Ο Μπέντριχ Σμέτανα γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου του 1824 στο Λιτομίσλ, στη βορειοανατολική Βοημία (σημερινή Τσέχικη Δημοκρατία). Ο πατέρας του Φράντισεκ, ήταν ο καλύτερος ζυθοποιός της περιοχής και ο Μπέντριχ ήταν το ενδέκατο από τα 18 παιδιά που απέκτησε από τρεις γάμους. Η Βοημία ήταν τότε μια επαρχία της πανίσχυρης αυστριακής αυτοκρατορίας και επίσημη γλώσσα ήταν η Γερμανική. Ο Μπέντριχ δεν άκουσε ποτέ την οικογένεια Σμέτανα να μιλάει Τσέχικα.
Όταν έδειξε το πρώιμο μουσικό του ταλέντο, ο πατέρας του, ερασιτέχνης βιολιστής, έγινε ο πρώτος του δάσκαλος. Στα πέντε του χρόνια, ο Μπέντριχ έπαιζε βιολί σε ένα κουαρτέτο. Έκανε την πρώτη δημόσια εμφάνισή του ως πιανίστας, σε μια τοπική συναυλία, σε ηλικία έξι χρονών.
Όταν ο Φράντισεκ διορίστηκε ζυθοποιός του Κόμη Τσέρνιν το 1831, μετακόμισε με την οικογένειά του στο Τζίντριχουβ Χράντεκ, 100 μίλια μακριά, όπου ο Μπέντριχ συνέχισε τα μαθήματα μουσικής με τον τοπικό οργανίστα. Οι πρώτες γνωστές συνθέσεις του Μπέντριχ είναι από αυτήν την περίοδο, όταν δηλαδή ήταν περίπου εννέα χρονών.
Το 1835 ο Φράντισεκ αγόρασε ένα κτήμα στην εξοχή. Η περιοχή ήταν διαποτισμένη από την ιστορία και τους θρύλους και ο νεαρός Μπέντριχ γοητεύτηκε από τις αφηγήσεις για τους Τσέχους ήρωες. Άκουγε επίσης τους εργάτες στο κτήμα να μιλούν Τσέχικα και πέρασε πολλά βράδια ακούγοντας τα τραγούδια τους και παρακολουθώντας τους χορούς τους.
Το 1839 ο πατέρας του εξασφάλισε στον 15άχρονο Μπέντριχ μια θέση σε ένα περίφημο σχολείο της Πράγας, αλλά ο Μπέντριχ θαμπωμένος από τη μεγαλύτερη πόλη της Βοημίας, παραμελούσε τις σπουδές του για να παρακολουθεί τις συναυλίες. Ο Φράντισεκ τον έστειλε σε ένα σχολείο στο Πίλσεν, σε κάποιο θείο του, με την καθοδήγηση του οποίου ήλπιζε ότι ο γιος του θα αποκτούσε μια καλή εκπαίδευση. Αλλά οι επιδόσεις του Μπέντριχ παρέμειναν μέτριες.
Τα μουσικά χαρίσματα του νεαρού Μπέντριχ βρήκαν εντούτοις θιασώτες στην καλή κοινωνία του Πίλσεν και συχνά τον καλούσαν να παίξει πιάνο στους χορούς. Παρόλο που δεν ήταν όμορφος, η ευχάριστη προσωπικότητά του κέρδιζε το θαυμασμό των νεαρών γυναικών. Το 1842 ο Μπέντριχ ερωτεύτηκε παράφορα μια παιδική του φίλη που είχε ξανασυναντήσει τον προηγούμενο χρόνο. Η Κατερίνα Κολάροβα ήταν μια ολοκληρωμένη πιανίστα και ο συνεπαρμένος 18άχρονος Μπέντριχ έγραψε για τους δυο τους ένα ντουέτο για πιάνο.
Το 1843 ο Μπέντριχ, αφού πέρασε τις εξετάσεις του, εγκατέλειψε το σχολείο. Ήταν βέβαιος ότι στην Πράγα τον περίμενε η επιτυχία. Η πατρική περιουσία είχε εξαντληθεί και ο Μπέντριχ είχε τόσο λίγα χρήματα που δεν του έφταναν ούτε για να νοικιάσει ένα πιάνο. Αλλά τα χρήματα δεν ήταν το μοναδικό του πρόβλημα. Η συνθετική του δραστηριότητα εμποδιζόταν από την παντελή έλλειψη μουσικής θεωρητικής κατάρτισης.
Το 1844 έπεισε τον διακεκριμένο δάσκαλο Γιόζεφ Προξ να τον διδάξει. Ο Μπέντριχ κατόπιν εξασφάλισε τη θέση του οικοτρόφου δασκάλου του πιάνου στην υπηρεσία του Κόμη Λέοπολντ Θουν. Άρχισε να παρευρίσκεται στις δεξιώσεις της αριστοκρατίας, όπου γνώρισε τον Μπερλιόζ και τον Σούμαν.
Αναθαρρημένος από τις νέες συνθήκες, προγραμμάτισε το 1847 μια σειρά ρεσιτάλ. Αλλά όταν στο πρώτο από αυτά έπαιξε σε μια σχεδόν άδεια αίθουσα, εγκατέλειψε την περιοδεία. Απελπισμένος - είχε φύγει από την υπηρεσία του Κόμη και δεν είχε εισοδήματα - έστειλε τα χειρόγραφά του στο Λιστ το 1848 ζητώντας να του βρει εκδότη και να τον χρηματοδοτήσει. Εντυπωσιασμός από το έργο του Σμέτανα, ο Λιστ εξέδωσε τη μουσική του τελικά το 1851 αλλά δεν του έστειλε χρήματα.
Το έτος 1848 ήταν το έτος μιας κρίσιμης καμπής. Παρά τον πυριφλεγή πατριωτισμό του ο Σμέτανα συνέχιζε να μιλά Γερμανικά και να συνθέτει σε αυτό το ύφος. Όταν όμως η επανάσταση ενάντια στην Αυστριακή κυριαρχία έφτασε στην Πράγα, κατέβηκε στα οδοφράγματα και ορκίστηκε να υποστηρίξει την εθνική ταυτότητα της χώρας του με τη μουσική του - άνοιξε μάλιστα και μια δική του μουσική σχολή. Παρόλα αυτά δεν έμαθε καλά την Τσέχικη γλώσσα πριν το 1861.
Στις 27 Αυγούστου του 1849 παντρεύτηκε το μεγάλο του έρωτα, την Κατερίνα και σύντομα απέκτησε τέσσερις κόρες. Πέθαναν όλες εκτός από μία, ανάμεσα στο 1854 και το 1856. Ως αποκορύφωμα αυτής της δυστυχίας, η Κατερίνα έπαθε φυματίωση και οι οικονομίες του Σμέτανα εξαντλήθηκαν. Έτσι όταν του πρότειναν μια θέση δασκάλου του πιάνου στο μακρινό Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, εγκατέλειψε την Πράγα, τον Οκτώβριο του 1856.
Τα πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται για το Σμέτανα. Τα ρεσιτάλ του είχαν απήχηση και η μουσική σχολή του, δύο μήνες μετά την άφιξή του είχε υπεράριθμους μαθητές. Η οικογένεια φαινόταν να έχει ριζώσει στο Γκέτεμποργκ, αλλά το καλοκαίρι του 1858 η φυματίωση της Κατερίνα επιδεινώθηκε και ο Σμέτανα ένιωσε ότι δε θα αντέξει άλλον έναν κρύο χειμώνα στο βορρά. Είχε δίκιο. Στις 19 Απριλίου του 1859, σε μια στάση στη Δρέσδη, του μεγάλου ταξιδιού της επιστροφής στην πατρίδα, η Κατερίνα πέθανε.
Ο Σμέτανα συντετριμμένος από τον πρόωρο θάνατο της γυναίκας του αφοσιώθηκε στη σύνθεση. Συμφώνησε με την πρόταση του Λιστ να παρακολουθήσει μια σειρά συναυλιών στη Λειψία προτού τον επισκεφθεί στη Βαϊμάρη, όπου πρωτοπαρουσίασε το Τρίο για Πιάνο.
Ο Σμέτανα ξεπέρασε τη θλίψη του και το Σεπτέμβρη επέστρεψε στη Σουηδία, όπου αρραβωνιάστηκε τον ίδιο μήνα την Μπετίνα Φερντινάντοβα, την οποία παντρεύτηκε τον επόμενο Ιούλιο. Το 1860 ήταν περίοδος πολιτικών αλλαγών για τη Βοημία. Η παρακμή της Αυστριακής αυτοκρατορίας ευνοούσε την ανεξαρτητοποίηση του Τσέχικου έθνους και ο Σμέτανα ήθελε να λάβει ενεργό μέρος στον αγώνα. Εγκατέλειψε τη Σουηδία κι έφτασε στην Πράγα το Μάιο του 1861.
Ο Σμέτανα υποδέχτηκε με χαρά την είδηση πως το Προσωρινό Θέατρο της Πράγας θα ανέβαζε στο εξής τσέχικες όπερες και άρχισε να πειραματίζεται στο νέο ύφος. Αλλά το τσέχικο κατεστημένο τον θεωρούσε πολύ ριζοσπαστικό και έτσι έχασε αρκετές σημαντικές ευκαιρίες.
Με την πρώτη του όπερα, Οι Βρανδεμβούργοι στη Βοημία, το 1866, διέψευσε την προηγούμενη αδιαφορία των κριτικών. Η όπερα είχε άμεση επιτυχία και τον καθιέρωσε μέσα σε μια νύχτα, ως τον κατεξοχήν Τσέχο συνθέτη.
Ο Σμέτανα διορίστηκε προϊστάμενος διευθυντής του Προσωρινού Θεάτρου παρά τις αντιδράσεις των πολεμίων του. Μέχρι το 1872 έγιναν πολλές προσπάθειες να εκτοπιστεί αλλά είχε αφοσιωμένους υποστηρικτές μεταξύ των οποίων και το νεαρό συνθέτη Ντβόρζακ κι έτσι διατήρησε τη θέση του.
Bedřich Smetana Among his Friends, 1865; oil painting by František Dvořák
Το 1874 η υγεία του Σμέτανα κατέρρευσε. Το έλκος, τα προβλήματα με το λαιμό του και τα εξανθήματα στο σώμα του, επιβεβαίωσαν την ύπαρξη σύφιλης. Η ασθένειά του δηλώθηκε για την περιέργεια του κοινού ως "νευρικός κλονισμός" και του συστήθηκε απόλυτη ανάπαυση. Ο Σμέτανα ανάρρωσε αλλά η ακοή του είχε καταστραφεί. Ο συνθέτης έχασε εντελώς την ακοή του τον Οκτώβριο του 1874 αφού προηγουμένως υπέφερε το βασανιστήριο του αφόρητου, αδιάκοπου βουίσματος στα αυτιά.
Η κατάσταση του Σμέτανα δεν του επέτρεπε να συνθέτει πάνω από μια ώρα κάθε φορά και αδυνατούσε να συγκεντρωθεί. Αυτός και η Μπετίνα άφησαν το διαμέρισμά τους και πήγαν να μείνουν με την παντρεμένη κόρη τους έξω από την Πράγα.
Το 1882 ο Σμέτανα έπαθε άνοια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τις συνθέσεις του. Εξακολουθούσε να παράγει έργο, όπως το Κουαρτέτο Εγχόρδων αρ.2 στις αρχές του1883, αλλά η φθορά συνεχίστηκε. Άρχισε να έχει παρακρούσεις κι έπρεπε να τον προσέχουν για να μην αυτοκτονήσει. Τον Απρίλιο του 1884 κλείστηκε σε ένα άσυλο ανιάτων στην Πράγα, όπου πέθανε στις 12 Μαΐου. Έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος αληθινός Τσέχος συνθέτης.
(Orbis Publishing Limited, μετάφραση: Γιάννης Χαραλαμπίδης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου