ΄πέντε…
…ντάγκα-ντάγκα…
…και βουρ στο κρεβάτι με τον μάγκα…
Вон барыня в каракуле
К другой подвернулась:
— Ужь мы плакали, плакали…
Поскользнулась
И — бац — растянулась!
Ай, ай!
Тяни, подымай!Ветер веселый
И зол, и рад.
Крутит подолы,
Прохожих косит,
Рвет, мнет и носит
Большой плакат:
«Вся власть Учредительному Собранию»…
И слова доносит:
… И у нас было собрание…
… Вот в этом здании…
… Обсудили —
Постановили:
На время — десять,
на ночь — двадцать пять…
… И меньше — ни с кого не брать…
… Пойдем спать…
Αργά το βράδυ.
Άδειος ο δρόμος.
Ένας αλήτης βαδίζει
Βαριά, σκυφτά,
Ο άνεμος σφυρίζει…
Ψιτ, Ομορφούλα!
Είσαι για ένα
Φιλί στη ζούλα;Ψωμί!
Πού πάμε!
Προχώρα!Μαύρος, μαύρος ουρανός.
Θυμός, θυμός σκοτεινός
Βράζει βαθιά στο στήθος: στυγνός, ιερός…Σύντροφε! Τα μάτια σου
Πάντα ανοιχτά!
Поздний вечер.
Пустеет улица.
Один бродяга
Сутулится,
Да свищет ветер…
Эй, бедняга!
Подходи —
Поцелуемся…
Хлеба!
Что впереди?
Проходи!Черное, черное небо.
Злоба, грустная злоба
Кипит в груди…
Черная злоба, святая злоба…Товарищ! Гляди
В оба!
2
Λυσσάει ο άνεμος, φτεροκοπάει το χιόνι σαν τρελό.
Δώδεκα αυτοί και προχωρούν μέσα στον χαλασμό.
Χιαστί των τουφεκιών μαύρα λουριά
Κι όλα γύρω φωτιά…Τσιγάρο βαρύ στα χείλια οι παίδες
Τους λείπουν μόνο οι χειροπέδες!
Λευτεριά, λευτεριά,
Διάολε, χωρίς Σταυρό!
Μπαμ, μπαμ, μπαμ!
Τι ψοφόκρυο είναι, σύντροφοι, αυτό!
2
Гуляет ветер, порхает снег.
Идут двенадцать человек.
Винтовок черные ремни,
Кругом — огни, огни, огни…
В зубах — цыгарка, примят картуз,
На спину б надо бубновый туз!
Свобода, свобода,
Эх, эх, без креста!
Тра-та-та!
Холодно, товарищи, холодно!
-Αλλά ο Βάνια και η Κάτια στην ταβέρνα είναι ωραία…
– Στην καλτσοδέτα, του Κέρενσκη το πληθωριστικό!
-Τα κονόμησε ο Βάνια τελευταία…
-Ήταν δικός μας, αλλά πήγε στον στρατό!-Κάθαρμα, Βάνια, μπουρζουά έλα αποδώ
Αν σου βαστάει να δεις φιλιά!Λευτεριά, λευτεριά,
Διάολε, χωρίς Σταυρό!
Την κάνει η Κάτια στον Βάνια την δουλειά
-κανονικά!
Μπαμ, μπαμ, μπαμ!
— А Ванька с Катькой — в кабаке…
— У ей керенки есть в чулке!
— Ванюшка сам теперь богат…
— Был Ванька наш, а стал солдат!— Ну, Ванька, сукин сын, буржуй,
Мою, попробуй, поцелуй!
Свобода, свобода,
Эх, эх, без креста!
Катька с Ванькой занята —
Чем, чем занята?..
Тра-та-та!
Όλα γύρω φωτιά…
Στον ώμο τα τουφέκια κρεμασμένα…
Προχωρείτε, επαναστάτες – πάντα εμπρός!
Δεν κοιμάται ποτέ ο εχθρός!
Σύντροφε, βάρα στο ψαχνό
Την Αγία Ρωσία –
Την χωραφού
Την καλυβού,
Την κωλαρού!
Διάολε, χωρίς Σταυρό!
Кругом — огни, огни, огни…
Оплечь — ружейные ремни…
Революцьонный держите шаг!
Неугомонный не дремлет враг!Товарищ, винтовку держи, не трусь!
Пальнем-ка пулей в Святую Русь —
В кондовую,
В избяную,
В толстозадую!
Эх, эх, без креста!
3
Καμαρωτοί οι λεβέντες μας πήγαν να πολεμήσουν
Στον Κόκκινο Στρατό –
Στον Κόκκινο Στρατό –
Για την τιμή της εργατιάς το αίμα τους να χάσουν!Πικρός ο κόρφος σου ζωή,
τ΄αχείλι σου γλυκό!
Έχω μια χλαίνη κουρελιασμένη
κι ένα τουφέκι αυστριακό!
Τρομάζει, τρέχει, σκούζει ο μπουρζουάς.
Τον κόσμο θα τον κάψουμε
Στο αίμα θα το βάψουμε –
Κύριε, ελέησον ημάς!
3
Как пошли наши ребята
В красной гвардии служить —
В красной гвардии служить —
Буйну голову сложить!Эх ты, горе-горькое,
Сладкое житье!
Рваное пальтишко,
Австрийское ружье!
Мы на горе всем буржуям
Мировой пожар раздуем,
Мировой пожар в крови —
Господи, благослови!
4
Το χιόνι στροβιλίζεται, ουρλιάζει ο αμαξάς,
Ο Βάνια και η Κάτια προελαύνουν –
Μπροστά φανάρια ηλεκτρικά…
Φευγάτε, ρε, μην σας πατήσει!
Χα, χα, χα!Χλαίνη στρατιωτική, βλακοφυσιογνωμία-
Στρίβει, στρίβει το μουστάκι με μανία
Το κατσαροτσιγκελώνει
Και μπλαμπλά, μπλαμπλά, μπλαμπλά…
Γεια σου Βάνια μπρατσαρά!
Γεια σου Βάνια φαφλατά!
Την χαζή Κάτια χουφτώνει,
Και μπλαμπλά, μπλαμπλά, μπλαμπλά…
Τον κοιτάζει τάχατες μου ντροπαλά:
Δυο σειρές μαργαριτάρια τα δοντάκια,
Αχ, εσύ,Κάτια μου, γλυκιά μου Κάτια
Αχ, αφράτο μου κουκλί…
4
Снег крутит, лихач кричит,
Ванька с Катькою летит —
Елекстрический фонарик
На оглобельках…
Ах, ах, пади!..Он в шинелишке солдатской
С физиономией дурацкой
Крутит, крутит черный ус,
Да покручивает,
Да пошучивает…
Вот так Ванька — он плечист!
Вот так Ванька — он речист!
Катьку-дуру обнимает,
Заговаривает…
Запрокинулась лицом,
Зубки блещут жемчугом…
Ах ты, Катя, моя Катя,
Толстоморденькая…

........................................................................................


Οι Δώδεκα [απόσπασμα]

[απόδοση: Γιάννης Ρίτσος]


Πρώτος, δεύτερος, τρίτος,
τέταρτος, πέμπτος, έκτος,
έβδομος, όγδοος, ένατος,
δέκατος, ενδέκατος…
Δώδεκα.

Με βήμα σίγουρο, βαδίζουν πέρα… Πέρα…

-Τις ει; Τις ει; Έβγα όξω!
Τσιμουδιά!…

Ο άνεμος μόνο με την κόκκινη παντιέρα, παίζει μπροστά…
Μπροστά το χιόνι, στοίβες χιόνι, παγωμένο.

-Τις ει;

Ποιος είναι μες στο χιόνι; Έβγα από κει.

Τίποτα, μόνο ένα σκυλί ξεπηδισμένο
τραβάει κουτσαίνοντας, ψωριάρικο σκυλί…
-Όξω σου λέω, για ξεκουμπίσου κασιδιάρη
μ’ αυτή τη λόγχη το λαιμό σου γαργαλώ!
Κόσμε παλιέ, σκύλε μαγκούφη και ψωριάρη
χάσου από μπρος μου, αλλιώς στο χώμα σε πατώ.
Δείχνει τα δόντια, όμοιος με πεινασμένο λύκο
πεσμένη η ουρά του, μα ούτε ρούπι παρακεί.
-Σκύλε ορφανέ, σκύλε λιμάρη,
Ε, άιντε σήκω,
Έι, αποκρίσου το λοιπόν…

Τις ει; Τις ει;

Ποιος ανεμίζει εκεί την κόκκινη παντιέρα;
…Για κοίτα ντε… τι σκοτεινιά, τι σκοτεινιά…
-Ποιος με το βήμα έτσι γοργό φτάνει από πέρα
τοίχο τον τοίχο στων σπιτιώνε τη σκιά;

Δε μου γλιτώνεις
σού μυρίζεται κουμπούρα
τη ζωή σου αν θες, κάλλιο τα χέρια σου ψηλά
Έι! ΄Ει! συντρόφι, σού το λέω, θάν τα βρεις σκούρα
έβγα σού λέω
αλλιώς θα ρίξω στα στραβά,

Τραχ ταχ ταχ …
Κι αντηχεί, Θέ μου, μόνο η ηχώ, σπίτι το σπίτι…
μόνο ο σαρκασμός του ανέμου
σβήνει στου χιονιού την κοίτη…
Τραχ, ταχ, ταχ…
Τράχ, ταχ, ταχ…
Με το βήμα το πλατύ, βαδίζουν πέρα…
Πίσω, ο πεινασμένος σκύλος…
Μπρος, μ’ αιμάτινη παντιέρα
άφαντος πίσω απ’ το χιόνι…
κι ούτε σφαίρα τον λαβώνει
πάνω από την καταιγίδα
μ’ ένα βήμα πουπουλένιο
σ’ ένα σπίθισμα νιφάδων μαργαριταρένιο
με στεφάνι από άσπρα ρόδα…
σιωπηλός…
πάει μπροστά
ο Ιησούς Χριστός!


Διαβάστε περισσότερα https://sarantakos.wordpress.com/



ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου