Γιάννης Βαρβέρης - Tης γιαγιάς
Σοβαρός άνθρωπος να γράφει ποιήματα
για τη γιαγιά του;
Όμως, κι ας έχει φύγει τώρα είκοσι χρόνια
εμένα με βοηθάει να θυμηθώ
πως άλλοτε θυμόμουν μυρωδιές
κινήσεις φράσεις της και τα φορέματά της
κι ότι έβαζα σημάδια στο μυαλό
για κάθε τι δικό της.
Έτσι έλεγχα τη μνήμη κάθε τόσο
νομίζοντας πως αν θυμόμουν
αγαπούσα.
Τώρα θυμάμαι μόνο πως θυμόμουνα.
Αγωνιζόμουνα να συνεχίσω να την αγαπώ.
Κι άρα τα πρώτα χρόνια
έστω λιγότερο
την αγαπούσα.
Όπως την αγαπούσατε κι εσείς.
Όπως τους αγαπούσατε κι εσείς∙
πριν γίνει λίγο λίγο μόνη αγάπη μας
η πίκρα
όταν δεν σκεπτόμαστε
πως πάει
δεν αγαπάμε πια.
Κάτια Γκορετσάν - Μη φοβάσαι να πεθάνεις αγάπη μου
Και πήγαμε τον παππού στο γηροκομείο.
Όταν πήγαμε να τον επισκεφτούμε με την αδελφή μου
στάθηκα στο ασανσέρ και είπα:
δε μπορώ, δε μπορώ να τον δω. Πάω σπίτι.
Η αδελφή μου, εννοείται μεγαλύτερη, μου κράτησε το χέρι και είπε-πάμε μέσα.
Περπατήσαμε σ’ έναν λευκό χώρο.
Ο παππούς που τον αγαπάω απ’ τα βάθη της καρδιάς μου,
ήταν εκεί σε μια αναπηρική πολυθρόνα.
Ένας άνθρωπος που δούλεψε όλη του τη ζωή και αγάπησε τα δάση τακτοποιώντας με τόση λεπτομέρεια τα κλαδιά.
Σήμερα, αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται μπροστά μου.
Και στάθηκα εκεί-νευρική και χεσμένη απ’ το φόβο- και ήθελα να του ζητήσω να μην πεθάνει αλλά δε θα μ’ άκουγε,
γιατί ήταν πάντα τόσο πολύ πεισματάρης και ούτε που θα ‘θελε ν’ ακούσει για βοήθεια.
Σκέφτηκα ότι τα μάτια μου θα πέσουν απ’το βάρος των δακρύων και είπα:
Γύρνα τον στον ήλιο.
Η αδελφή μου κι εγώ κλαίγαμε και κρατούσαμε τα χέρια του,
κι εκείνος ήταν απλώς εκεί, ήρεμος, ήσυχος, με τα μάτια κλειστά.
Πώς να του πω τώρα : λυπάμαι για όλες τις φορές που τις ξόδεψα με φλυαρίες,
λογομαχίες και άλλες παρόμοιες βλακείες;
Πώς να του πω τώρα: ντρέπομαι που δεν αφιέρωσα αυτόν το χρόνο στην αγάπη;
Πώς να του πω ο,τιδήποτε όταν δε μπορεί να με ακούσει και βρίσκεται κλεισμένος σ’ ένα άδειο, κρύο δωμάτιο;
Πώς να του πω ότι φεύγουμε ή πώς να του πω τώρα ό, τιδήποτε;
Σε τέτοιες στιγμές
η ποίηση για μένα δε σημαίνει τίποτα, βασικά, τίποτα περισσότερο:
Όταν τον κρατάω αγκαλιά
Όταν κρατάς τα παγωμένα χέρια και τα πιέζεις
Όταν προσπαθώ να του βάλω ένα πουλόβερ
Όταν γέρνω πάνω του κι εκείνος με φιλάει
Όταν του κάνω μασάζ στο σβέρκο
Όταν τον σηκώνουμε με την αδελφή μου και τον βάζουμε στην αναπηρική καρέκλα
Όταν τον ταίζω μ’ ένα κουτάλι και του δίνω να πιει
από τότε που δε μπορεί να κρατήσει με τα χέρια του το ποτήρι
Από τότε που έπεσε δίχως συναισθήματα στο λευκό κρεβάτι
Από τότε που πεθαίνει και δε μπορώ να κάνω τίποτα
για να τον προειδοποιήσω, γιατί δε μπορώ να γράψω ένα ποίημα γι’ αυτόν
ώστε να τον κρατήσω ζωντανό, δε μπορώ και δεν ξέρω τι άλλο να κάνω.
Ο Γιάνες πεθαίνει. Ο παππούς μου πεθαίνει
και τώρα ακριβώς
για πρώτη φορά
τον αγγίζω με τα χέρια μου.
Νικόλαος Γύζης - Παππούς και εγγονός |
Raul Gomez Jattin - Γιαγιά εξ Ανατολής
Για εκείνην τη γιαγιά την ονειρεμένη
την ερχόμενη από Κωνσταντινούπολη
Για εκείνην τη γυναίκα την αδίστακτη
που το ψωμί μου καρπωνόταν
Για εκείνο το τέρας το μυθολογικό
με μια κοιλιά φουσκωμένη
σαν γιγάντια κολοκύθα
Όντας παιδί τη μίσησα
Κι όμως επιστρέφει
ετούτη τη μοιραία νύχτα
μ¢ έναν αέρα ομορφιάς
Θα υπάρχει λόγος που λένε
ότι ο χρόνος γιατρεύει σχεδόν τα πάντα
Επιστρέφει με πληγές στην ψυχή
απ¢ τη φυγή της απ¢ το χαρέμι
με το «να πάρει» σε γλώσσα αραβική κι ισπανική
Με τη μοναξιά της μες σ¢ αυτές τις δυο γλώσσες
Κι εκείνη την ακαθόριστη λάμψη στην πλάτη
απ¢ την ψηλή της Συρίας κορφή
A esa abuela ensoñada
venida de Constantinopla
A esa mujer malvada
que me esquilmaba el pan
A ese monstruo mitológico
con un vientre crecido
como una calabaza gigante
Yo la odié en niñez
Y sin embargo vuelve
en esta noche aciaga
con algo de hermosura
Por algo se dice
que con el tiempo uno perdona casi todo
Vuelve con sus cicatrices en el alma
de fugada de un harén
con sus "mierda" en árabe y en español
Con su soledad en esos dos idiomas
Y ese vago destello en su espalda
de alta espiga de Siria
Raul Gomez Jattin
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Γιάννης Καρατζόγλου - Ο θάνατος του παππού
M’ εγκαταλείψατε όλοι, κραύγαζε ο γέρων μες στη νύχτα
ούτε έρχεστε να με δείτε ούτε με παίρνετε τηλέφωνο
δεν πλησιάζετε το θάνατο, θαρρείτε πώς είναι μεταδοτικός
πως, επειδή αυτός με τριγυρίζει, μ΄ ακουμπάει και με κλώθει
θα μολυνθείτε και εσείς με το υπέρτατο άρωμά του.
Δεν σας ζητάω φάρμακα κλύσματα κι εξετάσεις
από την τσέπη μου πληρώνω τους γιατρούς και τα νοσοκομεία.
Λίγη παρέα θέλω, λίγη ζεστασιά, ιδίως τα βράδια.
Δεν υποφέρεται η μοναξιά του τέλους, δεν μολογιέται…
Έτσι εγκαταλείψανε τον γέροντα παππού τους να φύγει μόνος στο ταξίδι
κόρες αγόρια εγγονές νύφες γαμπροί ξαδέρφες και ξαδέρφια.
Και τούτα βλέποντας η μόνη του γυναίκα
που ‘χε φύγει καιρό στον ουρανό
του ’δωσε χέρι και τον τράβηξε ψηλά, κοντά της…
Γιάννης Καρατζόγλου
από τη συγκεντρωτική έκδοση Πηγαίος κώδικας, ποιήματα 1964-2009, 2009
Ρένα Καρθαίου - Θέλω τον παππού και τη γιαγιά κοντούς
τον παππού μου να κοντύνεις,
και γιαγιά πολύ ψηλή
στα παιδιά μη δίνεις.
Εύκολα θέλω να φτάνω
τον παππού και τη γιαγιά,
να μπορώ να τους χαϊδεύω
τ΄ άσπρα, κάτασπρα μαλλιά.
Ο παππούλης κι η γιαγιούλα
θέλω να ΄ναι πιο κοντά.
Όχι να ΄ναι αυτοί στα ύψη
κι εγώ τόσο χαμηλά.
Θέλω να ‘μαστε ίσια, ίσια
και να παίζουμε μαζί.
Έτσι πιο όμορφη θα νιώθω
τη ζωή.
Γι’ αυτό άκουσέ με, Θεέ μου,
κάνε τους και τους δυο κοντούς.
Αυτό πάει να πει γιαγιούλα
και γλυκός γλυκός παππούς.
Απόψε πέθανε η γιαγιά στο αντικρυνό το σπίτι·
ένα κερί θαμπό θαμπό στο τζάμι σιγοτρέμει,
κλαίει με πικρό παράπονο σε μια γωνιά η ανέμη…
θα πέταξε η ψυχούλα της προς τον Αποσπερίτη…
Απόψε πέθανε η γιαγιά στο αντικρινό το σπίτι.
Κοιμήθηκε. Πόσο απαλά κοιμάται όποιος πεθαίνει!
όλα βουβάθηκαν με μιας και ντύθηκαν στα μαύρα,
μια σκιά προς τα μεσάνυχτα φτερούγησε στην αύρα…
Μην ήταν η ψυχούλα της η παραπονεμένη;
Κοιμήθηκε. Πόσο απαλά κοιμάται όποιος πεθαίνει!
Την ύστερή της την πνοή την άρπαξε το αγέρι,
όλα τα μύρα κ’ οι δροσιές ολόγυρα της ήσαν,
κι ήρθαν αγάλια οι άγγελοι και τη γλυκοφιλήσαν…
Σαν κύμα, μόνο τα παιδιά ψυχομαχούν κι οι γέροι…
Την ύστερή της την πνοή την άρπαξε το αγέρι.
Άσπρες ψυχές των συντριμμιών και των παιδιών πού πάτε;
Με τη γιαγιά, ολομόναχο, την αποκοιμισμένη,
πώς φέγγει το θαμπό κερί και τρέμει κι ανασαίνει!
Ανατριχιάζει το θαμπό κερί, σαν να φοβάται…
Άσπρες ψυχές των συντριμμιών και των παιδιών πού πάτε;
Γράφτηκε 23.12.1907 και δημοσιεύτηκε στο τ. 9 (Ιαν. 1908) της Ηγησώς
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ - [Γιαγιά, βάλε και άνθη νερατζιάς]
Σήμερα θέλω παραμύθι γι’ αγάπη, γιαγιά∙
μόνο γι’ αγάπη
και…-μην ξεχάσεις-
βάλε και άνθη νεραντζιάς μέσα.
Θέλω πολλή μοσκοβολιά από άνθη νεραντζιάς.
Βάλε και νύχτα με ανήσυχα άστρα.
Βάλε και σιωπή, πολλή σιωπή,
φορτωμένη με χτυποκάρδια.
Βάλε μέσα και δάκρυα
-όχι, μη βάζεις δάκρυα-
βάλε μέσα φιλιά.
Πρόσεξε όμως να μην πονάνε
γιατί είναι πολύ απαλό το στόμα της.
Έτσι γιαγιά;
Λοιπόν… Καληνύχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου