Ο δρόμος για τον γυρισμό τη σκέψη λες χαράζει
Της νοσταλγίας όνειρα με παίρνουν στα παλιά
Όσο το τέλος έρχεται , όσο το τέλος φθάνει
Οι θύμισες γεμίζουνε τ᾽ άδεια του νου στενά
Δεν έχει δρόμο για τον γυρισμό, όλα σε παν μακριά του
Αυτό που ήσουν κάποτε χάνεται σαν νερό
Αργοκυλά το σήμερα στα βάθρα του θανάτου
Αργοκυλά και τ´ αύριο και χάνεται κι αυτό
Θυμήσου τα τα νιάτα σου, τα πρώτα σου τα χρόνια
Την άνοιξη και την χαρά που έκρυβ᾽ η ματιά
Τα τιτιβίσματα τ᾽ αγνά από κάποια χελιδόνια
Τα ρόδινα τα χρώματα, τα ξέπλεκα μαλλιά
Πάχνη τη λίμνη αγκάλιασε και του βοριά η ανάσα
Κι εκεί στα ήρεμα νερά λες ζωγραφίζει ο νους
Ανταύγειες απ´ τα όνειρα κι απ´ τα ψηλά τα κάστρα
Ανταύγειες όσων πέρασαν και δεν θα ξαναρθούν
Κύμα αργό, κύμα απαλό, για που με σέρνεις τώρα;
Κρυώνει μου η σκέψη μου, παγώνει μου η καρδιά
Κύμα απαλό, κύμα ψυχρό, μη κι έφθασε η ώρα
Σε κάποια όχθη άγνωρη ν᾽ αράξω τα κουπιά;
Πες μου, συ πνεύμα του νερού, πες μου για μιαν ανταύγεια
Ονείρου π᾽ έσβησε παλιά μ´ ακόμα με πονά
Δεν έχω χρόνο να την βρω; Τι θα γενεί το τάμα;
Πες μου νερό, σου το ζητώ, δεν έχω χρόνο πια;
Από την Συλλογή Μαγιοστέφανο, Γαβριηλίδης 2003
Λία Σιώμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου