Ο Τορκουάτο Τάσσο (Torquato Tasso, 11 Μαρτίου 1544 - 25 Απριλίου 1595) ήταν Ιταλός ποιητής του 16ου αιώνα. Είναι γνωστός για το επικό ποίημα Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ που δημοσίευσε το 1581 και το οποίο αναφέρεται σε μια μάχη μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων στο τέλος της Πρώτης Σταυροφορίας κατά την πολιορκία της Ιερουσαλήμ το 1099. Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, το έργο του ήταν από τα πιο δημοφιλή στην Ευρώπη και θεωρείται ένα όψιμο έργο της ιταλικής Αναγέννησης και πρώτο δείγμα ύφους μπαρόκ στην λογοτεχνία. Αργότερα, το 1593, έγραψε το μικρότερης αξίας Κατακτημένη Ιερουσαλήμ.
Βιογραφία
Ο Τορκουάτο Τάσσο γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου του 1544 στο Σορρέντο της Καμπανίας. Ο πατέρας του, Μπερνάρντο (Bernardo Tasso), γόνος παλιάς οικογένειας από το Μπέργκαμο, ήταν στρατιωτικός, μυστικοσύμβουλος αυλικός και διπλωμάτης, αλλά και γνωστός ποιητής. Μητέρα του ήταν η Πόρτσια ντε Ρόσσι (Porzia de' Rossi). Ο πατέρας του ήταν στην στην υπηρεσία του πρίγκιπα Φερράντε Σανσεβερίνο (Ferrante Sanseverino) του Σαλέρνο ως γραμματέας επί πολλά έτη. Η μητέρα του συνδεόταν με τις πιο φημισμένες οικογένειες της Νάπολης. Το 1545 η οικογένεια μετακόμισε στο Σαλέρνο και το 1551 στη Νάπολη. Ο πρίγκιπας, έχοντας έρθει σε σύγκρουση με την ισπανική κυβέρνηση της Νάπολης, έχασε τα κληρονομικά δικαιώματά του και εξορίστηκε στη Γαλλία. Μαζί του εξορίστηκε και ο Μπερνάρντο, που το 1552 έφτασε με τον πρίγκιπα στο Παρίσι, ενώ η μητέρα του ποιητή μαζί με τον Τορκουάτο και την αδερφή του, Κορνηλία (Cornelia) επέστρεψαν από τη Νάπολη στο Σορρέντο. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε σε σχολείο Ιησουιτών, όπου εντυπωσίασε με την ευφυία και την θρησκευτικότητά του. Το 1554 ο Μπερνάρντο Τάσσο μετέβη στη Ρώμη, υπό την προστασία του πρίγκιπα Ιππολύτου Β' των Έστε (Ippolito d' Este) και επετράπη στον Τορκουάτο να τον ακολουθήσει. Το 1556 η μητέρα του Τορκουάτο πεθαίνει στο Σορρέντο και ο Μπερνάρντο μεταβαίνει στο Ουρμπίνο, στην υπηρεσία του δούκα Γκουιντομπάλντο Β' ντέλλα Ρόβερε (Guidobaldo della Rovere). Ο Τορκουάτο ακολούθησε τον πατέρα του τον επόμενο χρόνο στο Ουρμπίνο, όπου συνέχισε τις σπουδές του με φημισμένους ανθρωπιστές, πλάι στον διάδοχο του δούκα, Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε (Francesco Maria della Rovere). Η αδερφή του ποιητή, Κορνηλία, παντρεύεται στο Σορρέντο. Την ίδια χρονιά η ίδια κινδύνεψε από μία τουρκική επιδρομή στο Σορρέντο και υπήρξε ψευδής φήμη ότι είχε σκοτωθεί.
Το 1559 ο Μπερνάρντο μεταβαίνει στη Βενετία για να επιβλέπει την έκδοση του επικού ποιήματός του για τον μυθικό ιππότη "Αμαδι της Γαλατίας" (Amadigi) και ο Τορκουάτο τον ακολουθεί. Εκεί, ο νεαρός ποιητής κυκλοφορεί ανάμεσα στους λογοτεχνικούς κύκλους και ξεκινά τη συγγραφή του δικού του επικού ποιήματος με θέμα την Α' Σταυροφορία. Γρήγορα όμως το εγκαταλείπει προσωρινά για να γράψει τον Ρινάλντο (Rinaldo), ιπποτική μυθιστορία σε στίχους, κατά το πρότυπο των ποιημάτων του πατέρα του, ο οποίος την επόμενη χρονιά (1560) εκδίδει τον Amadigi. Ο Τορκουάτο αρχίζει νομικές σπουδές στην Πάντοβα, αλλά τον επόμενο χρόνο (1561) τις εγκαταλείπει για να σπουδάσει φιλοσοφία, ποίηση και ρητορική. Μελετά εντατικά την "Ποιητική" του Αριστοτέλη και επισκέπτεται την αυλή της Ελεονόρας ντ' Έστε στη Φερράρα, όπου ερωτεύεται την Λουκρητία Μπεντίντιο (Lucrezia Bendidio). Στο μεταξύ με τον Ρινάλντο είχε δείξει τέτοια πρωτοτυπία χειρισμού του θέματος στις λεπτομέρειές του, καθώς και τέτοιο επιτυχή συγκερασμό του κλασικού έπους και της ρομαντικής μυθιστορίας, που θεωρούνταν ήδη ως ο νέος ανερχόμενος αστέρας της ιταλικής ποίησης. Το 1562 εκδίδεται στη Βενετία ο "Ρινάλντο" από τον περήφανο πατέρα του νέου ποιητή. Ο Τάσσο τώρα γράφει ερωτικά ποιήματα για την Λουκρητία και ξαναρχίζει την σύνθεση του έπους του για την Α' Σταυροφορία. Την περίοδο αυτή τελειώνει το έργο του Discorsi dell' Arte Poetica και πηγαίνει για σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνιας, ενώ ο πατέρας του είναι στην υπηρεσία των Γκοντζάγκα στη Μάντοβα. Ο Τορκουάτο, επισκεπτόμενος τον πατέρα του στη Μάντοβα, ερωτεύεται την Λάουρα Πεπεράρα (Laura Peperara), για την οποία θα γράψει επίσης ερωτικά ποιήματα. Στο μεταξύ αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Μπολόνια, κατηγορούμενος ότι συνέθεσε μια βωμολοχική σάτιρα και καταφεύγει στην Πάντοβα υπό την προστασία του Λουίτζι Γκοντζάγκα (Luigi Gonzaga).
To 1565 αρχίζει μία νέα περίοδος στη ζωή του ποιητή, καθώς μπαίνει στην υπηρεσία του Καρδινάλιου Λουίτζι ντ' Έστε και επισκέπτεται τη Φερράρα, την αυλή του Αλφόνσο Β' των Έστε και των ανύπαντρων αδελφών του, Λουκρητίας και Λεονόρας, εκεί όπου στο μέλλον θα γνωρίσει στιγμές μεγάλης δόξας, αλλά και βασανιστικής απελπισίας. Το 1567 εκδίδει στην Πάντοβα το πρώτο βιβλίο του με ερωτικά ποιήματα, το Rimi de gli Accademici Eteri και τον ίδιο χρόνο μετακομίζει μόνιμα στη Φερράρα. Μέχρι το 1570 περίπου θα ζήσει τα πιο ευτυχισμένα χρόνια του στην Αυλή της Φερράρα, ως διάσημος ποιητής που ήταν το είδωλο των λογοτεχνικών κύκλων και γενικά μορφωμένων της εποχής, αλλά και περιβαλλόμενος από την αγάπη των δύο πριγκιπισσών (υπήρχε η φήμη ότι ήταν ερωτευμένος με την Λεονόρα). Ο θάνατος του πατέρα του το 1569 του προξενεί μεγάλη θλίψη. Το 1570 γράφει τα Concluzioni amorose επ' ευκαιρία των γάμων της Λουκρητίας ντ' Έστε και του Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε. Τον ίδιο χρόνο επισκέπτεται ως μέλος της ακολουθίας του Λουίτζι ντ' Έστε το Παρίσι, όπου συναντάται με τον Πιέρ ντε Ρονσάρ. Το 1572 ο ποιητής μπαίνει στην υπηρεσία του Δούκα Αλφόνσου Β' των Έστε και την επόμενη χρονιά επισκέπτεται μαζί του τη Ρώμη. Τον ίδιο χρόνο (1573) δημοσιεύεται το βουκολικό δράμα του "Αμύντας" (Aminta), που έχει καταπληκτική επιτυχία. Αρχίζει τη συγγραφή του έργου του "Γαλεάλτος, Βασιλιάς της Νορβηγίας" (Galealto, Re di Norvegia), μίας κλασικής τραγωδίας, την οποία θα επεξεργαστεί αργότερα δίνοντάς της τον τίτλο "Ο Βασιλιάς Τορισμόνδος" (Il Re Torrismondo).
To 1575 απαγγέλλει στον δούκα Αλφόνσο και την αδελφή του Λουκρητία, δούκισσα του Ουρμπίνο, αποσπάσματα από το έργο του για την Α' Σταυροφορία με τον τίτλο "Γοδεφρείδος" (Goffredo), που έχει μόλις ολοκληρώσει. Το έργο θα μετονομαστεί σύντομα από τον ποιητή σε Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ (Gerusalemme Liberata). Ορίζεται από τον δούκα Αυλικός Ιστοριογράφος. Αντί να σπεύσει να δημοσιεύσει το έργο του, αρχίζει να έχει σοβαρές επιφυλάξεις γι' αυτό, αποφασίζοντας να το θέσει επισήμως υπό την κρίση επιφανών κριτικών και διδασκάλων στην Ρώμη. Παράλληλα αρχίζει να έχει προστριβές, αληθινές ή φανταστικές, με τον δούκα Αλφόνσο και αισθάνεται μια αυξανόμενη πίεση από την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην Αυλή της Φερράρας. Το 1576 αναθεωρεί σημαντικά τμήματα της Απελευθερωμένης Ιερουσαλήμ. Σε έναν καβγά δέχεται την επίθεση ενός αυλικού και τραυματίζεται. Φεύγει τότε από τη Φερράρα για τη Μόντενα, όπου γράφει λυρικά ποιήματα και διαλόγους σε πεζό. Τον επόμενο χρόνο (1577) επιτρέπεται στον ποιητή να επιστρέψει στην Αυλή της Φερράρας, αλλά υποφέρει από νευρικές κρίσεις και μανία καταδιώξεως. Φοβούμενος ότι στο έργο του έχει υποπέσει σε αίρεση, το υποβάλλει υπό την κρίση της Ιεράς Εξέτασης, όπου απαλλάσσεται από κάθε υποψία. Θεωρώντας ότι κάποιος αυλικός τον κατασκόπευε, ο Τάσσο του επιτίθεται με εγχειρίδιο και τον τραυματίζει. Μετά το συμβάν αυτό φυλακίζεται για λίγο διάστημα. Βγαίνει από τη φυλακή, αλλά η κατάστασή του επιδεινώνεται και τίθεται σε κατ' οίκον περιορισμό σε μια μονή, από όπου δραπετεύει. Ταξιδεύει με ποιμενική περιβολή στο Σορρέντο, όπου αναγγέλει στην αδερφή του Κορνηλία τον θάνατό του. Μόλις αυτή λιποθυμά, της αποκαλύπτει ποιος είναι. Αφού αλλάζει διαμονή σε διάφορες πόλεις, στις οποίες γινόταν πάντα ευνοϊκά δεκτός, τελικά εγκαθίσταται τον Σεπτέμβριο του 1578 στο Τορίνο στον δούκα Εμανουέλε Φιλιμπέρτο (Emanuele Filiberto) της Σαβοΐας. Σε όλες τις μεγάλες οικογένειες του Τορίνου γίνεται δεκτός, εν μέρει από θαυμασμό, εν μέρει από συμπάθεια. Εκεί γράφει εκεί και άλλους διαλόγους σε πεζό. Δεν μπορούσε όμως να ζήσει μακριά από τη Φερράρα.
Το 1579 επιστρέφει στη Φερράρα επ' ευκαιρία των (τρίτων) γάμων του Αλφόνσου των Έστε και της Μαργκερίτα Γκοντζάγκα της Μάντουας. Εκεί όμως η ψυχική ασθένεια από την οποία έπασχε υποτροπίασε και τον Μάρτιο, μετά από ένα επεισόδιο που έγινε δημόσια στο δουκικό ανάκτορο κατά το οποίο ο ποιητής συμπεριφερόταν σαν παράφρονας, συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Ospedale di Sant' Anna (άσυλο της Αγίας Άννης). Στον ποιητή σταδιακά παραχωρήθηκε ελευθερία να γράφει και να δέχεται επισκέπτες. Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του κυκλοφόρησε στη Βενετία μία μη εγκεκριμένη από τον ίδιο μερική έκδοση της Απελευθερωμένης Ιερουσαλήμ (1580), ενώ τον επόμενο χρόνο (1581) μια άλλη πειρατική έκδοση όλου του έργου κυκλοφόρησε στην Πάρμα. Ακολούθησαν επτά επανεκδόσεις μέσα σε έξι μήνες, ενώ η πρώτη εγκεκριμένη έκδοση εκδόθηκε τον ίδιο χρόνο στη Φερράρα. Τα λυρικά και τα πεζά του εκδόθηκαν στο τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου στη Βενετία. Η σωματική και ψυχική υγεία του στο μεταξύ χειροτέρευσε και σε αυτό συνέτειναν οι εκδόσεις του έργου του που είχαν γίνει χωρίς την άδειά του. Μια δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση της Απελευθερωμένης Ιερουσαλήμ το 1583 προκάλεσε την έναρξη μιας ατελεύτητης λογοτεχνικής διαμάχης για το ποιος ποιητής είναι σημαντικότερος, ο Αριόστο ή ο Τάσσο. Το 1585 λέγεται φιλολογική επίθεση από δύο λογοτέχνες της Ακαδημίας della Crusca της Φλωρεντίας για την Ιερουσαλήμ, στους οποίους απαντά εγγράφως με ήρεμο και ευγενικό τόνο. Παίρνει εξιτήριο από το άσυλο το 1586 και τίθεται υπό την κηδεμονία του νεότερού του δούκα Βιτσέντσο Γκοντζάγκα (Vicenzo Gonzaga), πρίγκιπα της Μάντοβας. Στην Μάντοβα αποπερατώνει τον Τορρισμόνδο του. Επισκέπτεται συγγενείς στο Μπέργκαμο, όπου τον δέχονται με τιμές, και στη συνέχεια επιστρέφει στη Μάντοβα, αλλά φεύγει ενόψει της επίσκεψης του Αλφόνσου των Έστε. Φτάνει στη Ρώμη το 1587 μέσω της Μολόνιας και του Λορέτο. Όταν προσπαθεί να επιστρέψει στη Μάντουα ή την Φερράρα, ένα παπικό έδικτο του το απαγορεύει. Προσπαθεί να κερδίσει δικαστικά την περιουσία της μητέρας του που έχουν οικειοποιηθεί οι εξ αγχιστείας συγγενείς της αδελφής του, αλλά η προσπάθειά του αποτυγχάνει. Το 1588 μετά από βραχεία διαμονή στο μοναστήρι του Monte Oliveto κοντά στη Νάπολη γράφει το θρησκευτικό ποίημα Il Oliveto (Το Όρος των Ελαιών).
Τα επόμενα δύο χρόνια (1588-1590) ζούσε μεταξύ Νάπολης, Ρώμης, Φλωρεντίας και Μάντοβας. Παντού τον δέχονταν ευνοϊκά δούκες, πρίγκιπες, καρδινάλιοι, ακόμα και ο πάπας, αλλά ο Τάσσο δεν μπορούσε να μείνει πουθενά. Το 1590 επισκέπτεται τη Φλωρεντία, όπου γίνεται δεκτός με τιμές από την προηγουμένως εχθρική Accademia della Crusca. Ωστόσο η αίτηση του να γίνει δεκτός στην υπηρεσία του Φερδινάνδου των Μεδίκων (Ferdinando de' Medici) απορρίπτεται. Αρχίζει να ξαναγράφει εξαρχής την Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ, καταλήγοντας σε ένα εξολοκλήρου καινούργιο έργο την Κατακτημένη Ιερουσαλήμ (1592), απαλλαγμένο από κάθε αισθησιασμό και κατώτερης καλλιτεχνικής αξίας. Το 1591 συμφιλιώνεται με την οικογένεια των Γκοντσάγκα και του επιτρέπεται να ξαναγυρίσει στη Μάντοβα, ωστόσο μετά από σοβαρή ασθένεια επιστρέφει στη Ρώμη. Το 1592 επισκέπτεται τη Νάπολη, όπου δημιουργεί φιλίες με τον μελλοντικό βιογράφο του Τζαμπατίστα Μάνσο (Giambattista Manso) καθώς και με τον Τζαμπατίστα Μαρίνο (Giambattista Marino), που επρόκειτο να τον διαδεχθεί ως αυλικός ποιητής στη Φερράρα. Συγγράφει ένα επύλλιο για την Δημιουργία του Κόσμου κατά το πρότυπο της Γένεσης, το Il Mondo Creato (Ο Δημιουργημένος Κόσμος). To 1593 γράφει το Lagrime de Maria e Cristo (Τα Δάκρυα της Μαρίας και του Χριστού). Τον ίδιο χρόνο εκδίδεται η Κατακτημένη Ιερουσαλήμ στην Παβία και τον επόμενο τα Discorsi del poema eroica (Ομιλίες για την ηρωική ποίηση). Ο νέος Πάπας Κλήμης Η΄ προτίθεται να τον στέψει Δαφνοστεφή Ποιητή στο Καπιτώλιο της Ρώμης, ο Τάσσο όμως αρρωσταίνει ξαφνικά και μεταβαίνει στο μοναστήρι του Sant' Onofrio στο Τζανίκολο, λίγο έξω από τη Ρώμη. Εκεί πεθαίνει στις 25 Απριλίου 1595, σε ηλικία μόλις πενήντα ενός ετών.
Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ
Η Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ (ιταλικά Gerusalemme Liberata) είναι επικό ποίημα του Τορκουάτο Τάσσο, που αποτελεί και το σημαντικότερο έργο του. Θέμα του έχει την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ από τους πολεμιστές της Πρώτης Σταυροφορίας, καθώς και τα γεγονότα που προηγήθηκαν της αλώσεως της πόλης. Ο ποιητής αναπλάθει ελεύθερα τα γεγονότα, εισάγοντας πολλά φανταστικά πρόσωπα που συνυπάρχουν με τα ιστορικά, όπως ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν. Το έργο έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αναγεννησιακής ποίησης, που εκφράστηκε στην πληρότητά της από τον Μαινόμενο Ορλάνδο του Λουντοβίκο Αριόστο, αλλά ανήκει εξίσου και στην αμέσως επόμενη περίοδο της Αντιμεταρρύθμισης και του Μπαρόκ. Εμπνεόμενο από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου και κυρίως την Αινειάδα του Βιργιλίου, περιέχει εντούτοις πολλά λυρικά στοιχεία και σκηνές αισθησιακού περιεχομένου, ενώ βασικό ζήτημα που απασχολεί τον ποιητή είναι η διάσταση μεταξύ της χαράς της ζωής και του καθήκοντος. Σε αυτά τα τελευταία στοιχεία έγκειται και η μεγάλη επιτυχία που γνώρισε το έργο στο αναγνωστικό κοινό, αμέσως μόλις εκδόθηκε. Είναι γραμμένο στην παραδοσιακή ιταλική στροφή της οκτάβας (ottava rima) και χωρίζεται σε είκοσι άσματα (cantos) που περιέχουν εν συνόλω 15.336 ενδεκασύλλαβους στίχους. Το έργο στα ελληνικά ονομάζεται επίσης και Ελευθερωμένη ή Ελευθερωθείσα Ιερουσαλήμ ή ακόμα και Η ελευθέρωσις της Ιερουσαλήμ.
Με τες δροσιές επρόβαινε η αυγή χαριτωμένη
με μύρια της παράδεισος λουλούδια στολισμένη,
όταν μέσ’ στο στρατόπεδο, π’ άγρυπνο ετοιμαζότουν
βοή και αρμάτων ταραχή γύρω παντού απλωνότουν.
Και μόλις όλο της αυγής εφάνηκε τ’ αστέρι
οι σάλπιγγες χαρούμενες αντήχησαν στ’ αέρι.
Ο πολεμάρχος με γλυκούς τρόπους τους οδηγάει,
πότε τους βάνει χαλινό, πότε τους ακλουθάει.
Έργο πλιο δύσκολο, παρά κανείς να σταματήσει
το κύμα που σηκώνεται το βράχο να χτυπήσει,
ή στον βοριά ν’ αντισταθεί που τα βουνά κλονίζει,
και τα καράβια σύσσωμα στη θάλασσα βυθίζει.
Δεν θέλει την ολόθερμην ορμή τους να βαστάξει,
αλλ’ ενωμένοι να προβούν και με πολέμια τάξη.
Έχει καθένας τους φτερά στα πόδια, στην καρδία.
Τον κόπο δεν αισθάνονται κι εμπρός πετούν με βία·
κι όταν με αχτίνες φλογερές ο ήλιος ανεβαίνει
και τους αγρούς ανάβοντας χόρτα και ανθούς ξεραίνει,
ιδού την Ιερουσαλήμ ξανοίγουν εμπροστά τους,
ιδού στην Ιερουσαλήμ στρέφουν τα βλέμματά τους.
Την χαιρετούν ολόχαροι, με πόθο την κοιτάζουν
και μύρια στόματα μεμιάς «Ιερουσαλήμ» φωνάζουν.
Έτσι κι οι ναύτες, που στεριές αγνώριστες γυρεύουν
και μέσα σε άγρια σκοτεινά πέλαγα ταξιδεύουν
παλεύοντας με το βοριά και τη θαλασσοζάλη,
αν ξάφνω ο τόπος που ζητούν αγνάντια τους προβάλει,
τον χαιρετούν, όλοι σ’ αυτόν με την καρδιά πετιώνται,
και πλιο τες έρημες νυχτιές τους κόπους δε θυμώνται.
Αλλ’ η χαρά που έλαμψε στων Χριστιανών τα στήθη
αγάλια αγάλια εσβήστηκε κι άλλο αίσθημα εγεννήθη,
αγάπης, φόβου, σεβασμού, που τες καρδιές νικάει,
και πλέον κανείς τα βλέμματα να υψώσει δεν τολμάει
όπου για μας ένας Θεός έγινε μέγα θύμα
κι εθάφτη και ολοζώντανος εβγήκε από το μνήμα.
Στεναγμοί, λόγια θλιβερά και παραπονεμένα,
σημεία χαράς και δέησες, και δάκρυα πικραμένα
γύρω παντού σηκώνονται και δυνατά βουίζουν,
σαν όταν μέσα στα κλαδιά οι άνεμοι σφυρίζουν,
ή όταν βράχους κι έρημες ακρογιαλιές χτυπάει
η θάλασσα κι αφρίζοντας βραχνόφωνα βογγάει.
Γυμνοί τα πόδια προχωρούν όλοι μικροί μεγάλοι,
τα ολόχρυσα στολίσματα βγάνουν απ’ το κεφάλι,
και απ’ τες καρδιές τ’ ακάθαρτα πάθη που τες μολύνουν,
τες αμαρτίες ομολογούν και πικρά δάκρυα χύνουν.
«Το χώμα που το αίμα σου έβρεξε να φιλήσω,
Χριστέ μου, και με κλάματα θερμά να το ποτίσω·
τι στέκεις, παγωμένη μου καρδιά, κι εσείς τι αργείτε,
μάτια μου κακορίζικα, δυο βρύσες να γενείτε;
Συντρίψου, αχάριστη καρδιά, στο κρίμα βυθισμένη,
η κλάψα απαρηγόρητη κι αιώνια σε προσμένει».
Αλλ’ ο σκοπός, οπού ψηλά βρισκόμενος εθώρει
κι εξάνοιγε τες λαγκαδιές τριγύρου και τα όρη,
βλέπει μακριάθε φοβερή μαυρίλα να σιμώνει
σα σύγνεφο που μέσα του φωτιές και λάμψες χώνει·
έπειτα τ’ άρματα, θωρεί οπού το φως φλογίζει,
και τέλος άμετρους πεζούς κι άλογα ξεχωρίζει.
Κι ευθύς φωνάζει: «Ασκώνεται πολλή μαυρίλα πέρα,
ω, πώς απλώνεται γοργά και λάμπει στον αέρα!
Να, μας επλάκωσαν εχθροί, φθάνουν. Ετοιμασθείτε,
αδράξετ’ όλοι τ’ άρματα, στους τοίχους ανεβείτε».
Σέρνει βαρύτερη φωνή και λέει: «Καιρός δε μένει,
συμμαζωχθείτε γλήγορα, τρέξετε αρματωμένοι.
Να, έφθασαν· ο κορνιαχτός απλώνει, πλησιάζει
και σαν κατάχνια τρομερή τον ουρανό σκεπάζει».
Γέροι, γυναίκες, και παιδιά που δύναμη δεν έχουν,
για να σωθούν ολότρεμοι μεσ' στα τζαμιά τους τρέχουν·
οι άνδρες όλοι τ’ άρματα φουχτώνουν, και πηγαίνουν,
πολλοί στες πύλες, και πολλοί στους τοίχους ανεβαίνουν·
ο βασιλέας ακούραστος τρέχει παντού, θαρρύνει,
πολεμιστάδες και αρχηγούς, τες προσταγές του δίνει.
Και αφού τα πάντα επρόβλεψε σε ψηλό πύργο ανέβη,
που σε δυο πύλες μεταξύ τη χώρα προστατεύει,
όθεν στη μέση του στρατού βρισκόμενος εθώρει
από μακριά τες λαγκαδιές, τα πλάγια και τα όρη.
μτφρ. Ιούλιος Τυπάλδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου