ΜΑΝΟΛΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ ( 15 Νοεμβρίου 1883 – 20 Απριλίου 1959 )

 

Μόνον ύστερα από εσωτερικόν αγώνα, αφού βρήκα, μαζί με τη γλωσσική μου έκφραση, τον εαυτό μου, δεν άργησα να καταλάβω πως όχι μόνο δεν υπάρχει φόβος με τη δημοτική να χαλαρώσομε, ή να χάσομε ως έθνος τη γλώσσα μας, την έκφρασή μας, τον εαυτό μας, τη θρησκεία μας, παρά ίσια ίσια ότι στη δημοτική και με τη δημοτική βρίσκομε και αποκρυσταλλώνομε την αληθινή εθνική μας γλώσσα και μαζί με αυτή τον εθνισμό μας και την πραγματικά γόνιμη και ελεύθερη ένωση με όλους τους ομοεθνείς, την ιστορία μας και με τους αρχαίους.

Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης υπήρξε έλληνας γλωσσολόγος και ένας εκ των ιδρυτών του Εκπαιδευτικού Ομίλου, οργάνου του εκπαιδευτικού δημοτικισμού με μεγάλη συμβολή στα εκπαιδευτικά προγράμματα των κυβερνήσεων υπό τονΕλευθέριο Βενιζέλο και συγγραφέας της «Νεοελληνικής Γραμματικής». Κληροδότησε την πνευματική και υλική του περιουσία- ανάμεσά της και την τεράστια βιβλιοθήκη του- στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ιδρύοντας (1959) το Ίδρυμα που φέρει το όνομά του και το οποίο συνεχίζει με σημαντικά δημοσιεύματα και άλλες δραστηριότητες την «καλλιέργεια και την αξιοποίηση της δημοτικής γλώσσας και την προαγωγή της παιδείας του ελληνικού λαού» κατά την επιθυμία του δωρητή.
Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, υπό το κράτος της οικογενειακής πίεσης, γράφτηκε αρχικά στη φυσικομαθηματική σχολή, για να αλλάξει εντελώς κατεύθυνση μετά από ένα χρόνο και να στραφεί στη φιλοσοφική σχολή και τις συναφείς θεωρητικές σπουδές. Κατόπιν μετέβη στη Γερμανία, προκειμένου να ακολουθήσει παιδαγωγικές σπουδές. Εντέλει τον έλκυσε η Γλωσσολογία, για την οποία εκπόνησε διδακτορική διατριβή υπό την εποπτεία του Καρλ Κρουμπάχερ.
Πριν ακόμη επιστρέψει στην Ελλάδα, καταπιάστηκε με τη δημιουργία του Εκπαιδευτικού Ομίλου, που κατόρθωσε να προβάλλει τηδημοτική γλώσσα ως σύμβολο μιας γλωσσικής επανάστασης με πολιτικές προεκτάσεις. Το 1917 ο Τριανταφυλλίδης μαζί με τονΔελμούζο καλούνται από την κυβέρνηση Βενιζέλου να εκδώσουν τα πρώτα σχολικά βιβλία στη δημοτική, μια μεταρρύθμιση που θα διακοπεί βίαια το 1920, μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου με προτροπή μάλιστα της σχετικής Επιτροπείας της κυβέρνησης Γούναρη στην έκθεσή της «να πεταχτούν τα βιβλία έξω από τα σχολεία και να καούν στην πυρά».



Ο Τριανταφυλλίδης μετέβη και πάλι στη Γερμανία το 1920, για να επιστρέψει το 1923, επί Πλαστήρα, προκειμένου να διδάξει στηνΠαιδαγωγική Ακαδημία. Αργότερα έγινε ένας από τους πρώτους καθηγητές του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μαζί με καθηγητές όπως ο Γιάννης Αποστολάκης, ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης και ο Αλέξανδρος Δελμούζος.
Αυτή την ιδεολογική ελευθερία που απλόχερα του πρόσφερε το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, την αρνήθηκε τρις το πανεπιστήμιο Αθηνών και η Ακαδημία Αθηνών, υπό το κράτος του γλωσσολογικού συντηρητισμού της αθηναϊκής φιλοσοφικής σχολής και ιδιαίτερα του τμήματος κλασικής φιλολογίας, που εκείνη την εποχή δεχόταν την ιδεολογική επίδραση του καθηγητή και αργότερα ακαδημαϊκούΙωάννη Σταματάκου. Ο Σταματάκος στη σχετική του εισήγηση λίγο-πολύ περιγράφει τον Μ. Τριανταφυλλίδη ως εγκληματία.
Το 1934 παραιτήθηκε από την καθηγητική του ιδιότητα και επέστρεψε στην Αθήνα, ασχολούμενος αποκλειστικά με τη συγγραφή του έργου του Ιστορική Εισαγωγή, του θεμέλιου πάνω στο οποίο συντάχθηκε αργότερα η Νεοελληνική Γραμματική. Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης πέθανε το 1959 στην Αθήνα. Η περιουσία του βάσει διαθήκης κληροδοτήθηκε στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και με αυτήν δημιουργήθηκε το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών - Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη




Ιδεολογία 


Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης διαμόρφωσε νωρίς τη δική του ιδιότυπη γλωσσική ιδεολογία, σύμφωνα με την οποία, προκειμένου να επιτευχθεί η πνευματική επανάσταση στην ελληνική πραγματικότητα, χρειάζεται να απαλλαγεί ο λαός από την καθαρεύουσα, τη γλώσσα της αρχαιομανίας, όπως την οριοθετεί και να διδαχθεί τη δημοτική ως ζωντανή, αληθινή γλώσσα της προόδου.
Ανάμεσα στις συγκρουόμενες σοσιαλιστικές και φιλελεύθερες ιδεολογίες, η πρότασή του υπήρξε η αποσύνδεση της εκπαίδευσης από το Γλωσσικό ζήτημα, προβλέποντας ότι οι κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις του γλωσσικού ζητήματος θα επισκίαζαν τις ανάγκες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Παίρνοντας αποστάσεις από την ορμητική μερίδα των δημοτικιστών με τις ακραίες ψυχαρικές θέσεις, πρότεινε μια γλώσσα μεικτή, για την οποία κατηγορήθηκε σφοδρά από τον Ψυχάρη και χαρακτηρίστηκε συντηρητικός από τον Δελμούζο.
Ο Τριανταφυλλίδης θεωρείται πως αποτίμησε θετικά την προσπάθεια του Κοραή για τη δημιουργίας μιας κοινής Νεοελληνικής, παρά την αντίθεση του Ψυχάρη και άλλων δημοτικιστών της εποχής του. Αντίθετα από τον Ψυχάρη, ο Τριανταφυλλίδης «αντιλήφθηκε τη δυναμική παράδοση του δημοτικισμού ανεξάρτητα από τις εκάστοτε γλωσσικές επιλογές [...] Προσεγγίζοντας τον κοραϊσμό έξω από το αυστηρό σχήμα του Ψυχάρη, ο Τριανταφυλλίδης κατέστησε δυνατή την ένταξη του Κοραή στο στρατόπεδο του δημοτικισμού»
Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, εισάγοντας ουσιαστικά νεοτερισμό στην εποχή του, ενδιαφέρθηκε επίσης για τη συστηματική διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε οµογενείς και ξενόγλωσσους, τη μετάβαση δηλαδή από τη διδασκαλία της Ελληνικής ως µητρικής γλώσσας στη διδασκαλία της Ελληνικής ως δεύτερης ή ξένης γλώσσας.



ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ 


1.Μόνον ύστερα από εσωτερικόν αγώνα, αφού βρήκα, μαζί με τη γλωσσική μου έκφραση, τον εαυτό μου, δεν άργησα να καταλάβω πως όχι μόνο δεν υπάρχει φόβος με τη δημοτική να χαλαρώσομε, ή να χάσομε ως έθνος τη γλώσσα μας, την έκφρασή μας, τον εαυτό μας, τη θρησκεία μας, παρά ίσια ίσια ότι στη δημοτική και με τη δημοτική βρίσκομε και αποκρυσταλλώνομε την αληθινή εθνική μας γλώσσα και μαζί με αυτή τον εθνισμό μας και την πραγματικά γόνιμη και ελεύθερη ένωση με όλους τους ομοεθνείς, την ιστορία μας και με τους αρχαίους.
2.Δημοτικισμός είναι η λογοτεχνική, πνευματική, εκπαιδευτική και κοινωνική κίνηση που μας ζητεί να εργαστούμε για ν’ αποχτήσομε και εμείς κάτι που δεν έχομε και που το έχουν σήμερα όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της Ευρώπης, το πρώτο και σημαντικότατο γνώρισμα για κάθε έθνος με σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό: κοινή εθνική γλώσσα, που ολόκληρο το έθνος να μπορεί να τη γράφει και να την αισθάνεται και να τη μιλεί και να την έχει όργανο στη μόρφωσή του και στην πνευματική του ζωή. 
3.Ο δημοτισμός αξιώνει η γλώσσα του λαού μας, που έγινε και γλώσσα της λογοτεχνίας μας, ν’ αναγνωριστεί και από την παιδεία μας, και να υψωθεί σε όργανό της. Ζητεί να θεμελιωθεί ηπαιδεία μας στη ζωντανή μας γλώσσα, στους λαογραφικούς και άλλους λογοτεχνικούς θησαυρούς τούς αποταμιευμένους σ’ αυτή, και σε όλα τα πραγματικά στοιχεία της ελληνικής ζωής, καθώς διαμορφώθηκε με την ιστορική εξέλιξη του έθνους μας. 
4. Μια γλώσσα δεν μπορεί παρά ν’ ανανεώνεται σιγά σιγά, αν είναι να μένει ζωντανή έκφραση, και μόνο με το σωστό συγκερασμό κάθε φορά της νέας ζωής με τα χτεσινά και τα περασμένα είναι δυνατό να φυλαχτεί γόνιμη κάθε κληρονομιά. 













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου