Η Οσία Κασσιανή (ή Κασσία ή Ικασία ή Εικασία) η Υμνογράφος γεννήθηκε μεταξύ του 805 και του 810 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Θεοφίλου (829 -842 μ.Χ.).
- Εκ γυναικός τα χείρω.
- Kαι εκ γυναικός τα κρείττω.
Ο εγωισμός του Θεόφιλου τραυματίστηκε με αποτέλεσμα να απορρίψει την Κασσιανή και να επιλέξει τη Θεοδώρα για σύζυγό του.
Val Cameron Prinsep -The Byzantine emperor Theophilos chooses Theodora as his empress over Kassiane in a bride show. |
Οι επόμενες πληροφορίες που σώζονται για την Κασσιανή είναι ότι το 843 μ.Χ. ίδρυσε ένα κοινόβιο στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα τείχη της πόλης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη. Αν και πολλοί ερευνητές αποδίδουν την επιλογή της αυτή στην αποτυχία της να γίνει αυτοκράτειρα, μία επιστολή του Θεόδωρου του Στουδίτου αποδίδει διαφορετικά κίνητρα στην ενέργεια της αυτή. Διατηρούσε στενή σχέση με τη γειτονική Μονή Στουδίου, η οποία έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επανέκδοση βυζαντινών λειτουργικών βιβλίων τον 9ο και το 10ο αιώνα μ.Χ., με αποτέλεσμα τη διάσωση των έργων της (Kurt Sherry, σελ. 56).
Το Τροπάριο της Κασσιανής
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα Γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νὺξ μοι, ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς Οὐρανούς, τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει·
καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους,
τίς ἐξιχνιάσει ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μὴ με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΚΑΣΣΙΑΝΗ
Απόδοση από τον Φώτη Κόντογλου.
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη:
Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.
Δια χειρός Αγγελικής Τσέλιου |
Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ : Κασσιανή
Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά
μεσ’ στην καρδιά μου!
Κύριε, προτού Σε κρύψ’ η εντάφια γη
Από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
Σου φέρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας…. Νυχτιά,
σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας’ φωτιά
με καίει, με λιώνει.
Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
Τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου,
Κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
Τα δάκρυά μου….
Γύρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πώς πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
Άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.
Στ’ άχραντά Σου τα πόδια, Βασιλιά
μου, Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.
Τ’ άκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε…. Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.
Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός
Τα ξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύση;
Αμέτρτητό Σου το έλεος, ο Θεός!
Άβυσσο η κρίση.
Ι. ΠΟΛΕΜΗΣ: Το τροπάρι της Κασσιανής
Χριστέ, γυναίκα που έπεσε σε χίλιαις αμαρτίαις,
σαν άκουσε, σαν ένοιωσε τη θεϊκή σου χάρι,
Με μυροφόρας φόρεμα, και σ’ τα δάκρυα πνιγμένη
πριν να Σε θάψουνε στη γη, μύρα γλυκά σου φέρνει.
Ωϊμέ! Φωνάζει, ολόγυρα νύχτα είναι νύχτα μαύρη,
νύχτα που ανοίγει και κεντά τους σαρκικούς μου πόθους,
και σκοτεινή κι’ ασέληνος, της αμαρτίας Έρως.
Δέξαι, Χριστέ, τα δάκρυα που χύνω,
Συ που τραβάς σ’ τα σύννεφα της θάλασσας το κύμα.
Λυγίσου, γύρε την καρδιά σ’ τους αναστεναγμούς μου
Συ, που ‘γυρες τους ουρανούς σ’ τη γέννησί σου απάνω.
Τα’ ανέγγιχτα τα πόδια σου άφες με να φιλήσω
και να σφουγγίσω τα φιλιά με τα πλεκτά μαλλιά μου’
τα πόδια που όταν ήκουσε τον κρότον τους η Εύα
το δειλινό μέσ’ σ’ την Εδέμ εκρύφτηκε από φόβο.
Ταις τόσαις αμαρτίαις μου, τη φοβερή σου κρίση
Ποιος να μετρήση δύναται, Σωτήρ μου ψυχοσώστα;
Μη με θωρής αδιάφορος την ταπεινή σου δούλη
Συ, που έχεις σαν Θεός αμ΄τρτη ευσπλαχνία.
ΣΤ. ΣΠΕΡΑΝΤΣΑΣ : Κασσιανή
Κύριε, τα κρίματά μου ξαίρω, είνε πολλά,
μα ως τόσο εγώ, πριν σ’ ενταφιάσουν, Θεέ μου, πήρα,
πήρα και σούφερα το δάκρυο που κυλά
και της λατρείας μου ηλιοστάλαχτα τα μύρα.
Το ξαίρω αλίμονο, με ζώνει σκοτεινή
μια νύχτα κι έμειν’ η ζωή μου άχαρη, άδεια.
Ακολασίας με σέρνει ο οίστρος και πονεί,
Πονεί η ψυχή μου μες στ’ αφέγγαρα σκοτάδια.
Συ, που απ’ το πέλαο τα νερά κι απ’ τις αυγές
τις δροσοστάλες ανυψώνεις σύννεφά σου,
δέξου μου, δέξου των δακρύων τις πηγές
και της καρδιάς μου το αναστέναγμα αφηγκράσου.
Γονατιστή θα σου γεμίσω με φιλιά
τ’ άχραντα πόδια, η συντριβή μου είνε μεγάλη,
και με της κεφαλής μου πάλι τα μαλλιά
η αμαρτωλή θα σ’ τα σκουπίσω αγάλι – αγάλι.
Τα πόδια σου, όταν η Εύα τα’ άκουσεν αργά
στη σιγαλιά ν’ αντιχτυπούν του Παραδείσου,
σαν ξαφνιασμένο ελάφι, κρύφτηκε γοργά,
μην αντικρύση, Βασιληά μου, τη μορφή σου.
Τα κρίματά μου, Ψυχοσώστη, είνε πολλά
κι άδηλη η κρίση σου, βαθιά. Τάχα ποια νάναι;
Ταπεινωμένη όμως στα δάκρυα τα θολά,
σώσε με, κι άμετρη συμπόνια κι έλεος κάνε!
Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου