ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Βασίλειος Ι. Κάνδης, λόγιος εκ Τενέδου. Δυο φορές εκλεγμένος στην οθωμανική βουλή (1878 και 1908)"

 

Η εναρκτήρια συνεδρίαση του Οθωμανικού Κοινοβουλίου (1877)

Μια σχετικά άγνωστη πτυχή της νεότερης οθωμανικής ιστορίας είναι η εκλογή Ελλήνων βουλευτών στην πρώτη (1876-1878) και στην δεύτερη προσπάθεια ίδρυσης οθωμανικού κοινοβουλίου (1908-1919).[1] Ένας εξ αυτών υπήρξε ο Βασίλειος Κάνδης,[2] Τενέδιος στην καταγωγή και «Λήμνιος» εξ αγχιστείας, αφού πήρε Λημνιά σύζυγο και απέκτησε στενούς δεσμούς με το νησί. Εκτός από τη σύντομη παρουσία του στο εφήμερο κοινοβούλιο του 1878 και την εκλογή του σε εκείνο του 1908 την οποία τελικά δεν αποδέχθηκε, ο Βασίλειος Κάνδης υπήρξε λόγιος, συγγραφέας ιστορικών μελετών και έχαιρε εκτίμησης στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας, όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του ως το 1909 που απεβίωσε. Αξίζει, λοιπόν, ο κόπος να ανασυνθέσουμε το προφίλ του, όσο το επιτρέπουν τα διαθέσιμα στοιχεία. Περαιτέρω έρευνα είναι σίγουρο πως θα αποκαλύψει και άλλες πληροφορίες για την ενδιαφέρουσα αυτή προσωπικότητα.


Η οικογένειά του 

Η οικογένεια «Κάνδη» έλκει την καταγωγή της από τα Δαρδανέλια, όπως ο ίδιος ο Βασίλειος Ι. Κάνδης αναφέρει σε συνέντευξή του σε αθηναϊκή εφημερίδα, έπειτα από σχετική ερώτηση του δημοσιογράφου:

«-Σεις, κύριε Κάνδη, από ποίαν περιφέρεια εξελέγητε; -Από το Αιγαίον, εις το οποίον περιλαμβάνετο και η πατρίς μου τα Δαρδανέλια.» [3]

Όμως, είχε γεννηθεί στην Τένεδο[4] γύρω στα 1850 και ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, αναφέρονται στην Τένεδο αρκετά μέλη της οικογένειας «Κάνδη», χωρίς να είναι γνωστή η συγγενική τους σχέση με τον Βασίλειο. Το 1883, στον κατάλογο συνδρομητών που δημοσίευσε στο βιβλίο του για την Προύσα ο Βασ. Ι. Κάνδης, αναφέρονται από την Τένεδο οι Ανδρέας Ι. Κάνδης και Δημήτ. Ι. Κάνδης, οι οποίοι πιθανότατα ήταν αδέρφια του.[5] Στον ίδιο κατάλογο υπάρχει πλήθος συνδρομητών από τα Δαρδανέλια, με τους κατοίκους των οποίων είχε προφανώς πολλούς δεσμούς, ανάμεσα στους οποίους και επίσημα πρόσωπα, όπως ο Έλληνας πρόξενος και δύο Οθωμανοί δικηγόροι, αλλά κανείς με τον επώνυμο «Κάνδης». 

Τενέδιοι συνδρομητές του βιβλίου του Κάνδη (στα 1880 περίπου).

 

Την ίδια περίπου περίοδο αναφέρονται στην Τένεδο τα αδέρφια Αθανάσιος και Παναγιώτης Κάνδης, οι οποίοι κατά την εικοσαετία 1880-1900 δημιούργησαν πολυμελείς οικογένειες. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους έζησαν στην Τένεδο, στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ.[6] Το 1913 στο εξατάξιο παρθεναγωγείο Τενέδου δίδασκε η Αικατερίνη Κάνδη, η οποία ήταν απόφοιτος παρθεναγωγείου.[7] Τέλος, στις 13 Ιουλίου 1924 σε έναν κατάλογο 96 Τενεδίων που είχαν καταφύγει στη Λέσβο και στη Λήμνο, στους οποίους η τουρκική κυβέρνηση είχε απαγορεύσει να επιστρέψουν στο νησί, υπάρχει και κάποιος Α. Κάνδης.[8]

 Όπως προαναφέρθηκε, ο Βασίλειος Ι. Κάνδης είχε στενές σχέσεις με τη Λήμνο, αφού σύζυγός του ήταν η λημνιακής καταγωγής Ελπίδα Κομνηνού. Πατέρας της ήταν ο Αθανάσιος Κομνηνός. Παππούς της, πιθανότατα, ήταν ο Λήμνιος έμπορος και καραβοκύρης Δημήτριος Νικ. Κομνηνός (1790-;), ο οποίος το 1820 ζούσε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας ενώ το 1850 δώρισε το 1/6 της γολέτας του στην Αλληλοδιδακτική Σχολή Κάστρου Λήμνου.[9] Ο Αθανάσιος Κομνηνός το 1863 ζούσε στη Μανσούρα της Αιγύπτου, από όπου έστειλε τη συνδρομή του στον έρανο για την ανέγερση του μητροπολιτικού ναού Αγ. Τριάδας Λήμνου. Η σύζυγός του ονομαζόταν Αδριάνα και εκτός από την Ελπίδα είναι γνωστά τρία ακόμα παιδιά τους: ο Δημήτριος, η Ευτέρπη και ένας ακόμα γιος τους που είναι γνωστός με το εκκλησιαστικό όνομα «Νικόδημος»,[10] ο οποίος διετέλεσε μητροπολίτης Βοδενών (Έδεσσας) (1899-1903) και Βιζύης-Μηδείας (από το 1904).[11] Ο Νικόδημος είχε έντονη πατριωτική δράση. Στην Έδεσσα έλαβε ενεργά μέρος στην προετοιμασία του μακεδονικού αγώνα οργανώνοντας μεταφορές όπλων στα αντάρτικα ελληνικά σώματα,[12] ενώ ανάλογη δράση κατά των εξαρχικών είχε και στη Βιζύη της Θράκης.[13]

Όπως διαπιστώνουμε ο οικογενειακός περίγυρος του Βασίλειου Κάνδη περιλάμβανε προσωπικότητες με έντονη εθνική δράση. Με τη Λήμνια σύζυγό του, Ελπίδα, απέκτησαν τρία παιδιά, τη Θαλεία (1883-1900), τον Ιωάννη και το Γεώργιο (; -1962). Η Θαλεία Κάνδη γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, [14]  όπου προφανώς διέμενε αρχικά το ζεύγος. Φοίτησε στο Αρσάκειο Αθηνών και το 1898 αρίστευσε στις εξετάσεις και έλαβε το πτυχίο δημοδιδασκάλισσας Β΄ βαθμού:[15]

«Μετ’ ευχαριστήσεως είδομεν εις τα δημοσιευθέντα αποτελέσματα των εξετάσεων επί πτυχίω διδασκαλίσσης τα ονόματα νεανίδων κοσμουσών ομολογουμένως το Αρσάκειον. Μεταξύ αυτών πρωτίστην κατέχουσι θέσιν αι δεσποινίδες Θαλεία Β. Κάνδη και Παρασκευή Ιωάννου, αίτινες τη ομοφώνω των καθηγητών αποφάσει ηρίστευσαν…».[16]

Ατυχώς, η φιλομαθής νεαρή κόρη του Β. Κάνδη στις 9 Μαρτίου 1900 απεβίωσε:

«Η ατυχής νέα, η οποία ηρίθμει δεκαέξ ετών ηλικίαν, υπέκυψεν εις θανατηφόρον νόσον εν διαστήματι ολίγων μόνον ημερών και αφήκεν ψυχράν και έρημον την αγκάλην των γονέων αυτής, των οποίων ήτο χάρμα».[17

Η Κάτω Βουλή (1877) με 115 αιρετούς. Οι 17 ήταν Ρωμιοί.

 

Η εκλογή του στο οθωμανικό κοινοβούλιο

Η πρώτη απόπειρα λειτουργίας κοινοβουλίου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε το 1876. Η προσπάθεια ξεκίνησε στις 23 Δεκεμβρίου 1876 με την προκήρυξη Συντάγματος (Kânûn-i Esâsî), το οποίο είχε επεξεργαστεί μια ομάδα φιλελεύθερων νομικών υπό την καθοδήγηση του Μεγάλου Βεζίρη Μιντχάτ Πασά.[18] Το πρώτο αυτό οθωμανικό κοινοβούλιο λειτούργησε λίγο περισσότερο από ένα έτος, αφού στις 13 Φεβρουαρίου 1878 ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β΄ διέκοψε τις εργασίες του και ανέστειλε το σύνταγμα. Το αποτελούσαν δύο σώματα: η Βουλή των Αντιπροσώπων ή Κάτω Βουλή (Meclis-i Mebusân) με 115 μέλη εκλεγόμενα από τους πολίτες και η Άνω Βουλή ή Γερουσία (Heyet-i Âyân) με 26 μέλη, τα οποία επέλεγε ο σουλτάνος. Τα δύο σώματα συνεδρίαζαν στο κτίριο Dar ul-Funun κοντά στην Αγ. Σοφία, που αρχικά προοριζόταν για πανεπιστήμιο.

Οι 115 βουλευτές της Κάτω Βουλής δεν εκλέχτηκαν με άμεσες εκλογές αλλά επιλέχτηκαν από νομαρχιακά μικτά συμβούλια (Meclis-i Umumî), τα οποία συγκροτήθηκαν σε κάθε νομό (βιλαέτι) του κράτους. Τα συμβούλια αυτά αποτελούνταν από εκλέκτορες που έστειλαν οι κατά τόπους επαρχίες (σαντζάκια και ναχιγιέδες). Είχε προβλεφθεί στα 115 μέλη της Βουλής να εκπροσωπούνται όλες οι θρησκευτικές κοινότητες (μιλέτια) της αυτοκρατορίας, ως εξής: 69 μουσουλμάνοι και 46 από τις υπόλοιπες θρησκευτικές ομάδες: Εβραίοι, Αρμένιοι και Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, Αλβανοί). Στο σύντομο διάστημα της λειτουργίας του κοινοβουλίου πρόλαβαν να γίνουν μόνο δυο έμμεσες εκλογές βουλευτών, μία για το 1877 και μία για το 1878.

Η πρώτη κοινοβουλευτική ομάδα λειτούργησε κανονικά από τον Μάρτιο ως τον Ιούνιο του 1877 αλλά καθώς ξέσπασε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, ο οποίος εξελισσόταν πολύ άσχημα για την αυτοκρατορία, ο σουλτάνος διέλυσε τη βουλή και διέταξε τη διεξαγωγή νέων εκλογών. Η δεύτερη οθωμανική βουλή δεν λειτούργησε παρά ελάχιστες ημέρες τις πρώτες εβδομάδες του 1878. Η εναρκτήρια συνεδρίαση, έπειτα από απαίτηση του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, έγινε στα ανάκτορα του Ντολμά Μπαξέ, παρουσία ανωτέρων αξιωματούχων, των θρησκευτικών ηγετών και των ξένων πρέσβεων. Λίγες ημέρες αργότερα ανακοινώθηκε η αναστολή της λειτουργίας της βουλής επ’ αόριστον, λόγω της δύσκολης κατάστασης που είχε δημιουργηθεί από τη ρωσική προέλαση. Σε μεταγενέστερη συνέντευξή του σε αθηναϊκή εφημερίδα ο Κάνδης αφηγείται με γλαφυρότητα τα γεγονότα:

«Αντί να έλθη εις την Βουλήν ο Σουλτάνος, μετέβη προς τον Σουλτάνον η Βουλή. Ο υπουργός των Εσωτερικών μας ώρισεν ημέραν παρουσιάσεως εις τα ανάκτορα του Δολμά Μπαξέ. Την ωρισμένην ημέραν μας εδέχθησαν εις την αίθουσαν του ανακτόρου εκείνου, ήτις λέγεται «Διαμέρισμα του Βεζύρου». Εκεί μας προσέφεραν όλων των ειδών τα τουρκικά γλυκίσματα. Έπειτα δια των δαιδάλων ενός κήπου μας οδήγησαν εις την αίθουσαν του θρόνου… Η αίθουσα του θρόνου ήτο τεράστιον ορθογώνιον. Φαντασθήτε ότι ήσαν παρατεταγμένοι παρά τους τέσσαρας τοίχους πεντακόσιοι στρατιώται με την λόγχην εφ’ όπλου. Εις το βάθος ευρίσκετο ο θρόνος, ο οποίος είχε σχήμα κοινού καναπέ αλλ’ ήτο κατάχρυσος. Οι προσκεκλημένοι ετοποθετήθησαν ως εξής: δεξιά οι πρέσβεις, μετ’ αυτούς οι μωαμεθανοί ανώτεροι κληρικοί με τον Σεΐχ-ουλ-ισλάμ, μετ’ αυτούς οι γερουσιασταί. Εις το μέσον της αιθούσης και απέναντι του θρόνου ετοποθετήθημεν ημείς, κάτωθι ενός πολυελαίου, όστις ήτο τόσον μέγας ώστε εκάλυπτεν όλην την έκτασιν την οποίαν κατείχαμεν οι βουλευταί. Εις την άλλην πλευράν της αιθούσης ετάχθησαν ο Οικουμενικός Πατριάρχης μετά των άλλων θρησκευτικών αρχηγών και έπειτα διάφοροι ανώτεροι λειτουργοί του κράτους.

Μετ’ ολίγον ηνοίχθη μια θύρα και οι στρατιώται εζητωκραύγασαν: «Πατισαχίμ τσοκ γιασά!». Έπειτα ενεφανίσθη ο Σουλτάνος Χαμίτ, ακολουθούμενος υπό των αυτοκρατορικών πριγκήπων και εχαιρέτησεν μόλις ανυψώσας το χέρι του μέχρι του στήθους... Όλοι οι ευρισκόμενοι εις την αίθουσαν, πλην των πρέσβεων, έπεσαν πρηνείς εις το δάπεδον… Εμείναμεν δε πρηνείς, έως ου εδόθη σύνθημα να σηκωθούμε. Τότε ο Σουλτάνος έδωκεν εις τον Κιουτσούκ Σεΐτ πασάν, τον σημερινόν Μέγαν Βεζύρην τότε δε Γραμματέα των Ανακτόρων, τον ηγεμονικόν εναρκτήριον λόγον. Και ο Σεΐτ πασάς, τρέμων σύσσωμος, όχι από πραγματικήν αλλά πλαστήν συγκίνησιν, την οποία επιβάλλει η ανατολική εθιμοτυπία, ανέγνωσε τον εναρκτήριον. Έπειτα νέα ζητωκραυγή, νέος μισοτεμενάς του Σουλτάνου, όστις διηυθύνθη προς την θύραν του Χαρεμίου, και η τελετή ετελείωσε. Ημείς δ’ επήγαμεν εις το Βουλευτήριον... Μίαν ημέραν μας εκάλεσαν και μας είπον ότι ένεκα της καταστάσεως την οποία εδημιούργησεν ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος αι εργασίαι της Βουλής δεν ηδύναντο να εξακολουθούν. Μας παρεκάλεσαν λοιπόν να επανέλθωμεν εις τας επαρχίας μας και επεφυλάσσοντο να μας συγκαλέσουν αργότερα.» [19]

Μεταξύ των 115 βουλευτών αναφέρονται 17 Έλληνες κατά την πρώτη περίοδο του οθωμανικού κοινοβουλίου (1877) και 15 Έλληνες στη σύντομη δεύτερη περίοδο του 1878. Την εποχή εκείνη τα νησιά ανήκαν στο βιλαέτι του Αιγαίου πελάγους, από το οποίο εκλέχτηκε ένας από τους λίγους Έλληνες βουλευτές. Την πρώτη περίοδο (1877) ως εκπρόσωπος των νησιών αναφέρεται ο λόγιος Ζαφειράκης Υπανδρευμένος (1832-1896), ανώτερος διοικητικός υπάλληλος της οθωμανικής διοίκησης, από τον Μόλυβο Λέσβου. Από την βουλευτική δραστηριότητά του είναι γνωστή η αντίθεσή του στην πρόταση νόμου να στρατεύονται οι χριστιανοί υπήκοοι του σουλτάνου. Στην ομιλία του επικαλέστηκε ως επιχειρήματα πως οι χριστιανοί ήταν εντελώς άπειροι στην τέχνη του πολέμου και πως το κράτος θα έχανε ένα τεράστιο εισόδημα από το στρατιωτικό φόρο (μπεντέλ-ι ασκερί) που πλήρωναν ως τότε οι χριστιανοί για να εξαιρεθούν.[20]

Όταν το Φεβρουάριο του 1878 τερματίστηκε απότομα η θητεία της δεύτερης Βουλής, ήταν βουλευτής, όπως αναφέραμε, και ο Βασίλειος Ι. Κάνδης, εκπρόσωπος του σαντζακίου Δαρδανελίων, στο οποίο ανήκε η πατρίδα του η Τένεδος. Από το βιλαέτι του Αιγαίου το 1878 είχε εκλεγεί βουλευτής πάλι ο Υπανδρευμένος, για τον οποίο αναφέρει ο Κάνδης σε άλλο σημείο της ίδιας συνέντευξης, όπου περιγράφει την είσοδό τους στο ανάκτορο Ντολμά Μπαξέ:

«Εβαδίζαμεν εις μακράν γραμμήν επί τάπητος στενού, όστις εκάλυπτε το μέσον του μακρού διαδρόμου. Προ εμού ευρίσκετο κάποιος βουλευτής Μυτιλήνης. Επειδή δε εβάδιζεν αργά, διότι ήτο χωλός, ηθέλησα να προπορευθώ…».

Από τις λιγοστές πληροφορίες που υπάρχουν για την παρουσία του Βασιλείου Κάνδη στην εφήμερη οθωμανική βουλή του 1878, πιο σημαντική υπήρξε η προφορική και έγγραφη καταγγελία που έκανε στη συνεδρίαση της 28ης Ιανουαρίου 1878, για τις ωμότητες που διέπραξαν άτακτα ένοπλα ασκέρια Τσερκέζων και Αθιγγάνων κατά χριστιανικών χωριών της Θράκης, υπό την ανοχή των επίσημων αρχών.[21]

Οι μελετητές των δυσπρόσιτων τοπικών αρχείων της Λήμνου δεν έχουν εντοπίσει ως τώρα κάποια αναφορά σε αυτόν. Ενδεχομένως, η εκλογή του πέρασε απαρατήρητη στη Λήμνο, αφενός διότι η θητεία του υπήρξε πάρα πολύ σύντομη και αφετέρου διότι το 1878 που εκλέχτηκε πιθανότατα δεν είχε ακόμα συνδεθεί συγγενικά με το νησί αυτό. Φαίνεται όμως πως η φήμη και ο τίτλος του βουλευτή τον συνόδευαν, αν και είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, διότι τον Ιούλιο του 1908 που οι Νεότουρκοι επανέφεραν το θεσμό του κοινοβουλίου, ο εκδότης της εφ. «Εμπρός» Δημήτριος Καλαποθάκης έσπευσε να του πάρει συνέντευξη:

«Υπάρχει εις τας Αθήνας άνθρωπος όστις εχρημάτισε βουλευτής και μάλιστα εκ των διακριθέντων εις την εφήμερον Τουρκικήν Βουλήν υπό το Σύνταγμα, το οποίον, κατά τας χθεσινάς ειδήσεις, επανέρχεται σε ισχύν. Και τον άνθρωπον τούτον όστις είνε φίλος μου και του οποίου την πολυμάθειαν τιμώ, επήγα εχθές να συγχαρώ και συγχρόνως να του ανακινήσω τας παλαιάς εκείνας αναμνήσεις. Είναι ο Β. Κάνδης, λόγιος ανήρ και βαθύς γνώστης των ανατολικών φιλολογιών... -Δέχεστε συγχαρητήρια κ. Κάνδη; -Βεβαίως, απήντησε γελών. Μέχρις εκλογής νέων βουλευτών, υποτίθεται πως είμαι βουλευτής, διότι η πρώτη Τουρκική Βουλή, της οποίας μέλος ήμουν κ’ εγώ, δεν διελύθη κατά τύπους, αλλ’ ανεβλήθησαν επ’ αόριστον αι εργασίαι της… Παρήλθον έκτοτε 32 έτη, χωρίς να γείνη τίποτε το οποίον να μεταβάλη κατά τύπους τα πράγματα.» [22]

Με την επανάσταση των Νεότουρκων και την επαναφορά σε ισχύ του συντάγματος του 1876, οι εκλεγμένοι βουλευτές του διαλυθέντος κοινοβουλίου του 1878, μεταξύ των οποίων και ο Κάνδης, τυπικά ανακτούσαν τη θέση και το αξίωμά τους. Βέβαια, δεν εκλήθησαν να αναλάβουν καθήκοντα. Άλλωστε είχαν μεσολαβήσει τριάντα έτη και οι περισσότεροι ήταν υπερήλικες ή δεν ήταν πλέον στη ζωή. Φαίνεται πως ο Κάνδης είχε αφήσει αγαθή ανάμνηση στους συμπατριώτες του από τα χρόνια της θητείας του. Εκτός από τους Τενεδίους, τώρα πλέον ως συμπατριώτες του λογίζονταν και οι Λήμνιοι, λόγω της λημνιακής καταγωγής της συζύγου του. Με δεδομένο πως τα δυο νησιά, μαζί με την Ίμβρο και τον Αγ. Ευστράτιο, το 1908 συγκρότησαν ενιαία εκλογική περιφέρεια, ο έμπειρος Βασίλειος Κάνδης αποτέλεσε μια κοινής αποδοχής υποψηφιότητα. Έτσι στις εκλογές που διεξήχθησαν τον Οκτώβριο του 1908 εκλέχτηκε βουλευτής Λήμνου (Ίμβρου, Τενέδου και Αγ. Ευστρατίου) στη νέα οθωμανική βουλή, υπερισχύοντας κάποιου Χασάν μπέη:

«Ο Μητροπολίτης Λήμνου δι’ εγγράφου του προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ανήγγειλεν ότι βουλευτής Λήμνου εξελέγη ο κ. Βασ. Κάνδης διατελέσας τοιούτος και κατά την πρώτην Τουρκικήν Βουλήν, μειοψηφήσαντος του Χασάν βέη κατά δύο ψήφους». [23]

Και:

«Κατά τηλεγράφημα εκ Λήμνου προς την Υψηλήν Πύλην εξελέγη βουλευτής Λήμνου ο κ. Κάνδης». [24]

Όμως, η νέα θητεία του έμελλε να είναι συντομότερη από εκείνη του 1878 ή μάλλον να μην ξεκινήσει ποτέ. Τότε οι εργασίες της βουλής είχαν διαρκέσει κάποιες εβδομάδες. Τώρα ο Κάνδης δεν αποδέχτηκε καν την εκλογή και δεν μετέβη στην Πόλη. Δεν αποκλείεται να μην είχε θέσει υποψηφιότητα και να τον πρότειναν ως υποψήφιο οι εκλέκτορες εν αγνοία του, επειδή ήταν παλιός βουλευτής, κάτι που συνέβαινε εκείνα τα χρόνια που οι εκλογές ήταν έμμεσες. Πιθανολογώ πως η εκλογή του δεν ήταν καν σύννομη, διότι μάλλον είχε απολέσει πλέον την οθωμανική υπηκοότητα καθώς επί πολλά έτη ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Όπως και να έχει το πράγμα, μόλις δέκα ημέρες μετά την αναγγελία της εκλογής του δήλωσε πως αδυνατεί να καταλάβει τη θέση:

«Ο εκλεγείς βουλευτής εις την Λήμνον κ. Βασ. Κάνδης εδήλωσεν εγγράφως ότι εκφράζει μεν τας ευχαριστίας του δια την εκλογήν, αδυνατεί όμως να καταλάβη την θέσιν του βουλευτού εν τω Οθωμανικώ Κοινοβουλίω. Κατόπιν τούτου θα διαταχθή η ενέργεια νέας εκλογής εν Λήμνω». [25]

Αν και το όνομά του αναφέρεται στον ανακοινωθέντα επίσημο κατάλογο των εκλεγέντων Ελλήνων βουλευτών,[26] εν τούτοις ουδέποτε ανέλαβε καθήκοντα. Ο Κάνδης ήδη ζούσε και εργαζόταν επί είκοσι πέντε περίπου έτη στην Αθήνα, όπου είχε δημιουργήσει οικογένεια. Δεν ήταν πολιτικός εξ επαγγέλματος, ήταν πια κάποιας ηλικίας και επί πλέον αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, τα οποία προκάλεσαν το θάνατό του έπειτα από τέσσερις μήνες:

«Ο Βασίλειος Κάνδης γεννηθείς εν Τενέδω εγκατεστάθη ενταύθα προ πολλών ετών χρηματίσας βουλευτής κατά την πρώτην περίοδον της τουρκικής Βουλής… εκλεγείς δε και πάλιν εσχάτως παμψηφεί αλλά παραιτηθείς λόγω της υγείας του…».[27]

Δεν είναι λοιπόν παράδοξη η απόφασή του να αρνηθεί ευγενικά την εκλογή. Στη θέση του εξελέγη ο Μιχαήλ Στέλλιος ή «κύριος Μιχαλάκης», που υπηρετούσε ως βοηθός μουτεσαρίφη στη Λήμνο.[28]

 

εφ. "Εμπρός", 18.10.1908.


 

εφ. "Σκριπ", 18.10.1908.


 

εφ. "Εμπρός", 27.10.1908.

Ο Μιχαήλ Στέλλιος, βουλευτής 1908 αντί του Κάνδη.

 

Η κοινωνική και η πνευματική του δράση

Ο Κάνδης ήταν απόφοιτος της Σχολής Χάλκης και για κάποια περίοδο πριν εκλεγεί βουλευτής το 1877, υπηρέτησε ως συμβολαιογράφος στη Βάρνα. Μετά την κατάργηση του οθωμανικού συντάγματος εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα μέχρι το θάνατό του. Το 1883, που γεννήθηκε η θυγατέρα του Θάλεια, ζούσε στην Κωνσταντινούπολη αλλά το ίδιο έτος εξέδωσε στην Αθήνα το βιβλίο του για την Προύσα.[29] Φαίνεται πως από το έτος αυτό έγινε κάτοικος Αθηνών. Στην Αθήνα εργάστηκε επαγγελματικά ως διοικητικός υπάλληλος στο χώρο των εκδόσεων και του τύπου. Το 1887 τον βρίσκουμε να εργάζεται ως γραμματέας στην πρώτη καθημερινή πολιτική εφημερίδα της Αθήνας, που εξέδιδε ο Λάμπρος Κορομηλάς με τον τίτλο «Εφημερίς».[30] Το 1900 αναφέρεται ως λογιστής στο Κεντρικό Πρακτορείο των Εφημερίδων, ενώ στα 1908-1909 κατείχε τη θέση του γενικού γραμματέα στο ίδιο Πρακτορείο. Κατοικούσε με την οικογένειά του στο Κολωνάκι, το 1900 στην οδό Λουκιανού 26 και το 1908 στην οδό Σπευσίππου 3 και εκκλησιαζόταν στον Άγιο Διονύσιο.

Ήταν λόγιος, πολυμαθής, μελετητής της ιστορίας και συγγραφέας και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στους αθηναϊκούς κύκλους. Αναφέρεται πως: «… υπήρξεν λίαν ευπαίδευτος ανήρ, συμπαθέστατον δε μέλος της αθηναϊκής κοινωνίας».[31] Επίσης: «… μία γαλήνιος και σεβαστή και διακεκριμένη φυσιογνωμία εν τω κύκλω των ανθρώπων των γραμμάτων… Υπέρ πάντα όμως προείχεν η προσωπικότης αυτού, η αγαθότης και η μετριοφροσύνη, προσόντα άτινα τον καθίστων αγαπητότατον εις πάντας».[32]

Αποδεικτικό του κύρους που διέθετε είναι το γεγονός πως με δικές του συστάσεις έγιναν δεκτοί προς εγγραφή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών: α) το 1891 ο συμπατριώτης του από την Τένεδο Δαυίδ Βαλσαμής στην Ιατρική και β) το 1892 ο Ιωάννης Γ. Νικολαΐδης εκ Μυτιλήνης στη Φαρμακευτική Σχολή.[33]

Γνώριζε καλά την τουρκική γλώσσα και το 1898-99 εργάστηκε ως καθηγητής της τουρκικής γλώσσας και της οθωμανικής γραφής στην «Ανατολική Εμπορική Σχολή Αθηνών» που λειτουργούσε στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου 52 και Θεμιστοκλέους 1.[34] Συχνά τον καλούσαν οι αρχαιολόγοι να διαβάσει οθωμανικές επιγραφές που υπήρχαν σε παλιά κτίρια της πρωτεύουσας. Μεταξύ άλλων αυτός ανέγνωσε την επιγραφή στο γνωστό τζαμί του Μουσταφά αγά Τζισταράκη που βρίσκεται στο Μοναστηράκι:

«Την επιγραφήν του υπερθύρου του τζαμιού έχει αναγνώσει ο τουρκομαθής κ. Κάνδης. Και η επιγραφή αναφέρει ότι: ο ευκτήριος ούτος οίκος εκτίσθη υπό του Μουσταφά αγά το έτος 1759». [35]

Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Ελληνικής Γεωγραφικής Εταιρείας», στο ΔΣ της οποίας μετείχε σε διάφορες θέσεις από την ίδρυσή της το 1901 ως το θάνατό του.[36] Έδειξε από πολύ ενωρίς ενδιαφέρον για την ιστορική και αρχαιολογική έρευνα, όπως αποδεικνύει η συγγραφή βιβλίου για την Προύσα το 1883 και η παράδοση στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών, τον Απρίλιο του 1887, επτά αρχαίων νομισμάτων τα οποία κατείχε:

«Ο κ. Βασίλειος Κάνδης, γραμματεύς της «ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ», προσήνεγκεν αυθορμήτως νομίσματα αρχαία ελληνικά, ρωμαϊκά και βυζαντινά χαλκά επτά τον αριθμόν τα εξής: ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Μυτιλήνης. Κεφαλή Διός Άμμωνος. [ΜΥΤΙΛΗ-ΝΑΙΩΝ Στήλη (Ερμής της τετραγώνου εργασίας) επί πρώρας νηός].- Νόμισμα του Αδριανού ανεξιχνιάστου εισέτι πόλεως με τύπον γυναικός ισταμένης βασταζούσης κέρας Αμαλθείας.- Νόμισμα εφθαρμένον φέρον εφ’ ενός μεν δύο υστερόσημα ίππου πρόσθιον και γλαυκός, εφ’ ετέρου δε έτερον υστερόσημον κεφαλής Αθηνάς.- ΡΩΜΑΪΚΑ αυτοκρατορικά. Θεοδοσίου Α΄ του Μεγάλου με […] και τον αυτοκράτορα έφιππον, του ίππου βαδίζοντος.- Ονορίου με την αυτήν επιγραφήν με όμοιον τύπον.- ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ. Τιβερίου Β΄, Κωνσταντίνου, νόμισμα ΧΧ [νουμαίων] κοπέν εν Κωνσταντινουπόλει.- Νόμισμα βυζαντινού αυτοκράτορος επικεχαραγμένον υπό Ιωάννου Α΄ του Τζιμισκή. Προτομή του Χριστού. Τετράστιχος επιγραφή.».[37]

Στον αθηναϊκό τύπο αναφέρεται πως ενδιαφερόταν για τις ιστορικές μελέτες, έκανε μεταφράσεις και υπήρξε συγγραφέας βραβευμένων ιστορικών έργων:

«Η πολλαπλή μόρφωσις αυτού, η βαθεία γνώσις της τουρκικής γλώσσης, η έμφυτος κλίσις προς τας ιστορικάς μελέτας τον ανέδειξαν κράτιστον μεταφραστήν και συγγραφέα ιστορικών πονημάτων, τινά των οποίων εβραβεύθησαν και εν διαγωνισμοίς». [38]

Στη σύντομη έρευνά μας καταφέραμε να εντοπίσουμε κάποιες από τις μελέτες του. Το 1883 εξέδωσε το βιβλίο: «Η Προύσα: Ήτοι αρχαιολογική, ιστορική, γεωγραφική και εκκλησιαστική περιγραφή αυτής, μετ’ επισυνημμένων αρχαίων επιγραφών, τοπογραφικού χάρτου και εικόνων διαφόρων οικοδομημάτων». Πρόκειται για πολυσέλιδη εργασία έκτασης 250 σελίδων, στηριγμένη στις πηγές και σε επιτόπια έρευνα στα μνημεία της πόλης που αποτελεί σημαντικό τεκμήριο για την ιστορία της Προύσας και της γύρω περιοχής. Είναι χαρακτηριστικό πως το βιβλίο χρησιμοποιήθηκε ως βασική πηγή για τη συγγραφή του λήμματος «Προύσα» στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό «Ελευθερουδάκη»[39] καθώς και στη συμπληρωμένη από τον Π. Καρολίδη επανέκδοση της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» του Κων. Παπαρρηγόπουλου.[40] Την περίοδο που συνέγραψε το έργο, στην Προύσα υπηρετούσε ο συμπατριώτης του Κάνδη, λόγιος μητροπολίτης Νικόδημος ο Τενέδιος (πρώην Βοδενών), ο οποίος είχε μετατεθεί εκεί το 1870. Ο Νικόδημος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την προώθηση της ελληνοπαιδείας, ιδρύοντας πολλά σχολεία στην περιφέρειά του. Προφανώς, αυτός παρότρυνε και διευκόλυνε τον Κάνδη να συγγράψει την σπάνια σήμερα πραγματεία.[41] Αναφέρεται σχετικά:

«Ο Βασίλειος Ι. Κάνδης δεν κατήγετο από την Προύσα, την επισκέφθηκε, όμως, πολλάκις, διερεύνησε την ιστορία της από αρχαιολογικής, ιστορικής, γεωγραφικής και εκκλησιαστικής απόψεως, επί τη βάσει αρχαίων συγγραφέων, ξένων περιηγητών, Οθωμανών ιστορικών, επιγραφών και επιτοπίων πληροφοριών, με ωρισμένας σκοπίμους παραλείψεις, όσον αφορά τη νεώτερη ιστορία, για τον λόγο ότι το σύγγραμμά του επρόκειτο να κυκλοφορήση, κυρίως, στην Τουρκία, επί σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ».[42]

Κατά τις επισκέψεις του στην Προύσα για τις ανάγκες της συγγραφής του βιβλίου, πιθανότατα γνώρισε τη σύζυγό του Ελπίδα Κομνηνού, ο αδελφός της οποίας αρχιμανδρίτης Νικόδημος υπηρετούσε στην πόλη. Στον κατάλογο των συνδρομητών του βιβλίου, από την πόλη της Προύσας αναφέρει τον αρχιμανδρίτη Νικόδημο ενώ στο τέλος έχει προσθέσει διακριτικά τα ονόματα: «Ελπίς, Θαλία Β. Κάνδη», δηλαδή της συζύγου του και της νεογέννητης θυγατέρας του.[43] Η έκδοση έγινε στην Αθήνα «Εκ του τυπογραφείου ο Ασμοδαίος Γ. Σταυριανού όπισθεν της Βουλής» με χορηγία του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Ζαρίφη (1806-1884), στον οποίο την αφιερώνει:

«Τω φιλογενεστάτω κυρίω Γεωργίω Ζαρίφη ευνοίας ένεκα και ευεργεσίας ης έχων διατελεί περί την πόλιν ταύτην το παρόν ευσεβάστως ανατίθεται».

 

Το 1908 συνέγραψε το έργο «Η Θεσσαλία Τουρκοκρατουμένη», με το οποίο συμμετείχε στον «Σουλήνειο Αγώνα». Το διαγωνισμό αυτό είχε θεσπίσει το 1878 ο Θεσσαλός έμπορος Βασίλειος Γ. Σουλήνης, όταν απεβίωσε στη Βάρνα της Βουλγαρίας. Ο Σουλήνης άφησε με διαθήκη του ένα χρηματικό ποσό στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με σκοπό από τους τόκους του να δίδονται ανά πενταετία 1400 δρχ. ως βραβείο διαγωνισμού με θέμα τη συγγραφή ιστορικού έργου για τη Θεσσαλία. Το Νοέμβριο του 1905 το πανεπιστήμιο προκήρυξε τον σχετικό αγώνα, στον οποίο εκτός του Β. Κάνδη έλαβαν μέρος άλλοι δύο διαγωνιζόμενοι.[44] Στις 25 Μαΐου 1908 η κριτική επιτροπή, την οποία αποτελούσαν οι επιφανείς καθηγητές Σπυρίδων Λάμπρος, Πέτρος Καρολίδης και Δ. Πατσόπουλος, αποφάσισε ομόφωνα να δοθεί το βραβείο στο έργο του Κάνδη επαινώντας «την μεγάλην βιβλιογραφικήν εργασίαν του συγγραφέως και το ευμέθοδον της ταξινομήσεως».[45]

Ο Κάνδης δεν πρόλαβε να εκδώσει σε βιβλίο το παραπάνω βραβευμένο έργο του, αφού έπειτα από εννιά μήνες απεβίωσε. Είναι γνωστή μια προσπάθεια έκδοσης που έγινε από τα δυο παιδιά του. Συγκεκριμένα, το Δεκέμβριο του 1911 υπέβαλαν αίτημα προς το Δήμο Παγασών Βόλου να χρηματοδοτήσει την έκδοση επισυνάπτοντας την έκθεση της επιτροπής βραβεύσεως. Στις 23 Ιανουαρίου 1912 το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε επιχορηγήσει με 1200 δρχ. την έκδοση, υπό τον όρο να του δοθούν 100 αντίτυπα. Η σχετική απόφαση έχει ως εξής:

«Πρακτικά Συνεδριάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου Παγασών της 23ης Ιανουαρίου 1912. Συνεδρία Α΄… 3. Ακολούθως εισάγεται υπό του κ. Προέδρου η από 28 Δεκεμβρίου 1911 αίτησις των Ιωάννου και Γεωργίου Βασ. Κάνδη, δι’ ης ζητούν την συνδρομήν του Δήμου Παγασών προς έκδοσιν της προ ετών συγγραφείσης υπό του αποβιώσαντος πατρός των Βασιλείου Κάνδη Ιστορίας της «Θεσσαλίας επί Τουρκοκρατίας», βραβευθείσης υπό της κριτικής επιτροπής κατά το εν έτει 1908 τελεσθέν Σωλήνειον διαγώνισμα, κατά την επισυναπτομένην τη αιτήσει έκθεσιν της αρμοδίας επιτροπής. Το Συμβούλιον αποβλέπον εις την ωφελιμότητα του έργου, μη υπάρχοντος ετέρου παρομοίου, λαβόν δε υπόψη την σχετικήν έκθεσιν της κριτικής επιτροπής εκ καθηγητών του Εθνικού Πανεπιστημίου κ.κ. Σπυρ. Λάμπρου, Πέτρ. Καρολίδου και Δ. Πατσοπούλου ευφήμως ομιλούντων περί του έργου τούτου, θεωρεί τιμήν αυτού να συντελέση ο Δήμος Παγασών εις την έκδοσιν τόσω εθνωφελούς έργου και προς τούτο χορηγεί εκ του αποθεματικού κεφαλαίου του προϋπολογισμού του Δήμου Παγασών του έτους 1912 έκτακτον πίστωσιν δραχμών (1200) χιλίων διακοσίων προς εκτύπωσιν της ιστορίας «Θεσσαλίας επί Τουρκοκρατίας» του Βασιλείου Κάνδη, υπό τον όρον όπως εκατόν αντίτυπα ταύτης δοθούν εις τον Δήμον Παγασών και προς τούτο αναθέτει τω κ. Δημητρίω Κ. Τσοποτώ ίνα δια της συνδρομής ταύτης του Δήμου μεριμνήση περί της εκτυπώσεως της ιστορίας ταύτης εν Αθήναις. Επί πάσι δε τούτοις εξέδωκε την υπ’ αρίθμ. 3ην ενεστώτος έτους πράξιν του».[46]

Παραδόξως, το βιβλίο δεν εκδόθηκε, παρά τη θετική απόφαση του Δήμου Παγασών. Ο Δημήτριος Κων. Τσοποτός (1860–1939) στον οποίο ανατέθηκε να μεριμνήσει για την έκδοση, δεν φαίνεται να ασχολήθηκε με αυτή. Απεναντίας υπάρχουν υπόνοιες πως οικειοποιήθηκε το έργο του Κάνδη. Ο Τσοποτός, γεωπόνος από την Πορταριά σπουδαγμένος στη Γερμανία, υπήρξε διακεκριμένος λόγιος του μεσοπολέμου με έφεση στις ιστορικές έρευνες, ιδρυτικό μέλος της «Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας των Θεσσαλών» και συγγραφέας της «Ιστορίας του Βόλου», που εκδόθηκε πολλά χρόνια μετά το θάνατό του. Όμως, ως το 1912, εκτός από κάποια γεωπονικά άρθρα, είχε δημοσιεύσει μόνο μια μικρή ιστορική μονογραφία το 1896 σε τοπική εφημερίδα.[47] Έκτοτε ουδόλως την είχε επεξεργαστεί ως το 1915 που την εξέδωσε σε ένα βιβλιαράκι 64 σελίδων με λίγο παραλλαγμένο τίτλο,[48] όπως ο ίδιος σημειώνει στον πρόλογο:

«Το παρόν πονημάτιον εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη «Αυγή» του Βώλου προ εικοσαετίας περίπου (τω 1896)… Μη δυνηθείς δυστυχώς μέχρι τούδε να επεξεργαστώ αρτιωτέραν τινά έκδοσιν, ως επεθύμουν, μολονότι συνεσωρεύθη έκτοτε παρ’ εμοί σχετική ιστορική ύλη ικανού όγκου, αναγκάζομαι να παραδώσω το προκείμενον πονημάτιον εις την δημοσιότητα και πάλιν υπό την αρχικήν, μετριόφρονα αυτού μορφήν…».

Ενώ λοιπόν, όπως ο ίδιος παραδέχεται, ουδόλως έχει ασχοληθεί με το αντικείμενο, ξαφνικά τον Αύγουστο του 1912 εκδίδει στο Βόλο ένα ογκώδες έργο 260 σελίδων: «Γη και Γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν επί τη βάσει ιστορικών πηγών».[49] Το έργο αυτό, παρά τον παραπλανητικό τίτλο του, ουσιαστικά είναι μια ολοκληρωμένη Ιστορία της Θεσσαλίας επί Τουρκοκρατίας, πλήρως τεκμηριωμένη, με παραπομπές στις πηγές, με μεταφράσεις οθωμανικών εγγράφων, με παράθεση της εκκλησιαστικής ιστορίας, με αναφορά στους περιηγητές και είναι προφανές πως αποτελεί προϊόν μακροχρόνιας μελέτης και έρευνας. Προκύπτουν δυο προφανείς απορίες. Πρώτον, πως είναι δυνατόν να έχει συγκεντρώσει, ερευνήσει, μελετήσει, οργανώσει και ταξινομήσει το τεράστιο υλικό που απαιτήθηκε για τη συγκεκριμένη έκδοση, όταν ο ίδιος ομολογεί πως επί 20 χρόνια δεν κατάφερε να επεξεργαστεί την ολιγοσέλιδη παλιά μελέτη του. Και δεύτερον, αφού είχε κάνει τέτοιου μεγέθους έρευνα πως και δεν συμμετείχε στο Σουλήνειο διαγωνισμό. Επιπλέον, όλως περιέργως, ο Τσοποτός αγνοεί τη εργασία του Κάνδη που είχε αναλάβει να εκδώσει, την οποία ουδόλως αναφέρει στις πηγές του. Προκύπτει, λοιπόν, η υποψία ότι ο Τσοποτός έγραψε το βιβλίο του βασιζόμενος στο υλικό του βραβευθέντος έργου του Κάνδη ή ότι το οικειοποιήθηκε αυτούσιο βάζοντας κάποιες μικροπροσθήκες. Άλλωστε, είναι το μόνο συνθετικό έργο τέτοιου μεγέθους που εξέδωσε. Μια έρευνα στο αρχείο του, που σώζεται στην Πορταριά Πηλίου, ενδεχομένως να διαφωτίσει τα πράγματα και να αποκαλύψει την μη εκδοθείσα «Τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία» του Κάνδη, την οποία είχε στείλει ανώνυμα στο «Σουλήνειο Αγώνα», βάζοντας ως διακριτικό το εξής χαρακτηριστικό δίστιχο: «γυρίζει ο γέρο-Όλυμπος και λέει του Κισσάβου: Μη με μαλώνεις Κίσσαβε, βρε τουρκοπατημένε!»

Για τον Κάνδη αναφέρεται επίσης πως έκανε μεταφράσεις ξένων έργων και τέλος πως: «…αφήκε ημιτελές Ελληνοτουρκικόν λεξικόν, συνέγραψε δε εντελή Γεωγραφίαν».[50] Τα έργα αυτά λανθάνουν, όπως πιθανότατα και άρθρα του σε έντυπα της εποχής. Κάποια από αυτά τα έργα αναφέρει, σε σχετική μελέτη του για τον Κάνδη, ο Τενέδιος φιλόλογος Απόστολος Κερκινέογλου:[51]

«Οδοιπορικόν των σιδηροδρόμων της Ελλάδος: μετά περιγραφής των καθ’ όλας τας σιδηροδρομικάς γραμμάς κειμένων πόλεων και χωρίων», Εν Αθήναις 1892 (β΄ έκδοση) και 1898 (γ΄ έκδοση). Προφανώς προϋπήρξε και α΄ έκδοση.

«Καινή Διαθήκη», Εν Αθήναις 1894 (ο Κάνδης ήταν ο επιμελητής της έκδοσης).

Λανθάνοντα έργα ανέκδοτα ή ημιτελή: «Ιστορία της Τενέδου». Γεωγραφία του Αίμου (ημιτελής). Γεωγραφικές μελέτες για την Μικρασία. Ιστορικές και λεξιλογικές μονογραφίες.

 


 

 

Το τέλος και οι απόγονοι του Κάνδη

 

Στις 21 Φεβρουαρίου 1909 ο Βασίλειος Κάνδης απεβίωσε ξαφνικά στην οικία του, στην οδό Σπευσίππου 3. Στην κηδεία του, που έγινε πάνδημος την επόμενη μέρα στον Άγιο Διονύσιο, τον τίμησαν με κατάθεση στεφάνων και δημοσίευση ψηφισμάτων το Κεντρικό Πρακτορείο Εφημερίδων και η Γεωγραφική Εταιρεία, ο πρόεδρος της οποίας Κ.Ν. Παπαμιχαλόπουλος εκφώνησε επικήδειο λόγο.[52] Λίγους μήνες αργότερα, στις 25 Νοεμβρίου, απεβίωσε και η Λημνιά σύζυγός του Ελπίδα.[53]

Για τους δύο γιους του Βασιλείου Κάνδη, εκτός από τις ενέργειες που έκαναν το 1911 για να εκδοθεί η μελέτη του πατέρα τους για τη Θεσσαλία, είναι γνωστά λίγα πράγματα. Το 1913 ο ένας εξ αυτών προσλήφθηκε ως βοηθός στο Εργαστήριο Ανόργανης Χημείας του Πανεπιστημίου Αθηνών.[54] Το 1947 κάποιος Κάνδης τοποθετήθηκε Διευθυντής στη Δ/νση Βιομηχανίας Τροφίμων του Υπουργείου Εφοδιασμού.[55] Και στις δύο περιπτώσεις μάλλον πρόκειται για τον Γεώργιο, ο οποίος είναι γνωστό πως συνταξιοδοτήθηκε με τον τίτλο του «Επίτιμου Διευθυντή του Γενικού Χημείου του Κράτους». Ο Γεώργιος απεβίωσε στις 2/9/1962 στο Παλαιό Φάληρο, όπου κατοικούσε με τη σύζυγό του Καίτη θυγ. Ιω. Στυλιανίδου. Δεν φαίνεται να άφησε απογόνους. Ο αδελφός του Ιωάννης, του οποίου η σύζυγος ονομαζόταν Βενέρα, είχε ήδη αποβιώσει, πιθανότατα και αυτός χωρίς τέκνα.[56]

 

Θ. Μπελίτσος, Οκτώβριος 2021.

Αρχική δημοσίευση, εφ. Λήμνος 718 (11/1/2012) ως 720 (25/1/2012)

και Θ. Μπελίτσου «Λημνιακά 2012», Ν. Σμύρνη 2012, σελ. 61-72.

Εδώ αναδημοσιεύεται με ελάχιστες προσθήκες και διορθώσεις.

 

 

 



[1] Κεχριώτης Ευάγγελος, «Ρωμιοί βουλευτές Κωνσταντινουπόλεως στην οθωμανική βουλή», Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού.

[2] Σε ορισμένες πηγές αναφέρεται εσφαλμένα και ως «Κανδής».

[3] «Ομιλία με Οθωμανόν Βουλευτήν», εφ. «Εμπρός» 12/7/1908.

[4] «Ο Βασίλειος Κάνδης γεννηθείς εν Τενέδω εγκατεστάθη ενταύθα προ πολλών ετών…», εφ. «Εμπρός», 22/2/1909. Επίσης, βλ. Απόστολος Κερκινέογλου, «Διακεκριμένοι Τενέδιοι: Βασίλειος Ι. Κάνδης, λόγιος και βουλευτής», περιοδικό «Η Τένεδος», τεύχος 21 (Απρίλιος-Ιούνιος 2012), σελ. 11-16, όπου και άλλα στοιχεία.

[5] Βασιλείου Ι. Κάνδη, «Η Προύσα», Εν Αθήναις 1883, σ. 235.

[6] Βλ. την ιστοσελίδα της Αδελφότητας Τενεδίων ΗΠΑ .

[7] Υπηρεσιακή έκθεση της 25ης Ιουνίου 1913 του Νείλου Σακελλαρίου «Περί της εκπαιδευτικής καταστάσεως της νήσου ΤΕΝΕΔΟΥ».

[8] Γιάννης Μιχαήλ Γρυντάκης, «Ίμβρος και Τένεδος. Δυο ξεχασμένα ελληνικά νησιά (1910-1930)», έκδ. Συλλόγου Ιμβρίων Αθηνών, 1995, σ. 98.

[9] Θ. Μπελίτσος, «Δημήτριος Ν. Κομνηνός. Ένας άγνωστος Λημνιός Φιλικός», εφ. «Η Φωνή του Μούδρου», φ. 101 (Φεβρουάριος 1994).

[10] Εφ. «Εμπρός», 10/3/1900.

[11] «Μετατίθεται ο Βοδενών Νικόδημος (συνοδικός) εις την Ι.Μ. Βιζύης-Μηδείας», εφ. «Σκριπ», 21/11/1903.

[12]  Σταλίδης  Γ. Κωνσταντίνος, «Ιερά Μητρόπολις Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας», τομ. Α΄ «Επίσκοποι», σ. 277.

[13] Απόστολος Π. Ευθυμιάδης, «Η συμβολή της Θράκης εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του έθνους», Αλεξανδρούπολις 2002, σ. 522.

[14] Ψηφιακό αρχείο ΙΝΕ/ΕΙΕ .

[15] «Τα επίσημα αποτελέσματα των εξετάσεων δια την απόκτησιν πτυχίου διδασκαλισσών», εφ. «Σκριπ», 16/8/1898.

[16] Εφ. «Σκριπ», 15/8/1898.

[17] «Θαλεία Β. Κάνδη» [νεκρολογία], εφ. «Σκριπ», 11/3/1900.

[18] Εγκ. Λεξικό «Ελευθερουδάκη», λήμμα «Τουρκία: Ε΄ Ιστορία», τόμ. 12ος, σ. 223.

[19] «Ομιλία με Οθωμανόν Βουλευτήν», ό.π.

[20] Κεχριώτης Ευάγγελος, ό.π.

[21] Απόστολος Κερκινέογλου, ό.π. σελ. 12-13.

[22] «Ομιλία με Οθωμανόν Βουλευτήν», ό.π.

[23] «Ο κ. Κάνδης βουλευτής», εφ. «Εμπρός», 18/10/1908.

[24] «Ο βουλευτής Λήμνου», εφ. «Σκριπ», 18/10/1908.

[25] «Παραίτησις Έλληνος βουλευτού», εφ. «Σκριπ», 27/10/1908.

[26] «30 Έλληνες βουλευταί εις την Τουρκίαν», εφ. «Σκριπ», 9/11/1908, σσ. 4-5.

[27] «Βασίλειος Κάνδης» [νεκρολογία], εφ. «Εμπρός», 22/2/1909.

[28] Μπελίτσος Θεόδωρος, «Μιχαήλ Στέλλιος, βουλευτής Λήμνου και Ίμβρου στην Οθωμανική Βουλή (1908-1912)», περ. «Ίμβρος», τ. 28-29 (Μάιος-Ιούνιος 1994), σσ. 26-32.

[29] Βασιλείου Ι. Κάνδη, «Η Προύσα», ό.π.

[30] «Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου 1784-1974», ΙΝΕ-ΕΙΕ, τομ. 2ος, σσ. 294-295.

[31] «Θάνατος του Βασιλείου Κάνδη», εφ. «Σκριπ», 22/2/1909.

[32] «Βασίλειος Κάνδης», εφ. «Εμπρός», 22/2/1909.

[34] Βλ. διαφημιστικό της σχολής στην εφ. «Σκρίπ», 9/10/1898 κ.επ.

[35] «Το Μνημείον», εφ. «Εμπρός», 18/3/1908.

[36] «Γεωγραφική Εταιρεία. Αι αρχαιρεσίαι», εφ. «Εμπρός», 18/3/1901 και «Ψήφισμα της Εταιρείας… επί τω θανάτω του ταμίου αυτής Βασιλείου Κάνδη», εφ. Σκριπ, 24/2/1909.

[37] «Εφημερίς», φ. 95 (5/4/1887) σ. 3.

[38] «Βασίλειος Κάνδης», εφ. «Εμπρός», 22/2/1909.

[39] Ν.Α.Β. [Νικόλ. Βέης], «Προύσα», Εγκ. Λεξικό «Ελευθερουδάκη», τόμ. 10ος, σ. 954.

[40] Κων. Παπαρρηγόπουλου, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», 1930, τόμ. 8ος (Παράρτημα), σ. 73.

[41] Ένα αντίτυπο έχει εντοπιστεί στην βιβλιοθήκη του Παν. Κρήτης.

[42] Σχόλιο του Αδαμάντιου Σοφιανόπουλου στη στήλη «Η Θεσσαλονίκη και ο Κόσμος», εφ. «Μακεδονία», 8/12/1960, σ. 2.

[43] Βασιλείου Ι. Κάνδη, «Η Προύσα», ό.π., σ. 232.

[44] Ήταν ο Χρ. Γ. Καλοκαιρινός με το έργο «Ιστορία της Θεσσαλίας ολόκληρος» και ο Αλ. Ι. Σπυριδάκης, δημοδιδάσκαλος εν Αλμυρώ, με το έργο «Θεσσαλιάδος μέρος πρώτον».

[45] «Ο Σουλήνειος Αγών. Η ιστορία της Θεσσαλίας. Ποίος εβραβεύθη», εφ. «Σκριπ», 26/5/1908.

[46] «Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Παγασών 1912», τόμ. 12, σ. 1.

[47] Δ.Κ. Τσοποτού, «Ιστορία των Γεωργών και της Ιδιοκτησίας από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της Τουρκοκρατίας επί τη βάσει ιστορικών πηγών», εφ. «Αυγή», Βόλος 1896.

[48] Δ.Κ. Τσοποτού, «Ιστορία των Γεωργών και της Ιδιοκτησίας εν Θεσσαλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της Τουρκοκρατίας επί τη βάσει ιστορικών πηγών», Εν Αθήναις, Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου 1915.

[49] Δ.Κ. Τσοποτού, «Γη και Γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν», Εν Βόλω, εκ του τυπογραφείου της εφημερίδος «Η Θεσσαλία», 1912.

[50] Εφ. «Σκριπ», 24/2/1909.

[51] Απόστολος Κερκινέογλου, ό.π. σελ. 15.

[52] «Τιμαί εις τον νεκρόν του Βασιλείου Κάνδη», εφ. «Σκριπ», 24/2/1909.

[53] Εφ. «Σκριπ», 26/11/1909.

[54] «Πρακτικά Συγκλήτου 1912-13» (Συνεδρία 20ή/30-5-1913), τόμ. 26, σ. 208 και εφ. «Σκριπ», 27/6/1913.

[55] Εφ. «Εμπρός», 12/11/1947.

[56] Εφ. «Ελευθερία», 5/9/1962 (αγγελτήριο της κηδείας του Γεωργίου Κάνδη).


Από http://belitsosquarks.blogspot.com/









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου