Α! ναι, ξέχασα να σου πω, πως τα στάχυα
είναι χρυσά κι απέραντα, γιατί σ’ αγαπώ.
Τάσος Λειβαδίτης
Μινωϊκό Χρυσό σκουλαρίκι της βασιλικής νεκροπομπής των Μαλίων, στο Χρυσόλακκο, που παριστάνει δύο αντικριστές σφήκες.
Γιάννης Αγγελάκας -Ό,τι σου άξιζε…
Με σκαλίζεις σαν ξερό χωράφι
Κι ό,τι σάπιο κι άχρηστο βρίσκεις το αγαπάς
Το χρυσάφι μου το πετάς στα σκουπίδια
Αναλογίζομαι την ώρα που θα φεύγεις
Νομίζοντας πως πήρες ό,τι ήθελες να πάρεις
Δίχως ποτέ να σου περάσει απ’ το μυαλό
Πως πήρες ό,τι σου άξιζε να πάρεις
Μυκηναϊκός πολιτισμός - Χρυσό δαχτυλίδι που βρέθηκε σε τάφο στην Τίρυνθα. Κατασκευασμένο το 1400 π.Χ. με την τεχνική ρεπουσσέ. Ζωόμορφοι προσκυνητές προσφέρουν αναθήματα σε μία καθιστή θεότητα. Η παράσταση αποδίδεται με εξαιρετική λεπτομέρεια.
Αρης Αλεξάνδρου - Κτήμα φυλακής
Κάθε αυγή και κάθε δύση
μαζεύω το χρυσάφι τ’ ουρανού
και το σφραγίζω
σε προφίλ
με το πραγματικό
τ’ αληθινό μου
πρόσωπο.
Με την ελευθερία μου
ένα χρυσάφι μη δεκτόν παρά τοις εμπόροις
πληρώνω κάθε νύχτα
το πρόσκαιρό μου
κτήμα τάφου.
Κάθε αυγή και κάθε δύση
μαζεύω το χρυσάφι τ’ ουρανού
και το σφραγίζω
σε προφίλ
με το πραγματικό
τ’ αληθινό μου
πρόσωπο.
Με την ελευθερία μου
ένα χρυσάφι μη δεκτόν παρά τοις εμπόροις
πληρώνω κάθε νύχτα
το πρόσκαιρό μου
κτήμα τάφου.
Μυκηναϊκός πολιτισμός Περίαπτο με γυναικεία μορφή. Είναι κατασκευασμένο από χρυσό με την τεχνική της κοκκίδωσης. Του 14ου αι. π.Χ. Βρέθηκε σε τάφο των Μυκηνών, φιλοξενείται στο Αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας
Οι Κολχίδες
α΄ ποίημα
- Αρμάτωσα τό μυθικό καράβι γιά ταξίδι
- θεόταχτο καί πορφυρά πανιά άπλωσα καί η πλώρη
- τίς στοιχιωμένες θάλασσες χαράκωνε καί γύρω
- στήν κουπαστή κυκλόφεγγαν οι χάλκινες ασπίδες.
- Αρμένιζα γι' απάτητες Κολχίδες καί είχα τάμα
- ν' αρπάξω τή χρυσή προβιά τού Φρίξου από τό Δράκο,
- μέσ' απ' τό χνώτο τής φωτιάς. Κι αψήφισα φουρτούνες,
- τίς Συμπληγάδες τίς κακές, πίβουλες λάμιες κι όρνια,
- καί σέ ακρογιάλι αξόρκιστο τή φυκιωμένη τέλος
- άραξα Αργώ. Κι αντίκρυσα τό μαγικό χρυσάφι
- μέσ' σέ ρουμάνι σκιαδερό καί γύρω του βιγλίζαν
- άγρυπνα τέρατα, στρυφνά μυστήρια. Καί βοήθεια
- λαχτάρησα−κι ώ! στό βαθύ τού Αιήτη τό παλάτι
- τά τραγικά νά μέ κοιτούν τής Μήδειας είδα μάτια!
Η περίφημη χρυσή μάσκα του Αγαμέμνονα. Πιθανόν το πιο αναγνωρίσιμο παγκοσμίως έργο με την τεχνική ρεπουσσέ. Βρέθηκε σε μυκηναϊκό τάφο (1600 π.Χ.) Από τα γνωστότερα εκθέματα του Αρχαιολογικού μουσείου της Αθήνας.
Νικηφόρος Βρεττάκος - Ο Αγρός των λέξεων
Όπως η μέλισσα γύρω από ένα άγριο
λουλούδι, όμοια κ' εγώ. Τριγυρίζω
διαρκώς γύρω απ' τη λέξη.
Ευχαριστώ τις μακριές σειρές
των προγόνων, που δούλεψαν τη φωνή,
την τεμαχίσαν σε κρίκους, την κάμαν
νοήματα, τη σφυρηλάτησαν όπως
το χρυσάφι οι μεταλλουργοί κ' έγινε
Όμηροι, Αισχύλοι, Ευαγγέλια
κι άλλα κοσμήματα.
Με το νήμα
των λέξεων, αυτόν το χρυσό
του χρυσού, που βγαίνει απ' τα βάθη
της καρδιάς μου, συνδέομαι" συμμετέχω
στον κόσμο.
Σκεφτείτε:
Είπα και έγραψα, «Αγαπώ».
http://www.myriobiblos.gr/
Όπως η μέλισσα γύρω από ένα άγριο
λουλούδι, όμοια κ' εγώ. Τριγυρίζω
διαρκώς γύρω απ' τη λέξη.
Ευχαριστώ τις μακριές σειρές
των προγόνων, που δούλεψαν τη φωνή,
την τεμαχίσαν σε κρίκους, την κάμαν
νοήματα, τη σφυρηλάτησαν όπως
το χρυσάφι οι μεταλλουργοί κ' έγινε
Όμηροι, Αισχύλοι, Ευαγγέλια
κι άλλα κοσμήματα.
Με το νήμα
των λέξεων, αυτόν το χρυσό
του χρυσού, που βγαίνει απ' τα βάθη
της καρδιάς μου, συνδέομαι" συμμετέχω
στον κόσμο.
Σκεφτείτε:
Είπα και έγραψα, «Αγαπώ».
http://www.myriobiblos.gr/
Διάδημα με έκτυπη διακόσμηση Τάφος ΙΙΙ ταφικού κύκλου Α
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Mário de Sá-Carneiro - Η πτώση
Κι εγώ που είμαι βασιλιάς σ’ αυτήν την αταξία,
Εγώ, που ’μαι κυκλώνας, ποθώ να τη διορθώσω
Γυρίζω ώσπου να φύγω... Μου ξεγλιστράνε ωστόσο
Όλα μες την αχλή και μες στην υπνηλία.
Στα χέρια μου αν πέσει ψήγμα από χρυσό,
Γίνεται αμέσως ευτελές... το ρίχνω παραπέρα…
Πεθαίνω από τη χλεύη μου προς κάθε θησαυρό,
Πεθαίνω λόγω στέρησης, που παραπήρα αέρα.
Το χρώμα με λαμπρύνει, λόγω λιποθυμίας,
Τα χέρια τείνω από καρδιάς – τη σύσπασή τους δε νικώ!...
Και με περνώ από κόσκινο– σκέτο μηδενικό..
Ακόμη όμως με δονεί το φως της αγωνίας.
Να με νικήσω ατύχησα, να συντριβώ είμαι ικανός,
–Πτώση και νίκη ενίοτε το ίδιο είναι γεγονός–
Και όπως είμαι ακόμη φως, γοργά πισωπατώ,
Κορώνω μέχρι τέλους, με ιδανική οργή:
Κοιτώ τον πάγο αφ’ υψηλού, στον πάγο αυτό θε να ριχτώ...
.....................................................................................
Έπεσα...
Και μόνος απομένω, στον εαυτό μου πάνω έχοντας συντριβεί!...
Κι εγώ που είμαι βασιλιάς σ’ αυτήν την αταξία,
Εγώ, που ’μαι κυκλώνας, ποθώ να τη διορθώσω
Γυρίζω ώσπου να φύγω... Μου ξεγλιστράνε ωστόσο
Όλα μες την αχλή και μες στην υπνηλία.
Στα χέρια μου αν πέσει ψήγμα από χρυσό,
Γίνεται αμέσως ευτελές... το ρίχνω παραπέρα…
Πεθαίνω από τη χλεύη μου προς κάθε θησαυρό,
Πεθαίνω λόγω στέρησης, που παραπήρα αέρα.
Το χρώμα με λαμπρύνει, λόγω λιποθυμίας,
Τα χέρια τείνω από καρδιάς – τη σύσπασή τους δε νικώ!...
Και με περνώ από κόσκινο– σκέτο μηδενικό..
Ακόμη όμως με δονεί το φως της αγωνίας.
Να με νικήσω ατύχησα, να συντριβώ είμαι ικανός,
–Πτώση και νίκη ενίοτε το ίδιο είναι γεγονός–
Και όπως είμαι ακόμη φως, γοργά πισωπατώ,
Κορώνω μέχρι τέλους, με ιδανική οργή:
Κοιτώ τον πάγο αφ’ υψηλού, στον πάγο αυτό θε να ριχτώ...
.....................................................................................
Έπεσα...
Και μόνος απομένω, στον εαυτό μου πάνω έχοντας συντριβεί!...
Από τη συλλογή Dispersão (Διασπορά). Ποίημα γραμμένο στο Παρίσι το 1913.
PAUL CELAN - Άσμα θανάτου/Φούγκα
Μαύρο γάλα της αυγής πίνουμε το βράδυ
το πίνουμε το μεσημέρι και το πρωί το πίνουμε το
πίνουμε τη νύχτα
πίνουμε και πίνουμε
φτυαρίζουμε έναν τάφο στους αιθέρες εκεί που άνετα
ξαπλώνεις
Ένας άνδρας μένει στο σπίτι παίζει με τα φίδια
γράφει
γράφει σαν σκοτεινιάζει στη Γερμανία τα χρυσά σου
μαλλιά Μαργαρίτα
το γράφει και βγαίνει απ’ το σπίτι και λάμπουν
τ’αστέρια
καλεί αυτός σφυρίζοντας τους Εβραίους του μπροστά
του τους βάζει να φτυαρίσουν έναν τάφο στη γη
μας προστάζει παίξτε τώρα για τον χορό
Μαύρο γάλα της αυγής πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το πρωί και το μεσημέρι σε πίνουμε
το βράδυ
πίνουμε και πίνουμε
Ένας άνδρας μένει στο σπίτι παίζει με τα φίδια
γράφει
γράφει σαν σκοτεινιάζει στη Γερμανία τα χρυσά σου
μαλλιά Μαργαρίτα
Τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτιδα φτυαρίζουμε έναν
τάφο στους αιθέρες εκεί που άνετα ξαπλώνεις
Φωνάζει αυτός σκάψτε βαθύτερα στο χώμα εσείς οι
άλλοι τραγουδήστε και παίξτε
Πιάνει το σιδερικό στη ζώνη το κουνά τα μάτια του
είναι γαλάζια
βαθύτερα βάλτε εσείς τα φτυάρια εσείς οι άλλοι
παίξτε συνέχεια για τον χορό
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το μεσημέρι και το πρωί σε πίνουμε το
βράδυ
πίνουμε και πίνουμε
Ένας άνδρας μένει στο σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά
Μαργαρίτα
Τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτιδα αυτός παίζει με
τα φίδια
Φωνάζει παίξτε πιο γλυκά τον θάνατο ένας
Πρωτομάστορας είναι ο θάνατος στη Γερμανία
Φωνάζει παίξτε πιο μπάσα τα βιολιά μετά ανεβείτε
σαν καπνός στον αιθέρα
να ‘χετε στα σύννεφα έναν τάφο εκεί που άνετα
ξαπλώνεις
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το μεσημέρι ο θάνατος ένας Πρωτομάστορας
από τη Γερμανία είναι
σε πίνουμε το βράδυ και το πρωί πίνουμε και πίνουμε
ο θάνατος είναι ένας Πρωτομάστορας από τη Γερμανία
το μάτι του είναι γαλάζιο
ένας άνδρας μένει στο σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά
Μαργαρίτα
ξεσηκώνει τα σκυλιά του εναντίον μας μάς χαρίχει
έναν τάφο στον αιθέρα παίζει με τα φίδια του και
ονειρεύεται ο θάνατος είναι ένας Πρωτομάστορας από
τη Γερμανία
τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτιδα
Απόδοση στα ελληνικά: Μαριγώ Αλεξοπούλου
Ο έρωτας είναι ο ζητιάνος τού χρόνου, αλλά μία μόνο ώρα,
φωτεινή σαν νεόκοπο νόμισμα, κάνει τον έρωτα πλούσιο.
Είμαστε μια ώρα μαζί εδώ, δεν την ξοδεύουμε όμως για λουλούδια ή κρασί,
αλλά για ολόκληρο τον καλοκαιρινό ουρανό
και το χορτάρι για στρώμα.
Για χιλιάδες δευτερόλεπτα φιλιόμαστε ∙ τα μαλλιά σου
θησαυρός πάνω στο χώμα ∙ το φωτεινό άγγιγμα τού Μίδα
μετατρέπει τα μέλη σου σε χρυσάφι.
Ο χρόνος κυλάει αργά, γιατί εδώ είμαστε εκατομμυριούχοι,
καλοπιάνοντας τη νύχτα, έτσι ώστε τίποτα σκοτεινό
να μη βάλει τέλος στη λαμπερή μας ώρα,
κανένα διαμάντι να μη φωτίσει το φλέμα τού κούκου
που κρέμεται από το χορτάρι στο αυτί σου,
κανένας πολυέλαιος ή προβολέας να μη σε δει
καλύτερα φωτισμένη απ' ότι τώρα εδώ.
Ο χρόνος απεχθάνεται τον έρωτα,
θέλει τον έρωτα φτωχό ∙ αλλά ο έρωτας υφαίνει
χρυσάφι, χρυσάφι, χρυσάφι από άχυρο.
(Μεταφραστική δοκιμή: Νίκος Λάζαρης)
Hilda Doolittle - Adonis
1.
Each of us like you
has died once,
has passed through drift of wood-leaves,
cracked and bent
and tortured and unbent
in the winter-frost,
the burnt into gold points,
lighted afresh,
crisp amber, scales of gold-leaf,
gold turned and re-welded
in the sun;
each of us like you
has died once,
each of us has crossed an old wood-path
and found the winter-leaves
so golden in the sun-fire
that even the live wood-flowers
were dark.
2.
Not the gold on the temple-front
where you stand
is as gold as this,
not the gold that fastens your sandals,
nor thee gold reft
through your chiselled locks,
is as gold as this last year's leaf,
not all the gold hammered and wrought
and beaten
on your lover's face.
brow and bare breast
is as golden as this:
each of us like you
has died once,
each of us like you
stands apart, like you
fit to be worshipped.
1.
Each of us like you
has died once,
has passed through drift of wood-leaves,
cracked and bent
and tortured and unbent
in the winter-frost,
the burnt into gold points,
lighted afresh,
crisp amber, scales of gold-leaf,
gold turned and re-welded
in the sun;
each of us like you
has died once,
each of us has crossed an old wood-path
and found the winter-leaves
so golden in the sun-fire
that even the live wood-flowers
were dark.
2.
Not the gold on the temple-front
where you stand
is as gold as this,
not the gold that fastens your sandals,
nor thee gold reft
through your chiselled locks,
is as gold as this last year's leaf,
not all the gold hammered and wrought
and beaten
on your lover's face.
brow and bare breast
is as golden as this:
each of us like you
has died once,
each of us like you
stands apart, like you
fit to be worshipped.
Αργυρό ρυτό με επίχρυσα κέρατα και χρυσές ενθέσεις
Τάφος ΙΙΙ κύκλου Α ( Μινωϊκό)
1.
Ο καθένας από εμάς όπως κι εσύ
Πέθανε κάποτε,
Έχει περάσει ανάμεσα απ' τον σωρό με τις φυλλωσιές του δάσους,
εκείνες τις φθαρτές και λυγισμένες,
τις βασανισμένες και αλύγιστες στο ψύχος του χειμώνα
με την φλόγα απ' το χρυσάφι
να λάμπει ξανά,
το τραχύ κεχριμπάρι, οι ζυγοί των χρυσόφυλλων
να γίνονται χρυσός στο φως του ήλιου
ο καθένας από εμάς όπως κι εσύ
πέθανε κάποτε,
ο καθένας από εμάς έχει διασχίσει ένα παλιό μονοπάτι στο δάσος
και βρήκε τα φύλλα του χειμώνα
πολύ χρυσαφένια από την φλόγα του ήλιου
που έκανε ακόμα και τα ζωντανά άνθη του δάσους
να φαίνονται τόσο σκοτεινά.
2.
Ούτε ο χρυσός στην πύλη του ναού
είναι τόσο χρυσός όσο αυτά
ούτε ο χρυσός που κοσμεί τα σανδάλια σου
ούτε το χρυσό μέταλλο
που λάξευσε τις κλειδαριές σου
είναι τόσο χρυσό όσο το κιτρινισμένο φύλλο
ούτε όλο το χρυσάφι που σφυρηλατήθηκε και κατεργάσθη
και σμιλέφθηκε στο πρόσωπο της αγαπημένης σου,
ούτε το μέτωπο και το γυμνό στήθος
είναι τόσο χρυσό όσο αυτό.
Ο καθένας από εμάς όπως κι εσύ
πέθανε κάποτε,
ο καθένας όπως κι εσύ
στέκεται στην άκρη, όπως εσύ
για να γίνει αντικείμενο λατρείας.
μτφ. Γιώργος Χαφιάν
Χρυσό έλασμα με έκτυπη διακόσμηση
Οδυσσέας Ελύτης…Το χρυσό κλειδί
Εσείς του κόσμου οι σοφοί
για δώστε απάντηση σωστή.
Ποιος έχει το χρυσό κλειδί
όπου ανοίγουν οι ουρανοί;
Ένα κορίτσι το ‘χει
κι όποιος κι αν το παρακαλεί,
όχι του λέει όχι.
Βρε κορίτσι, βρε κορίτσι
μια ζωή την έχουμε.
Άνοιξέ μας άνοιξέ μας
άλλο δεν αντέχουμε.
Μάγισσες ρίχτε χαρτιά
και μελετήστε τα καλά.
Ποιος έχει το χρυσό κλειδί
όπου ανοίγουν οι ουρανοί;
Ένα κορίτσι το ‘χει
κι όποιος κι αν το παρακαλεί,
όχι του λέει όχι.
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.
Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούντζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;
Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.
Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.
Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.
Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.
Αζά καν ελκαλάμ μιν φάντα, ασσουκούτ μιν ζαχάμπ.
ΑΡΑΒΙΚΗ ΠΑΡΟΙΜΙΑ
«Είναι χρυσός η σιωπή και άργυρος ο λόγος.»
Τις βέβηλος προέφερε τοιαύτην βλασφημίαν;
τις χαυνωθείς Ασιανός παραιτηθείς εις μοίραν
τυφλήν, βωβήν, τυφλός, βωβός; Ποίος οικτρός παράφρων
ξένος τη ανθρωπότητι, την αρετήν υβρίζων,
χίμαιραν είπε την ψυχήν, και άργυρον τον λόγον;
Το μόνον μας θεοπρεπές δώρημα, περιέχον
τα πάντα - ενθουσιασμόν, λύπην, χαράν, αγάπην·
εν τη ζωώδει φύσει μας ανθρώπινον το μόνον!
Συ όστις τον αποκαλείς άργυρον, δεν πιστεύεις
το μέλλον, λύον την σιγήν, μυστηριώδες ρήμα.
Συ εν σοφία δεν τρυφείς, πρόοδος δεν σε θέλγει·
με την αμάθειαν - χρυσήν σιγήν - ευχαριστείσαι.
Νοσείς. Είν' η αναίσθητος σιγή βαρεία νόσος,
ενώ ο Λόγος ο θερμός, ο συμπαθής, υγεία.
Σκιά και νυξ είν' η Σιγή· ο Λόγος, η ημέρα.
Ο Λόγος είν' αλήθεια, ζωή, αθανασία.
Λαλήσωμεν, λαλήσωμεν - σιγή δεν μας αρμόζει
αφού εις το ομοίωμα επλάσθημεν του Λόγου.
Λαλήσωμεν λαλήσωμεν - αφού λαλεί εντός μας
η θεία σκέψις, της ψυχής άυλος ομιλία.
Ξύλινη εξαγωνική πυξίδα με χρυσά ελάσματα. Μυκήνες, 16ος αι. π.Χ. Τα τοιχώματα της πυξίδας διακοσμούνται με επαναλαμβανόμενα θέματα: κυνήγι ελαφιού ή ζαρκαδιού από λιοντάρι μέσα σε τοπίο με φοινικόδεντρα, και σπείρες.
«Είναι χρυσός η σιωπή και άργυρος ο λόγος.»
Τις βέβηλος προέφερε τοιαύτην βλασφημίαν;
τις χαυνωθείς Ασιανός παραιτηθείς εις μοίραν
τυφλήν, βωβήν, τυφλός, βωβός; Ποίος οικτρός παράφρων
ξένος τη ανθρωπότητι, την αρετήν υβρίζων,
χίμαιραν είπε την ψυχήν, και άργυρον τον λόγον;
Το μόνον μας θεοπρεπές δώρημα, περιέχον
τα πάντα - ενθουσιασμόν, λύπην, χαράν, αγάπην·
εν τη ζωώδει φύσει μας ανθρώπινον το μόνον!
Συ όστις τον αποκαλείς άργυρον, δεν πιστεύεις
το μέλλον, λύον την σιγήν, μυστηριώδες ρήμα.
Συ εν σοφία δεν τρυφείς, πρόοδος δεν σε θέλγει·
με την αμάθειαν - χρυσήν σιγήν - ευχαριστείσαι.
Νοσείς. Είν' η αναίσθητος σιγή βαρεία νόσος,
ενώ ο Λόγος ο θερμός, ο συμπαθής, υγεία.
Σκιά και νυξ είν' η Σιγή· ο Λόγος, η ημέρα.
Ο Λόγος είν' αλήθεια, ζωή, αθανασία.
Λαλήσωμεν, λαλήσωμεν - σιγή δεν μας αρμόζει
αφού εις το ομοίωμα επλάσθημεν του Λόγου.
Λαλήσωμεν λαλήσωμεν - αφού λαλεί εντός μας
η θεία σκέψις, της ψυχής άυλος ομιλία.
Ξύλινη εξαγωνική πυξίδα με χρυσά ελάσματα. Μυκήνες, 16ος αι. π.Χ. Τα τοιχώματα της πυξίδας διακοσμούνται με επαναλαμβανόμενα θέματα: κυνήγι ελαφιού ή ζαρκαδιού από λιοντάρι μέσα σε τοπίο με φοινικόδεντρα, και σπείρες.
Μαριάνθη Πλειώνη - χαϊκού
Με μιαν αχτίδα
Θα θερίσει ο ήλιος
στάχυ χρυσάφι.
Με μιαν αχτίδα
Θα θερίσει ο ήλιος
στάχυ χρυσάφι.
Ιωάννης Πολέμης - Ο χρυσός και το μάρμαρο
Λέγει ο χρυσός στο μάρμαρο :
- Στα πέρατα του κόσμου
ποιος ήλιος λάμπει ωσάν εμέ, ποιο φως έχει το φως μου;
Εγώ τον κόσμο κυβερνώ, την ευτυχία υφαίνω,
ποδοπατώ την εμορφιά, την ασχημιά ομορφαίνω.
Εγώ οδηγώ στα σκοτεινά του κλέφτη μου το χέρι,
εγώ ακονίζω του φονιά το δίκοπο μαχαίρι.
Εγώ αγοράζω την τιμή και την πουλώ στο δρόμο,
εγώ νικώ την αρετή, καταπατώ τον νόμο.
Περίσσες είν΄ οι χάρες μου, κ΄ η δύναμή μου μόνη
κρεμνίζει θρόνους απ΄ εδώ, θρόνους εκεί στηλώνει...
Εσύ τι κάνεις, μάρμαρο;
Και τ΄ απαντάει εκείνο :
- Εγώ σε τάφου σκοτεινιά την δύναμή σου κλείνω.
Ημερολόγιον Σκόκου, τόμος 15 (1900), σελίδα 86
https://www.sarantakos.com/
Λέγει ο χρυσός στο μάρμαρο :
- Στα πέρατα του κόσμου
ποιος ήλιος λάμπει ωσάν εμέ, ποιο φως έχει το φως μου;
Εγώ τον κόσμο κυβερνώ, την ευτυχία υφαίνω,
ποδοπατώ την εμορφιά, την ασχημιά ομορφαίνω.
Εγώ οδηγώ στα σκοτεινά του κλέφτη μου το χέρι,
εγώ ακονίζω του φονιά το δίκοπο μαχαίρι.
Εγώ αγοράζω την τιμή και την πουλώ στο δρόμο,
εγώ νικώ την αρετή, καταπατώ τον νόμο.
Περίσσες είν΄ οι χάρες μου, κ΄ η δύναμή μου μόνη
κρεμνίζει θρόνους απ΄ εδώ, θρόνους εκεί στηλώνει...
Εσύ τι κάνεις, μάρμαρο;
Και τ΄ απαντάει εκείνο :
- Εγώ σε τάφου σκοτεινιά την δύναμή σου κλείνω.
Ημερολόγιον Σκόκου, τόμος 15 (1900), σελίδα 86
https://www.sarantakos.com/
Χρυσός ναΐσκος διακοσμημένος με ένθετους ημιπολύτιμους λίθους, 3ος αι. π.Χ.
Γιάννης Ρίτσος: Το χρέος των ποιητών
{....} Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές
δεμένες στα καμπανάκια των άστρων –
αν τους τραβήξεις, μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα.
Πολλά ποιήματα βουλιάζουν μες στην ίδια τους τη λάμψη,
περήφανα ποιήματα∙ δεν καταδέχονται τίποτα να πουν.
Ξέρω πολλά ποιήματα που πνίγηκαν στο χρυσό πηγάδι τής σελήνης.
Ένα σωστό ποίημα ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά τού ρεμβασμού.
Είναι πάντα στην ώρα του σαν τον συνειδητό, πρόθυμο εργάτη
είναι ένας έτοιμος στρατιώτης που λέει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.
Κάποτε οι ποιητές μοιάζουνε με πουλιά μες στο δάσος τού χρόνου,
οι άλμπατρος του Μπωντλαίρ, τα κοράκια τού Πόε,
κάποτε σα σπουργίτια μες στο χιόνι ή σαν αητοί ψηλά σ απόκρημνα Ιδανικά.
Υπάρχουν και ποιήματα όμορφα σαν τα πουλιά Γκλουχάρ –
το Μάη και τον Απρίλη πνίγονται μες στο ίδιο τους το ερωτικό τραγούδι
πνίγονται μες στη μελωδία τους και κουφαίνονται.
Το Μάη και τον Απρίλη τα χαράματα
μες στην κρυστάλλινη δροσιά τού δάσους
βγαίνουν οι κυνηγοί με τα ντουφέκια τους και τα γκλουχάρ δεν τους ακούνε.
Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, αδέρφια μου,
ας κρατάμε τ’ αυτί μας στυλωμένο στο γυαλί της σιωπής, –
τα βήματα του εχθρού και του φίλου μας μοιάζουν στο θαμπόφωτο του δάσους. Πρέπει να διακρίνουμε.{....}
Απόσπασμα
{....} Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές
δεμένες στα καμπανάκια των άστρων –
αν τους τραβήξεις, μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα.
Πολλά ποιήματα βουλιάζουν μες στην ίδια τους τη λάμψη,
περήφανα ποιήματα∙ δεν καταδέχονται τίποτα να πουν.
Ξέρω πολλά ποιήματα που πνίγηκαν στο χρυσό πηγάδι τής σελήνης.
Ένα σωστό ποίημα ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά τού ρεμβασμού.
Είναι πάντα στην ώρα του σαν τον συνειδητό, πρόθυμο εργάτη
είναι ένας έτοιμος στρατιώτης που λέει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.
Κάποτε οι ποιητές μοιάζουνε με πουλιά μες στο δάσος τού χρόνου,
οι άλμπατρος του Μπωντλαίρ, τα κοράκια τού Πόε,
κάποτε σα σπουργίτια μες στο χιόνι ή σαν αητοί ψηλά σ απόκρημνα Ιδανικά.
Υπάρχουν και ποιήματα όμορφα σαν τα πουλιά Γκλουχάρ –
το Μάη και τον Απρίλη πνίγονται μες στο ίδιο τους το ερωτικό τραγούδι
πνίγονται μες στη μελωδία τους και κουφαίνονται.
Το Μάη και τον Απρίλη τα χαράματα
μες στην κρυστάλλινη δροσιά τού δάσους
βγαίνουν οι κυνηγοί με τα ντουφέκια τους και τα γκλουχάρ δεν τους ακούνε.
Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, αδέρφια μου,
ας κρατάμε τ’ αυτί μας στυλωμένο στο γυαλί της σιωπής, –
τα βήματα του εχθρού και του φίλου μας μοιάζουν στο θαμπόφωτο του δάσους. Πρέπει να διακρίνουμε.{....}
Απόσπασμα
ΔΙΑΒΆΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ :https://homouniversalisgr.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου