Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο/ αύριο, αύριο, αύριο λένε:
το Πάσχα του Θεού», (Ο. Ελύτης)
Πίνακας El Greco |
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ -Η ημέρα της Λαμπρής
Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη·
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκά στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες της καρδιάς τα φύλλα
«γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα».
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστήτε·
μέσα στες εκκλησιές τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτήτε·
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε·
φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε «Χριστός Ανέστη», εχθροί και φίλοι
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,
όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι».
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ - Ἀνάσταση
Να τ᾿ ἡ μεγάλη νύχτα! Καλή νύχτα!
Ψηλά το κυπαρίσσι σε καλεῖ.
- Ἔλα, δεν ἔχεις τίποτα να χάσεις
μάιδε να θυμηθεῖς και να ξεχάσεις.
Πατρίδα; Πουλημένη στο σφυρί!
Λεφτεριά; Με χαλκᾶδες δεν μπορεῖ!
Παιδιά; Ποῦ τὰ χεῖ ἂς κλαίει μέχρι θανάτου,
θά ῾ναι σκλαβ᾿ ἢ προδότες τα ὀρφανά του!
Εἰσ᾿ ἄδειος ἤσκιος μέσα σ᾿ ὅλα τ᾿ ἄδεια
Δεν εἶναι τόσο μάβρα τα σκοτάδια
τοῦ τάφου, ὅσο τα φέγγῃ τῆς ἡμέρας,
τα φέγγῃ τῆς σκλαβιᾶς και τῆς φοβέρας.
Πιο σίχαμ᾿ ἀπ᾿ το κάθε γῆς σκουλῆκι,
οἱ θεόμορφοι δυνάστες σου και λύκοι.
Μη λες ἀφανισμὸ το θάνατό σου,
ἀφοῦ δε ζοῦσες για τον ἐαφτό σου.
Ἂν ἔκανες το χρέος σου στο λαό,
σαν ξεχυθεῖ μὲ πάθος παλαιό
την πᾶσαν ἀτιμία να συνεπάρει,
μ᾿ ἄλλους πολλούς θά ῾χει κ᾿ ἐσέ μπροστάρη.
ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ - Ἀνάσταση
Ἡ Ἀνάσταση. Και γέμισε χαρά,
λουλούδισε ἡ ψυχή μου σαν το κρίνο.
Κι ἀνοίγω τῆς λαχτάρας τα φτερά,
ψηλά μες στῆς αὐγῆς τα φωτερὰ
γαλάζιο ἕνα ἀστροφῶς κι ἐγὼ να γίνω.
Ἀνάσταση. Τα σήμαντρα χτυποῦν.
Κι ὅλα τα δένδρα ἀνθίζουν πέρα ὡς πέρα.
Στον κόσμο αὐτὸ ἂς μάθουν ν᾿ ἀγαποῦν
ὅσοι το μίσος ἔσπειραν κι ἂς ποῦν
«Χριστός Ἀνέστη ἐτούτη την ἡμέρα».
ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ - Ἡ Λαμπρή
Νἄτην ἡ λαμπρή με τα λουλούδια.
κόψετε παιδιά την πασχαλιά
κι ὅλα με χαρές και με τραγούδια
τρέξετε ν᾿ ἀλλάξωμε φιλιά.
Σήμαντρα γλυκά βαροῦν ἀκόμα
και μοσχοβολοῦν οἱ ἐκκλησιές,
μόσχος τα φιλιὰ στο κάθε στόμα,
τα φιλιά τῆς ἄνοιξης δροσιές.
Πᾶμε να στρωθοῦμε στο χορτάρι
καὶ τ᾿ ἀρνί μας ψήνεται σιγά.
Και με τῆς Ἀνάστασης τη χάρη
φέρτε να τσουγκρίσουμε τ᾿ αὐγά.
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - Ανάσταση
«Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,
κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,
κι αυτό το κάθαρμα ο άμαξας προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,
έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,
τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - Η ανάσταση των φτωχών
Κι όταν μ’ έθαψαν κι έριξαν όλο το χώμα της γης επάνω μου,
ήτανε τόση η θλίψη ενός αδέξιου θαυματοποιού στη γωνιά του δρόμου
Ο. ΕΛΥΤΗΣ - ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ)
Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορ-
φή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμέ-
να, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο.
Σου 'ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την
ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου