Η Ευρώπη είναι ένα μεγάλο κοιμητήριο.
Η Ευρώπη δεν έχει Αγάπη
και δεν πιστεύει στην Ανάσταση.
Γιώργος Σαραντάρης στον Γιάννη Τσαρούχη
Ο Γιώργος Σαραντάρης (Κωνσταντινούπολη, 20 Απριλίου 1908 - Αθήνα, 25 Φεβρουαρίου 1941) ήταν Έλληνας ποιητής, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος της Γενιάς του '30.
Γόνος οικογένειας Ελλήνων εμπόρων με καταγωγή από το Λεωνίδιο Αρκαδίας που διέμεναν στην Ιταλία, είχε την ευκαιρία να ανατραφεί σε ένα αστικό και σχετικά προοδευτικό, σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα, περιβάλλον. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια στην Ιταλία, όπου έζησε από το 1910 έως το 1931. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ωστόσο, τον κέρδισε η ποίηση. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Γιώργος Σαραντάρης εμφορούμενος από συναισθήματα φιλοπατρίας συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου, όπου αρρώστησε από τύφο. Πέθανε ύστερα από την επιστροφή του στην Αθήνα το 1941.
Το έργο του
Η ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη υπήρξε αρκετά πρωτοποριακή για τα δεδομένα των ιδεών που επικρατούσαν την εποχή του Μεσοπολέμου στους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους. Υπήρξε λάτρης της λεγόμενης "καθαρής ποίησης". Έχοντας γνώση των ευρωπαϊκών διανοητικών κι αισθητικών ρευμάτων, χρησιμοποίησε στα ποιήματά του τον ελεύθερο στίχο, ενώ στις αναζητήσεις του περιέλαβε προβληματισμούς που έλκουν την επιρροή τους από την ιταλική ποίηση, το έργο τουΝτοστογιέφσκι, από τις φιλοσοφικές ιδέες του Νίτσε, του Σαίρεν Κίρκεγκωρ αλλά και από τον υπαρξισμό. Το έργο του δεν συνάντησε ευρεία αποδοχή στην εποχή του, επηρέασε ωστόσο την ελληνική ποίηση βαθιά και ουσιαστικά. Η συμβολή του αναγνωρίστηκε από τον Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος επηρεάστηκε σαφώς από συμβολικές εικόνες που κυριαρχούν στο έργο του Σαραντάρη: γυναίκα, θάλασσα, μοναξιά, ουρανός, πουλιά. Για τον λόγο αυτό, ο νομπελίστας Ελύτης, πέραν του ότι έχει αφιερώσει στον ποιητή το ποίημα Γιώργος Σαραντάρης κάνει ειδική μνεία γι' αυτόν στο έργο του Ανοιχτά Χαρτιά (Ίκαρος 1974) όπου αναφέρει για τον πρόωρο χαμό του ποιητή, αλλά και για την σχέση του με τα λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής τα εξής: "Ήταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια [...] Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφθάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της".
Ποιητικές συλλογές
Οι αγάπες του χρόνου, Αθήνα, χ.ε. 1934
Τα ουράνια, Αθήνα, χ.ε. 1934
Αστέρια, Αθήνα, χ.ε. 1935
Στους φίλους μιας άλλης χαράς, Αθήνα, Νεοελληνική Λογοτεχνία 1940
Δοκίμια
Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης, Αθήνα, χ.ε. 1937
Η παρουσία του ανθρώπου, Αθήνα, Κύκλος 1938
Δοκίμια λογικής σα θεωρία του απολύτου και μη απολύτου, Αθήνα, Αντωνόπουλος 1939
Πεζά
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ Γ. ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ
" Θέλω αυτή τη στιγμή απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πώς, κατάφερε να κρατήσει όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων στα Γραφεία και στις Επιμελητείες και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκότανε στα πόδια του, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της. Ήταν σχεδόν μια δολοφονία. Διπλωματούχος ιταλικού πανεπιστημίου - ο μόνος ίσως σε ολόκληρο το στράτευμα-, θα μπορούσε να ΄ναι περιζήτητος σε οποιαδήποτε από τις Υπηρεσίες που είχαν αναλάβει την αντικατασκοπεία, ή την ανάκριση των αιχμαλώτων. Αλλά όχι. Έπρεπε να φορτωθεί το γυλιό και τον οπλισμό των τριάντα οκάδων, για να χαθεί παραπατώντας μες στα χιονισμένα φαράγγια ένας ακόμη ποιητής, ένας ακόμη αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου".
Και συνεχίζει ο Ελύτης:
" Φαίνεται ότι (ο Σαραντάρης) πέρασε φρικτές ώρες. Τα χοντρά μυωπικά του γυαλιά, που χωρίς αυτά δεν μπορούσε να κάνει βήμα, τά 'χασε μέσα στην παραζάλη. Φώναζε <βοήθεια> στους άλλους φαντάρους , αυτός ο Χριστιανός φώναζε <αδέλφια> και τ' <αδέλφια> τον κοροϊδεύανε, τα πιο αδίστακτα βαλθήκανε κιόλας να του κλέβουνε κουβέρτες, μάλλινα, οτιδήποτε χρήσιμο μπορούσε ο δόλιος να κουβαλεί. Απόμεινε σαν το κατατρεγμένο πουλί μέσα στην παγωνιά. Χωρίς να βαρυγκομήσει. Χωρίς να ξεστομίσει έναν πικρό λόγο. Περήφανος, μ' ένα σώμα ελάχιστο και μια μεγάλη ψυχή, που τον κράτησε όσο που να τραγουδήσει ακόμη λίγο:
«Εγώ που οδοιπόρησα με τους ποιμένες της Πρεμετής»
κι ύστερα ν' ανεβεί <στους τόπους που αγγέλλουν τον ουρανό και συνομιλούν με τον ήλιο>.
Έτσι πέθανε ένας Έλληνας ποιητής, όταν οι συνάδελφοί του στη Δύση βλαστημούσανε το Θεό κι εμπιστεύονταν στη μαριχουάνα. Έπρεπε να το διαφυλάξουμε αυτό, να το κάνουμε σύμβολό μας και κουράγιο μας, τώρα που άρχιζαν άλλα δεινά, η πείνα, η κλούβα, οι εκτελέσεις στον τοίχο". "Ανοιχτά χαρτιά"
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ξανθό κορίτσι είσαι
Ξανθό κορίτσι εἶσαι
ἡ κουβέντα σου μετάξινη
σχεδόν σαν τα μαλλιά σου.
Γοητεία ἡ γυναίκα
φίλησε το στόμα της
ν' ἀναπαυθεῖ κάθε ἀδυναμία...
Ἡ ὁμίχλη
Ἡ ὁμίχλη βρίθει
Ἀπό ἀνεμῶνες
Κοίτα τα κλαριά
Τί λίμνη
Τί ἀνυπόμονη καρδιά
Βλέπε μέσα
Στη σωστή σταγόνα
Ποια φόρα
Παίρνει το παιδί
Ποια νάρκη
Ἡ γυναῖκα
Ἔχω δεῖ τον οὐρανό...
Ἔχω δεῖ τον οὐρανό με τα μάτια μου
Με τα μάτια μου ἄνοιξα τα μάτια του
Με τη γλῶσσα μου μίλησε
Γίναμε ἀδελφοί και κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι και δειπνήσαμε
Σαν να ἦταν ὁ καιρός ὅλος μπροστά μας
Και θυμᾶμαι τον ἥλιο που γελοῦσε
Πού γελοῦσε και δάκρυζε θυμᾶμαι
Ἡ ὁμίχλη βρίθει
Ἀπό ἀνεμῶνες
Κοίτα τα κλαριά
Τί λίμνη
Τί ἀνυπόμονη καρδιά
Βλέπε μέσα
Στη σωστή σταγόνα
Ποια φόρα
Παίρνει το παιδί
Ποια νάρκη
Ἡ γυναῖκα
Ἔχω δεῖ τον οὐρανό...
Ἔχω δεῖ τον οὐρανό με τα μάτια μου
Με τα μάτια μου ἄνοιξα τα μάτια του
Με τη γλῶσσα μου μίλησε
Γίναμε ἀδελφοί και κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι και δειπνήσαμε
Σαν να ἦταν ὁ καιρός ὅλος μπροστά μας
Και θυμᾶμαι τον ἥλιο που γελοῦσε
Πού γελοῦσε και δάκρυζε θυμᾶμαι
Ἄλλοτε η θάλασσα...
Ἄλλοτε ἡ θάλασσα μᾶς εἶχε σηκώσει στα φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στον ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τα πουλιά στον ἀγέρα
Τις ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στις φωνές και τα χρώματα
Τα βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ᾿ τα δέντρα και τα σύννεφα
Τις νύχτες ξυπνούσαμε για να τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρός τρικυμία χαλασμός κόσμου
Και μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλά ἐμεῖς πηγαίναμε χωρίς να μᾶς ἐμποδίζει κανείς
Να σκορπᾶμε και να παίρνουμε χαρά
Ἀπό τους βράχους ὡς τα βουνά μᾶς ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντά ὁ Θεός
(Πρόλογος)
Δε μπορῶ να βρῶ πιά, τί θέλει να πεῖ ποίηση.
Μοῦ διαφεύγει. Το ἤξερα, ἀλλά τώρα μοῦ διαφεύγει.
Ἂν κάποιος μοῦ ρωτήσει αὐτή τη στιγμή, θὰ ντροπιαστῶ.
Γιατί ἐξακολουθῶ να εἶμαι ἐνδόμυχα βέβαιος
πως ἡ ποίηση εἶναι μια οὐσία, ἀπαράλλαχτα ὅπως και ἡ ζωή.
Κατι κρύβω, κρύβομαι, κάτι κρύβω, ἀπό κάποιον κρύβομαι.
Σα ν᾿ ἀρχίζω να γίνομαι τρελός, και νὰ ντρέπομαι.
Ἀλλά ἡ ποίηση; Κάποιος θα σταθεῖ ἱκανός να πεῖ στους ἄλλους
Ἀλλά ἡ ποίηση; Κάποιος θα σταθεῖ ἱκανός να πεῖ στους ἄλλους
ὄχι σ᾿ ἐμένα ποὺ ἂν και το ξέρω φεύγω, τί εἶναι ποίηση!
Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου