ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΖΑΝ-ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ ( 2 Οκτωβρίου 1801 - 9 Νοεμβρίου 1832 )

 

Η Ελισάβετ Μουτσά(ν) γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, κόρη του Φραγκίσκου Μουτσά(ν) και της Αγγελικής το γένος Σιγούρου. Οι γονείς της κατάγονταν από αριστοκρατικές οικογένειες της Ζακύνθου και ο πατέρας της ασχολήθηκε με την πολιτική. Η Ελισάβετ μεγάλωσε σε αυστηρό, κλειστό περιβάλλον, ασχολήθηκε ωστόσο με τα γράμματα από νεαρή ηλικία. Γνώριζε την ιταλική και τη γαλλική γλώσσα και επηρεάστηκε από τους τρεις δασκάλους της, τον Γεώργιο Τσουκαλά, τον Θεοδόσιο Δημάδη και τον Βασίλειο Ρομαντζά, όλοι κατώτεροι ορθόδοξοι κληρικοί. Το 1831, μετά από απόφαση της οικογένειάς της παντρεύτηκε τον κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της Νικόλαο Μαρτινέγκο, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο τον Ελισσαβέτιο, λίγες ώρες μετά τη γέννηση του οποίου πέθανε από επιπλοκές στον τοκετό. Στο χώρο της λογοτεχνίας η Μαρτινέγκου έγραψε έργα για το θέατρο, δύο πεζές μεταφράσεις, της Οδύσσειας του Ομήρου και του Προμηθέα δεσμώτη του Αισχύλου. Έγραψε επίσης οικονομικές και ποιητικές μελέτες, καθώς επίσης ποιήματα και θεατρικά έργα στο ιταλικά. Παρά τον μεγάλο όγκο του συγγραφικού της έργου, το μόνο που σώθηκε ακέραιο είναι η Αυτοβιογραφία της, την οποία εξέδωσε ο γιος της το 1881. 

Η ΑΥΤΟBIOΓΡΑΦΟΥΜΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΖΑΝ - ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ

της Ελένης Καρασαβίδου

Η Ελισάβετ Μουτζάν, γόνος δύο από τις ιστορικότερες ζακυνθινές οικογένειες (των γραμμένων στο “Libro d’oro” –“τη Χρυσή Βίβλο” των ευγενών του νησιού- από το 1633, ενετικής προελεύσεως Μουτζάν, ή Μουτσά, από την πλευρά του πατέρα της, και των Σιγούρων, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική και πνευματική ιστορία του νησιού, από την πλευρά της μητέρας της) γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1801 και πέθανε το Νοέμβριο του 1832. Δεκάξι μέρες μετά τη γέννηση του πρώτου και τελευταίου της παιδιού. 

Παρόλ’ αυτά, σε τούτη την τόσο σύντομη ζωή των τριάντα ενός της χρόνων, πρόλαβε να μας κληροδοτήσει βιώματα και στοιχεία της προσωπικότητάς της που της αποδίδουν δικαιωματικά το χαρακτηρισμό του τραγικού προσώπου. Ίσως, γιατί, όπως ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος, στην εισαγωγή του βιβλίου του “Ε. Μουτζάν - Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία”, σημειώνει: «Η ιστορία της αθώας και επιμελούς Μπέτας που αποστήθιζε το ‘αμαθήτευτον μάθημα’, της ευφάνταστης και διψασμένης για γράμματα Ελίζας που συγκροτούσε με κόπο την ‘γραμματισμένη ζωή της’, και της υπάκουα εξεγερμένης Ελισάβετ που είχε αφιερωθεί με πάθος -ή με μανία- στο γράψιμο, είναι η ιστορία μιας τυπικής περίπτωσης γυναίκας της αστικής τάξης στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Αλλά παράλληλα είναι η ιστορία μιας τυπικής περίπτωσης οδηγημένης έως τα όριά της, επειδή από το ένα μέρος η πρωταγωνίστρια (ή η μάρτυς) έτυχε να έχει πλήρη συνείδηση της μοίρας της και από το άλλο μέρος αποφάσισε να αντιμετωπίσει τη μοίρα αυτή.» 

Η Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου γεννήθηκε σε μια εποχή όπου στην Ευρώπη ορθωνόταν πανίσχυρο το ανδροκρατικό πρότυπο και η ανθρώπινη εταιρία του Διαφωτισμού σταματούσε εκεί που άρχιζαν «τα μακριά φορέματα της γυναικείας σκλαβείας». 

Η νεαρή Ζακυνθινιά, σύντομα και βαθιά, θα συγκρουστεί με όλες αυτές τις έννοιες και θα αναδείξει το μικρό της δωμάτιο σε φλάμπουρο αντίστασης. Είναι, στην πραγματικότητα, μια αθόρυβη πορεία. Ένα μυστικό, προσωπικό δράμα. Η ζωή περνάει από έξω με μεγάλες δρασκελιές. Η Ευρώπη αναμετράται με το παρελθόν και το μέλλον της. Τα Επτάνησα βράζουν. Η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του 1815, τα οριακά γεγονότα του Υψόλιθου και η Eπανάσταση του 1821 για εθνική αποκατάσταση και κοινωνική δικαιοσύνη, η φριχτή τρομοκρατία των Άγγλων, φαίνονται να περνούν αδιάφορα μπρος απ’ την κλειστή πόρτα. Οι αγέρηδες της εποχής βρίσκουν κλειστά παράθυρα. Αλλά και μια φλογισμένη πένα, που μέσα από τις γρίλιες τους θα φροντίσει να πιάσει όλο τον επαναστατικό αγέρα των αρχών του 19ου αιώνα, και να αποδώσει στο χαρτί τον αιώνιο αγώνα του ανθρώπου να αναμετρηθεί με το «Θεό», με τη μοίρα του, και να τον «κερδίσει». 

Πραγματικά αυτό που μας συγκινεί στην αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου δεν είναι τόσο η απαράμιλλη λογοτεχνική της αξία, η οποία θα ήταν εξάλλου τόσο δύσκολο να επιτευχθεί, εξαιτίας των αντικειμενικών δυσκολιών που βάραιναν την πένα της σε κάθε της βήμα, αλλά το γεγονός ότι σε αυτή συναντάμε τη γραφή στην πιο πρωτογενή μορφή της, στην ίδια τη Σισύφεια κοινωνική αποστολή της, έτσι καθώς βοηθά τον άνθρωπο να βρει και να σκαλίσει το αληθινό του πρόσωπο και ν’ αρθρώσει την πιο μυστική του κραυγή, χρησιμοποιώντας την πένα του/της ως έμβολο ενάντια στη μοίρα του…… 

Κι είναι η Ελισάβετ που, παρόλα αυτά, θα παίρνει την πένα, σχεδόν κάθε βράδυ, και θ’ αγωνίζεται, φλεγόμενη, με τη βοήθεια αρχικά της μητέρας της και της γιαγιάς της κι αργότερα κάποιων κληρικών (από τους οποίους ξεχωρίζει ο προοδευτικός Κωνσταντινουπολίτης λόγιος Θεοδόσιος Δημάδης) για κάτι που σήμερα θεωρείται αυτονόητο και είναι, ίσως γι’ αυτό, λιγότερο εκτιμητέο. Να μορφωθεί, να μάθει να σκέφτεται, ακριβώς για να μάθει να συμμετέχει: 

«Ζηλωταί του βαρβαρικού ήθους της Πατρίδος μου μη συγχυσθήτε! Αλλά τι λέγω μη συγχυσθήτε, αλλοίμονον! Σείς εγινήκατε θηρία από τον θυμόν σας. Εγώ συγχωρώ εις τας κόρας πολλά γράμματα. Εγώ διορίζω εις αυτάς τας ίδιας την ελευθερίαν εις το να ευγαίνουν από το σπήτι, όθεν εγώ εις τα μάτια σας φαίνομαι εν τέρας της φύσεως, δεν με μέλλει. Το ήθος είναι βάρβαρον, τυραννικόν. Εγώ μισώ, βδελύττωμαι, ονειδίζω όλα τα βαρβαρικά, τα τυραννικά πράγματα, μήτε φοβούμαι εκείνους οπού τ’ αγαπούν και διαφεντεύουν... Ήθος τυραννικόν, ήθος βάρβαρο εσύ, ναι με καταδικάζεις αλλ’ εγώ εμπαίζω την καταδίκην σου, όχι, όχι, ο θεός δεν μου έδωσε καρδίαν αχρείαν, ούτε συ με τα κλεισίματα σου, με τα φυλακώματα σου ηδυνήθης ποτέ να μου την αχρειώσης, αυτή επιθυμεί πάντοτε τας μεγάλας επιχειρήσεις και είναι πάντοτε έτοιμη να τας αρχίση και να τας τελειώση.» 


Αυτοβιογραφία



Κλασικό παράδειγμα τραγικής ειρωνείας αποτελεί ο χαρακτηρισμός της Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου (1801-1832) ως της πρώτης Ελληνίδας πεζογράφου, επειδή αυτό αποτέλεσε μεν τον αποκλειστικό σκοπό της σύντομης ζωής της, αλλά ο σκοπός αυτός τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, αφού δεν είδε κανένα από τα έργα της να δημοσιεύεται όσο ζούσε. 



Μέσα από την "Αυτοβιογραφία" της αναπτύσσεται το δράμα μιας νεαρής γυναίκας της αστικής τάξης της Επτανήσου, που ενώ επιθυμεί να λάβει μέρος στην πνευματική, τουλάχιστον, ζωή του τόπου, και προσπαθεί σκληρά γι' αυτό, αναγκάζεται -σύμφωνα με το "βαρβαρικό ήθος της πατρίδος" της- να ζει έγκλειστη στο σπίτι του πατέρα της, αποκομμένη απ' όσα συμβαίνουν έξω. 

Διέξοδο στο δράμα αυτό έδωσαν το γράψιμο, που υπήρξε γι' αυτή μια ζωτική ανάγκη, και η "μελαγχολική Μούσα" της, που έπαιζε γι' αυτήν ένα λυτρωτικό ρόλο, για να αναδειχθεί γρήγορα σε όργανο κριτικής και καταγγελίας.


ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου