Γιάννης Μαγκλής (1909 - 24 Απριλίου 2006)

 

πηγή φωτογραφίας 

Ο Γιάννης Μαγκλής (1909 - 24 Απριλίου 2006) ήταν Έλληνας συγγραφέας, ο οποίος γεννήθηκε στην Κάλυμνο το 1909. Ο πατέρας του, άλλοτε κτηματίας στη Μικρά Ασία, ήταν υποδιευθυντής μίας ελληνοαγγλικής εταιρείας εμπορίας σφουγγαριών. Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο στη γενέτειρά του άρχισε να εργάζεται σε νεανική ηλικία στα σφουγγαράδικα. Από το 1926 και επί δυόμισι χρόνια εργάστηκε σε αποθήκη επεξεργασίας σφουγγαριών. Δημιούργησε καλές εντυπώσεις, γι' αυτό και η εργοδότρια εταιρεία τον έστειλε εσωτερικό σε λύκειο της Χάβρης στη Γαλλία, για να συμπληρώσει τις σπουδές του. Όταν τελείωσε τις σπουδές, έγινε υποδιευθυντής του υποκαταστήματος στο Παρίσι. Όντας στη γαλλική πρωτεύουσα, μελέτησε ιστορία, φιλοσοφία και λογοτεχνία. Το 1933 μετατέθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Αρρώστησε από φυματίωση, επειδή οι συνθήκες εργασίας ήταν πολύ ανθυγιεινές. Επί πολλά χρόνια ταλαιπωρήθηκε η υγεία του. Μετατέθηκε στην Αίγινα το 1937, όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος έγινε πνευματικός οδηγός του. Στα χρόνια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Έγινε αρχικά υπεύθυνος για την περιφέρεια της Αίγινας. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στην Κηφισιά ως διαφωτιστής. Στον Εμφύλιο, ανέβηκε στο βουνό με τους αντάρτες. Μετά το τέλος του γύρισε στην Κάλυμνο, όπου έπιασε και πάλι δουλειά στα σφουγγαράδικα.
Το 1940 δημοσίευσε τη συλλογή διηγημάτων «Οι κολασμένοι της θάλασσας», στην Αίγινα, που του χάρισε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό του περιοδικού «Νεοελληνική Λογοτεχνία». Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν αυτός που τον ενθάρρυνε να συνεχίσει το γράψιμο και μάλιστα του ζήτησε να μεταφράσει στα ελληνικά το έργο του «Τόντα - Ράμπα», το οποίο ο Καζαντζάκης είχε γράψει στα γαλλικά. Στα χρόνια μετά από τον Ελληνικό Εμφύλιο ασχολήθηκε και με το θέατρο. Έγραφε θεατρικά έργα και δημιουργούσε ερασιτεχνικούς θιάσους στην Κάλυμνο και στη Ρόδο. Από το 1948 και μετά αντιμετώπισε ξανά σοβαρά προβλήματα υγείας. Ταλαιπωρήθηκε επί εννιά σχεδόν χρόνια, ενώ πραγματοποίησε δύο σοβαρές χειρουργικές επεμβάσεις στο εξωτερικό. Αλλά παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, ο Μαγκλής δεν σταμάτησε να γράφει.
Κέρδισε το πρώτο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1958 για το έργο του «Τ’ αδέλφια μου οι άνθρωποι», και το 1974 για το έργο του «Οι σημαδεμένοι», καθώς και το δεύτερο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το έργο του «Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί» (1956). Τα έργα του «Κολασμένοι της θάλασσας» το 1988 και «Κοντραμπατζήδες του Αιγαίου» το 1989, του απέφεραν το χρυσό μετάλλιο σε δυο ευρωπαϊκούς διαγωνισμούς θαλασσινού πεζογραφήματος. Επίσης του απονεμήθηκαν το Χρυσό Μετάλλιο του Δήμου Καλύμνου το 1982, και το Βραβείο της Ακαδημίας Κλασσικής Ποίησης της Γαλλίας το 1983.
Ο Γιάννης Μαγκλής ήταν ένας από τους πιο παραγωγικούς και πιο διαβασμένους Έλληνες συγγραφείς της Μεταπολεμικής περιόδου. Ήταν από τους πιο αγαπημένους συγγραφείς πολύ μεγάλης μερίδας του αναγνωστικού κοινού τις δεκαετίες '50, '60 και '70. Το έργο του εντάσσεται στην παράδοση της ελληνικής ρεαλιστικής Ηθογραφίας. Δέχτηκε αρκετές επιρροές από το έργο και τον Ιδεολογικό προσανατολισμό του Καζαντζάκη.Η γραφή του χαρακτηρίζεται από το απλό ύφος, την αμεσότητα στην έκφραση των συναισθημάτων, τη μοναδική αφηγηματική του ικανότητα, η δημιουργία ηρώων που είναι ολοκληρωμένες προσωπικότητες, ένας έμμεσος διδακτισμός και το αγωνιστικό πνεύμα.
Ο Γιάννης Μαγκλής πέθανε στις 24 Απριλίου 2006, στην Κηφισιά. Τάφηκε στην Κάλυμνο

Διήγημα - Γιατί;

Το διήγημα προέρχεται από τη συλλογή διηγημάτων Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί (1956) και αποτυπώνει χαρακτηριστικά το ανθρωπιστικό πνεύμα της πεζογραφίας του Γ. Μαγκλή.


Σουρούπωνε και η μάχη που είχε αρχίσει σύναυγα* κόπασε πια. Λίγη ώρα πριν έπεφτε ακόμη αραιό λιανοντούφεκο. Κάποιος θερμόαιμος χτυπούσε στο πείσμα του οχτρού.
Όμως τώρα ήταν πλέρια ησυχία. Ο μεγάλος ήλιος που ολημερίς τσουρουφλούσε φίλους κι οχτρούς είχε γυρίσει πια να ξεκουραστεί. Σιχάθηκε να βλέπει τους ανθρώπους να σκοτώνονται συναμεταξύ τους κι έκλεισε τα μάτια να ξεχάσει.
Ο νέος στρατιώτης ακούμπησε απάνω στο βράχο το ντουφέκι και το κράνος, άνοιξε τα χέρια πλατιά να ξεμουδιάσει το απανωκόρμι, ανάσανε βαθιά κάνα δυο φορές και βιαστικός βάλθηκε να κατηφορίζει την πλαγιά, να φτάξει πιο γρήγορα στη ρεματιά που από χτες είχε σημάνει* μια φλεβίτσα γάργαρο, πεντακάθαρο νερό. Ήτανε δροσιά κάτω εκεί και το βρεμένο χορτάρι μύριζε όμορφα. Ο νέος στρατιώτης έσκυψε πάνω από την ξεχειλισμένη γουρνίτσα* κι ήπιε άφθονο το κρύο νεράκι. Η φλόγα έσβησε από τα σωθικά του.
«Αχ, τι δροσιά...», είπε. Έσκυψε πάλι, χούφτιασε το νερό και το 'χυσε στο πρόσωπο κι απάνω στο κεφάλι. Δροσίστηκε, καθαρίστηκε, μέρεψε.* Έγινε άλλος άνθρωπος. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι κοίταξε τον ουρανό και μίλησε χαρούμενα.
- Θε μου, όμορφη 'ναι η ζωή του ανθρώπου. Κάνε με το καλό να τελέψει* γρήγορα ο πόλεμος, να γυρίσω πίσω στο σπίτι κοντά στη γριά μανούλα που με καρτερά και κοντά στ' αδέρφια μου.
Τέλεψε το λόγο, χάιδεψε ακόμα με το χέρι, με το μάτι το δροσερό νεράκι. Σηκώθηκε να φύγει. Αξάφνου άκουσε πλάι του περπατηξιά, εκεί, από την άλλη μεριά της ανηφόρας, κι έστριψε απότομα το κεφάλι να δει.
Ένας άλλος στρατιώτης, οχτρός, κατέβαινε και τούτος ξέγνοιαστος και ξαρμάτωτος,* να πιει από τη γουρνίτσα, να δροσιστεί και, με τον τρόπο τούτο, να ευχαριστήσει το Θεό, που τον προστάτεψε και τον φύλαξε και τη μέρα τούτη.
Μα ο πρώτος στρατιώτης ξέχασε ολότελα τα όσα τώρα δα είπε αγναντεύοντας τον ήσυχο ουρανό και μονοστιγμής τράβηξε από τη μέση του το πιστόλι και το πρότεινε στον οχτρό.
Ο άλλος που ερχότανε διψασμένος από την ολοήμερη κάψα,* κι ένιωθε κιόλας να λαγαρίζει μέσα του το τρεχούμενο νεράκι και να του δροσίζει τα πυρωμένα σωθικά, τρομαγμένος τώρα μπρος στο απλωμένο πιστόλι σήκωσε μονομιάς τα χέρια και κάτι είπε στη γλώσσα του παρακλητικά, με φοβισμένη, συγκινημένη φωνή. Τάχατες ήθελε να πει:
- «Κοίταξέ με, αδερφέ μου, είμαι ολομόναχος και άοπλος. Δίψασα πολύ και ήρθα να πιω λίγο νεράκι. Λυπήσου με, είμαι αθώος, χάρισέ μου τη ζωή. Κοίταξε, είμαι νέος πολύ και ξέρεις, μια γριά μάνα που δεν έχει στον κόσμο άλλο κανένα, με καρτερά».
Μα ο νέος στρατιώτης ξέχασε μονομιάς το Θεό. Έχασε τον άνθρωπο, πίεσε τη σκαντάλη και η σφαίρα γλίστρησε από την κάνη και χτύπησε κατάστηθα τον οχτρό.
Ο άνθρωπος κυλίστηκε πάνω στη γης σπαράζοντας και βογκώντας.
Ο νέος στρατιώτης, νευρικός πολύ, σίμωσε το χτυπημένο και στάθηκε απάνω του κοιτώντας τον.
Ο ξένος ήτανε πεσμένος ανάσκελα. Σάλευε σπασμωδικά, κούναγε τα πόδια κι έσφιγγε τα δυο χέρια του απάνω στο στήθος.
Τα χλωμά πονεμένα χείλη κινιόντουσαν σιωπηλά. Τα ορθάνοιχτα μάτια κοιτούσαν γιομάτα απορία και φόβο το νέο στρατιώτη. Και πάνω σε όλο το πρόσωπο: μέτωπο, μάτια, χείλη, ήταν περιχυμένα ο ανθρώπινος πόνος και το ξάφνιασμα.
Του νέου στρατιώτη τού φάνηκε σαν να τόνε ρωτούσε:
«Γιατί το 'κανες το κακό τούτο, αδερφέ μου άνθρωπε; Γιατί θέλησες να κριματιστείς,* να πάρεις στο λαιμό σου το αίμα ενός αθώου; Παρακάλαγα το Θεό να μ' έχει καλά και να γυρίσω γρήγορα στο χωριό, ν' αγκαλιάσω τη μανούλα μου και να της φιλήσω τα κουρασμένα ματάκια».
Κι όσο ο νέος στρατιώτης τον κοίταζε, θάρρευε ότι τα πικραμένα χείλη του πληγωμένου τού μίλαγαν, του έλεγαν τον πόνο και το παράπονό του.
«Κι ακόμα, σα να του 'λεγε, μια κοπελίτσα με περίμενε. Είχαμε κάνει όνειρα πολλά μαζί και καρτέραγε να σταματήσει ο καταραμένος πόλεμος να γυρίσω στο χωριό. Μα τώρα, αδερφέ μου, να, κοίταξε πώς με κατάντησες».
Ένα σκληρό χέρι έσφιγγε την καρδιά του νέου στρατιώτη.
Σιδερένιος κύκλος πέρασε γύρω από το κεφάλι του, του το 'σφιγγε και τον πόναγε. Τα μάτια καίγανε. Τον έπιασε παράξενο κακό κι άρχισε να τρέχει την ανηφόρα. Γλίστραγε, έπεφτε, πετιόταν απάνω και ξανά πάλι έτρεχε.
Μεσοστρατίς του βουνού σταμάτησε. Δεν μπορούσε άλλο. Λαχάνιασε, πιάστηκε η καρδιά του, κουράστηκαν τα πόδια, λύγισαν τα γόνατα. Έμεινε εκεί ασάλευτος με το κεφάλι σκυμμένο να σκέφτεται. Μα να σκεφτεί δεν μπορούσε. Χτύπαγαν τα μηνίγγια, το κεφάλι βούιζε. Αξάφνου, χωρίς καλά καλά να ξέρει τι κάνει, βάλθηκε να τρέχει πάλι την πλαγιά κατηφορίζοντας. Μέσα στο μυαλό του τώρα καρφώθηκε μια σκέψη: να προφτάξει, να βοηθήσει το χτυπημένο.
- Θε μου, μουρμούρισε, λυπήσου τον, λυπήσου με. Άφησέ τον να ζήσει.
Έφταξε στη ρεματιά, σίμωσε το χτυπημένο. Τον άγγιξε· ήτανε ζεστός.
Άπλωσε τα χέρια, τα πέρασε με προσοχή κάτω από το πληγωμένο κορμί, τ' αγκάλιασε ολόγυρά του, τον έσυρε απάνω του και τον κράτησε έτσι σφιχτά. Χτύπαγε η καρδιά βουτημένη στην αγωνία. Τρυφεράδα και πόνος, αγάπη και φροντίδα, όλα τούτα μαζί τόνε συνεπήραν.
Σιγά, προσεχτικά, τον έφερε ίσαμε τη γουρνίτσα και τον ακούμπησε απάνω στο γρασίδι· πήρε το νερό, που με λαχτάρα κατέβηκε να πιει, και του 'βρεξε τα μαλλιά, του καθάρισε το νεανικό, ωραίο πρόσωπο, του 'σβησε το λεπτό ματωμένο αυλάκι που 'χε στεγνώσει εκεί στην αριστερή μεριά του στομάτου. Του πήρε το χέρι, το άπλωσε απάνω στην ανοιχτή δική του παλάμη και το απαλοχάιδευε.
- Αδερφέ μου, του 'λεγε γλυκά, τρυφερά, αδερφέ μου, συχώρα με· και τα δάκρυα τρέχαν καυτά.
Η νύχτα κατέβηκε ολούθες και απλωμένο σκοτάδι τούς τύλιξε.
- Καλέ μου, πονεμένε μου αδερφέ, μουρμούρισε ο νέος στρατιώτης συντριμμένος. Συχώρα με, καλέ μου, δεν το 'θελα· δεν είμαι φονιάς, σου τ' ορκίζομαι, δεν είμαι φονιάς. Να, μια στιγμή μονάχα ξέχασα πως είμαι άνθρωπος, ξέχασα πως είσαι άνθρωπος, αδερφός μου. Πως μάνα και σένα σε περιμένει στο φτωχικό της: μάνα και πατέρας κι αδέρφια. Ξέχασα, γιατί αυτοί οι κακούργοι θέλανε να με κάνουν να ξεχάσω.
Θυμήθηκε τα λόγια που τους μάθαιναν κι έστρεψε πέρα το βλέμμα ανταριασμένο και άγριο μες στο σκοτάδι. Ύστερα τόνε συνεπήρε πάλι ο πόνος. Απαλοχάιδευε το χέρι του χτυπημένου και τα δάκρυα ξεχείλιζαν και το μούσκευαν.
Όμως ο άλλος πια δεν άκουγε· μήδ' ένιωθε. Η ψυχή του είχε πετάξει και το τυραγνισμένο κορμί άρχισε να σκεβρώνει.* Το σκοτάδι πύκνωσε πιότερο και σκέπασε τους δυο ανθρώπους: φονιά και θύμα, που στέκονταν πλάι πλάι και που ο ένας απαλοχάιδευε το χέρι του άλλου και του μουρμούριζε λόγια αγάπης και πόνου, σα να 'τανε φίλοι παλιοί, σα να 'τανε αδέρφια. Λόγια αγάπης που ο άλλος πια δεν άκουγε.

Γ. Μαγκλής, Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί,
Δωρικός






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου