ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ (17 Μαρτίου 1917-25 Απριλίου 1981)

Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στην Ελλάδα
ακολουθώντας το χυμένο αίμα το σπαταλημένο.
Αίμα σταλαματιές κυλάνε στάζουν κάτω στον Άδη.
Πέφτουν απάνω στους νεκρούς οι σκοτωμένοι
αλλάζουν θέση δεν ξυπνάνε.
Μόνο το χέρι τους υψώνεται και δείχνει τη μεριά που
περπατάνε οι δολοφόνοι.
Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα στους δολοφόνους. 



Ο Τάκης Σινόπουλος με τον Στρατή Τσίρκα στο Λονδίνο, όπου το 1975 συμμετείχαν στις εκδηλώσεις του Ελληνικού Μήνα. http://www.greek-language.gr/
Ο Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε στην Αγουλινίτσα Ηλείας, πρωτότοκος γιος του φιλολόγου Γιώργου Σινόπουλου και της Ρούσας - Βενέτας το γένος Αργυροπούλου και βαφτίστηκε Πάικος. Το 1920 η οικογένεια Σινόπουλου εγκαταστάθηκε στον Πύργο Ηλείας. Εκεί γεννήθηκαν ο αδερφός του ποιητή Νούλης (Αθανάσιος) και οι δίδυμοι Παύλος και Μαρία. Στον Πύργο ο Σινόπουλος πέρασε τα μαθητικά του χρόνια και το 1934 έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει ιατρική. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δημοσίευσε ποιήματα, πεζά, κριτικά σημειώματα και μεταφράσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και της επαρχίας. Το 1941 επιστρατεύτηκε ως λοχίας υγειονομικού. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις, συνέχισε να γράφει και να δημοσιεύει μεταφράσεις και ποιήματα, φυλακίστηκε από τους ιταλούς ως αντιστασιακός (1942) και πήρε το πτυχίο του από την Ιατρική Σχολή (1944). Στον Εμφύλιο πήρε μέρος ως γιατρός του πεζικού και παρέμεινε για δυο χρόνια (1946-1947) με το τάγμα του σ’ ένα χωριό έξω από την Καλαμπάκα. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1948 και από το 1949 άσκησε για πολλά χρόνια το ιατρικό επάγγελμα. Πέθανε στο Πύργο Ηλείας.
..............

Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ
Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.

Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.


ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ
Λάμψε ήλιε

πανύψηλε της προπατορικής Ελλάδας, λάμψε εδώ·
σε τούτη τη στιφή αγκαλιά
της στάχτης. Λαβωμένο φως
να λούσει τη θρησκεία του σώματος
και την πικρή σου ανάμνηση, ήλιε.
‘Ηλιε βασάνισε τον ισκιερό κατήφορό της,
όπου πυρώνουν δόντια της παραφοράς,
όπου αναζούν οι καθαρές
κινήσεις των μαστών των πράσινων,
στην περιφέρεια του αδυσώπητου
φιλιού, στον κύκλο αυτής της τρομερής
γυμνότητας.
Λάμψε ήλιε των νεκρών
ποιητών.
Αχτιδοφόρος ήλιος της Ελλάδας είναι τώρα εδώ,
στον πείσμονα αρνητή της μαρτυρίας του χρόνου,
στον ηττημένο από τη μέθη του κακού
παραμυθιού. Πάνω στα κέρδη λάμπει τα πολύτιμα,
πάρα πολύ πικρά, που δεν υπάρχουν. ‘Ηλιε,
λάμψε ήλιε της φανταστικής
Ελλάδας, η πολυάνεμη,
η κόμη αυτή πολυάνεμη που κατεβαίνει ως τις ρωγμές
του σώματος βαθύσκιωτη ανεμίζοντας,
σκεπάζει ένα κεφάλι λευτεριάς
κι’ οδύνης. Ω, καθάρισε
της ανηφορικής Ελλάδας ήλιε,
την άμπωτη τη σκοτεινή της νύχτας του αίματος,
τις ανεξήγητες φωνές των προπατόρων,
ω του θανάτου αχτίδα αστραφτερή
στέμμα βαρύ της μνήμης μου ήλιε,
πάνω σ’ αυτό το σώμα που μονάχο αμύνεται,
χλοερές κοιλότητες μα πέτρινα
τα μέλη, αστείρευτοι οι μηροί.
Λάμψε ήλιε της νεκρής Ελένης.
Η σάρκα αποχαιρέτησε την έκσταση.
Αιώνια κύματα σαρώνουν την ασήκωτη καρδιά.
Σώμα έρημο περίλυπο μέσα στην κάψα του ήλιου·
κι’ εδώ στα δώματα η κραυγή μυρίζει ακόμα
τον έρωτα. Γαρύφαλλα, γαρύφαλλα
κηρύχνουν άλλη μια φορά μια ματωμένη ανάσταση.
Το πρόσωπο - αίνιγμα του πάθους ξαναγύρισε.
‘Ηλιε,
λάμψε ήλιε των μηρών των ξάστερων
της ζωντανής Ελένης, ω
μετέωρο πνεύμα, δικαιοσύνη του φωτός
πυρπόλησε το κέντρο το νωπό των τρομερών κοιλάδων
κι’ ας ζήσει μόνο ο λόγος ο γυμνός
που ξέρει
ποιες παραισθήσεις ποια όνειρα ποιες αναμνήσεις αθεράπευτες
ποια δίψα μ’ έφερε ως εδώ,
τον έρωτα να δέσω και το ποίημα τούτο το παράφορο
με την νεκρήν Ελένη.


ΑΝ
Απ’ το πρωί ο άνεμος ξεκάρφωνε τον ουρανό.

Απ’ το πρωί ο ήλιος κάπνιζε
ανάμεσα στα ερείπια.
Αν το πρόσωπό σου, το πρόσωπο ασπίδα. Και το σύν-
νεφο εκείνο κι ο τόπος τοπίο, και τα μάτια σου στρέ-
φοντας ξαφνικά δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που
κοίταζαν λίγο πιο πριν.
Αν το χέρι σου ήταν.
Αν τα μάτια σου.
Αν το χέρι σου.
Αν η λέξη που πήγες να πεις.
Λοιπόν όλη τη μέρα ο άνεμος.
Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου.

Ιωάννα (απόσπασμα)
Ο τοίχος ήτανε βαρύς άσπρος κάτω τ΄ αυλάκι

με το χορτάρι και το βρώμικο νερό κι απάνω
κοντά στο φοβερό καζάνι με τη σκοτεινή φωτιά
καθόταν η Ιωάννα. Πίσω σάλευαν αλλόκοτες
κι όμορφες σκιές. Μια μια περνούσε 
μπροστά κι Αυτή με τη βαριά κουτάλα
εβούταγε κι εμοίραζεν αμίλητη. Ο αγέρας
πηχτός ακινητούσε ολόγυρα. Καμιά κραυγή
δεν έσκιζε το λασπωμένο φως μονάχα
ο αβέβαιος ψίθυρος από τις σκιές που πλήθαιναν
ολοένα και γιομίζανε το χώρο εκείνο.
Κι εγώ ήμουνα στο δρόμο. Που τον γνώρισα

το δρόμο αυτό κι ανατριχιάζω τώρα
που επήξανε μέσα μου ασάλευτες οι μνήμες;
Την κοίταγα βαθιά κι αχόρταγα μα Εκείνη
βασανισμένη από μια θλίψη ολότελα θανάσιμη
δεν ένιωθε δεν πρόσεχε κι όσο κι αν αγωνιζόμουν
ποτέ το βλέμμα μου δεν έσμιξε το βλέμμα της
το καυτερό. Τριγύρα στάλαζε αγωνία πηχτή
κι αιώνια. Ξάφνου - πόσος πέρασε καιρός;
τα χείλη της σαλέψανε κι άκουσα σα να γύρισα
σε χρόνια βυθισμένα μέσα σε τόσες καταχνιές
μουρμουριστή βαθιά όλο πάθος τη φωνή της:
Φίλε μου κοίταξε τη ζωή μοιράζω με τα χέρια μου
στις σκιές τη ζωή που ζώντας την εζύγιασα
στην πλάστιγγα και βάραινε στο μέρος της φθοράς.
Ετσι μίλησε κι όρμησαν φρικιαστικές μέσα μου οι μνήμες.
Ομως παράξενο τα μάτια της δεν κοίταγαν εμένα
μόνο πέφτανε δίπλα μου σαν νάταν κάποιος άλλος
κι εκείνον έκραζε με τέτοια σκοτεινή λαχτάρα: Φίλε.
Ωστόσο τίποτα δεν σάλεψε μες στην σιγή. Καμιά
δεν έφθασεν απόκριση για Εκείνη. Τότε γύρισα
με δύναμη να ιδώ ποιος ήταν που δε μίλησε.
Κανείς. Μήτε ίσκιος, μήτε σώμα δε φαινόταν.
Ο δρόμος έρημος εγώ καταμεσής. Η Ιωάννα
τυραννισμένη από έναν πόνο οξύ είχε σκύψει το κεφάλι
κι εβούταγε κι εμοίραζε κι οι σκιές
πληθαίνανε και προχωρούσανε και διάβαιναν
αδιάκοπα μπροστά της.
Ξάφνου αναπάντεχα σαν από μιαν αόρατη θύρα

πρόβαλε ο εφιάλτης του παλιού καιρού η φριχτή της μάνα
με τα φαρμακερά στενά και ρουφηγμένα χείλη
μυξιάρα ζαρωμένη κι άπλυτη καθώς συνήθιζε
κι έσκυψε πάνω απ΄ το κορμί της Ιωάννας και την κοίταγε
καθώς εκοίταγε άπληστα το καθετί. Και τότε
τρομάζοντας βαθιά και σκοτεινά φώναξα: Ιωάννα
Ιωάννα στρίψε τα μάτια σου τα οδυνηρά σε μένα.
Δεν άκουσε. Δεν γύρισε. Κι όταν απαυδισμένος 
δοκίμασα να κράξω πάλε Ιωάννα δεν επρόφτασα.
Μεμιάς σκοτείδιασε και μες στο σκότος σβήσαν όλα
κι η Ιωάννα βρέθηκε στο δρόμο και κοντά της
ένα υποκείμενο ξεφύτρωσε που κάπου τόχα ιδεί
κάποτε που τριγύριζα σε συνοικίες φονιάδων
με μούτρο πράσινο και μαύρα λιγδερά μαλλιά.
Πέρασαν δίπλα μου τα μάτια μου γυρέψανε
τα μάτια της. Δεν έστριψεν η θλίψη ολοένα
και πιο βαθιά χαράκωνε το χλωμό πρόσωπό της.
Η νύχτα έπεφτε γύρα εφιαλτική κι όταν εφτάσανε
στου δρόμου την καμπή φάνηκε κάποιος τρίτος
-κάπου τον ήξερα κι αυτόν έμοιαζε καταδότης.
Τη βάλανε στη μέση και προχώραγαν και ξάφνου
καθώς ένα βαθύ μαύρο φτιασιδωμένο φως ερχόταν
από ψηλά και χύνονταν απάνω τους η Ιωάννα
ξάφνου σωριάστηκε μα πάλε αρπάχτηκε βαριά
στον ένα απάνου κι ύστερα ρυτιδωμένη ρυπαρή
κουβάρι μαύρο ολόμαυρο χωρίς ποδάρια πιά
με δύο ξύλινα δεκανίκια τρίκλιζε και προχωρούσε
μες στο πηχτό σκοτάδι εκεί που έστριβε ο δρόμος.
Και τότες έκραξα δε βάσταξα με τρομερή κραυγή:
Ιωάννα! και σφάλιξαν τα μάτια μου κι ο νους μου θόλωσε
κι όταν πια ο αγέρας με συνέφερε που εφύσαγε
πρώτη φορά πάνω στη γη τόσο ταχύς και διάφανος
ένα αγνό φως χλιαρό βαλσαμικό στάλαζε εντός μου
βοτάνι μαγικό για μια θανατερήν αρρώστια.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου