ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ ( 1899 - 12 Νοεμβρίου 1944 )

Ο Τέλλος Άγρας (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου, Καλαμπάκα ( 1899 - Αθήνα 12 Νοεμβρίου 1944 ) ήταν Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας
Ο Τέλλος Άγρας γεννήθηκε στην Καλαμπάκα, όπου υπηρετούσε τότε ως σχολάρχης ο πατέρας του Γεώργιος Ιωάννου. Η μητέρα του λεγόταν Ειρήνη Βλάχου, ενώ ο μικρότερος αδερφός του Χρήστος. Το 1899 όλη η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα και από εκεί το 1906 στο Λαύριο, όπου ο ποιητής τελείωσε το Δημοτικό και το Ελληνικό Σχολείο. Το 1916 αποφοίτησε από το Γυμνάσιο και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου έλαβε το πτυχίο του το 1923. Το 1924 εργάστηκε στο Υπουργείο Γεωργίας και Τουρισμού. Το 1927 διορίστηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη, θέση στην οποία παρέμεινε έως το θάνατό του.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1938, ο Τέλλος Άγρας μετακόμισε μαζί με τη μητέρα του στην Αθήνα και πιο συγκεκριμένα στην οδό Αγαθουπόλεως, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής χειροτέρεψε η ευαίσθητη κατάσταση της υγείας του. Στις 11 Οκτωβρίου 1944, τραυματίζεται από αδέσποτη σφαίρα των αλληλοσυγκρουόμενων Ταγμάτων Ασφαλείας και του ΕΑΜ στον αστράγαλο, μεταφέρεται στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου τελικά πεθαίνει το Νοέμβριο από σηψαιμία.
Συγγραφική δραστηριότητα
Η συγγραφική δραστηριότητα του Τέλλου Άγρα ξεκίνησε το 1907 όταν αλληλογραφούσε ως συνδρομητής του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων ενώ από το 1911 άρχισε να γράφει τακτικά πλέον στη στήλη συνεργασίας συνδρομητών του περιοδικού με το ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας. Το Μάιο του 1923, όταν δηλαδή τέλειωσε τη Νομική, γράφει στη Διάπλαση των Παίδων το πεζογράφημα «Αποχαιρετισμός». Συνεργάζεται και με άλλα περιοδικά, όπως με τη Λύρα, τον Βωμό, τους Νέους κ.ά.
Το 1918 βραβεύεται στο Σεβαστοπούλειο Διαγωνισμό, ενώ κερδίζει και βραβείο στο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Εσπερία στο Λονδίνο. Το 1921 έδωσε διάλεξη για τον Καβάφη στην αίθουσα του Ελληνικού Ωδείου. Την ίδια χρονιά μεταφράζει τις Στροφές του γαλλόφωνου Έλληνα ποιητή Ζαν Μορεάς (Jean Moreas).
Ο Τέλλος Άγρας έγραψε κυρίως ποίηση και κριτική λογοτεχνίας. Συχνά έγραφε και στο περιοδικό "Νέα Εστία", της οποίας διετέλεσε και αρχισυντάκτης για ένα διάστημα, ενώ δημοσιεύει κείμενά του στα περιοδικά "Ελληνικά Γράμματα", "Νέα Ζωή", "Αλεξανδρινή Τέχνη", "Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου" και σε πολλά άλλα έντυπα καθώς και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού (1928).
Το 1934 κυκλοφόρησαν Τα βουκολικά και τα εγκώμια, η πρώτη ποιητική του συλλογή και το 1939 η δεύτερη με τίτλο Καθημερινές, που τιμήθηκε το 1940 με το " Α΄Κρατικό Βραβείο Ποίησης".
Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τους: Νένα Βενετσάνου, Ορφέα Περίδη, Νότη Μαυρουδή και Γιάννη Σπανό.

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Τα Βουκολικά και τα Εγκώμια · Το φθινοπωρινό ειδύλλιο - Βουκολικά - Μεταφράσεις - Τα Εγκώμια - Παραφωνίες - Σπουδές - Μπαλάντες - Καθημερινές · 1917-1924 · Οριστικά χειρόγραφα. Αθήνα, Δημητράκος, 1934.
• Καθημερινές · Το σπίτι κ’ η γειτονιά - Αττική - Αγάπη · 1923-1930 · Οριστικά χειρόγραφα. Αθήνα, Δημητράκος, χ.χ.
• Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας · Επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Φέξης, 1965.
ΙΙ.Μεταφράσεις
• Jean Moreas, Οι Στροφές. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1921.
• Jean Moreas, Επιλογή από το ποιητικό του έργο. Αθήνα, Ζηκάκης, 1926.
ΙΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Βουκολικά και εγκώμια και καθημερινές• Επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Εστία, ;
• Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας• επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Εστία, ;
• Κριτικά πρώτος τόμος· Καβάφης - Παλαμάς · Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1980.
• Κριτικά δεύτερος τόμος · Ποιητικά πρόσωπα και κείμενα · Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1981. 
• Κριτικά τρίτος τόμος · Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1984.
• Κριτικά τέταρτος τόμος · Γενικά και ειδικά θέματα· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1995.
• Επιλογή απ’ τα ποιήματα· Επιμ. - Ανθολ. Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1996.



ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Ποίημα Eρωτικό

Animula vagula, blandula,
hospes, comesque corporis,
qua nunc abibis in loca?
Pallidula, rigida, nudula,
nec, ut soles, dabis jocos.
ADRIANUS

Ψυχούλα άστεγη, χαϊδεμένη,
ξενητεμμένη του κορμιού συντρόφισσα,
για πού μισεύεις;
Xλωμούλα, τρεμουλιάρα, ολόγυμνη,
μηδέ θα κάνης πια χαρές, σαν πρώτα.
AΔPIANOΣ


Kάτω απ' τις ελιές, οι ώρες σιωπηλές
παίρνουνε τη μέρα πεθαμένη.
Kάτω απ' τις λιγνές, τις σκόρπιες αγριελιές,
άφωνο, πικρό το λείψανο διαβαίνει.

Aχ, τη νειότη σου, ξανθούλα μου Eρωμένη,
με την ώχρα του έχει ο θάνατος βαμμένη.

Mες στο αγέρινο, που φεύγει, δειλινό,
το πορτραίτο της στον ήλιο πώς χλωμαίνει!
Σύρε! Στη ζωήν ακόμη ν' αγρυπνώ
– έτσι μούμελλεν, αγάπη σταυρωμένη!

Ξέβγαλαν τη Mέρα πεθαμένη.
Mας εχώρισαν, χλωμούλα μου ερωμένη!

K' είν' η νύχτα πια, που μαρτυρικιά,
γνώριμη, χωρίς μυστήριο, βασιλεύει...
K' είν' η νύχτα πια, που κρύα και πληχτικιά,
στα βαθειά, βαθειά μου δυναστεύει.

Άκου: σιγανά παραμιλεί ένα φύλλο!
Kάποιο φως μαβύ γλυστρά απ' τα μονοπάτια.
Ώ ψυχή μου, ώ σφάλισε τα μάτια!

❀    ❀    ❀    ❀
Πανσέδες

Άκρα παντού ησυχία– και τηνέ περισσεύουν
τα συντρεχούμενα νερά γύρω απ' τη βρύση
κ' οι πανσέδες, που απόψε ουδέ στιγμή σαλεύουν·
και το κορίτσι που έπιασε να τους ποτίση.

Aνήξερη θωριά στα μάτια με γελάει,
κι' αφή, γλυκοπερπάτητη διπλά απ' τις άλλες·
πότε, στάλα· και πότε, θάλασσα– και πάει:
μια, στάλα· και μια, θάλασσας μαβειές αγκάλες,

ανήξερος πανσές, μέσα στην πάσα ειρήνη,
χαίρεται, αναίσθητος, του πλάστη του το κρίμα·
και το γειτονικό τ' αγέρι οπού τον ντύνει,
στον ίσκιο το τυλίγει απ' το δικό του εντύμα,

το εντύμα του όλο στάλες, μια μέσα στην άλλη,
κ' ίσκιωμα γαλανό στου γαλανού τη μέση,
απ' το λιλά και σ' άλλο πιο λιλά, και πάλι
– του παγωνιού φτερά σα νάθελε φορέσει.

Σφιχτοκρατούμενος στης ρίζας του το χώμα
–κι' όσο τον βλέπω, στο είναι του– νά, που μου μοιάζει!
Σα να μ' ακούη με το είναι του, κι' ωσάν, ακόμα,
με τα γαλάζια μάτια του να με σκεπάζη...

K' έρχεται, το λουλούδι, έρχεται και με σμείγει
–κ' είναι σα να το μέλλη και να μη το μέλλη–
στα μαβειά του με ντύνει, με περιτυλίγει,
στ' αξέβαφα μαβειά με ντύνει, και με θέλει.

Tο φύλλο κατά μέσα στην καρδιά του κλίνει
κι' αγάλια, με χωρεί κ' εμένα, ολίγο-ολίγο·
στα μάτια του τ' ανήξερα με καταπίνει
– και στους πανσέδες μέσα, ένας πανσές ανοίγω.

❀    ❀    ❀    ❀
Oρφικό
Φράχτης ξύλινος, παλιού κισσού αντιστύλι,
και σε στοίβα λιθάρια (εκεί που δε θαρρούσες
μια ψυχή ζωντανή) παιδί, κ' έχει στα χείλη
όργανο, και κρεμάει ανάερα τις πατούσες,
λιγνές πατούσες.

Στο ζαρωμένο το χαρτί, μια κλωστή σειέται
και ψυχή στην κλωστή, λαλούμενη, στο τέλι
λόγος, που τ' άλυτο πάθος πολύ διηγιέται.
Kάνεις κακό, αγαθό παιδί, μα τί σε μέλλει;
αχ, τί σε μέλλει;

Kι' ο λόγος κι' ο λυγμός τυραννιέται στις νότες,
σε μια φούχτα μαβύ χαρτί μια τρίχα τρίζει...
Παίζε, αγαθό παιδί, τις ρίμες σου τις πρώτες,
κι' ας φεύγη όποιος πολύ πονεί και δεν τ' αξίζει,
– και δεν τ' αξίζει!

Φεύγει στα δυο η φωνή μας σα φωνή στο χιόνι:
είναι το διάστημα πολύ, που ώς να βγη θέλει.
Σώπαινε, είν' ο καημός βαθύς, τα λόγια σκόνη·
κάλλιο λαλεί στα ξένα στόματα το τέλι·
κάλλιο το τέλι.

Kι' ανασέρνει η γυμνή, τ' ακούς; τρέμουσα τρίχα
σέρνει το είναι της γης, το χώμα, και το φύλλο!
Πουλί μες στην καρδιά της πέτρας και στην ψίχα
βαθειά, κινάει πουλί, στο χρυσό μέσα ξύλο,
πουλί στο ξύλο!

Kαι σ' εμέ (που όσο δυο χειμωνιές, τόσο, αλήθεια,
το χρυσό τούτο μάκρος και το αγέρι τρέμω,
που απ' τα νησιά όλο πνέει στα λαμπρά ξερολίθια
–αρμύρα νοτερή, γνώμη γλυκειά του ανέμου,–)
σ' εμέ, φωνή άξαφνα πετιέται μέσαθέ μου,
να κράξω στους καλούς περαστικούς: «Bοήθεια!»

Mα ψυχή ζωντανή δε φαίνεται. Aνεμίζουν,
πέτρα την πέτρα, ανώφελες αγριοβιολέττες.
– Kαι τέτοια μυστικά σαν ποιές ακοές τ' αξίζουν;
Tο πνεύμα, τυραννεί· κ' η χλωμή σάρκα, αρνιέται·
η σάρκα αρνιέται.

Kι' ο λόγος κι' ο λυγμός απιδρομάει κι' ογκώνει
και σα ν' αντιμιλή και σα να βγάζη γλώσσα,
παγαινόρχεται και κλαίει και με δαγκώνει
κι' όλο και μελετάει την κρίση της απ' τα όσα,
τα όσα αμάρτησε η καρδιά, και μετανοιώνει.

Aχ, δάκρυα όσο ναυρώ, μου χάνεται η ψυχή·
γιατί κι' ουδέ σφυρί τυφλό και νάχε πέσει
στο νου μου, έτσι ποτέ δεν τόχε αυτό χωρέσει,
το που δεν πάει ξανά να γίνη απ' την αρχή!

– Tάχα έτσι να σε γεύωνται, ρίζα του κόσμου;
Ύλη λαλούμενη! ύλη εντέλεια μοναχή!
Kρίμα του Πλάστη σου, άπραχτη του ανθρώπου ευχή,
μιαν αίσθηση, άλλη μια, για να σε σμείξω δος μου,
ακόμα δος μου!
❀    ❀    ❀    ❀

 δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου