1
Έξω από αυτήν την κυρτωμένη, χοντροκομμένη Μάσκα,
(Όλες οι ευθειότερες, οι ομοιότερες Μάσκες απαρνημένες—αυτή προτιμημένη,)
Τούτη η κοινή αυλαία του προσώπου, περικλεισμένη σε μένα για εμένα, σε σένα για εσένα, σε κάθε έναν για καθέναν,
(Τραγωδίες, λύπες, γέλιο, δάκρυα— ω ουρανέ!
Τα παθιασμένα, συρρέοντα έργα που αυτή η αυλαία έκρυψε!)
Αυτό το λούστρο απ' του Θεού τον γαληνότερο, τον πιο καθάριο ουρανό,
Αυτή η μεμβράνη από του Σατανά τον κοχλαστό τον λάκκο,
O χάρτης της γεωγραφίας ετούτης της καρδιάς—αυτή η απέραντη μικρή χώρα—αυτή η άηχη θάλασσα•
Έξω από τις περιελίξεις αυτής της σφαίρας,
Αυτό το πιο δαιμόνιο ουράνιο σώμα από του ήλιου ή της σελήνης—από του Δία, της Αφροδίτης, του Άρη•
Αυτή η συμπύκνωση του Σύμπαντος—(μάλιστα, να εδώ το μόνο Σύμπαν,
Εδώ η ιδέα—όλη σ' αυτή τη μυστηριακή αδραξιά σφιγμένη•)
Αυτά τα σκαλισμένα μάτια, που αστράφτουν προς τα σένα, να περαστούν στους μέλλοντες καιρούς,
Να εκτοξευτούν και να στροβιλιστούν πέρα για πέρα στο γειρτό,περιστρεφόμενο διάστημα—από αυτά για να πηγάσει,
Προς Εσένα, όποιος και νά 'σαι—ένα Βλέμμα.
2
Ένας Ταξιδευτής σκέψεων και χρόνων—ειρήνης και πολέμων,
Νεότητας από καιρό εξοδεμένης, και μέσης ηλικίας που ξεπέφτει,
(Όπως ο πρώτος τόμος μιας ιστορίας που μελετήθηκε κι αφέθηκε στην άκρη, και αυτός εδώ ο δεύτερος,
Τραγούδια, αποκοτιές, καιροσκοπίες, που πάνε για να κλείσουν,)
Αργοπορώντας μια στιγμή, εδώ και τώρα, σ' Εσένα αγνάντια Εγώ γυρίζω,
Όπως στο δρόμο, ή σε μια πόρτα κουφωτή, τυχόν, ή παραθύρι ανοιχτό,
Στέκοντας, χαμηλώνοντας, γυμνώνοντας την κεφαλή μου, ειδικά Εσένα χαιρετώ,
Να σύρω και να σφίξω την Ψυχή σου, για μια φορά, αδιάρρηκτα με τη δική μου,
Κι έπειτα να ταξιδέψω, να ταξιδέψω εμπρός.
Ω Εαυτέ μου! Ω Ζωή!
Ω εαυτέ μου! ω ζωή!... των ερωτημάτων αυτών που επαναλαμβάνονται•
Των ατελείωτων τρένων των απίστων— πόλεων έμπλεων με τους ανόητους•
Του εαυτού μου αδιάκοπα που μέμφεται τον εαυτό μου, (καθώς ποιός περισσότερο ανόητος από εμένα, και ποιός περισσότερο άπιστος;)
Ματιών που μάταια ποθούν το φως— των επονείδιστων στόχων—του αγώνα που αέναα ξαναρχίζει,
Των φτωχών εκβάσεων των πάντων— των βραδυκίνητων και ρυπαρών όχλων που βλέπω γύρω μου•
Των αδειανών και άχρηστων χρόνων της αδράνειας— με τον αδρανή εμένα συνυφασμένων,
Το ερώτημα, ω εαυτέ μου! τόσο λυπητερό, επανέρχεται—Τί το καλό μέσα σε αυτά, ω εαυτέ μου, ω ζωή;
Απάντηση.
Ότι είσαι εδώ—ότι ζωή υπάρχει, και ταυτότητα•
Ότι το παντοδύναμο παιχνίδι συνεχίζεται, και συ μπορείς να συνεισφέρεις μια στροφή.
Η Τελευταία Επίκληση
Στα τελευταία, με τρόπο μαλακό,
Από τους τοίχους της σθεναρής οχυρωτής εστίας,
Από την πόρπη των πλεγμένων κλειδαριών, από τη φύλαξη των καλά κλεισμένων θυρών,
Άσε με να εκπνευστώ.
Άσε με να γλιστρήσω αθόρυβα προς τα μπροστά•
Με το κλειδί της απαλότητας ξεκλείδωσε τις κλειδαριές—με έναν ψίθυρο,
Θέσε ορθάνοιχτες τις πόρτες ω ψυχή.
Μαλακά—μην ανυπόμονη φανείς,
(Δυνατό είναι το κράτημά σου, ω σάρκα εφήμερη,
Δυνατό είναι το κράτημά σου, ω αγάπη).https://www.vakxikon.gr/
6 (απόσπασμα)
Ένα παιδί είπε Τί είναι η χλόη; Φέρνοντάς τη μου στα γεμάτα χέρια του.
Πως μπορούσα να απαντήσω στο παιδί; Δεν ξέρω τι είναι περισσότερο από εκείνο.
Φαντάζομαι πως πρέπει να είναι η σημαία της διάθεσής μου, με ελπιδοφόρα πράσινη
ύλη υφασμένη.
Ή φαντάζομαι είναι το ρινόμακτρον του Κυρίου,
Ένα ευώδες χάρισμα και ενθύμημα σκόπιμα ριγμένο,
Φέρει του κατόχου το διακριτικό κάπου στις άκρες, για να κοιτούμε και να
παρατηρούμε,και να λέμε Ποιανού;
Ή φαντάζομαι η χλόη είναι ίδια ένα παιδί,το σχηματισμένο βρέφος της βλάστησης [...]
21 (απόσπασμα)
Είμαι ο ποιητής του Σώματος και είμαι ο ποιητής της Ψυχής,
Οι απολαύσεις του παραδείσου είναι μαζί μου και οι οδύνες της κόλασης είναι μαζί
μου,
Τις πρώτες τις ενοφθαλμίζω και τις πληθαίνω πάνω μου, τις δεύτερες τις
μεταφράζω σε μια νέα γλώσσα [...]
39 (απόσπασμα)
Ο φιλικός και αυθόρμητος πρωτόγονος, ποιός είναι;
Περιμένει τον πολιτισμό, ή πέρασε και τον γνώρισε; [....]
http://www.poiein.gr/
O CAPTAIN! MY CAPTAIN!
O Captain! my Captain! our fearful trip is done,
The ship has weather’d every rack, the prize we sought is won,
The port is near, the bells I hear, the people all exulting,
While follow eyes the steady keel, the vessel grim and daring;
But O heart! heart! heart!
O the bleeding drops of red,
Where on the deck my Captain lies,
Fallen cold and dead.
O Captain! my Captain! rise up and hear the bells;
Rise up—for you the flag is flung—for you the bugle trills,
For you bouquets and ribbon’d wreaths—for you the shores a-crowding,
For you they call, the swaying mass, their eager faces turning;
Here Captain! dear father!
This arm beneath your head!
It is some dream that on the deck,
You’ve fallen cold and dead.
My Captain does not answer, his lips are pale and still,
My father does not feel my arm, he has no pulse nor will,
The ship is anchor’d safe and sound, its voyage closed and done,
From fearful trip, the victor ship comes in with object won;
Exult O shores, and ring O bells!
But I with mournful tread,
Walk the deck my Captain lies,
Fallen cold and dead.
Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου!
Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! Το φοβερό ταξίδι μας έχει τελειώσει·
Το πλοίο βάσταξε κάθε βιτσιά, το έπαθλο που αποζητήσαμε το έχουμε σηκώσει·
Το λιμάνι είναι κοντά, ακούω τις καμπάνες, συνεπαρμένο κόσμο,
Ενώ τα μάτια τους ακολουθούν τη σταθερή καρίνα, το σκάφος βλοσυρό και θαρραλέο:
Μα ω καρδιά! καρδιά! καρδιά!
Ω οι αιμοσταγείς στάλες του κόκκινου,
Εκεί στη γέφυρα που ο Καπετάνιος μου ξαπλώνει
Πεσμένος κρύος και νεκρός.
Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! Ορθώσου κι άκου τις καμπάνες·
Ορθώσου – για σένα τη σημαία κυματίζουν – για σένα η σάλπιγγα ηχεί·
Για σένα ανθοδέσμες και μετάξινα στεφάνια – για σένα στις ακτές μαζεύονται τα πλήθη·
Σένα ζητούν, οι μάζες οι παλλόμενες, στρέφοντας τα ανυπόμονα πρόσωπά τους·
Να Καπετάνιε! πατέρα αγαπημένε!
Το χέρι αυτό κάτω από το κεφάλι σου·
Όνειρο είναι πως πάνω στο κατάστρωμα,
Είσαι πεσμένος κρύος και νεκρός.
Ο Καπετάνιος μου δε μ' απαντά, τα χείλη του ακούνητα κι ωχρά·
Ο πατέρας μου το χέρι μου δε νιώθει, σφιγμό δε θα 'χει πια ποτέ ξανά·
Το πλοίο έδεσε άγκυρα σώο και αβλαβές, η πλεύση του ανήκει πια στο χθες·
Από ταξίδι φοβερό, το πλοίο νικητής, εισπλέει με σκοπό επιτυχή·
Πανηγυρίστε, ω ακτές, χτυπάτε, ω καμπάνες!
Όμως εγώ, με πάτημα θρηνητικό,
Γυρνώ τη γέφυρα που ο Καπετάνιος μου ξαπλώνει
Πεσμένος κρύος και νεκρός.
(μετάφραση Μαρία Θεοφιλάκου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου