Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (6 Μαρτίου 1927 – 17 Απριλίου 2014) ήταν σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας, βραβευμένος με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεύματος του μαγικού ρεαλισμού και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όχι μόνο της ισπανόφωνης αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έγινε διάσημος με το μυθιστόρημά του Εκατό χρόνια μοναξιά (1967), ενώ επίσης σημαντικά θεωρούνται τα έργα του Το φθινόπωρο του Πατριάρχη (1975), Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου (1981) και Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (1985).
Ο Μάρκες δούλεψε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του σαν δημοσιογράφος και σεναριογράφος. Υπήρξε φίλος του Φιντέλ Κάστρο και για μεγάλο χρονικό διάστημα του είχε απαγορευτεί η είσοδος στις ΗΠΑ, λόγω της στήριξής του σε αριστερά καθεστώτα που ήταν ενάντια σε αυτές. Ο πρόεδρος της Κολομβίας Χουάν Μανουέλ Σάντος έχει αποκαλέσει τον Μάρκες «τον μεγαλύτερο Κολομβιανό που έζησε ποτέ»
100 χρόνια μοναξιάς...
Πολλά χρόνια μετά, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα έφερνε στον νου του το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον πήγε να γνωρίσει τον πάγο… Μ’ αυτά τα λόγια ξεκινά ένα από τα γοητευτικότερα και πιο φημισμένα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα. Ένα έργο που «από στόμα σε στόμα», όπως άρεσε στον συγγραφέα του να λέει, διαβάστηκε από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και η συμβολή του υπήρξε καθοριστική στη βράβευση του Μάρκες με το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Η ιστορία μιας πόλης, του Μακόντο, και μιας οικογένειας, των Μπουενδία – και μέσα από τα πάθη, τα όνειρα, τις τραγωδίες, τις προδοσίες, τις ανακαλύψεις, τα θαύματα, τα μυστήρια και τις διαψεύσεις τους, η ιστορία μιας χώρας, μιας ηπείρου και ολόκληρου του κόσμου. «Ο Δον Κιχώτης του καιρού μας». Πάμπλο Νερούδα «Το πρώτο λογοτεχνικό έργο μετά τη Γένεση που πρέπει να διαβαστεί από όλο το ανθρώπινο γένος». The New York Times Book Review https://www.ianos.gr/
Απόσπάσματα
Ο άνθρωπος μια μέρα των ημερών, πρέπει να μάθει να χτίζει όνειρα, εκεί που οι ελπίδες τελειώνουν.
Τα πράγματα έχουν τη δική τους ζωή, φτάνει μόνο να ξυπνήσεις την ψυχή τους.
Αισθάνθηκε ξεχασμένος, όχι με την επανορθώσιμη λησμονιά της καρδιάς, αλλά με την σκληρή και αμετάκλητη λησμονιά του θανάτου.
Είχε πάει στον άλλο κόσμο, αλλά γύρισε γιατί δεν άντεξε την μοναξιά.
Έφτασε να υποκρίνεται με τόση αληθοφάνεια, ώστε κατέληξε να παρηγορείται με τα ίδια της τα ψέματα.
Στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφερε ο θάνατος, μόνο η ζωή και για αυτό το συναίσθημα που αισθάνθηκε , όταν απήγγειλαν την καταδίκη (σε θάνατο), δεν ήταν φόβος αλλά νοσταλγία.
Το μυστικό για τα καλά γηρατειά δεν ήταν τίποτε άλλο από μια τίμια συμφωνία με τη μοναξιά.
Δεν πεθαίνει κανείς όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί.
Ο άλλος πόλεμος, ο αιματοκυλισμένος είκοσι χρόνια, δεν τους είχε στοιχίσει τόσο όσο ο διαβρωτικός πόλεμος των αιώνιων αναβολών.
Ο κόσμος θα έχει γα..θεί πέρα για πέρα τη μέρα που οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν στην πρώτη θέση και η λογοτεχνία στο βαγόνι με τα εμπορεύματα.
Είχε φύγει μακριά της, προσπαθώντας να την βγάλει από το μυαλό του, όχι μόνο με την απόσταση, αλλά και με μια απερίσκεπτη ορμή, που οι σύντροφοι του έπαιρναν για τόλμη.
Αλλά όσο περισσότερο βούταγε την εικόνα της στη λάσπη του πολέμου τόσο περισσότερο ο πόλεμος έμοιαζε με την Αμαράντα. Έτσι,είχε βασανιστεί στην εξορία, ψάχνοντας να βρεί τρόπο να τη σκοτώσει με τον ίδιο το θάνατο του.
Έσκαψε τόσο βαθιά στα αισθήματα του και αναζητώντας το συμφέρον, συνάντησε τον έρωτα, γιατί προσπαθώντας να την κάνει να τον αγαπήσει, κατέληξε να την αγαπήσει αυτός.
Τη συνάντησε στην εικόνα που πλημμύριζε την ίδια την τρομερή του μοναξιά.
Μετά από τόσα χρόνια θάνατο, ήταν τόση η λαχτάρα για τους ζωντανούς, τόσο πιεστική η ανάγκη για συντροφιά, τόσο τρομακτική η προσέγγιση σε εκείνον τον άλλο θάνατο που υπάρχει μέσα στο θάνατο, που ο Προυδένσιο Αγκιλάρ είχε φτάσει να αγαπήσει τον χειρότερο εχθρό του. https://cityportal.gr/
******************
Τον Μάρτη ξαναγύρισαν οι τσιγγάνοι. Αυτήν τη φορά είχαν φέρει ένα τηλεσκόπιο κι ένα μεγεθυντικό φακό, μεγάλο σαν ταμπούρλο, που τα επιδείκνυαν σαν την τελευταία ανακάλυψη των Εβραίων στο Άμστερνταμ. Έβαλαν μια τσιγγάνα στην άλλη άκρη του χωριού κι έστησαν το τηλεσκόπιο στην είσοδο της σκηνής. Με πέντε ρεάλια, ο κόσμος κοίταζε μέσα από το τηλεσκόπιο κι έβλεπε την τσιγγάνα τόσο κοντά, σαν να μπορούσε να την πιάσει με το χέρι του. "Η επιστήμη κατάργησε τις αποστάσεις", διαλαλούσε ο Μελκίαδες. "Σε λίγο καιρό ο άνθρωπος θα μπορεί να βλέπει τι γίνεται σ' οποιοδήποτε μέρος του κόσμου χωρίς να βγαίνει από το σπίτι του". Ένα ζεστό μεσημέρι έκαναν μια τρομερή επίδειξη με το γιγάντιο φακό: μάζεψαν ένα σωρό ξερά χόρτα στη μέση του δρόμου και τους έβαλαν φωτιά συγκεντρώνοντας πάνω τους τις ηλιακές ακτίνες. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, που ακόμα δεν είχε προλάβει να παρηγορηθεί για την αποτυχία που είχαν οι μαγνήτες του, συνέλαβε την ιδέα να χρησιμοποιήσει εκείνη την εφεύρεση σαν πολεμικό όπλο. Ο Μελκίαδες προσπάθησε και πάλι να τον αποτρέψει. Τελικά, όμως, δέχτηκε ν' ανταλλάξει τις δύο μαγνητικές πλάκες και τρία αποικιακά νομίσματα με το μεγεθυντικό φακό. Η Ούρσουλα έκλαψε από την ανυσηχία της. Τα λεφτά αυτά ήταν από ένα μπαουλάκι με χρυσά νομίσματα που είχε μαζέψει ο πατέρας της σε μια ζωή όλο στερήσεις κι εκείνη τα είχε θάψει κάτω απ' το κρεβάτι ελπίζοντας πως θα βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να τα επενδύσει. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία δεν προσπάθησε ούτε καν να την παρηγορήσει, απορροφημένος ολοκληρωτικά απ' τα τακτικά του πειράματα με την αυταπάρνηση επιστήμονα κι ακόμα και με κίνδυνο της ίδιας του της ζωής. Προσπαθώντας ν' αποδείξει τ' αποτελέσματα του φακού πάνω στο στρατό του εχθρού, εκτέθηκε ο ίδιος στη συγκέντρωση των ηλιακών ακτίνων κι έπαθε εγκαύματα που έγιναν πληγές κι έκαναν πολύ καιρό να γιατρευτούν. Παρά τις διαμαρτυρίες της γυναίκας του, που είχε πανικοβληθεί μ' αυτή την επικίνδυνη εφεύρεση, κόντεψε να βάλει φωτιά στο σπίτι. Περνούσε ώρες ολόκληρες στο δωμάτιό του, υπολογίζοντας τις στρατηγικές δυνατότητες του νέου όπλου, ώσπου κατάφερε να συντάξει ένα εγχειρίδιο εκπληκτικής διδακτικής σαφήνειας και ακαταμάχητης πειστικότητας. Το έστειλε στις αρχές, μαζί με πολυάριθμες περιγραφές των πειραμάτων του και με αρκετές σελίδες μ' επεξηγηματικά σχέδια, μ' έναν απεσταλμένο που πέρασε την Οροσειρά, χάθηκε σε απέραντους βάλτους, ανέβηκε ορμητικά ποτάμια και παραλίγο να χαθεί από τα άγρια θηρία, την απελπισία και την πανούκλα, ώσπου να βρει ένα δρόμο που συνδεόταν μ' εκείνον που χρησιμοποιούσαν τα μουλάρια του ταχυδρομείου.
Η ιστορία του βιβλίου περιγράφεται στον ίδιο τον τίτλο του: πρόκειται πράγματι για το χρονικό ενός θανάτου, μιας δολοφονίας για λόγους τιμής, μιας δολοφονίας, η οποία είχε προαναγγελθεί τόσο πολύ και σε τόσους πολλούς, που θα έλεγε κανείς (και το νιώθει διαβάζοντας το βιβλίο) ότι θα ήταν σχεδόν αδύνατον να διαπραχθεί, αφού κάποιος απ’ όλους τους κατοίκους του χωριού-του δολοφονημένου μη εξαιρουμένου- θα μπορούσε να την είχε αποτρέψει. «Ποτέ δεν υπήρξε έγκλημα που να είχε προαναγγελθεί περισσότερο», όπως λέει ο μεγάλος συγγραφέας με το στόμα του ανακριτή. Κι όμως συνέβη. Ή μάλλον δεν συνέβη (παραείναι απρόσωπο). Κάποιοι τη διέπραξαν και κάποιοι άλλοι δεν την απέτρεψαν, ενώ γνώριζαν ότι θα γίνει. Έστω κι ένας αν έπαιρνε στα σοβαρά τις απειλές, η δολοφονία θα είχε αποτραπεί. Όλοι όσοι γνώριζαν -και κυριολεκτικά όλο το χωριό γνώριζε ότι ο Σαντιάγο Νασάρ επρόκειτο να δολοφονηθεί- αμέλησαν. Η αδιαφορία τους κόστισε μία ζωή.
Η πλοκή:
Ο Σαντιάγο Νασάρ, ένας πλούσιος εισοδηματίας, σηκώθηκε, όπως κάθε μέρα, ντύθηκε, όπως κάθε μέρα, και βγήκε απ’ το σπίτι του με κατεύθυνση το λιμάνι, απ’ όπου θα περνούσε το πλοίο με τον επίσκοπο. Στην πραγματικότητα, από τη στιγμή που βγήκε απ’ το σπίτι πήγαινε να συναντήσει τον βίαιο θάνατό του από τα χέρια των αδελφών της Άγχελα Βικάριο, μιας κοπέλας, την τιμή της οποίας φέρεται να ατίμασε, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα τον χωρισμό της από τον σύζυγό της, Μπαγιάρδο Σαν Ρομάν, την ίδια τη μέρα του γάμου τους. Ο Πέδρο Βικάριο, ο ένας εκ των δολοφόνων και αδελφός της Άνγχελα, τη νύχτα που ο άντρας της την έφερε στο πατρικό της και την παρέδωσε στην οικογένειά της, «τη σήκωσε ψηλά από τη μέση και την κάθησε στο τραπέζι της τραπεζαρίας.
«Εμπρός», της είπε τρέμοντας από λύσσα, «πες μας ποιός ήταν!».
Εκείνη καθυστέρησε ίσα ίσα όσο χρειάστηκε για να προφέρει το όνομα. Το αναζήτησε μες στα σκοτάδια. Το βρήκε αμέσως ανάμεσα στα τόσα και τόσα μπερδεμένα ονόματα αυτού του κόσμου και του άλλου και το άφησε καρφωμένο στον τοίχο σαν μια πεταλούδα καταδικασμένη απ’ τη μοίρα της.
«Ο Σαντιάγο Νασάρ», είπε.
Αφ’ής στιγμής η Άνγχελα ξεστόμησε το όνομα του Σαντιάγο, αυτός καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο Μάρκες, με την συγκλονιστική προπαρατεθείσα παράγραφο, μας λέει ότι οποιοδήποτε όνομα κι αν είχε προφέρει η Άνγχελα, το ίδιο αποτέλεσμα θα είχε γι’ αυτόν που το φέρει.
Παρ’ όλο που από την αρχή του βιβλίου (από την πρώτη κιόλας πρόταση) μας αποκαλύπτεται ότι ο Σαντιάγο Νασάρ πρόκειται την ίδια κιόλας μέρα να βρει το θάνατο, είναι τέτοια η γραφή του Μάρκες, που πραγματικά θεωρεί ο αναγνώστης ότι αυτό δε μπορεί να συμβεί, ότι κάτι θα γίνει και ο Σαντάγο θα σωθεί, αφού κάποιος από τους δεκάδες που γνώριζαν θα τον προειδοποιούσε, κάποιος απ’ όλο το χωριό που τον συναντούσε στο δρόμο θα προέβαινε στην απαραίτητη ενέργεια που απαιτείται, ώστε να αποτρέψει το κακό. Κανείς όμως δεν έκανε τίποτα, ούτε ο δήμαρχος, ούτε ο αστυνομικός, ούτε η οικογένειά του, ούτε οι φίλοι και οι γνωστοί του. Ούτε αυτή που τον καταδίκασε. Οι δολοφόνοι από την άλλη, έμοιαζαν με παιδιά:
«Έμοιαζαν με δυό παιδιά», μου είπε. Κι αυτή η σκέψη την τρόμαξε, γιατί πάντα πίστευε πως μόνο τα παιδιά είναι ικανά για όλα».
Και σαν παιδιά, ικανά για τα πάντα, για τα καλύτερα και τα χειρότερα, διατυμπανίζουν σε όλο το χωριό ότι ψάχνουν να βρουν τον Σαντιάγο, για να τον σκοτώσουν, λες και ήθελαν έστω και ένας να τους σταματήσει, να τους απαλλάξει από το καθήκον τους να σκοτώσουν αυτόν που φέρεται να ατίμασε την αδελφή τους και ρεζίλεψε την οικογένειά τους. Όπως αφήνεται να εννοηθεί στο βιβλίο, πράγματι οι υποψήφιοι δολοφόνοι επιθυμούσαν διακαώς να βρεθεί κάποιος να τους κρατήσει, να τους σώσει από την ανθρωποκτονία. Να τους σώσει από τους εαυτούς τους. Αλλά κανείς δεν βρέθηκε. Όλοι γνώριζαν για τη δολοφονία, αλλά κανείς δεν τη σταμάτησε.
Η αλήθεια πίσω από το βιβλίο:
Ο Μάρκες εμπνεύστηκε την ιστορία του «Χρονικού» από ένα πραγματικό έγκλημα που διαπράχθηκε στην Κολομβία τη δεκαετία του 50. Ο Καγετάνο Χεντίλε Τσιμέντο, φίλος του Μάρκες, δολοφονήθηκε, επειδή πήρε την παρθενιά της συζύγου του Μιγκέλ Παλένσια. Ο Μιγκέλ Παλένσια ξεκίνησε έναν πολυέξοδο και μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα κατά του Μάρκες απαιτώντας αφενός να προστεθεί το όνομά του στο εξώφυλλο του βιβλίου και αφετέρου τα μισά έσοδα από τις πωλήσεις του βιβλίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κολομβίας απέρριψε την αγωγή του Μιγκέλ Παλένθια κατά του Μάρκες θεωρώντας -ορθά- ότι το γεγονός ότι ένα βιβλίο και εν γένει έργο τέχνης βασίζεται σε μία αληθινή ιστορία δεν σημαίνει ότι το πρόσωπο στου οποίου την αληθινή ιστορία βασίστηκε είναι συνδημιουργός του έργου ή ότι δικαιούται μέρος των εσόδων από τις πωλήσεις του. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ο Μιγκέλ Παλένθια δεν θα μπορούσε να πει την ιστορία του βιβλίου με τη λογοτεχνική γλώσσα του Μάρκες, επιβεβαιώνοντας τη μοναδικότητα και την πρωτοτυπία του έργου, αλλά και την ουσία της λογοτεχνίας, αφού σημασία δεν έχει το τι θα πεις αλλά το πως θα το πεις.
Στο «Χρονικό», ο συγγραφέας -σε ένα παιχνίδι με τους αναγνώστες του- είναι και ο αφηγητής του βιβλίου. Ακόμη και η γυναίκα του αφηγητή και του Μάρκες έχουν το ίδιο όνομα, όπως και τα ίδια ονόματα έχουν τα μέλη της οικογένειας του αφηγητή του βιβλίου και του Μάρκες. Κλείνοντας να πούμε ότι όταν εκδόθηκε το βιβλίο, εκδόθηκε σε 2.000.000 αντίτυπα, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας έλεγε ότι ήταν το καλύτερο έργο του. Θα επανέλθω από αυτό το blog και με τα υπόλοιπα έργα αυτού του μάγου της λογοτεχνίας.
Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας
Ήταν αναπόφευκτο: η μυρωδιά από πικραμύγδαλα του θύμιζε άτυχους έρωτες. Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο την ένιωσε από τη στιγμή που μπήκε μες στο σκοτεινό ακόμα σπίτι, όπου είχε τρέξει βιαστικά για ν' ασχοληθεί με μια περίπτωση που από χρόνια είχε πάψει να είναι επείγουσα. Ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ, πρόσφυγας από τις Αντίλλες, ανάπηρος από τον πόλεμο, φωτογράφος για παιδιά κι ο πιο πονετικός του αντίπαλος στο σκάκι, είχε ξεφύγει μια για πάντα από τα βασανιστήρια της μνήμης, με αναθυμιάσεις από υδροκυανιούχο χρυσό.
Βρήκε το πτώμα σκεπασμένο με μια κουβέρτα, στο ράντσο που κοιμόταν πάντα, κοντά σ' ένα σκαμνί με μια μικρή λεκάνη που ο νεκρός είχε μεταχειριστεί για να εξατμίσει το δηλητήριο. Στο πάτωμα, δεμένο στο πόδι του ράντσου, βρισκόταν το ξαπλωμένο σώμα ενός μεγάλου μαύρου δανέζικου σκύλου με χιονάτο στήθος κι από κοντά οι πατερίτσες. Το δωμάτιο, που χρησίμευε για κρεβατοκάμαρα και εργαστήριο ταυτόχρονα, πνηγηρό και στενάχωρο, μόλις είχε αρχίσει να φωτίζεται από τη λάμψη της αυγής μέσα από τ' ανοιχτό παράθυρο, αλλά το φως ήταν αρκετό για ν' αναγνωρίσει την εξουσία του θανάτου. [...] (Από την έκδοση) https://www.politeianet.gr/
Βρήκε το πτώμα σκεπασμένο με μια κουβέρτα, στο ράντσο που κοιμόταν πάντα, κοντά σ' ένα σκαμνί με μια μικρή λεκάνη που ο νεκρός είχε μεταχειριστεί για να εξατμίσει το δηλητήριο. Στο πάτωμα, δεμένο στο πόδι του ράντσου, βρισκόταν το ξαπλωμένο σώμα ενός μεγάλου μαύρου δανέζικου σκύλου με χιονάτο στήθος κι από κοντά οι πατερίτσες. Το δωμάτιο, που χρησίμευε για κρεβατοκάμαρα και εργαστήριο ταυτόχρονα, πνηγηρό και στενάχωρο, μόλις είχε αρχίσει να φωτίζεται από τη λάμψη της αυγής μέσα από τ' ανοιχτό παράθυρο, αλλά το φως ήταν αρκετό για ν' αναγνωρίσει την εξουσία του θανάτου. [...] (Από την έκδοση) https://www.politeianet.gr/
Απόσπασμα
To Σάββατο το πρωί, αφού πολύ το σκέφτηκε, ο Φλορεντίνο Αρίσα έστειλε ξανά το περιστέρι μ’ άλλο ραβασάκι χωρίς υπογραφή. Τούτη τη φορά δεν χρειάστηκε να περιμένει μέχρι την επόμενη μέρα. Το απόγευμα, το ίδιο παιδί, του το έφερε ξανά πίσω, σ’ άλλο κλουβί, με την παραγγελία πως: εδώ σας στέλνει ξανά το περιστέρι που ξανάφυγε, και το οποίο προχθές σας επέστρεψε, επειδή έχει καλή ανατροφή κι αυτή τη φορά σας το στέλνει, επειδή είναι κρίμα, αλλά τώρα πια είναι αλήθεια πως δε θα σας το ξαναεπιστρέψει αν το αφήσετε να φύγει πάλι. Η Τράνσιτο Αρίσα διασκέδασε με τις ώρες με το περιστέρι, το έβγαλε από το κλουβί, το νανούρισε στα μπράτσα της, προσπάθησε να το αποκοιμήσει με παιδικά τραγουδάκια και ξαφνικά κατάλαβε πως είχε στο δαχτυλίδι, στο πόδι του, ένα χαρτάκι με μια μόνο φράση: “Δε δέχομαι ανώνυμους”. Ο Φλορεντίνο Αρίσα το διάβασε ξετρελαμένος, λες κι είχε ολοκληρωθεί η πρώτη του περιπέτεια και μόλις που μπόρεσε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα στριφογυρίζοντας από ανυπομονησία. Την επομένη πολύ νωρίς, πριν φύγει για το γραφείο, άφησε ελεύθερο το περιστέρι μ’ ένα ερωτικό γραμματάκι υπογραμμένο ξεκάθαρα με τ’ όνομά του και του έβαλε ακόμα στο δαχτυλίδι το πιο φρέσκο τριαντάφυλλο, το πιο χτυπητό κι ευωδιαστό του κήπου του.
Δεν ήταν τόσο εύκολη. Μετά από τρεις μήνες πολιορκία η ωραία περιστερού εξακολούθησε ν’ απαντάει το ίδιο: “Εγώ δεν είμαι απ’ αυτές”. Αλλά ποτέ δε σταμάτησε να δέχεται τα μηνύματα ή να πηγαίνει στα ραντεβού που κανόνιζε ο Φλορεντίνο Αρίσα με τέτοιον τρόπο που να μοιάζουν τυχαίες συναντήσεις. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του: ο εραστής που ποτέ δε φανερωνόταν, ο πιο άπληστος για έρωτα, αλλά κι ο πιο τσιγκούνης, αυτός που δεν έδινε τίποτα και τα ήθελε όλα, αυτός που ποτέ δεν επέτρεψε να του αφήσουν στην καρδιά ένα περαστικό αποτύπωμα, ο κυνηγός που παραμόνευε, ξεσπάθωσε με μια παράφορη ανταλλαγή από υπογραμμένα γράμματα, γενναιοδωρίες, απερίσκεπτες βόλτες στο σπίτι της περιστερούς, ακόμα και σε δυο περιστάσεις που ο σύζυγος δεν έλειπε σε ταξίδι, ούτε βρισκόταν στην αγορά. Ήταν η μόνη φορά, από τον καιρό του πρώτου έρωτα, που είχε νιώσει τρυπημένος από ένα βέλος. Έξι μήνες μετά την πρώτη συνάντηση, βρέθηκαν τελικά στην καμπίνα ενός ποταμόπλοιου που περίμενε για επισκευή στις αποβάθρες του ποταμού. Ήταν ένα θαυμάσιο απόγευμα. Η Ολυμπία Σουλέτα έκανε εύθυμα έρωτα, σαν αναστατωμένη περιστέρα και της άρεσε να μένει γυμνή πολλές ώρες, ενώ ξεκουραζόταν με το πάσο της, με τόσο έρωτα όσο και στον ίδιο τον έρωτα. Η καμπίνα ήταν ξεχαρβαλωμένη, μισοβαμμένη κι η μυρουδιά από νέφτι ήταν ωραία για να μείνει στη θύμηση συνδυασμένη μ’ ένα ευτυχισμένο απόγευμα. Ξαφνικά, ικανοποιώντας μια ασυνήθιστη έμπνευση, ο Φλορεντίνο Αρίσα άνοιξε ένα κουτί με κόκκινη μπογιά που βρισκόταν κοντά στην κουκέτα, μούσκεψε το δείκτη του και ζωγράφισε, χαμηλά στην κοιλιά της ωραίας περιστερούς ένα ματωμένο βέλος που έδειχνε προς το νότο κι έγραψε: Αυτό το μουνάκι είναι δικό μου. Εκείνη την ίδια νύχτα, η Ολυμπία Σουλέτα ξεντύθηκε μπροστά στον άντρα της, χωρίς να θυμηθεί την επιγραφή κι εκείνος δεν είπε κουβέντα, ούτε και κόπηκε η αναπνοή του, τίποτα, μόνο πήγε στο μπάνιο για το ξυράφι του, ενώ εκείνη έβαζε τη νυχτικιά της, και της έκοψε το λαρύγγι μια κι έξω.
[μετάφραση από τα ισπανικά: Κλαίτη Σωτηριάδου – Μπαράχας]
Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου