Ο Λέων Θεολογίτης ήταν αξιωματούχος του θέματος της Ελλάδος. Υπηρετούσε στην δυτική έδρα του θέματος, στην Ναύπακτο. Η κύρια αρμοδιότητά του, ήταν η καταγραφή των φόρων από τις δυτικές περιοχές του θέματος, συγκεκριμένα την Ακαρνανία. Κάποιες φορές ανελάμβανε ο ίδιος τη συλλογή των φόρων, κυρίως όταν υπήρχε κάποια ηθελημένη καθυστέρηση. Έδειχνε ιδιαίτερο ζήλο στις αποστολές του και ήταν γνωστός στους ντόπιους κατοίκους για την «δίκαιη» σκληρότητά του.
Στη Ναύπακτο είχε πάνω από δέκα χρόνια, και η κρυφή του φιλοδοξία ήταν να μπορέσει να φύγει από το θέμα της Ελλάδας και να βρει μια ανάλογη θέση στην Θεσσαλονίκη ή στην Βασιλεύουσα. Γι’ αυτό τον ενδιέφερε να είναι (και να φαίνεται) αδέκαστος και αποτελεσματικός στα ζητήματα της διοίκησης. Τα ήσυχα απογεύματα καθόταν στον εξώστη του σπιτιού και νοσταλγούσε το νησί του, την Αμοργό, ευτυχώς η θάλασσα του πατραϊκού κόλπου, εξωράιζε κάπως την νοσταλγία του. Είχε και σχέση με την ορθόδοξη πίστη, περισσότερο σαν κοσμικός άρχοντας και λιγότερο σαν κάτοικος κάποιας μοναστικής πολιτείας. Κρατούσε κάποιες νηστείες κι έλεγε στους υπηρέτες του να τηρούν την μεγάλη νηστεία της Τεσσαρακοστής.
Τούτες τις μέρες του Μαΐου, ο Λέων έλαβε την εντολή από τον επικεφαλής του Θέματος, τον στρατηγό Νικήτα, να μεταβεί στην ορεινή Ακαρνανία και να ελέγξει τη μη καταβολή των φόρων, από έναν μεγάλο οικισμό που λεγόταν «Παλαιόν Χωρίον». Οι κάτοικοι του, καθυστερούσαν, εδώ κι έναν χρόνο, να αποδώσουν τα οφειλόμενα. Έπρεπε να πληρώσουν οπωσδήποτε.
Ο Λέων αποφάσισε να μην καθυστερήσει ούτε λεπτό και να επισκεφθεί άμεσα το Παλαιόν Χωρίον. Διέταξε τους υπηρέτες να του ετοιμάσουν το καλύτερο άλογο. Θα ξεκινούσε λίγο πριν το χάραμα, συνοδεία δεν επιθυμούσε. Δεν υπήρχε κάποιος φόβος. Ξεκίνησε τις ώρες του όρθρου και προς το δειλινό έφτασε στους πρόποδες των Ακαρνανικών ορέων. Άφησε το άλογο του να ξεκουραστεί σ’ ένα πανδοχείο που βρισκόταν στο σταυροδρόμι μεταξύ ορεινού όγκου και παράλιας περιοχής, και ετοιμάστηκε ν’ ανέβει πεζός στο χωριό, χωρίς να χάσει χρόνο. Ο πανδοχέας του συνέστησε να ξεκουραστεί και να πάει στους χωρικούς αύριο, γιατί σήμερα γιορτάζουν τον πολιούχο του χωριού, τον Άγιο Χριστόφορο. Ο Λέων γελώντας είπε πως δεν ενδιέφεραν το κράτος οι πανηγύρεις των Αγίων και πως η αποστολή του έπρεπε να ολοκληρωθεί άμεσα. Ξεστόμισε και την ευαγγελική φράση, «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» και πήρε το καλντερίμι για το Παλαιόν Χωρίον, πριν τον πιάσει το βράδυ, για καλά.
Ο ανηφορικός δρόμος ήταν ζωσμένος κι από τις δύο πλευρές με βελανιδιές και μεγάλα πουρνάρια. Τα δέντρα έμοιαζαν με σιδερένια στεφάνια που έκρυβαν το λίγο φως του δειλινού. Ο Λέων Θεολογίτης δεν είχε υπολογίσει καλά την ώρα. Άρχισε να σκοτεινιάζει. Σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό και είδε πολλά μαύρα σύννεφα που πύκνωναν επικίνδυνα. Αμέσως, ξέσπασε δυνατή καταιγίδα. Οι αστραπές χαράκωναν την νύχτα και το καλντερίμι μεταβλήθηκε σε χείμαρρο. Καταβρεγμένος, στεναχωρημένος και εξαθλιωμένος προσπάθησε να προφυλαχθεί σ’ ένα ξωκκλήσι, που το είδε μπροστά του. Ήταν όμως μανταλωμένο. Έμεινε απ’ έξω, κάνοντας αυθόρμητα την προσευχή του. Η καταιγίδα ύστερα από λίγο σταμάτησε. Ο Λέων πήγε να σηκωθεί και να συνεχίσει προς το χωριό, θα ζητούσε βοήθεια και έλεος, μα ένα κοπάδι πεινασμένων λύκων ξεπρόβαλε μέσα από τις βελανιδιές. Ερχόταν γρήγορα προς το μέρος του, έτοιμο να του επιτεθεί. Πριν λιποθυμήσει από τον φόβο και την εξάντληση, άκουσε σφυρίγματα πολεμικού όπλου, σαν κάποιος να εκτόξευε πολλά βέλη.
Το πρωί οι χωρικοί τον περιποιούνταν, μέσα στο ξωκκλήσι. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε στο προαύλιο της εκκλησίας σωριασμένους τρεις- τέσσερεις λύκους, χτυπημένους με βέλη.
Αναστέναξε και ψέλλισε στους συγκεντρωμένους χωρικούς, «Ποιος μ’ έσωσε, καλοί μου Χριστιανοί ;».
Ο ιερέας του χωριού τού απάντησε με απόλυτη βεβαιότητα «Ο Άγιος Χριστόφορος, ο πολιούχος και ο προστάτης μας».
Γύρισε και κοίταξε την εικόνα του Αγίου, κρατούσε στα χέρια του, τόξο και στα πόδια του είχε σκοτωμένους λύκους.
Υ. Γ : Μετά το περιστατικό, ο Λέων Θεολογίτης παραιτήθηκε από το αξίωμά του, δώρισε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσία του στους κατοίκους του Παλαιού Χωρίου. Ένα μέρος της περιουσίας του, το έδωσε στους υπηρέτες του. Έχτισε στη δυτική είσοδο χωριού ναό αφιερωμένο στον Άγιο Χριστόφορο. Τέλος, έφυγε για την πατρίδα του την Αμοργό, όπου έγινε μοναχός στο Μοναστήρι της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου