ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ ( 1895 - 26 Ιουλίου 1976 )

 

Ο Τάκης Παπατσώνης  (1895 - 26 Ιουλίου 1976) ήταν Έλληνας ποιητής και ακαδημαϊκός.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1895. Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Παπατσώνης, μητέρα του η Αικατερίνη Πρασσά. Σχολείο πήγε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα και μεταφράσεις ξένων ποιητών σε νεαρή ηλικία στην εφημερίδα «Ακρόπολις» αλλά και σε άλλες εφημερίδες και περιοδικά. Μετά το σχολείο γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, παρακολουθώντας πολιτικές επιστήμες και Νομική μέχρι το 1920. Το 1927 πήγε στην Γενεύη για να συνεχίσει τις σπουδές του στης οικονομικές επιστήμες. Υπηρέτησε στο Υπουργείο Οικονομικών από το 1914 για σαράντα χρόνια και προβιβάστηκε στην θέση του Γενικού Γραμματέα και ύστερα του διευθυντή.Επίσης διετέλεσε σύμβουλος του ελεγκτικού συνεδρίου,ειδικός οικονομικός σύμβουλος και γενικός γραμματέας του υπουργείου τύπου. Το 1928 αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος, όπου έζησε τον μοναχικό βίο για πολλούς μήνες. Νυμφεύτηκε το 1932 την Ευανθία Εμπεδοκλή και έκανε ένα παιδί. Περιηγήθηκε ταξιδεύοντας είτε λόγω της δουλειάς του είτε από προσωπικό πάθος σε Βελιγράδι, την Κωνσταντινούπολη, Ιταλία, Πράγα, Ελβετία, Γαλλία, Βερολίνο, Δρέσδη, Αγγλία, Ισπανία, Βουκουρέστι, Βέρνη, Καρπάθια Όρη, Νέα Υόρκη, Κούβα, Σικάγο, και Σαν Ντιέγκο. Απεβίωσε το 1976. Η κόρη του Μαρία παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο Κουντουριώτη.

Διακρίσεις

Ο Παπατσώνης είχε πολλές και σημαντικές θέσεις του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Έγινε αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εμπορικής Τράπεζας (1941), Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Πινακοθήκης (1953-1964), Αντιπρόεδρος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Εθνικού Θεάτρου (1955-1964), Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αισθητικής (1963 και 1966 αντίστοιχα). Βραβεύτηκε με το γαλλικό παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής (1920), ενώ του απονεμήθηκε το πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1963). Το 1967 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Η ποιητική του

Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση και συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ελλάς, Οι Νέοι, Λόγος, Λύρα, Μούσα, Πειθαρχία, Πρωτοπορία, Ρυθμός, Νέα Γράμματα, Νέα Εστία, Ελεύθερα Γράμματα, Χρονικά Αισθητικής κ.α. Ο Τάκης Παπατσώνης τοποθετείται από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας στην ποιητική γενιά του τριάντα, ως μια ιδιαίτερη όμως περίπτωση που υπερβαίνει τις όποιες κατηγοριοποιήσεις.Η ποιητική του Παπατσώνη αποτελεί ένα ιδιαίτερο μείγμα φαινομενικά ετερόκλιτων στοιχείων. Από την μία πλευρά διακρίνουμε σε αυτήν μια θρησκευτικής υφής ατμόσφαιρα και από την άλλη έναν ευρύτερο στοχασμό πάνω στα ανθρώπινα που, υφολογικά, αντλεί δάνεια και από την καβαφική τεχνοτροπία. Ο Παπατσώνης ανήκει στην γενιά των ποιητών του μεσοπολέμου αλλά ή γραφή του παραπέμπει περσσότερο σε μεταγενέστερους ποιητές. Εγκαινίασε την χρήση του ελεύθερου στίχου ως εισηγητής στην νεότερη ελληνική ποίηση και ένα μέρος από την θεματολογία του προέρχεται από την ευρύτερη σφαίρα της θρησκείας και κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ ανατολικής και δυτικής πολιτιστικής παράδοσης.Το ποιητικό του έργο χαρακτηρίζουν ποικίλες δημιουργικά αφομοιωμένες επιδράσεις και έντονα προσωπικό ύφος στα πλαίσια του μυστικιστικού και θεολογικού στοχασμού του. Τιμήθηκε το 1963 με το Α΄ κρατικό βραβείο ποίησης και πεζογραφίας ενώ το 1967 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. https://el.wikipedia.org/


Εργογραφία


(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Εκλογή Α΄. Αθήνα, Κασταλία, 1934.
• Ursa Minor· Κι ένα ακόμη ποίημα. Αθήνα, Ίκαρος, 1944.
• Εκλογή Β΄. Αθήνα, Ίκαρος, 1962.
• Δεκαπέντε ανέκδοτα ποιήματα· Κριτική παρουσίαση Γιάννας Νταουντάκη. Αθήνα, Κουλτούρα, 1979.
ΙΙ.Δοκίμιο
• Ο τετραπέρατος κόσμος Α΄. Αθήνα, Ίκαρος, 1966.
• Φώτα από τον τάφο· (Αφιέρωμα στον Σατωβριάνδο). Αθήνα, ανάτυπο από τη Νέα Εστία, τεύχος Χριστουγέννων 1968.
• Ο τετραπέρατος κόσμος Β΄· Λήρος και λόγος· Εξωλογικό σχόλιο πάνω σε δύο σχόλια Juvenilia του Edgar Allan Poe. Αθήνα, Ίκαρος, 1976.
• Όπου ην κήπος. Αθήνα, Οι εκδόσεις των φίλων, 1972.
• Ένα τρίπτυχο από τον παράδεισο του Δάντε. 1963.
• Εθνεγερσία, Σολωμός-Κάλβος. 1970.
• Dante Aligheri (1265-1965). 1965.
• Friedrich Holderlin. 1970.
ΙΙΙ.Ταξιδιωτικά κείμενα
• Άσκηση στον Άθω· ήτοι πηδάλιον νηπτικόν για περιδιάβαση του Όρους. Αθήνα, Ίκαρος, 1963.
• Μολδοβαλαχικά του μύθου· Ite, missa est. Αθήνα, Ίκαρος, 1965.
ΙV. Μεταφράσεις
• Τ.Σ.Έλιοτ, Ερημότοπος. Αθήνα, εκδ.περ. Κύκλος, 1933.
• Paul Claudel, Στίχοι εξορίας, Ο Δρόμος του Σταυρού, Ο Κλήρος του μεσημεριού. 1940.
• Aragon, Τρία ποιήματα. 1945.
• Saint - John Perse, Ανάβαση - Edgar Allan Poe , Ταμερλάνος· Μεταφρασμένα από τα γαλλικό και αγγλικό πρωτότυπα από τον Τ.Κ.Παπατζώνη. Αθήνα, 1957.
• Paul Claudel, Ο κλήρος του μεσημεριού· Δράμα σε τρεις πράξεις· Μετάφραση Τ.Κ.Παπατσώνη. 1973.
• Ζαν Ανούιγ, Μπέκετ ή Η τιμή του Θεού· Δράμα σε τέσσερις πράξεις· Μετάφραση Τ.Κ.Παπατσώνη. Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1981.
• Edgar Allan Poe, Ταμερλάνος. Αθήνα, Διάτων, 1984.


ΠΟΙΗΜΑΤΑ 
Η εθνεγερσία

Δεν πρόκειται για τη Δόξα,
αυτή οπωσδήποτε έχει καταμερισθεί˙
δεν πρόκειται ούτε για τη Μέρα,
γιατί συχνά κι’ αυτή αμφισβητείται˙
δεν πρόκειται για τον τόπο,
γιατί πολλοί τόποι ερίζουσιν.

Αλλ’ ακέραιο μένει κι’ αδιαίρετο
το μέγα Μυστήριο των ενωμένων ανθρώπων
(κι’ ας είναι τόσες οι διαίρεσές τους)
κι' η πρόοδό τους με ζήλο πανηγυριού
για το Μαρτύριο το θελημένο του πληρώματος.

Οργώθηκε η Πατρίδα για τη λύτρωσή της
και σπάρθηκε από Άγγελο επιτήδειο.
Θολές ήταν οι μέρες, βροχερές
πλουτίζανε ποτιστικά τη γης
κι’ όλη η λαμπράδα έφεγγε κρυμμένη
με τις μπαρούτες έτοιμες να σκάσουν.

Ήταν η ώρα δειλινού, κι’ αποσπερίς
ψαλθήκανε οι ουράνιοι παιάνες.

Όσο κι’ αν έδειχνε ο χειμώνας
πως δε θα φύγει, απ’ όπου ευρέθη,
μεγάλη κίνηση είχε ο ουρανός
και τα φτερά τα εαρινά
πολύ δουλέψαν.

Ο άπιστος κι’ ο αγριωπός δεν είχε θέση
σε μιαν Ελλάδα που αφιερώθηκε στο Θεό της
απόκομμα ασημένιο κολλημένο
στο εικόνισμα το πολυφιλημένο.

Ήρθε στιγμή που ομοιώθηκε η Ελλάδα
με Παναγία κι’ είπε πάλι Εκείνη
το Ιδού, η δούλη κι’ εγώ του Κυρίου.

Κοινολογείτο από παντού ο θείος ο λόγος
στα φανερά: Εγγύς το Πάσχα, ετοιμασθείτε.

Κι’ ήρθε το Πάσχα τω όντι,
αφού του προηγήθη
ο Μυστικός ο Δείπνος
του Μεσολογγιού.
http://logotexnika.blogspot.com/

❀    ❀    ❀    ❀

Η Κυριακή των Βαΐων

Τρεις Καλογέροι εβαίνανε τη χαραυγή στη στράτα
για ν’ ανασάνουν του πρωιού τ’ αεράκια τα μοσχάτα·
και στο μισόφωτο, γλυκά γλυκά, σαν Υμνωδία
αγγέλων, σκόρπισε θαμπή μιαν άγια μυρωδία,
που κάθισε απαλά, ως λυγμός, στα κούφια μεσοκάρδια
των Καλογέρων, που διψάαν για τέτοια όμορφα χάδια·
λιγώνουνται οι ταλαίπωροι, κι αγιάζουν, και φιλούσιν
τους ώμους τους, νομίζοντας πως, τάχα, ιερουργούσιν
πασχαλινές Αγάπες, και, δίχως ορμή ανασαίνουν
το στάλαγμα της μυρωδίας, και το μεταλαβαίνουν.
Κι ευθύς ο γεροντότερος σιγηλά καβαλάει
κάποιο γαϊδούρι, που έβοσκε στον Κάμπο εκεί πλάι,
και η ακολουθία των άλλων δυο, ίδιο αγιαστό κοπάδι,
διαβαίνουν με τον Σεβαστόν Ηγούμενον ομάδι,
όσο που φτάνουν σοβαρά, επισκοπικά, στο Φρούριο,
στο Μοναστήρι, πούν’ μακριά από κάθε τι καινούργιο,
και με σφυράκια ολάργυρα βροντάν τη στέρεα πόρτα
(που ανοίγουν τα δυο φύλλα της, και στέκουνται ολόρθα,
γιγαντωμένα), και στρατοί Μαυροφόρων Οσίων
τιμώσι τον Ηγούμενον, με κλάδους των Βαΐων.

Και ύστερα, καθώς είν’ λευκοί από την πολλή νηστεία,
σφαλάν την Πύλη, κι αρχινάν την ιεροτελεστία.
Τι δεν οραματίζεται τινάς σε κεια τα βάθη,
που μέλλουνται να θρηνηθούν πιστά τα τίμια Πάθη.
Θυμιατά, Αξαφτέρυγα, Λάβαρα, σ’ έναν γύρον
Διακόνους, φέρνοντας το Φως των Δικηροτρικήρων,
και Στέμματα χρυσάργυρα, και πένθιμα Ωμοφόρια,
(βελούδα, με κεντήματα λευκών ανθών), - και χώρια
τις μελωδίες από τις Άρπες, και από τα Βιολίνα,
και από το Θείον Όργανον, ή από τ’ απλά Κλαρίνα,
ή απ’ τις φωνές των δυο Χορών, που κλαίνε αληθινά
ψέλνοντας το θριαμβευτικό και πένθιμο Ωσαννά!
………………… Μετά, στα Εσπερινά,
αφού τελειώσει η τελετή των πράσινων Βαΐων,
τα ορναμέντα κρύβουσι, και ψέλνουν το Νυμφίον.
http://www.poiein.gr/

❀    ❀    ❀    ❀

Όνειρο στην άπνοια

Τί σοβαροί, τί σεμνοί ποὺ εἶναι ὅλοι αυτοί οἱ γερόντοι,
ποὺ κατοικοῦνε τώρα τοὺς παγωμένους Οὐρανούς,
καὶ ἡ σοφία τους, τί μεστή, ποὺ γίνεται ἕνα
στὴν ἄσκησή της μὲ τὴ δίκαιη καλωσύνη•
τί καλοπροαίρετοι κι' ἀφάνταστα ἐπιεικεῖς,
σ' αὐτοὺς πιὰ καταφεύγουμε νὰ βροῦμε τὴ γιατριά,
κι' ἂν ὄχι τὴ γιατριά, κάποια κατάπαυση,
κάποια γαλήνη, μιὰ καὶ στεγνῶσαν
τοῦτες οἱ βρύσες, ποὺ μᾶς πλουταῖναν τοὺς κήπους.
Κάθονται γύρω γύρω στὴ φωτιά τους,
καθὼς ἄλλους καιροὺς στοὺς καφενέδες
τῶν λιμανιῶν τους, δέρματα τυλιγμένοι,
λιγομίλητοι, συνοφρυωμένη γερουσία,
προσμένοντας νὰ φτάσει κάποιος ὡς αὐτούς.
Θαλασσινοὶ ἀποτραβηγμένοι, ποὺ ἀκόμη τώρα,
ὅλο καὶ θάλασσα ὀνειρεύονται. Θαλασσινοί,
τόσα ξερόνησα στὴ ζωή μας, τόσους κάβους
κι' ἐμεῖς, τόσα βράχια ἀντικρύζαμε,
χωρὶς νὰ νιώσουμε ποτέ μας ἀπὸ κοντὰ
τὴν πίκρια καὶ τὴ στέγνια τῆς πέτρας:
μᾶς ἔθρεφε ἡ ἁπλοχωριὰ τοῦ πελάγους,
μᾶς γέμιζε τὰ στήθια ὁ ὅποιος ἀγέρας
σημεῖα καὶ τέρατα μᾶς δεῖχναν τὸ δρόμο.
Κάθε ποὺ στρίβαν οἱ καιροί,
τὄχαμε πανηγύρι• ἕνα κουρέλι σύγνεφο
ἔφτανε νὰ πετάξει ὁ οὐρανός,
ἢ νὰ φουντώσει τὸ βουνὸ ἕναν καπνό,
καὶ πλάθαμε ὅλη τὴ μέλλουσα ἱστορία μας.

Ξεραινόταν τὸ ἁλάτι στὰ γένια μας
καὶ τὸ τρίβαμε στὰ δάχτυλα μὲ ἡδονή.

Λὲς καὶ δὲ μᾶς μιλᾶνε πιὰ οἱ θάλασσες.
Λὲς καὶ μᾶς πεισμώσανε γιὰ πάντα.
Τὸ Ρόδο τῶν Ἀνέμων δὲν ἔχει πιὰ τὶ νὰ δείξει,
μαράθηκε, κι' ἀφήνονται τὰ πανιά μας νὰ παίζουν
ἄβουλα καὶ νεκρά• δὲν τὰ φουσκώνει τώρα
τὸ ΙΙνέμα ποὺ τὰ φτέρωνε μέρα καὶ νύχτα
καὶ τάστελνε σαΐτες, γλάρους καὶ θαλασσοπούλια,
κι’ ἀφρολουσμένες γοργόνες.

Πάνω στὸ πέταγμά του,
μαρμάρωσε τὸ περιστέρι.

Κάτι θὰ ξέρουν ἀσφαλῶς γιὰ τὰ δεινά μας
αὐτοὶ οἱ ἀμίλητοι γερόντοι.
http://www.myriobiblos.gr/


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου