ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΙ & ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

 

Vincent van Gogh - Portrait of the Postman Joseph Roulin

Άρης Αλεξάνδρου - Ανεπίδοτα γράμματα

1
Επιταγές και δέματα
τα κανονίζεις όπως-όπως.
Τριάντα τα εκατό πενήντα τα εκατό
μα ποιος θα πάρει τη μισή μου ξενητειά
ποιος θα δεχτεί να πάρει
τριάντα τα εκατό απ’ τη μισή μου ξενητειά.

Πλάι στη θάλασσα μαζί σου
είχα μπορέσει να πετάξω
δυο βότσαλα στην άκρη του γιαλού
και μας πιτσίλισαν λιακάδα.

2
Δεν ξέρω αν διαβάζεις ανάμεσα στις δέκα μου αράδες
πόσο πολύ μου λείπει το βορεινό παράθυρο κλειστό
μην τύχει και κρυώσει
ένα φλυτζάνι τσάι που αχνίζει
τα περιστέρια των χεριών σου.

Λέω να κλείσω τα παντζούρια
μήπως και μείνει τίποτα απ’ το σούρσιμο της χτένας στα μαλλιά σου
λέω ν’ ανεβάσω το φυτίλι
μη μου χαθεί η φωνή σου.

[...]

18
Το νερό που πίνουμε
είναι γεμάτο σκόνη και σκουριά του ντενεκέ.
Έχω το μαντήλι σου μα δεν σουρώνω πια τα λόγια
όπως κι ο φίλος Αυγουστής
δεν δίνει διάρα
μην του χαλάσει η τσάκιση
καθώς πασχίζει να λυγίσει το ξύλινο ποδάρι.
Έτσι κι αλλιώς αυτό το αίμα
δεν το πληρώνουν χρόνια λευτεριάς
μήτε κ’ οι άνοιξες που αν κάποτε ξανάρθουν
θα μου σφαντάξουν σαν χρυσές
οδοντοστοιχίες.
Μόνο να φτάσουν γρήγορα οι λέξεις
κι ας φτάσουν οι στιγμές
σαν άμμος μες στα μάτια σου
κι ας φτάσουνε οι παύλες
σα νευριασμένο τικ στο βλέφαρό σου:
Φωτογραφία ελήφθη. Προτιμώ πρωτότυπον.
Έτσι κι αλλιώς τα γράμματά μας
σκοντάφτουν πάντα
στις απεργίες των τριών τα
και στη λογοκρισία.

Μούδρος 1948

Από τη συλλογή Άγονος γραμμή (1952)

[πηγή: Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941-1971), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 21981, σ. 30-38]



 Thomas Patterson Portrait Of A Postman

Δημήτρης Βαρβαρήγος - Μονόλογοι

Μονόλογοι των δρόμων
ένορκες βεβαιώσεις ενώνουν τις πόλεις
υπόνομοι τίγκα στη βρώμα
χαρτιά ανάκατα στο τραπέζι
μισή τσίχλα αφημένη πλάι σε ατάραχες λέξεις
στον κόκκινο μανδύα ένα χάδι περιμένει η ξεχαρβαλωμένη κούκλα ο παλιατζής πάντα την ίδια ώρα
πάντα τα ίδια λόγια
σίδερα μαζεύω
ταχυδρόμος δεν υπάρχει
ευτυχώς τίποτα δεν προσμένω

τα βιβλία στο ράφι έρημα
ανοιχτή η σακούλα με τις καραμέλες εκχέουν πίκρα
αφόρτιστο το τηλέφωνο
ανυπόφορα χειμερινά δεσμά αγκάλιασαν το μπαλκόνι
η αλόη θέλει πότισμα
άφαντες οι παντόφλες
γλιστράει το βρεγμένο μπάνιο
να προσέχεις
παγωμένη λίμνη η σκέψη
ξυλιάσαμε
κρέμασε στους ώμους το σάλι π’ αγοράσαμε
αυτό που ζέστανε γοφούς και στήθη
μοιραίος ο ερχομός του σκοταδιού
μα είναι νωρίς ακόμη να πάμε για ύπνο
εμβριθές σχέδιο η κανέλα στον αφρό του χτυπημένου με στοργή καφέ
νήδυμη απαρίθμηση ερωτικών ελιγμών οι γουλιές
να πιω;





The Mailbox is a painting by Randy Edwards 


Γιάννης Βαρβέρης - Το γράμμα

Στην τσέπη του παλτού σου
παλιό σουσάμι
φλούδια φιστικιών
και το τσαλακωμένο γράμμα μου.
Ξύπνησαν λέξεις
φράσεις ανακλαδίστηκαν
έτριξα μήνες εκεί μέσα
μέρες του κρύου
νύχτες απ’ την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή
μήπως ακούσεις
άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς
κόπηκα ράφτηκα εν αγνοία σου
κατά τις πιθανές σου επιθυμίες.
Μα τώρα πια που μπαίνει το καλοκαιράκι
κι είναι σαφείς οι προοπτικές του μέλλοντός μας
αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας
ή αντί να με ξεγράψεις
στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο
θα σφίξω θα μαζέψω
σε σουσάμι ή φλούδι
κι απ’ τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα.
Κάποτε θα μ’ αγγίξουνε τα δάχτυλά σου.
Γιάννης Βαρβέρης, (από τη συλλογή Αναπήρων πολέμου, Κέδρος 1982)



The Postman - Thomas Liddall Armitage


Νικηφόρος Βρεττάκος - Γράμμα στον Τσάρλι Τσάπλιν


«Ε, Τσάρλι Τσάπλιν, παιδικέ μου φίλε, που ΄μοιαζαν τα παπούτσια μας!

Περάσαν τόσα χρόνια από τότε κι όμως νιώθω μια ζεστασιά παράξενη, ως να με είχες στα χέρια σου ζεστάνει κάποια νύχτα, που νιφάδες χιονιού τρύπωναν μέσα στον κινηματογράφο του χωριού μου και κρύωνα διπλωμένος στο μακρύ σάκο μου, με πεσμένα τα μαλλιά στα μάτια μου, που λάμπαν βλέποντάς σε σαν του αγριμιού, ολοκάθαρα.

Που να΄ξερα πως θα΄ μενες εσύ, Τσάρλι, ως το τέλος ο φίλος μας στον κόσμο, ο καλός θείος, ο γείτονας του Θεού, ο παραστάτης σε όλους μας, και πως εγώ μια μέρα με τη φτωχή αλφαβήτα που εκεί κάτω στο ταπεινό σχολείο μας με μαθαίναν, θα σου’ γραφα ένα γράμμα σαν και τούτο, γιομάτο από φιλία και καρδιοχτύπια για όλο τον κόσμο!
Τσάρλι! Τσάρλι! Γράφω σ’ εσένα για όλους μου τους φίλους.
Τσάρλι Τσάπλιν, καλέ μου ταχυδρόμε, που πας σ΄όλες τις χώρες και χτυπάς με το διακριτικό σου μπαστουνάκι των φτωχών τα παράθυρα κι αφήνεις στο παντζούρι τους πάνω ένα γαρούφαλο, που με το πλάι το βράδυ, ακροπατώντας, μπαίνεις απ΄τις μισάνοιχτες πορτούλες στον ύπνο των παιδιών, με την ψυχή σου φορτωμένη παιχνίδια
Τσάρλι, φίλε των φίλων μου όλων που δεν έχουν φίλους, που τους πήραν τον ήλιο τ΄ ουρανού, που τους πήραν τη χάρη και την πρόνοια, και που σένα έχουν μόνο ανάμεσά τους να πηγαίνεις και να’ ρχεσαι, κουνώντας τα λοξά σου παπούτσια, διάβασέ τους την αγάπη μου Τσάρλι! Ένα λουλούδι μ΄εκατομμύρια φύλλα είναι το γράμμα που σου στέλνω για όλους. Μοίρασέ τους την ελπίδα μου, Τσάρλι.»
(Νικηφόρος Βρεττάκος, Ποιήματα, Τρία φύλλα)


Walter Dendy Sadler - The Village Postman

Νικηφόρος Βρεττάκος - Γράμμα στον άνθρωπο της πατρίδας μου

Απαντώ στη σιωπή σου μ’ ένα φως ήρεμο• όσο και να ‘ναι
σαν τον Ατλαντικό οι στιγμές μου ταραγμένες
όσο κι αν η καρδιά στα βάθη μου χορεύει όπως μια φλόγα
φωτιάς, το αίμα μου καίγεται σαν ένα μακρύ δάσος
σε μιαν απέραντη πλαγιά – όσο κι αν ένας όμορφος
ήλιος βασίλεψε, σου γράφω. Αν όχι τίποτε άλλο,
σ’ ένα μικρό φύλλο χαρτιού σού γράφω και σου στέλνω
το παιδικό μου αλάβωτο χαμόγελο σαν ένα
φεγγάρι μέσα σε μια στέρνα.

Έχεις το έλεος. Πάνω σου το βλέμμα του Θεού.
Έχεις την εύνοια των πρωινών του. Μη με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην του ειπείς πως μ’ εγκατέλειψεν η ελπίδα.
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο σημείωσε τα φαράγγια
που πέρασα, και τις κορφές που πάτησα, και τα άστρα
που είδα. Πες τους από μένα, πες τους απ’ τα δάκρυά μου
ότι επιμένω ακόμα πως ο κόσμος
είναι όμορφος!

Κι αν σκίστηκε
το χώμα μου στα δύο, κι αν χάσκει η ύπαρξή μου
σαν ένας τοίχος ανοιγμένος κάτω απ’ την κοιλιά
μιας φορτωμένης καταιγίδας,
πες τους πως σου στέλνω
το παιδικό μου αλάβωτο χαμόγελο σαν ένα
φεγγάρι μέσα σε μια στέρνα.

Κατά μήκος του ποταμιού
που κατεβαίνει στην κοιλάδα,
δίπλα στις λεύκες που σου νανουρίζουν
τη λύπη, γράψε στο νερό
τ’ όνομά μου: Ελπίδα.
τ’ όνομά μου: Αγάπη.
τ’ όνομά μου: Σιωπή.

Τάραξε πάλι το νερό.
Σβήσε τα ίχνη μου πάλι.
Πες τους πως είμαι ένας ελεύθερος άνεμος που γυρνά
μέσα στο μέλλον. Πως σε κάθε δέντρο έχω δεμένο
κι από ένα χρυσοσέλωτο άλογο. Πες τους πως
εγώ κι ο ήλιος είμαστε πάντοτε σε πορεία.
Πως όταν κάθε Κυριακή ντύνομαι τις ελπίδες μου
γιομίζει καθώς περπατώ ο κόσμος.
Εσύ, έτσι πες τους.
Πως δε σου ‘γραψα τίποτα. Πως σου ‘στειλα μονάχα
το παιδικό μου αλάβωτο χαμόγελο σαν ένα
φεγγάρι μέσα σε μια στέρνα.
Από τη συλλογή Τα θολά ποτάμια (1950) 

Samuel Harry Hancock - A Postman of the City 


Κική Δημουλά - Γράμμα

Ο ταχυδρόμος,
σέρνοντας στα βήματά του την ελπίδα μου
μου ῾φερε και σήμερα ένα φάκελο
με τη σιωπή σου.
Το όνομά μου γραμμένο απ᾿ έξω με λήθη.
Η διεύθυνσή μου ένας ανύπαρκτος δρόμος.
Όμως ο ταχυδρόμος
τον βρήκε αποσυρμένο στη μορφή μου,
κοιτώντας τα παράθυρα που έσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τα χέρια μου
που έπλαθαν κιόλας μια απάντηση.
Θα τον ανοίξω με την καρτερία μου
και θα ξεσηκώσω με τη μελαγχολία μου
τ᾿ άγραφά σου.
Κι αύριο θα σου απαντήσω
στέλνοντάς σου μια φωτογραφία μου.
Στο πέτο θα έχω σπασμένα τριφύλλια,
στο στήθος σκαμμένο
το μενταγιὸν της συντριβής.
Και στ᾿ αυτιά μου θα κρεμάσω-συλλογίσου-
τη σιωπή σου.



The Postman by Alonso Perez


Ο. Ελύτης - Ο ταχυδρόμος

Κάθε πρωί οπού ξυπνώ
τρέχω στην πόρτα και κοιτώ

Τρίτη Κυριακή Δευτέρα
κι άλλη μια χαμένη μέρα

Πάνε κι έρχονται ολοένα
τα βαπόρια και τα τρένα

Ταχυδρόμε ανάθεμα σε
μόνο εμένα δε θυμάσαι

Πιάνει ο κόσμος περιστέρια
κι εγώ μένω μ’ άδεια χέρια

– Γράμμα τέτοιο δε λαβαίνεις
άδικα μην περιμένεις

Δεν σου το ‘χουνε γραμμένο
κι αν σου το ‘χουν πάει αλλού

Άλλος μένει εκεί που μένεις
και το δίνουνε αυτουνού

Ίσως να ‘ναι και σταλμένο
σ’ άνθρωπο του φεγγαριού

Ή και παραπεταμένο
σε μιαν άκρη τ’ ουρανού.
(Ο. Ελύτης, Τα ρω του έρωτα, Ίκαρος)


Mailman by Ian Russell

Νίκος Καββαδίας -Γράμμα στον ποιητή Καίσαρ Εμμανουήλ

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει. Κάτι που πάντα βρίσκεται σ αιώνια εναλλαγή, κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων, και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη. Κάτι που θα κανε γοργά να φύγει το κοράκι, που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά. να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του, προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά. Κάτι που θα κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια, που αβρές μαθήτριες τ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί, χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ. Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει. Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ Σκεφτήτε Εγώ. Ένα καράβι Να σας πάρει, Καίσαρ Να μας πάρει Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ οδηγώ. Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε. Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν, τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε, κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν. Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν, οι πολιτείες οι πιό απομακρυσμένες κι εγώ σ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες. Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε παράξενες στη γέφυρα ιστορίες, γιά τους αστερισμούς ή γιά τα κύματα γιά τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες. Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε, τους φάρους θε ν ακούγαμε να κλαίνε και τα καράβια αθέατα θα τ ακούγαμε, περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε. Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε, κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει. εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε, κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ. Και μιά γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος, μιά γριά σ ένα πολύβουο καφενείο μιά αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε, κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο. Και μιά βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια στα μάτια μιάς Ινδής που θα χορέψει γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα, θα δήτε ίσως τη Γκρέτα να επιστρέψει. Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα, κι από ένα χωμάτινο πεζό μνήμα, δε θα ναι ποιητικώτερο και πι όμορφο, ο διάφεγγος βυθός και τ άγριο κύμα; Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα, λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη», που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε, γελώντας και κουνώντας το κεφάλι. Η μόνη μου παράκληση όμως θα τανε, τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε. Κι όπως εγώ για έν αδερφό εδεήθηκα, για έναν τρελόν εσείς προσευχηθήτε.



 The Village Postman by Heywood Hardy

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ - ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΟΥ

Τα γράμματά σου τα ‘χω, Αγάπη πρώτη,
σε ατίμητο κουτί, μες στην καρδιά μου.
Τα γράμματά σου πνέουνε τη νιότη
κι ανθίζουνε την όψιμη χαρά μου.

Τα γράμματά σου, πόσα μου μιλούνε
με τις στραβές γραμμές και τα λαθάκια!
Τρέμουν, γελάνε, κλαίνε, ανιστορούνε
παιχνίδισμα τη ζούλια και την κάκια…

Το μύρο στους φακέλους που είχες ραντίσει,
του Καιρού δεν το σβήσανε τα χνότα.
Παρόμοια ας ήταν να μην είχε σβήσει
η απονιά σου τα ονείρατα τα πρώτα

Τα γράμματά σου πάνε, Αγάπη μόνη,
βάρκες λευκές, τη σκέψη μου εκεί κάτου.
Τα γράμματά σου τάφοι• δεν τελειώνει
απάνω τους η λέξη του Θανάτου.

The Old Man Reading A Letter by Fyodor Bronnikow



Γιώργος Κόκκινος -  Ο Ταχυδρόμος

Στα χέρια μου κρατώ ένα μικρούλι ραβασάκι
γραμμένο με μελάνι των φιλιών
το βάψανε τα μάτια σου με αίμα αυτό τ’ αντίο
με κόκκινο και ροζ, το πότισαν τα χείλη σου

αντίο λέμε “γεια χαρά” σαν αποχωριζόμαστε
σα φίλοι, σα γνωστοί, σαν ξένοι π’ ανταμώσαμε
τυχαία όπου αφήνουμε ελπίδες
μα η ίδια η ζωή, μας ρίχνει τις ευθύνες
κι απάνω που κοντέψαμε το στόχο μας
με μιας κάποιος εχθρός στήνει παγίδες

αντίο λέμε, σαν χωρίζουν και τα μάτια μας
και πλέον δεν υπάρχει άλλος τρόπος ν’ ανταμώσουν
τί κι αν τις λιγοστές ελπίδες μας ζυγίσαμε
τί λόγια κι αν αλλάξαμε στα χείλη, τί φιλιά
τί όνειρα κι αν κάναμε πριν ακουστεί τ’ αντίο

αυτό αποφασίστηκε, εδώ, σε μια νυχτιά
κι η μέρα κοροϊδεύει τις αιτίες

στα χέρια μου κρατώ ένα μικρούλι γραμματάκι
το φύλαγα σα θησαυρό που ‘χα σκοπό να στείλω
κομμένο και ραμμένο στην καρδιά σου
με ένδειξη “Express” και “συστημένο”

το ξέρω, θα ταξίδευε πιο γλήγορα από μένα
θα έτρεχε, θα κάλπαζε και θ’ άλλαζε στεριά
πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο θα έφτανε για σένα
να τρέξει στα ματάκια σου ένα δάκρυ από χαρά

στην τσέπη κάποιου ερωτευμένου ταχυδρόμου
στη θήκη μιας πολυτελούς αποσκευής
σ’ ένα αεροδρόμιο, σ’ ένα πλοίο ή ένα τρένο
- σε ποιον επόμενο σταθμό θες να σε βρω; -

δυο λέξεις είχα γράψει μες στο φάκελο
[ και να ‘μαι, έπιασα πάλι δουλειά, δουλεύω
μοιράζω γράμματα στον κόσμο κι όλο τρέχω
γιατί μ’ αρέσει να πετώ στον ουρανό ]
δυο λέξεις είχα γράψει “ σε αγαπώ”

στο δίπλα απ’ το γραφείο μου δοχείο
υπάρχουν κομματάκια από χαρτί
με αίμα είναι βαμμένα κι απ’ τους δύο
- αγάπη μου να μείνεις δυνατή -

το αντίο δε το γιάτρεψε ο χρόνος
και δρόμο τώρα αλλάζει ο ταχυδρόμος



Late Postman is a painting by Mils Gan 
 Θανάσης Πάνου -  Ο ταχυδρόμος από την χώρα του μέλλοντος

«Η γλώσσα με τις υψηλές έννοιες βρίσκεται ένα ανασασμό πριν τον θάνατο». 
… 

Καλοί μου φίλοι, 

Αυτή την στιγμή που στεκόμαστε εδώ, η κοινωνία αποσυντίθεται, παρόλο που έχει ως βάση το τσιμέντο. 
Άτομα διασπώνται , ακτινοβολίες μας βομβαρδίζουν , άνθρωποι πάνε και έρχονται αφήνοντας πίσω τις σωματικές οσμές τους, η μεσόγειος ροκανίζει τις ακτές , ο αέρας περνάει μέσα από τα κλιματιστικά… και πάει λέγοντας. Εν τω μεταξύ ο πλανήτης μας περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του και γύρω από τον ήλιο, ο ήλιος ακολουθεί μια τροχιά γύρω από το κέντρο του γαλαξία και ο γαλαξίας ακολουθεί μια τροχιά γύρω από ένας θεός ξέρει τι. Επιπλέον όπως όλοι ξέρουμε, το σύμπαν διαστέλλεται με διαβολεμένη ταχύτητα. Τα σενάρια όμως που πλέκουν τα όνειρα μας, εκπνέουν επινοήσεις με τέτοιες ευφάνταστες πλοκές , με τέτοιες υποχθόνιες αρχιτεκτονικές επινοήσεις που το υπέρλογο της φαντασίας παραδίδεται μπροστά τους. 

Το όνειρο αυτό , το έφερε ένας καβαλάρης ταχυδρόμος του μέλλοντος , ένας εργάτης μεταφοράς του λόγου , μια συνηθισμένη βραδιά που βυθισμένος στη ονειροφαντασία ήμουν ευάλωτος στην άναρχη επιβολή του. Φυσικά ως όνειρο είναι αληθοφανές, ευτυχώς όμως δεν είναι αληθινό, μιας και το αύριο το πλάθουμε εμείς, όπως ως παιδιά της φύσης, θέλουμε να πιστεύουμε ότι κτίζουμε με τα δικά μας τραχιά σχεδιάσματα το αύριο. Όπως δηλαδή ο σπόρος ανοίγει το δρόμο στη βλάστηση. Βέβαια, πάντα τα ζιζάνια βλαστάνουν και αυτά γύρω – γύρω , κλέβοντας ότι μπορούν, όπως ως ζιζάνια οφείλουν να πράττουν. 

Μια φανταστική κατάσταση σαν αυτή που περιγράφεται από τη επίσκεψη του ταχυδρόμου δεν ισχύει σήμερα αλλά θα μπορούσε να συμβεί το έτος 2031. Έτσι για το μικρό πηδηματάκι στο χρόνο, ας πούμε δέκα λεπτά στο μέλλον, θα πρέπει με κάποιο τρόπο να φύγω από την αίσθηση αλλοτριότητας του σήμερα. Οδηγός, η αίσθηση ότι η γραφή είναι ο αρχιτέκτονας που αποκαλύπτει διάφορες πτυχές μέσα από τα σκόρπια ψίχουλα της ονειροφαντασίας. 

Στην εποχή λοιπόν αυτή, η διαδικασία της κοινωνικής ανάπτυξης σύμφωνα με τους νόμους του ζώντος χάους της ανθρώπινης φύσης επιδεινώθηκε και η ασυμμετρία αναδύθηκε γυμνή μπροστά σε όλους μας. Εδώ πλέον, η γλώσσα δεν είναι όργανο ομιλίας , δεν γονιμοποιεί ιδέες , οι λέξεις δεν κινούν. 

Στο κέντρο της κάθε πόλης ορθώνεται ένα δεκάμετρο άγαλμα , απεικονίζοντας ένα κασμά και στη βάση του μια μεγάλη επιγραφή αναφέρει «Στάσου προς το μέρος που ατενίζει το άγαλμα και θυμήσου το μολύβι». Οι τελευταίες τρείς λέξεις είναι γραμμένες με μεγαλύτερα στοιχεία. 

Οι ομιλίες που ακούω γύρω μου διαμελίζουν με φραστικά ολισθήματα την επικοινωνία. Και ο λόγος, μα γιατί και ο λόγος αναρωτήθηκα… 

“Μα γιατί απελευθερώνει , δίνει υπόσταση στον άνθρωπο” απάντησε ένα γκράφιτι στο τοίχο της τελευταίας βιβλιοθήκης. 

Αναζήτησα την ενημέρωση από τα Μ.Μ.Ε. Οι δύο εκφωνητές με ίδια φωνή διάβαζαν το ίδιο κείμενο ταυτόχρονα: 

«Κατάπληξη έχει προκαλέσει στη διεθνή κοινή γνώμη και ιδιαιτέρως στους ανθρώπους των γραμμάτων η απόφαση της UNESCO σχετικά με την ελληνική γλώσσα. Υπενθυμίζουμε στους ακροατές μας ότι το όλο ζήτημα ξεκίνησε όταν το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο αποτελούμενο από τα 350 παιδιά πού είχαν επισκεφτεί την χώρα μας το 2013 σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα διαπολιτισμικών ανταλλαγών μεταξύ σχολείων, και με εισήγηση του ολλανδού επιτρόπου Βαν ντε Μπρίκι , έκανε δεκτή την έκθεση της επιτροπής Ο.Η.Π (οργανισμού Ηνωμένων πολιτειών-πρώην Ο.Η.Ε). Οι κορυφαίοι γλωσσολόγοι, ο γερμανός Fatauler και ο γάλος Tecnotelier καυτηρίασαν τον Γλωσσικό Φραγκεστάιν της Ελλάδας. Υποστήριξαν ότι τα ρήματα, ΣΕΡΦΑΡΩ, ΡΙΣΚΑΡΩ, ΚΟΠΛΙΜΕΝΤΑΡΩ, ΣΟΥΖΑΡΩ, ΠΑΡΚΑΡΩ, ΣΟΚΑΡΩ, ΦΟΥΛΑΡΩ, ΡΕΓΟΥΛΑΡΩ, ΜΠΛΟΚΑΡΩ, ΚΟΜΛΕΞΑΡΩ, ΠΡΕΣΑΡΩ, ΝΤΑΟΥΝΙΑΖΩ κ.α, οδήγησαν την Ελλάδα στην καταπόντιση του μύθου της” 

Η γλώσσα με τις υψηλές έννοιες βρίσκεται ένα ανασασμό πριν τον θάνατο… 

“Ο έκπτωτος λόγος, οδήγησε σε σκοταδισμό σε μια μαύρη σκηνογραφία, σε ένα δράμα επικοινωνίας, πράγμα ανεπίτρεπτο για την πολιτισμένη Ευρώπη. Οι δύο καθηγητές υποστήριξαν μάλιστα ότι η γλώσσα που μιλιέται είναι μια παραφθαρμένη μίξη από την επικράτηση του γλωσσικού μεταναστευτικού κύματος και της βραχυλογίας που υποχθόνια ρίζωσε σε όλους η επικοινωνία μέσω των κομπιούτερ. Δυσάρεστη τροπή πήρε το όλο ζήτημα όταν το βρετανικό κοινοβούλιο αποφάσισε να επιβάλλει εμπάργκο ώστε οι Έλληνες να ονομάσουν τη γλώσσα τους Αγγλική, όπως σωστά είχε προτείνει πριν πολλά χρόνια στην εποχή της εκποίησης των πάντων, μια ελληνίδα πολιτικός». 

Κλείνω το γράμμα, «αρκετά» λέω, όλοι έχουμε παρόμοια όνειρα και φόβους… 

Το μόνο που θα ήθελα όμως να ξέρω είναι το εξής: 

Αν η εξύψωση της υλικής γραφής υπηρετήσει συμφέροντα μιμούμενη την πολιτική υποτέλεια του σήμερα , τι είναι εκείνο που θα φροντίσει να μείνει ακέραια η μνήμη των προγόνων μας, που έκλεισαν το σύμπαν στο εσωτερικό της ελληνικής γλώσσας, ευαγγελίζοντας την ανάλυση και ανίχνευση με τον λόγο; 

Το ετεροχρονικό συνεχές είναι εκείνο που προσδίδει μια αίσθηση ταυτότητας; 

Αν μου διακόψουν την πολιτιστική μου συνέχεια , η ψευδαίσθηση της ταυτότητας της εξελιγμένης κοινωνίας θα με αφήσει να εξακολουθώ να είμαι εγώ; 

Πολίτης αυτού του τόπου των γραμμάτων , που ως σκαφτιάς θέλω να αναμετράμε , να σημαδεύομαι στη διαμάχη με τις λέξεις και ας χάνω . 

Αυτό είναι το ερώτημα που με βασανίζει συνέχεια… 

Τα μουσεία των πολιτιστικών ιδεών έπεσαν στο κενό. 

Η μόνη απάντηση που δίνει το γράμμα του μέλλοντος είναι η σιωπή, μια οπερέτα της ονειροφαντασίας με ηθοποιό τον λόγο που επίμονα δεν εμφανίζεται, στη σκηνή. 

Ίσως θα έπρεπε να συμφωνήσω με εσένα, ότι δεν είναι ηθικά σωστό να ισχύσει αναδρομικά η απαγόρευση των ονειροσκέψεών μας. 

Τα Απόρρητα των απορρήτων του λόγου κατοικούν στο Ολύμπιο βουνό. 

Εκεί που υπάρχει μια πέτρα κάτω από μια άλλη πέτρα που την δια λόγου λύτρωση καλά κρατά , καλώντας για την εκταφή ή την ανάσταση μας. 

A Letter Finally Arrives is a painting by Danny Lowe


ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ 

Ο Ταχυδρόμος -Il Postino


Ο Ταχυδρόμος (Il Postino) είναι ιταλική κινηματογραφική ταινία παραγωγής 1994, σκηνοθετημένη από το Μάικλ Ράντφορντ.

Η ταινία αφηγείται τη φιλία του νεαρού ταχυδρόμου Μάριο Ρουόπολο (Τροΐζι) με το Χιλιανό κομμουνιστή ποιητή Πάμπλο Νερούδα (Νουαρέ) και τον έρωτα του πρώτου για την όμορφη Μπεατρίτσε Ρούσο (Κουτσινότα). Το σενάριο είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα Ardiente Paciencia του Αντόνιο Σκάρμετα (1985) και ακολουθεί αρκετά πιστά την πλοκή του, με τη διαφορά ότι η ιστορία εκτυλίσσεται στην Ιταλία του '50 αντί για τη Χιλή του '60.

Υπόθεση


Ο Μάριο είναι ένας νεαρός που ζει στο απομονωμένο νησί Σαλίνα κατά τα τέλη της δεκαετίας του '50 και ονειρεύεται να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, προσπαθώντας να μη γίνει ψαράς σαν τον πατέρα του. Τελικά του δίνεται μια άλλη ευκαιρία, όταν προσλαμβάνεται στο ταχυδρομείο για να διακινεί την αλληλογραφία του Χιλιανού Πάμπλο Νερούδα, ο οποίος διώκεται από τις αυταρχικές κυβερνήσεις της πατρίδας του κι έχει λάβει πολιτικό άσυλο απ' την Ιταλία, υπό τον όρο ότι θα μένει μόνιμα σε μια ερημική περιοχή της Σαλίνα.

Σύντομα ο Μάριο διαπιστώνει πως το μεγαλύτερο μέρος των επιστολών προέρχεται από θαυμάστριες και μολονότι σχεδόν αγράμματος, ξεκινά να διαβάζει τα ποιήματα του Νερούδα και να συζητά όσο γίνεται περισσότερο μαζί του, ελπίζοντας ότι θα βρει λύση στο μεγάλο του πρόβλημα: ντρέπεται να φλερτάρει. Σιγά-σιγά μυείται στα μυστικά της ποίησης, την οποία χρησιμοποιεί για να γοητεύσει την Μπεατρίτσε που εργάζεται στο καφενείο της θείας της στο λιμάνι. Παράλληλα αναπτύσσει μια πρωτόλεια ταξική συνείδηση και αρχίζει να αμφισβητεί το δεξιό πολιτευτή που κρατά την περιοχή στην καθυστέρηση, ώστε να εκμεταλλεύεται πολιτικά και οικονομικά τους αφελείς νησιώτες.

Κάποια στιγμή η πολιτική κατάσταση στη Χιλή αλλάζει με την εκλογή του προέδρου Σαλβαδόρ Αγιέντε και ο ποιητής διορίζεται πρέσβης στο Παρίσι. Φεύγει με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει - καθώς όμως τα χρόνια περνούν και ο Νερούδα δεν εμφανίζεται, ο Μάριο μένει με την πίκρα ότι ο παλιός του φίλος τον ξέχασε.

Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Νερούδα θα ξαναφτάσει στη Σαλίνα, αυτή τη φορά ως επισκέπτης. Ανακαλύπτει ότι ο Μάριο κι η Μπεατρίτσε απέκτησαν έναν γιο, τον οποίο ονόμασαν Παμπλίτο προς τιμήν του. Δυστυχώς όμως ο Μάριο δεν ζει: δολοφονήθηκε από την αστυνομία στη Νάπολη, καθώς ανέβαινε στο βήμα μιας πολιτικής συγκέντρωσης για να εκφωνήσει ένα ποίημα.

Βραβεύσεις

Αν και ταινία χαμηλών τόνων με «σινεφίλ» χαρακτηριστικά, ο Ταχυδρόμος γνώρισε απροσδόκητα θερμή υποδοχή από το ευρύ κοινό και κέρδισε διεθνείς διακρίσεις.

Έλαβε το Βραβείο Όσκαρ Πρωτότυπης Μουσικής για τη σαιζόν 1995, ενώ ήταν υποψήφιος σε τέσσερις ακόμα κατηγορίες που συνήθως περιλαμβάνουν μόνο αμερικανικές παραγωγές: Καλύτερη Ταινία, Σκηνοθεσία, Α' Ανδρικός Ρόλος, Διασκευασμένο Σενάριο. Η υποψηφιότητά του για Καλύτερη Ταινία του στέρησε το δικαίωμα να διεκδικήσει το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, για το οποίο θα ήταν το αδιαφιλονίκητο φαβορί.

Επίσης το 1996 έλαβε τρία Βραβεία της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (τα λεγόμενα βρετανικά Όσκαρ): Σκηνοθεσίας, Μουσικής, Καλύτερης Μη Αγγλόφωνης Ταινία


ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου