ΙΩΑΝΝΑ ΒΛΑΧΟΥ - ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ "ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΥΛΩΝΟΓΙΑΝΝΗΣ"

  Βίντεο : Ιωάννα Βλάχου


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΥΛΩΝΟΓΙΑΝΝΗΣ (1909-1954)

«ΦΤΕΡΟ ΚΑΙ ΦΩΣ!»

Ανοίχτε τα παράθυρα στο φως
οι κάμαρες φαντάζουνε σαν τάφοι,
του ήλιου λαχταράω το χρυσάφι
μέσα στο μαύρο χάος ναυαγός…

Του ήλιου εραστής και νοσταλγός
ποια μοίρα και ποια μπόρα μου το γράφει
γύρω, τριγύρω να με κλειούνε τάφοι
και με τα χέρια σταυρωτά κι’ αργός

κι’ ανήμπορος ν’ αφήνουμαι στη θλίψη
τη θλίψη που ποτέ δε θα μου λείψει
θαρρώντας πως δε χάνετ’ ο καιρός

κι’ αφήνοντας τη φλόγα να με γλύψει…
Δώστε φτερά για ν’ απλωθώ στα ύψη
κι’ ανοίχτε τα παράθυρα στο φως!…

Μάρτιος 1934

Ο ποιητής, κριτικός, μεταφραστής και δημοσιογράφος Γιώργος Μ. Μυλωνογιάννης γεννήθηκε το 1909, στο προάστιο Χαλέπα των Χανίων. Ήταν το πέμπτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας Μυλωνογιάννη. Σε παιδική ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Με έφεση στις ξένες γλώσσες και ευρύτατη πνευματική καλλιέργεια δημοσίευε από νωρίς και ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία.

Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1929 από τις σελίδες του περιοδικού Μπουκέτο, όπου δημοσίευσε στίχους και ποιητικές μεταφράσεις. Μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Ξεκίνημα από το 1933 και επιμελητής έκδοσης του περιοδικού Κρητικαί Μελέται, εξέδωσε τα περιοδικά Λυτρωμός (1933) και Φλόγα (1935), ενώ από το 1936 ως το 1940 διηύθυνε από κοινού με τον Δημήτρη Φωτιάδη το περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα. Παράλληλα δημοσίευσε κείμενα σε πολλά αθηναϊκά περιοδικά και υπήρξε μέλος της Ένωσης Νέων Λογοτεχνών και του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών.

Το μεγαλύτερο μέρος του γραπτού έργου του Γιώργου Μυλωνογιάννη αποτελούν ποιήματα και κριτικά δοκίμια. Η ποίησή του κινείται στα χνάρια της απαισιοδοξίας του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και του Μήτσου Παπανικολάου. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, ενώ μεγάλο μέρος του έργου του βρίσκεται δημοσιευμένο σε περιοδικά. . Επίσης υπήρξε βασικός συντελεστής του περιοδικού “Νέος Νουμάς”. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: “Προς το φως” (1934), “Μεθεόρτια” (1948), “Ανάγλυφα” (1951) και στην εφημερίδα “Θάρρος” του Πειραιά δημοσιευόταν σε συνέχειες το μυθιστόρημά του “Βιοπάλη”.

Στο «Μπάγκειον» της πλατείας Ομονοίας γνώρισε τους ποιητές Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Μήτσο Παπανικολάου και τον διευθυντή του περιοδικού «Μπουκέτο» Χάρη Σταματίου.Αυτή θα είναι η διαρκής συντροφιά του, οι μόνιμοι συνομιλητές του, με κοινά στοιχεία ζωής και θανάτου. Ο Λαπαθιώτης θα αυτοκτονήσει με το περίστροφο του πατέρα του, ο Παπανικολάου θα λιώσει σαν το κερί κατά την αποτοξίνωσή του στο Δρομοκαΐτειο, ο Σταματίου θα θέσει τέλος στη ζωή του με μια αυτοσχέδια αγχόνη στο εσωτερικό του σπιτιού του.

«ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΑΓΩΝΙΑ»

Μια πίκρα βαθιά και πλατιά, σαν τη θάλασσα,
πλημμύρα στις νύχτες μου χύνεται, δίχως
σα φράγμα να στέκεται μπρος της ο στίχος,
μια πίκρα που μ' όλα τ' ανθρώπινα θ' άλλαζα.
Εσύ, αδερφέ μου, δεν ένοιωσες τίποτα
κι είν' όλα για σένα γραμμές και τοπία,
καθώς δε σε μάραναν τόσα βιβλία,
καθώς δε σε σπάραξαν όλα τ' ανείπωτα.
Δεν είδες να φεύγει μακριά και να χάνεται,
πουλί γοργοτάξιδο, κάθε χαρά σου,
δεν άκουσες, μόνος σαν ήσουν: στοχάσου!,
τη νιότη δεν ένοιωσες — βάλτος — να πιάνεται.
Ωραίος κι' ασύλληπτος πάντα σου στάθηκες
σε κείνη την έξοχη, θεία σιγή σου,
την κάθε σου νύχτα το φως της αβύσσου
ποτέ του δεν έλουσε. .. Κι' ούτε σιχάθηκες
Την άνοστη γεύση που δίνουν τα πράγματα,
καρπό πληχτικών ημερών, το μαράζι
των άδειων ωρών, που καμιά δε σπαράζει '
το βίο σου, σαν των δαιμόνων τα τάγματα.
Για σέναν κι ο έρωτας είναι τ' απόσταγμα
των θρύλων, πιοτό των θεών κι αμβροσία,
στ' αγνά σου τα μάτια ποτές Ικεσία
δε λάμπει, μα -βέλη!- ραμφίζουν το πρόσταγμα.
Μια πίκρα βαθιά και πλατειά, σαν τη θάλασσα,
πλημμύρα στις νύχτες μου χύνεται, κι όμως
σαλπίγγων καλέσματα στέλνει μου ο δρόμος
να χτίσω και πάλι τους πύργους που χάλασα.

Μελαγχολική και πεισιθάνατη, γραμμένη σε ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους, η ποίησή του είναι παραδοσιακή, παρότι ως κριτικός είχε εκφραστεί υπέρ των τρόπων της νεωτερικής ποίησης. Στα ποιήματά του, στα οποία είναι εμφανής η επίδραση του Καρυωτάκη και ο θαυμασμός του γι' αυτόν, είναι εμφανές το κοινωνικό ενδιαφέρον και ο προβληματισμός του για τον άνθρωπο, αλλά και διάχυτη η θλίψη, ο αισθησιασμός, η απαισιοδοξία και η τάση φυγής.

«ΛΥΤΡΩΣΗ»:

«Εφτάσαμε στο τέρμα των τερμάτων!
Μπροστά βουνό γρανίτινο και μόλις
μακρυά πολύ, σαν όγκος αθυρμάτων
η πόλις.
Οι θόρυβοι δεν φτάνουν εδωπέρα,
π’ ακούγονται θροΐσματα γαλήνης,
κι έχει το θάμπος κάθε μας φοβέρα
σαγήνης.
Φροντίδες, πίκρες, βάσανα και μόχθοι
είναι καθώς κλεισμένα μέσ’ στη γυάλα,
σα να ’μαστε στη μια των όλων όχθη
με τ’ άλλα.
Και κείνοι που μας πλήγωσαν και κείνοι
που στέκονται ψηλότερα απ’ τη λήθη,
στη μακρινή σιγή τους έχουν μείνει
σαν μύθοι.
Εδώ, καθώς το φως μας αγκαλιάζει
κι ο ίσκιος του βουνού μας δροσερεύει,
των όχλων τώρα πια δεν μας πειράζει
κι η χλεύη…».

Στο ποίημά του «ΦΙΝΑΛΕ» καταβεβλημένος κι αποθαρρυμένος από την κατάσταση της υγείας του αποζητά τη φυγή στη σελήνη, την προσφιλή πατρίδα όλων των ποιητών. Το φεγγάρι όμως χάνεται και στη θέση του η μνήμη της Κρήτης ξυπνά ισχυρή δωρίζοντάς του μια χαρακτηριστική φραστική ψηφίδα από τη ντοπιολαλιά μας, μια μικρή λέξη που έχει ωστόσο τη μεγάλη δύναμη να δώσει ύστατο φως και θαλασσινή πνοή στις αισθήσεις του που δύουν αμετάκλητα, τη λέξη “γροικώ”

«Αφήστε με έχω κουραστεί… Σας το ζητώ για χάρη,
Θέλω να κόψω τα δεσμά, που με κρατούν δεμένο,
Αγαπημένοι, δε μπορώ μαζί σας πια να μένω,
θα πάω ν’ αποκοιμηθώ μια νύχτα στο φεγγάρι.

Το περιμένω από καιρό ναρθεί και να με πάρει,
μ’ αυτό δεν έρχεται ποτέ – ίσως γιατί προσμένω.
Κουράστηκα και ν’ αγαπώ, να κλαίω, να υπομένω,
θα πάω ν’ αποκοιμηθώ μια νύχτα στο φεγγάρι.

Θέλω να φύγω από σας κι ας είστε αγαπημένοι.
Η νύχτα είν’ ατέλειωτη, τα μάτια μου πονούνε
κι’ ούτε και ξέρω την αυγή το τι με περιμένει.

Μα ό,τι και να ’ναι, δε μπορεί με σας να με κρατήσει,
Γιατί φωνές αμέτρητες γροικώ να με καλούνε
Και το φεγγάρι μου γελά κι είν’ έτοιμο να σβήσει…»


Ο Μυλωνογιάννης ήταν εθισμένος στα ναρκωτικά, είχε κατ’ επανάληψη νοσηλευτεί και τελικά και το 1954 πέθανε στο Δρομοκαΐτειο, στα 45 του χρόνια.

Το γνωστότερο ίσως ποίημά του είναι

«ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΙ»

Νικημένοι… Και όμως δεν δώσαμε μάχη
μήτε καν στον ορίζοντα φάνηκε εχθρός,
ενώ θα πρεπε να’μαστε πάντοτε μπρος,
σε σκιές και σε φάσματα στρέφουμε ράχη…

Η δειλία χαράζει το κάθε μας βήμα
κι όλοι ζούμε με τ’ όνειρο κάποιας φυγής,
μας πειράζει στα μάτια το φως της αυγής,
τραγουδάμε το χάρο, ποθούμε το μνήμα.

Μεθυσμένοι… Χωρίς ούτε στάλα να πιούμε,
τη φωτιά μας δε σβήνει κανένα πιοτό,
θα `ρθει ώρα να βρούμε τη λήθη σ’ αυτό,
τώρα όμως δεν ξέρω και μεις τι ζητούμε…

Στο μεθύσι μας πάνω πιστεύουμε αλήθεια
ότι γίναμε κιόλας καινούριοι Θεοί,
τη ζωήν, ως τη ζούνε οι άλλοι θνητοί
τη χλευάζουμε σαν μια χυδαία συνήθεια…

Γελασμένοι… Δεν το `χαμε πριν καταλάβει,
πως μια μέρα θα `ρχόταν αυτός ο καιρός,
που κι ο ύστατος φίλος θα ήταν νεκρός…
Η ζωή δεν προσφέρει, ζητάει να λάβει.

Διαρκώς αυταπάτες και πάντα στο χέρι
λίγα πούπουλα, θύμηση μόνο σκληρή
της χαράς που πετάει και φεύγει ιλαρή
στον ορίζοντα πέρα, λευκό περιστέρι…

Τελικά δεν ανήκε και δεν έγινε αποδεκτός πουθενά: ούτε στη γενιά του 30, ούτε στη γενιά του 20 όπου ακουμπούσε συναισθηματικά. Έμεινε φύσει διχασμένος και μετέωρος.

Η δράση και παρουσία του στα γράμματα έχει την κορύφωσή της στη δεκαετία του 1930. Στη διάρκειά της κατάφερε ό,τι κατάφερε. Έκτοτε η πορεία του ήταν καθοδική, για πολλούς και διαφόρους λόγους

Λησμονημένος σήμερα, έρχεται στην επιφάνεια ως ποιητής αλλά κυρίως ως διεισδυτικός κριτικός της γενιάς του με τον τόμο Ανοίχτε τα παράθυρα στο φως (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014) του νεοελληνιστή Γιάννη Παπακώστα, μια συνολική παρουσίαση του φιλολογικού προσώπου του Μυλωνογιάννη, που συνοδεύεται από επιλογή από το εκδομένο και το ανέκδοτο ποιητικό έργο του, από τις ποιητικές μεταφράσεις του και τη δημοσιευμένη κριτικογραφία του.


Επιλογή κειμένου και φωτογραφιών : Ιωάννα Βλάχου Πηγή: Διαδίκτυο






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου