Άγουρες μέρες σταλάζουν το νέκταρ τους
στο πεζούλι με τα χαραγμένα ονόματα των πουλιών,
καλπάζει τ’ όνειρο κι έρχεται αγκαλιασμένο με τη μακρινή αυγή
που πήρε μαζί της για πάντα
τα παλικάρια με το πρόσωπο το ξάστερο.
Aγέρωχα και μ’ ένα ανεπαίσθητο βήμα πέρασαν στην αιωνιότητα
και τώρα σ’ έναν πάλλευκο ορίζοντα
αναρωτιούνται για τα περασμένα και τα μελλούμενα
και σε ποιον άραγε χρόνο ανήκει ο δικός τους ο θάνατος.
Γιατί μόνον ο θάνατος μοιάζει ολόδικός τους,
αλλά και πάλι γιατί νιώθουν ολοζώντανοι
κι αφουγκράζονται ξεκάθαρα τα βήματά τους
στο μονοπάτι με τους ευκάλυπτους και το αθάνατο νερό;
Καθρεφτίζονται σε ποτάμια κρυστάλλινα
προχωρούν ευτυχισμένοι σε πλάκες
με πανάρχαιες προφητείες γραμμένες πάνω τους,
τρέχουν λεύτεροι σ’ ένα διάφανο έδαφος
όπου φαίνονται οι φλέβες της γης και το αίμα των βράχων.
Και φωνάζουν με λαχτάρα στους διστακτικούς
να μη φοβηθούν το βήμα το μετέωρο στην κόψη της αιωνιότητας,
ν’ αδράξουν τις ανεμόσκαλες του Θεού
και ν’ ανεβούν στα λημέρια του ήλιου.
Να μη φοβηθούν, προπάντων αυτό,
μόνο να καλπάσουν περήφανοι με τ’ άλογα της αυγής,
να πιουν τη δροσιά της πάμφωτης μέρας,
και λεύτεροι, λεύτεροι
ν’ αγγίξουν τη μεγάλη καρδιά της γης,
ν’ αφουγκραστούν τα μυστήρια της πλάσης
και τα ολοζώντανα σπλάχνα των αιώνων.
Ιωάννα Αθανασιάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου