ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ ( 1862 - 28 Μαΐου 1924 )

 

Ο Ιωάννης Πολέμης ( 1862 - 28 Μαΐου 1924 ) ήταν Έλληνας ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1862. Η καταγωγή του δικαστή πατέρα του ήταν από την Άνδρο, ενώ η μητέρα του ήταν Αθηναία. Και δύο οικογένειες πάντως είχαν ρίζες βυζαντινές. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση στα 13 χρόνια του. Ο Πολέμης ανέπτυξε από νωρίς φιλικούς δεσμούς με τον Γεώργιο Σουρή, τον Κρητικό ποιητή Εμμανουήλ Στρατουδάκη και τον Δημήτριο Καμπούρογλου. Όταν ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές εντάχθηκε στο σύλλογο νέων "Αι Μούσαι". Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και για δύο χρόνια αισθητική και ιστορία της τέχνης στο Παρίσι. Τα πρώτα ποιήματά του, ακολουθώντας την συνήθεια της εποχής, τα έγραψε στην καθαρεύουσα. Διετέλεσε υπάλληλος του Υπουργείου Παιδείας και Γενικός Γραμματέας (1915) της Σχολής Καλών Τεχνών, ενώ υπήρξε ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών συγγραφέων. Πέθανε από βρογχοπνευμονία τον Μάιο του 1924 στην Αθήνα.
Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και καλοσύνη, στοιχεία άλλωστε που χαρακτήρισαν και την ίδια του τη ζωή. Ο Ιωάννης Πολέμης εντάσσεται στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή που αντιτάχτηκε στην υπερβολή και τον άκρατο ρομαντισμό, ενώ παράλληλα καθιέρωσε (όπως οι Παλαμάς, Δροσίνης) τη δημοτική γλώσσα στην ποίηση. Είναι ποιητής των χαμηλών τόνων, αισθηματικός, μελωδικός λυρικός και δραματικός. Το έργο του, που είχε πρωτοφανή λαϊκή απήχηση, διακρίνει ο μελωδικός στίχος, η απλότητα και ο αβίαστος συμβολισμός. Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν. Το 1918τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα. Ο Ιωάννης Πολέμης έγραψε ακόμα δράματα, ποιήματα για παιδιά, λίγα διηγήματα, ενώ επιμελήθηκε ποιητικές ανθολογίες.
Ο Πολέμης επικρίθηκε συχνά και από τους συγχρόνους του και από τους μετέπειτα κριτικούς για το χαμηλόφωνο ύφος του, για τον έντονο αισθηματισμό του, την έλλειψη ποιητικού βάθους και θεματικής πρωτοτυπίας.

Εργογραφία

Ποιητικές συλλογές

"Ποιήματα 1883"
"Χειμωνανθοί 1888"
"Αλάβαστρα 1900"
"Το Παλιό Βιολί 1909"
"Παιδική Λύρα 1914"
"Σπασμένα Μάρμαρα 1918"
"Ειρηνικά 1919"
"Εξωτικά 1921"
"Κειμήλια 1922"
"Εσπερινός "(1923, η τελευταία)
"Πρώτα Βήματα(παιδική ποίηση) 1902"
"Παιδική Άυρα(Ανθολογία παιδική ποίηση) 1919"
"Λύρα(Ανθολογία παιδική ποίηση) 1910"

Πεζογραφήματα

"Ρέα Κυβέλη 1880"

Δοκίμια

"Νεοελληνικά Αναγνώσματα Ά,΄Β,΄Γ καί ΄Δ Γυμνασίου(Ά Τόμος) 1920"
"Νεοελληνικά Αναγνώσματα Ά,΄Β,΄Γ καί ΄Δ Γυμνασίου(΄Β Τόμος) 1922"
"Νεοελληνικά Αναγνώσματα Ά,΄Β,΄Γ καί ΄Δ Γυμνασίου(΄Γ Τόμος) 1923"
"Νεοελληνικά Αναγνώσματα Ά,΄Β,΄Γ καί ΄Δ Γυμνασίου(΄Δ Τόμος) 1924"

Τα θεατρικά του έργα

Διακρίθηκε και ως θεατρικός συγγραφέας. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα εξής θεατρικά έργα:
"Ο τραγουδιστής"
"Πτωχοπρόδρομος"
"Ο Βασιλιάς ανήλιαγος"
"Η γυναίκα"
"Στη χώρα των παραμυθιών"
"Το στοίχημα"
"Το μαγεμένο ποτήρι"
"Το Εικόνισμα"
"Γελιμέρ"
"Φρύνη"
"Το όνειρο"
"Στην άκρη του γκρεμού"
"Μια φορά κι έναν καιρό"

Ξεχωρίζουν "Ο Βασιλιάς Ανήλιαγος" και το "Μια φορά κι έναν καιρό".

Το μεταφραστικό του έργο

Αξιόλογο είναι και το μεταφραστικό του έργο. Σ' αυτό περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και οι ακόλουθες μεταφράσεις:
Θεοκρίτου "Ειδύλλια",(1965).
Ευριπίδου "Ηλέκτρα", (1966).
Μολιέρου "Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής" και "Ο Αρχοντοχωριάτης" (1967).
Ουγκό "Ή Τελευταία μέρα ενός κατάδικου" (με το οποίο υποδηλώνει την εξέλιξη της ιδεολογικής μεταστροφής των ιδεών του από τις μοναρχικές και νομιμόφρονες στον φιλελευθερισμό (1968).
Ουγκό "Ή Παναγία των Παρισίων" (με το οποίο κάνει ρομαντική κριτική των μεσαιωνικών κοινωνικών δομών και των δοξασιών τους) (1969).
Ουγκό "Πρόλογος στον Κρόμγουελ" (μακροσκελές ποιητικό δράμα σε μορφή μανιφέστου, στο οποίο αποτυπώνει τις ιδέες του) (1970).
Ουγκό "Ρουί Μπλας" (το κορυφαίο του έργο) (1971).

Από αριστερά Γ. Δροσίνης, Γ. Στρατήγης, Ιωάν. Πολέμης, Κ. Παλαμάς, Γ. Σουρής και Α. Προβελέγγιος. Έργο του Γ. Ν. Ροϊλού με τίτλο «Οι ποιηταί». (Συλλογή του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός).



i. Τι είναι η πατρίδα μας;

Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν' οι κάμποι;
Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;

Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;

Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της χρυσή στολή
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;

Όλα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα,
και κάτι που 'χουμε μες την καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!

❀    ❀    ❀    ❀

ii.Ο αποχαιρετισμός της μάννας

Μισεύεις για την ξενιτειά και μένω μοναχή μου
σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,
για χάρη σου ν'ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.

Τα δάκρυά μου να γενούν διαμάντια σ' ό,τι αγγίζεις
και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
Να πίνεις και να ξεδιψάς και να' ν' αυτό γεμάτο,
σα να 'ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να 'σαι αποκάτω.

Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,
δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
Παιδί μου αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος να 'σαι.

Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας ντροπή σου φέρνει, ωστόσο
και πάλι θα 'μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.
Μ' αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι,
να 'ναι η ζωή σου όπου κι αν πας αγκάθια και τριβόλοι.

❀    ❀    ❀    ❀

iii. Χαμένα χρόνια

Αχ! και να γύριζαν, να 'ρχονταν πίσω
τα χρόνια που έζησα πριν σ' αγαπήσω!
Χρόνια αμνημόνευτα σα να 'ταν ξένα
τα χρόνια που έζησα χωρίς εσένα.
Ποτάμι που 'τρεξε μες σε λιθάρια
και δεν επότισε μηδέ χορτάρια,
κι η γη το ρούφηξε στ' άφωτα βάθη
κι ως και το χνάρι του για πάντα 'χάθει.

Αχ! και να γύριζαν να διπλοζήσω
αγάπη αδιάκοπη να σου χαρίσω
Και να 'σαι η πρώτη μου, εσύ η στερνή μου
από τη γέννα μου, ως τη θανή μου

Μισή σου χάρισα ζωή μονάχα!
Ζωές αμέτρητες ήθελα να 'χα,
έτσι όπως πρέπει σου να σ' αγαπήσω...
Αχ! και να γύριζαν τα χρόνια πίσω!

❀    ❀    ❀    ❀

iv. Lacrimae Rerum

Άμοιρη! το σπιτάκι μας εστοίχειωσεν
από την ομορφιά σου την θλιμμένη·
στους τοίχους, στον καθρέφτη, στα εικονίσματα,
από την ομορφιά σου κάτι μένει.

Κάτι σα μόσκου μυρωδιά, κι απλώνεται
και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει,
κάτι σα φάντασμα, θολό κι ανέγγιχτο
κι όπου περνά σιγά το κάθε αγγίζει.

Όξω, βαρύ, μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τη στέγη μας· και τότε αντάμα
τα πράματα που αγιάσανε τα χέρια σου
αρχίζουν ένα κλάμα... και ένα κλάμα...

Κι απ' τη γωνιά ο καλός της Λήθης σύντροφος,
τ' αγαπημένο μας παλιό ρολόι,
τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίοντας
ρυθμίζει αργά, φριχτά, το μοιρολόι...


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου