Σε δωμάτιο βρίσκομαι που ντυμένο είναι στα λευκά. Έξω απ’ το παραθύρι ο πάγος ζωγραφίζει στα τζάμια σύννεφα ελπίδας, ωσάν τα ύστερα όνειρά μου. Σε κρεβάτι ασάλευτος κείτομαι, όπως ο νεκρός στο νεκροκρέβατο. Ω σαρκίο μου βασανισμένο, ράγισες ωσάν το κάστρο που από χιλιάδες μπάλες σιδερένιες βομβαρδίζεται. Αλίμονο! Τρέμω παγωμένος και το σκότος με σκεπάζει ώς τα κρυφά της ψυχής μου μονοπάτια. Ω υγεία του σαρκίου μου, περήφανη θεά, χάθηκες μες στην πάχνη του λαβύρινθου, πριχού οι μαντατοφόροι μαθητές του Ιπποκράτη σε πόνου κρεβάτι μ' αποθέσουν. Ω Σκέψη, τυλιγμένη σε ρακένδυτου ζητιάνου πανωφόρι, μη μ' απαρνιέσαι αυτή την ώρα που το σαρκίο εγκαταλελειμμένο πορεύεται για τις όχθες του Αχέροντα, αλλά στοχάσου. Στοχάσου, πώς κάποτε ερχόταν η ανατολή με προπομπό τα σαλπίσματα του πετεινού. Κι εγώ, μια φέτα τρώγοντας ψωμί, αγνάντευ’ απ’ το ύψωμα όλα τα θάματα της φύσης κι ονειρευόμουν τες θάλασσες τες μακρινές και λαούς αδελφοποιητούς θρεμμένους απ’ το βυζί της μάνας γης, ταξιδεμένους μέσα στους αιώνες, συντροφιά πάντα με τον ήλιο που τα κορμιά μα και τα όνειρα ζεσταίνει. Τώρα, αλυσοδεμένο το σαρκίο ωσάν Προμηθέας Δεσμώτης που αθέατα πουλιά αρπαχτικά απιθώνουν απάνωθέ του τον πόνο και την παγωνιά. Ω Σκέψη! Αγωνίσου τον πόνο να δαμάσεις και την παγωνιά. Αγωνίσου όπως ο ποιητής όταν τιθασεύει τις λέξεις. Όπως ο ξωμάχος όταν ξελακώνει τη γη για να τη σπείρει. Όπως ο ναυτικός όταν η θάλασσα αγριεύει. Όπως η μάνα όταν προστατεύει το παιδί της. Αγωνίσου! Δεν είναι πασαρέλα ωραίων γυναικών ο πόνος για ν' αφεθείς θαυμάζοντας. Ω Σκέψη, κοίτα γύρω σου… Θαμπώνουν οι μνήμες κι απ’ τα σκότη άρχισαν να ξεπηδάνε οι σκιές. Αλίμονο! Οι σκιές εξαφανίζουν μες στα μαύρα τους φτερά τη Σκέψη και άγνωστος Φόβος καβάλα σε άτι σκουρόχρωμο καλπάζει ώς τα πιο φωτεινά μου μονοπάτια. Ω άγνωστε Φόβε, ποιος είσαι που τη μάσκα του οίκτου έχεις φορέσει; Ω διπρόσωπε Φόβε, ποιον εχθρό αθέατο κρύβεις στα σκοτεινά λημέρια σου; Εμπρός λοιπόν! Δείξε μου το πρόσωπό του! Μη με βασανίζεις ζητώντας με τη βία να ξεριζώσεις ότι ψήγματα θάρρους μου έχουν απομείνει! Ω του Ολύμπου ανώτεροι θεοί, την ευσπλαχνία σας ζητάω. Με θάρρος οπλίστε με, περίσσιο τον εχτρό μου ν' αντικρίσω κατάματα, χωρίς να λιγοψυχήσω. Και να! Τώρα απ’ του Φόβου βγαίνει τα σκοτεινά λημέρια καλπάζοντας άγνωστος σε μένα Ιππότης μέσα σε μαύρο πέπλο σα σύννεφο! Ιερό μου Θάρρος, με δύναμη οπλίσου πιότερο ισχυρή κι απ’ του Ποσειδώνα την τρίαινα! Α! Α! Σε βλέπω να πλησιάζεις, άγνωστε Ιππότη. Με βλέμμα με κοιτάς τρομαχτικό και χολή πύρινη ξερνάνε τα ρουθούνια σου. Όχι, μη με αγγίζεις! Α! Μη με σφίγγεις με πύρινο στεφάνι! Α! Μη με λογχίζεις με λόγχη ποτισμένη στο μαύρο δάκρυ του πόνου! Φθονερέ ζηλωτή του θανάτου, μη με αγγίζεις με την άθλια και βρομερή σου ανάσα! Φύγε! Φύγε μακριά απ’ το προσκέφαλό μου! Φύγε! Γύρισε πίσω στο σκοτεινό βασίλειο των αποστόλων της αβύσσου! Α! Επιμένεις Ιππότη, να πολιορκείς το σαρκίο μου… Όχι, όχι, δεν σε αφήνω να αιχμαλωτίσεις, να υποτάξεις την περηφάνια μου! Όχι, όχι, δεν θα με δεις να περιφέρομαι γύρωθέ σου σα σκυλί που ζητάει έλεος! Φύγε, λοιπόν! Ακόμα δεν έγινα το θήραμά σου! Ω, άγνωστε γυρολόγε του ασύμμετρου και συγκινησιακού Χάους, σε ξορκίζω με τη δύναμη που μου δίνει η περηφάνια μου! Φύγε! Φύγε, απαίσιε πορθητή! Και ως από θαύμα ( η δύναμη της περηφάνιας διώχνει μακριά τον μαύρο Ιππότη.
Φεύγει!
Φεύγει ο απαίσιος πορθητής
μόνος και ντροπιασμένος!
Μια ηλιαχτίδα θάρρους
πέφτει στα λημέρια
του Φόβου.
Εκείνος ζαρώνει
σαν αφυδατωμένο σύννεφο
και κρύβεται.
Ο αβάσταχτος πόνος
τη θέση του παραχωρεί
σε λίμνες φωτός.
Το σαρκίο μου
επουλώνει μέρα με τη μέρα
τις πληγές του
κρούοντας χαρμόσυνα
τα κύμβαλα.
Ω θεοί
κι εσύ καλό μου Θάρρος,
συντροφιά μού κρατήσατε
στου πόνου το κρεβάτι
και με δύναμη
ωσάν οπλές αλόγου καθαρόαιμου
μπολιάσατε την ψυχή μου.
Τα ύστερα χρόνια που μπρος μου
περπατάνε
θα τα διαβώ με σεμνότητα
και θα συνεχίσω με δέος ν’ αγναντεύω
τα θάματα που γεννοβολάει η φύσις.
Κι αν ο ζηλόφθων εχθρός μου,
ο σκοτεινός Ιππότης,
επιστρέψει και πάλι
με πολιορκητικό κριό δυνατότερο;
Όχι, δεν θα εκλιπαρήσω
για λίγα άνοστα βήματα ζωής
με σαρκίο μισογκρεμισμένο
και πετσοκομμένο…
Ο ίδιος εγώ κι έχοντας
σώας τας φρένας,
θα ζητήσω απ’ τον βαρκάρη
δίνοντάς του τον οβολό
να με περάσει στην απέναντι όχθη
και στα Ηλύσια Πεδία να υπάγω
για να μπορώ ν' αγναντεύω αιώνια
το γαλάζιο τ' ουρανού
και το λευκό της αθωότητας.
Εξαιρετικό, δυνατό, υπέροχο! Με άγγιξε ιδιαίτερα! Τα θερμά μου συγχαρητήρια!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή