Ο Εουτζένιο Μοντάλε (Eugenio Montale, 12 Οκτωβρίου 1896 – 12 Σεπτεμβρίου 1981) ήταν Ιταλός ποιητής, μεταφραστής και πεζογράφος, που το 1975 βραβεύθηκε με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Θεωρείται από πολλούς ως ο μεγαλύτερος Ιταλός λυρικός ποιητής από την εποχή του Τζάκομο Λεοπάρντι.
Ο Μοντάλε γεννήθηκε στη Γένοβα. Η οικογένειά του ασχολείτο με το εμπόριο χημικών προϊόντων (ο πατέρας του προμήθευε την εταιρεία του Ίταλο Σβέβο). Η ανεψιά του ποιητή, η Μπιάνκα Μοντάλε, περιγράφει στο Cronaca famigliare («Οικογενειακό χρονικό») το 1986 τα κοινά χαρακτηριστικά της οικογένειας ως εξής: «εύθραυστα νεύρα, ντροπαλότητα, λακωνικότητα, τάση να βλέπουν το χειρότερο σε κάθε γεγονός, μία κάποια αίσθηση του χιούμορ».
Ο Μοντάλε ήταν ο μικρότερος από 6 αδελφούς. Καθώς γράφει:
«`Ημασταν μία μεγάλη οικογένεια. Οι αδελφοί μου πήγαιναν στο σκιάνο [το γραφειο στα γενοβέζικα]. Η μοναδική μου αδελφή σπούδασε στο πανεπιστήμιο, ενώ εγώ δεν είχα τέτοια ευκαιρία. Σε πολλές οικογένειες υπήρχε η άγραφη συνήθεια ο μικρότερος να απελευθερώνεται από το καθήκον να συνεχίσει την οικογενειακή επιχείρηση».
Το 1915 ο Μοντάλε εργάσθηκε ως λογιστής, αλλά αφέθηκε ελεύθερος να ακολουθήσει το πάθος του για τη λογοτεχνία, συχνάζοντας στις βιβλιοθήκες και παρακολουθώντας τα ιδιωτικά μαθήματα της αδελφής του Μαριάννας. Μελέτησε επίσης όπερα, τραγουδώντας με τον βαρύτονο Ερνέστο Σιβόρι.
Ο Μοντάλε ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος. Μεγαλώνοντας, το πνεύμα του αιχμαλωτίσθηκε από αρκετούς συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Δάντης Αλιγκέρι, από τη μελέτη ξένων γλωσσών (ειδικότερα της αγγλικής), καθώς και από τα τοπία της ανατολικής Λιγουρίας, όπου περνούσε τις διακοπές με την οικογένειά του.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως μέλος της Στρατιωτικής Ακαδημίας της Πάρμας, ο Μοντάλε ζήτησε να υπηρετήσει στο μέτωπο. Μετά από μία σύντομη επαφή με πολεμικές επιχειρήσεις ως αξιωματικός του πεζικού στη βόρεια Ιταλία, επέστρεψε σπίτι το 1920.
Ποιητικό και άλλο έργο
Ο Μοντάλε δημοσίευσε πάνω από δέκα συλλογές σύντομων ποιημάτων, ένα «ζουρνάλ» με μεταφρασμένη ποίηση, αρκετά βιβλία μεταφράσεων πεζογραφίας, δύο βιβλία κριτικής λογοτεχνίας και ένα με πεζογραφία φαντασίας. Παράλληλα με το λογοτεχνικό έργο του, υπήρξε και σταθερός συνεργάτης στη σημαντικότερη ιταλική εφημερίδα, την Corriere della Sera, για την οποία έγραψε πάρα πολλά άρθρα σε θέματα λογοτεχνίας, μουσικής και τέχνης. Συνέγραψε επίσης έναν πρόλογο στη Θεία Κωμωδία του Δάντη.
Το έργο του Μοντάλε ιδιαίτερα η πρώτη ποιητική συλλογή του, η Ossi di seppia (= «Κόκκαλα σουπιάς»), που εκδόθηκε το 1925, τον αναδεικνύει και ως έναν αντιφασίστα που αισθανόταν αποκομμένος από τη σύγχρονη ζωή και έβρισκε παρηγοριά και καταφύγιο στη μοναξιά του φυσικού κόσμου. Το μεσογειακό τοπίο της γενέτειράς του Λιγουρίας αποτελεί μία ισχυρή παρουσία σε αυτά τα πρώιμα ποιήματα: του χαρίζει ένα είδος «προσωπικής μονώσεως» από τα γεγονότα που συνέβαιναν γύρω του. Τα ποιήματα αυτά τονίζουν την προσωπική μοναξιά του και τη συμπάθειά του για τα «μικρά κι ασήμαντα» πράγματα, ή για τον ορίζοντα και τη θάλασσα. Κατά τον Μοντάλε η φύση είναι «τραχιά, φειδωλή και εντυπωσιακή» ταυτόχρονα. Σε έναν κόσμο ηττοπαθή και απελπισμένο, μόνη η φύση εμφανίζεται να κατέχει αξιοπρέπεια: την ίδια αξιοπρέπεια που αισθάνεται ο αναγνώστης των ποιημάτων του.
Αντικονφορμισμός
Το 1927 ο ποιητής μετακόμισε στη Φλωρεντία για να εργασθεί ως επιμελητής για τον εκδοτικό οίκο Bemporad. Η Φλωρεντία ήταν τότε κέντρο για τη νέα ιταλική ποίηση, με έργα όπως τα Ορφικά άσματα (Canti orfici) του Ντίνο Καμπάνα (1914) και τους πρώτους στίχους του Ουνγκαρέττι για την επιθεώρηση Lacerba. Κι άλλοι ποιητές, όπως ο Ουμπέρτο Σάμπα και ο Βιτσέντζο Καρνταρέλλι, είχαν εξυμνηθεί. Το 1929 ζητήθηκε από τον Μοντάλε να προεδρεύσει στο συμβούλιο της βιβλιοθήκης Γκαμπινέτο Βιεσέ, μία θέση από την οποία εκδιώχθηκε το 1938 από το φασιστικό καθεστώς. Στο μεταξύ συνεργαζόταν με το περιοδικό Solaria και σύχναζε στο «λογοτεχνικό καφενείο» «Le Giubbe Rosse» στην Πιάτσα Βιττόρια (σήμερα Πιάτσα ντελλά Ρεπούμπλικα) ήδη από το 1927. Συχνά επισκεπτόταν το καφέ πάνω από τρεις φορές την ημέρα και έγινε κεντρικό πρόσωπο μιας ομάδας συγγραφέων εκεί, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν οι Κάρλο Εμίλιο Γκάντα και Έλιο Βιττορίνι (αμφότεροι ιδρυτές του ως άνω περιοδικού). Ο Μοντάλε είχε γράψει για όλα σχεδόν τα σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής.
Μολονότι εμποδιζόμενος από οικονομικά προβλήματα και από τον λογοτεχνικό και κοινωνικό κονφορμισμό που επέβαλλαν οι αρχές, στη Φλωρεντία ο Μοντάλε δημοσίευσε τη θεωρούμενη γενικώς ως καλύτερη συλλογή του, τη Le occasioni («Περιστάσεις», 1939). Από το 1933 ως το 1938 είχε μία ερωτική σχέση με την `Ιρμα Μπραντάις (1905-1990), μία Αμερικανοεβραία μελετήτρια του Δάντη που επισκεπτόταν περιστασιακά την Ιταλία. Η Le occasioni περιέχει πολλές έμμεσες αναφορές στη Μπραντάις, με το όνομα Clizia (Κλυτία). Ο Φράνκο Φορτίνι κρίνει τις συλλογές του Μοντάλε Ossi di seppia και Le occasioni ως το υψηλότερο επίπεδο στο οποίο έφθασε η ιταλική ποίηση του 20ού αιώνα.
Ο Τ.Σ. Έλιοτ, ο οποίος μοιραζόταν τον θαυμασμό του Μοντάλε για τον Δάντη, υπήρξε σημαντική επίδραση στην ποίησή του. Τα νέα ποιήματα του Έλιοτ τα έδειξε στον Μοντάλε ο Μάριο Πρατς, που τότε δίδασκε στο Λίβερπουλ. Το 1948, για τα εξηκοστά γενέθλια του Έλιοτ, ο Μοντάλε συνεισέφερε ένα δοκίμιο με τίτλο «Ο `Ελιοτ και εμείς» σε έναν τόμο που εκδόθηκε για την περίσταση.
Δυσαρμονία με τον κόσμο
Από το 1948 μέχρι τον θάνατό του ο Μοντάλε ζούσε στο Μιλάνο. Εκτός από μουσικός συντάκτης στην Corriere della Sera, έκανε ρεπορτάζ και από το εξωτερικό, όπως από την Παλαιστίνη όταν πήγε εκεί για την επίσκεψη του Πάπα Παύλου ΣΤ΄. Τα δημοσιογραφικά του κείμενα είναι συγκεντρωμένα στο Fuori di casa (= «Εκτός οικίας», 1969).
Η συλλογή La bufera e altro («Η θύελλα και άλλα») εκδόθηκε το 1956 και σημειώνει το τέλος της περισσότερο εξυμνημένης ποιήσεώς του. Εδώ η μορφή της Clizia συναντά εκείνη της «Αλεπούς» (La Volpe), βασισμένης στη νεαρή ποιήτρια Μαρία Λουίζα Σπατσιάνι, με την οποία ο Μοντάλε είχε μία ρομαντική σχέση τη δεκαετία του 1950.
Τα μεταγενέστερα έργα του είναι τα Xenia (1966), Satura (1971) και Diario del '71 e del '72 (1973). Η ύστερη ποίηση του Μοντάλε είναι πικρόχολη και ειρωνική, διαλογιζόμενη πάνω στην κριτική απόκριση στα προηγούμενα έργα του και στον συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο γύρω του. Η Satura περιέχει μία δηκτική ελεγεία για τη σύζυγό του Ντρουζίλα Τάντσι (Drusilla Tanzi), αλλά έγραψε και μία σειρά από πικρά ποιήματα για την Clizia λίγο πριν τον θάνατό του. Η φήμη του Μοντάλε είχε ήδη επεκταθεί σε όλο τον κόσμο. Πριν τιμηθεί με το Βραβείο Νομπέλ, είχε ήδη ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτορας από τα Πανεπιστήμια του Μιλάνου (1961), του Κέμπριτζ (1967) και της Ρώμης (1974), ενώ είχε ορισθεί τιμητικά ισόβιος γερουσιαστής στην ιταλική Γερουσία και το 1973 είχε βραβευθεί με το Χρυσό Στεφάνι των Ποιητικών Βραδιών της Στρούγκα, στην τότε Γιουγκοσλαβία.
Ο Μοντάλε πέθανε στο Μιλάνο το 1981 σε ηλικία 84 ετών, έξι χρόνια μετά την απονομή του Βραβείου Νομπέλ.
Το 1996 εμφανίσθηκε ένα έργο με τίτλο Μεταθανάτιο ημερολόγιο (Diario postumo) που περιείχε 66 ποιήματα και υποτίθεται ότι είχε «συνταχθεί» από τον Μοντάλε πριν από τον θάνατό του με τη βοήθεια της νεαρής ποιήτριας Ανναλίζα Τσίμα (Annalisa Cima). Το γεγονός αμέσως προκάλεσε θόρυβο στους ιταλικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Αρκετοί, όπως ο κριτικός Ντάντε Ιζέλλα, πσιτεύουν ότι το έργο αυτό δεν είναι αυθεντικό.
Ο Γιόζεφ Μπρόντσκι αφιέρωσε το δοκίμιό του «Στη σκιά του Δάντη» στη λυρική ποίηση του Εουτζένιο Μοντάλε.
Ελληνικές μεταφράσεις έργων του
Σουπιοκόκαλα, μετάφρ. Παναγιώτης Χρ. Χατζηγάκης, εκδ. «Ευθύνη», Αθήνα 1987
Φινιστέρε και άλλα ποιήματα, μετάφ. Νίκος Αλιφέρης, εκδ. «Άγρα», Αθήνα 1995, ISBN 978-960-325-140-8
Ημερολόγιο του '72, μετάφ. Νίκος Αλιφέρης, εκδ. «Άγρα», Αθήνα 1999, ISBN 978-960-325-322-8
Mottetti: 20 ερωτικά ποιήματα, μετάφ. Γιάννης Η. Παππάς, εκδ. «Οδός Πανός», Αθήνα 2008, ISBN 978-960-8378-67-4
Ημερολόγιο του '71, μετάφ. Νίκος Αλιφέρης, εκδ. «Άγρα», Αθήνα 2013, ISBN 978-960-505-084-9
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Eugenio Montale, «Άλλοι Στίχοι» (μτφρ.-σχόλια-επιμέλεια: Ευαγγελία Πολύμου)
i.Φίλοι μου, μην πιστεύετε στα έτη φωτός
Φίλοι μου, μην πιστεύετε στα έτη φωτός
στον καμπύλο ή επίπεδο χωροχρόνο.
Η αλήθεια βρίσκεται μες στα χέρια μας
αλλά είναι άπιαστη και ξεγλιστρά σαν χέλι.
Ούτε και οι νεκροί θέλησαν ποτέ να την συλλάβουν
για να μην ξανά-ξεπέσουν ανάμεσα στους ζωντανούς, εκεί
όπου όλα είναι δύσκολα, όλα είναι ανώφελα.
*
ii.Άλλοι Στίχοι
Όταν τʼ όνομά μου φιγούραρε σχεδόν σε κάθε εφημερίδα
μια γαλλική φυλλάδα διέδωσε τη φήμη
ότι ποτέ μου δεν υπήρξα.
Διόλου δεν άργησαν οι διαψεύσεις.
Αλλά η ψευδής είδηση ήταν η πιο αληθινή.
Η ύπαρξή μου ένα διπλότυπο ανέκυψε,
μια πλάνη όπως εκείνη η πλανητική
τούτα τα χρόνια χαίρει της τιμής συζητήσεων.
Ψευδολογούν λοιπόν οι αστρονόμοι ή, μάλλον, κάνουνε φαλσέτο;
Η φωνητική μουσική
χρήζει τέτοιων ή παρόμοιων τεχνασμάτων.
Μα τι να πούμε για τον ήχο των Σφαιρών;
Και τι για την πλάνη, την αλήθεια ή το ποτ πουρί;
Δουλειά μας δεν είναι το ξέμπλεγμα του κουβαριού.
Εξάλλου και οι φιλόσοφοι και οι θεολόγοι
πλάσματα είναι με σάρκα και οστά. Και ιδού
η χρεία, το καθήκον να κρούσουμε την γκρανκάσα.
*
iii.Στην Ανατολή
Ίσως παρεκκλίνω απʼ την ευθεία οδό.
Αυτή η διχάλα μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών
τον ύπνο δεν μου καταστρέφει αλλά με μάθηση με τρέφει.
Είναι σαν να επιχειρείς να περάσεις σχοινί
σε βελονιού σχισμή.
*
iv.Στη χαραυγή
Ο συγγραφέας εικάζει (και ούτε λόγος για
τον ποιητή)
ότι μετά θάνατον τα έργα του
τον καθιστούν αθάνατο.
Η προοπτική δεν είναι παράδοξη,
σας την παραθέτω για ό,τι αξίζει.
Δεν συλλογιέμαι κάτι ανάλογο για τον συκοφάγο
που τσιμπολογά το πρωινό του πέρα στους αγρούς.
Εκείνος είναι σίγουρος για τη ζωή· ο φιλόσοφος
του ισογείου αντιθέτως
έχει τις αμφιβολίες του. Το σύμπαν
πορεύεται χωρίς το καθετί, ακόμη και χωρίς τον εαυτό του.
http://www.poiein.gr/
i.Φίλοι μου, μην πιστεύετε στα έτη φωτός
Φίλοι μου, μην πιστεύετε στα έτη φωτός
στον καμπύλο ή επίπεδο χωροχρόνο.
Η αλήθεια βρίσκεται μες στα χέρια μας
αλλά είναι άπιαστη και ξεγλιστρά σαν χέλι.
Ούτε και οι νεκροί θέλησαν ποτέ να την συλλάβουν
για να μην ξανά-ξεπέσουν ανάμεσα στους ζωντανούς, εκεί
όπου όλα είναι δύσκολα, όλα είναι ανώφελα.
*
ii.Άλλοι Στίχοι
Όταν τʼ όνομά μου φιγούραρε σχεδόν σε κάθε εφημερίδα
μια γαλλική φυλλάδα διέδωσε τη φήμη
ότι ποτέ μου δεν υπήρξα.
Διόλου δεν άργησαν οι διαψεύσεις.
Αλλά η ψευδής είδηση ήταν η πιο αληθινή.
Η ύπαρξή μου ένα διπλότυπο ανέκυψε,
μια πλάνη όπως εκείνη η πλανητική
τούτα τα χρόνια χαίρει της τιμής συζητήσεων.
Ψευδολογούν λοιπόν οι αστρονόμοι ή, μάλλον, κάνουνε φαλσέτο;
Η φωνητική μουσική
χρήζει τέτοιων ή παρόμοιων τεχνασμάτων.
Μα τι να πούμε για τον ήχο των Σφαιρών;
Και τι για την πλάνη, την αλήθεια ή το ποτ πουρί;
Δουλειά μας δεν είναι το ξέμπλεγμα του κουβαριού.
Εξάλλου και οι φιλόσοφοι και οι θεολόγοι
πλάσματα είναι με σάρκα και οστά. Και ιδού
η χρεία, το καθήκον να κρούσουμε την γκρανκάσα.
*
iii.Στην Ανατολή
Ίσως παρεκκλίνω απʼ την ευθεία οδό.
Αυτή η διχάλα μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών
τον ύπνο δεν μου καταστρέφει αλλά με μάθηση με τρέφει.
Είναι σαν να επιχειρείς να περάσεις σχοινί
σε βελονιού σχισμή.
*
iv.Στη χαραυγή
Ο συγγραφέας εικάζει (και ούτε λόγος για
τον ποιητή)
ότι μετά θάνατον τα έργα του
τον καθιστούν αθάνατο.
Η προοπτική δεν είναι παράδοξη,
σας την παραθέτω για ό,τι αξίζει.
Δεν συλλογιέμαι κάτι ανάλογο για τον συκοφάγο
που τσιμπολογά το πρωινό του πέρα στους αγρούς.
Εκείνος είναι σίγουρος για τη ζωή· ο φιλόσοφος
του ισογείου αντιθέτως
έχει τις αμφιβολίες του. Το σύμπαν
πορεύεται χωρίς το καθετί, ακόμη και χωρίς τον εαυτό του.
http://www.poiein.gr/
δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου