ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Και προχωρούσε..."



Βάδιζε ανέμελος δίπλα στο ρυάκι. Ο ήλιος κόντευε να δύσει. Τα πουλιά πετούσαν ψηλά κυνηγώντας μυγάκια που αιωρούνταν πάνω από το νερό. Ένα κουνέλι τον είδε να πλησιάζει κι έσπευσε τρομαγμένο να κρυφτεί σε μια τρύπα που είχε σκάψει στο χώμα.
-Pink Floyd απ’ τα παλιά, ψιθύρισε: “Run, rabbit run! Dig that hole, forget the sun”.
Κοίταξε το ρολόι του, κόντευε εννιά.
-Λαμπρά! καμάρωσε για τον εαυτό του και κορδώθηκε. Ένιωσε γενναίος. Απόψε ήταν αποφασισμένος να αντισταθεί.

Σε λίγο ξεκινούσε η ώρα κοινής ησυχίας. Συνέχισε να βαδίζει ανέμελος δίπλα στο ρυάκι, ώσπου σουρούπωσε για τα καλά. Μια ησυχία απόκοσμη σκέπαζε σιγά-σιγά τα πάντα. Μόνο το νερό ακουγόταν που στριφογύριζε ανάμεσα στα βραχάκια, και τα βήματά του που πατούσαν βαριά στο χώμα.
Σταμάτησε κι βίγλισε το χώρο· όσο μπορούσε, γιατί το σκοτάδι κατέβαινε γρήγορα. Πέρα μακριά, κάποιοι καθυστερημένοι έτρεχαν να προλάβουν την πύλη πριν χτυπήσει η σειρήνα.
"Run, rabbit run", μουρμούρισε κι ένα πικρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του.
Ήταν μόνος, απολύτως μόνος. Άρχισε πάλι να βαδίζει ώσπου ακούστηκε το εμβατήριο της Σιωπής από τη σειρήνα της πολιτείας.
Ένιωσε άβολα. Πρώτη φορά βρισκόταν έξω από τα τείχη την ώρα της Σιωπής. Ανάμεικτα αισθήματα στριφογύριζαν στον αέρα και ανακάτευαν τον εσωτερικό του κόσμο. Ένιωσε να ζαλίζεται. Το θάρρος που ένιωθε λίγα λεπτά πιο νωρίς, είχε αρχίσει να χάνεται. Μια αμφιβολία για τη γενναιότητα της πράξης του άρχισε να τον διακατέχει κι όσο σκοτείνιαζε, γινόταν όλο και πιο έντονη.
Έβρεξε με λίγο νερό το πρόσωπό του για να συνέλθει και συνέχισε να βαδίζει δίπλα στο ρυάκι, χωρίς να κοιτάζει προς την πολιτεία. Η Σιωπή γινόταν όλο και πιο έντονη, ώσπου ακούστηκε από μακριά ο ανατριχιαστικός θόρυβος της σιδεριάς που σφράγισε την πύλη. Γνώριζε πως τώρα δεν υπήρχε επιστροφή. Έπρεπε να αντισταθεί, να σπάσει την υποχρέωση της Σιωπής.
Είχε σκοτεινιάσει πλέον και κείνος συνέχιζε να βαδίζει· σιωπηλός. Μια δυο φορές που έκανε να μιλήσει, η φωνή του σκάλωσε στη γλώσσα, φράκαρε στα δόντια και δεν μπόρεσε να αποσφραγίσει τα χείλια του. Δοκίμασε ξανά και ξανά, μα τίποτε. Η φωνή εμποδιζόταν, δεν έβγαινε με τίποτε από το σώμα του. Κουράστηκε να περπατά και κάθισε σε κάποιο ανάχωμα της όχθης. Ένιωθε να τον πλακώνει η ανατριχιαστική Σιωπή που απλωνόταν γύρω του κι έφτανε ως πέρα στην φωτεινή πολιτεία. Ως και το ρυάκι είχε ηρεμήσει.
Και τότε, εντελώς ξαφνικά, ακούστηκε ένας βαθρακός να κοάζει. Τόσο ξαφνικά που τον τρόμαξε. Η Σιωπή μάζεψε προς στιγμή το πέπλο της και παραμέρισε. Αλλά επέστρεψε θυμωμένη, έτοιμη να εκδικηθεί. Μα τότε ακούστηκε άλλο ένα, δυνατότερο αυτή τη φορά:
-Κοάξ, κοάξ!
Πριν η Σιωπή καταλάβει τι συμβαίνει, τα κοάσματα έγιναν δύο και μετά τέσσερα, οκτώ, δεκάξι, αμέτρητα. Όλο το ρυάκι, ως πέρα στην πύλη της πολιτείας, αντηχούσε από τις φωνές των βαθρακών. Η Σιωπή τα χρειάστηκε, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει σε αυτή τη γενικευμένη παραβίαση των κανόνων.
Ακούγοντας τους βαθρακούς, αναθάρρησε κι εκείνος και σηκώθηκε όρθιος. Βλέποντας την Σιωπή να υποχωρεί, άρχισε να κοάζει και αυτός. Στην αρχή δειλά, μα ύστερα δυνατά, πιο δυνατά από τα βατράχια. Ξεκίνησε πάλι να βαδίζει κοάζοντας. Η φωνή του πλέον έβγαινε με ορμή από το λαρύγγι, χωρίς να υπολογίζει κανένα εμπόδιο. Καθώς βάδιζε, πήρε περισσότερο θάρρος κι άρχισε να τραγουδά:

«Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα, χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε, με γνώριζε»*

Δεν τον ενδιέφερε τίποτα πια. Ένιωθε σπουδαίος.
Είχε σπάσει τον κανόνα της Σιωπής.

Θοδωρής Μπελίτσος, 14/4/2021
*Μανώλη Αναγνωστάκη "Δρόμοι παλιοί"
Φωτογραφία: Μαρία Κατεινά (27/1/2021)





















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου