Ο Ίταλο Καλβίνο (ιταλικά: Italo Calvino, 15 Οκτωβρίου 1923 - 19 Σεπτεμβρίου 1985) ήταν Ιταλόςπεζογράφος, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς λογοτέχνες του 20ου αιώνα.
Γεννήθηκε στο Σαντιάγο δε Λας Βέγκας στη Κούβα αλλά σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Ιταλία. Ήταν γιος των βοτανολόγων, Μάριο κι Εβελίνα (Μαμέλι) και αδερφός του Φλοριάνο, σπουδαίου γεωλόγου.
Εγκαταστάθηκαν στο Σαν Ρέμο της ιταλικής Ριβιέρα, για περίπου 20 χρόνια. Συναντήθηκε με τον Εουτζένιο Σκάλφαρι, μετέπειτα πολιτικό κι ιδρυτή της εφημερίδας La Republica, ο οποίος κι έγινε φίλος του. Το 1941 μετακομίζει στο Τορίνο αφού πέρασε κάποιο διάστημα και στο Μιλάνο. Το 1943 μπαίνει στους παρτιζάνους της ιταλικής αντίστασης, στη ταξιαρχία Γαριβάλδι και μαζί με τον Σκάλφαρι δημιουργούνε τη ΜUL (Movemend Universitarian Liberal). Έπειτα προσχωρεί στο κομμουνιστικό κόμμα.
Το 1947 αποφοιτά από το Πανεπιστήμιο του Τορίνο και με τον Γιόζεφ Κόνραντ εργάζονται στην αριστερή εφημερίδα L' Unita. Παράλληλα μπαίνει στον εκδοτικό οίκο Εϊνάντι όπου εργάζονται επίσης οι Νορμπέρτο Μπόμπιο, Νατάλια Γκίνσμπουργκ, Τσέζαρε Παβέζε κι Έλιο Βιτορίνι. Με τον τελευταίο γράφει το εβδομαδιαίο Ιλ Πολυτέκνικο, περιοδικό τέχνης, του πανεπιστημίου. Αφήνει όμως και τον εκδοτικό για να ασχοληθεί πιο εντατικά με την Unita και με τη νέα κομμουνιστική εφημερίδα Rinascita. Το 1950 συνεργάζεται ξανά με τον Εϊνάντι κι αναλαμβάνει υπεύθυνος του λογοτεχνικού τμήματος. Επισκέπτεται τη Σοβιετική Ένωση.
Το 1952 γράφει, μαζί με τον Τζόρτζιο Μπαζάνι στο μαρξιστικό εβδομαδιαίο περιοδικό Botteghe Oscure. Το 1957 αφήνει το κομμουνιστικό κόμμα και το γράμμα της παραίτησής του δημοσιεύεται στην Unita. Επισκέπτεται τις ΗΠΑ όπου παραμένει για 6 μήνες, κυρίως στη Νέα Υόρκη, ύστερα από πρόσκληση του ιδρύματος Φορντ. Εντυπωσιάζεται από τον Νέο Κόσμο. Ύστερα από λίγα χρόνια παντρεύεται τη Έσθερ Σίνγκερ, που 'χε γνωρίσει στις ΗΠΑ κι ο γάμος γίνεται στην Αβάνα, στη διάρκεια ενός ταξιδιού στην γενέτειρά του όπου συνάντησε και τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Επιστρέφοντας στην Ιταλία συνεργάζεται εκ νέου με τον Εϊνάντι, εκδίδει τα "Κοσμοκωμικά" και δημιουργεί την OULiPo (OUvroir de Litterature Potentielle).
Στον Γαλλικό Μάη του 1968 γνωρίζει κι επηρεάζεται από τον Ρεημόν Κενώ, ενώ έρχεται σε επαφή και με τους Ρολάν Μπαρτ και Κλωντ Λεβί-Στρως. Σχηματίζει επίσης επαφές με αξιοσημείωτες εμπειρίες, στη Σορβόνη κι ενδιαφέρεται για τους κλασικούς, Λουντοβίκο Αριόστο, Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Δάντη, Ιγνάτιο Λογιόλα, Θερβάντες, Σαίξπηρ, Συρανό Ντε Μπερζεράκ και Τζιάκομο Λεοπάρντι. Το 1973 διατηρεί την επαφή με την Ιταλία, γράφοντας νουβέλες για την ιταλικήν έκδοση του περιοδικού Playboy και για την εφημερίδα Κοριέρε Ντε Λα Σέρα. Το 1975 γίνεται επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας και την επόμενη χρονιά κερδίζει το βραβείο για την Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία. Επισκέπτεται Ιαπωνία και Μεξικό, καθώς επίσης κι αρκετές αμερικάνικες πόλεις, δίνοντας διαλέξεις. Το 1981 κερδίζει το γαλλικό παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.
Στις 19 Σεπτέμβρη του 1985 πεθαίνει στη Σιένα, στο παλιό νοσοκομείο της Αγίας Μαρίας Σκάλα, σε ηλικία μόλις 62 ετών.
Έργα
Il visconte dimezzato (Ο διχασμένος υποκόμης, 1952) ― ελλην. μετάφρ. Ρούλα Στράτου, "ΟΔΥΣΣΕΑΣ"
Il barone rampante (Ο αναρριχώμενος βαρώνος, 1957) ― ελλην. μετάφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης,"ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ"
Il cavaliere inesistente (Ο ανύπαρκτος ιππότης, 1959) ― ελλην. μετάφρ. Θόδωρος Ιωαννίδης, "ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ"
Gli amori difficili (Οι δύσκολοι έρωτες, 1970, διηγήματα) ― ελλην. μετάφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, "ΑΣΤΑΡΤΗ"
Le citta invisibili (Οι αόρατες πόλεις, 1972) ― ελλην. μετάφρ. Ε.Γ.Ασλανίδης & Σ.Καπογιαννοπούλου, "ΟΔΥΣΣΕΑΣ"
La giornata di uno scrutatore (Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου, 2012, επανέκδοση) από τις Εκδόσεις Κριτική
Αόρατες Πόλεις
"Τι είναι όμως σήμερα η πόλη για μας; Σκέφτομαι ότι έγραψα κάτι σαν τελευταίο ποίημα αγάπης για τις πόλεις, τη στιγμή που γίνεται όλο και πιο δύσκολο να τις ζήσουμε. Η κρίση της πολύ μεγάλης πόλης είναι η άλλη όψη της κρίσης της φύσης. (...) Βιβλία όμως που προφητεύουν καταστροφές και αποκαλύψεις υπάρχουν ήδη πολλά· το να γράψει κανείς ακόμα ένα, θα ήταν πλεονασμός και κάτι τέτοιο δεν ταιριάζει στο χαρακτήρα μου. Αυτό που ο δικός μου Μάρκο Πόλο θέλει να ανακαλύψει είναι οι κρυφές αιτίες που οδήγησαν τους ανθρώπους να ζήσουν στις πόλεις, αιτίες που μπορούν να ισχύουν πέρα και πάνω από οποιαδήποτε κρίση. Οι πόλεις είναι ένα σύνολο πραγμάτων: απομνημονεύσεων, επιθυμιών, σημείων μιας γλώσσας· οι πόλεις είναι τόποι ανταλλαγών, όπως εξηγούν όλα τα βιβλία της οικονομίας, αλλά οι ανταλλαγές αυτές δεν είναι μονάχα ανταλλαγές εμπορευμάτων, είναι και ανταλλαγές λέξεων, πόθων, αναμνήσεων. Το βιβλίο μου ανοίγει και κλείνει με εικόνες ευτυχισμένων πόλεων που συνεχώς αλλάζουν σχήμα και χάνονται, κρυμμένες μέσα σε δυστυχισμένες πόλεις..."
Το βιβλίο που θεωρείται από πολλούς ως το αριστούργημα του Ιταλό Καλβίνο σε νέα μετάφραση. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αποσπάσματα
οι λεπτόπλοκες πόλεις
Αν θέλετε πιστέψτε με. Θα σας πω τώρα πώς είναι φτιαγμένη η Οκταβία, η αραχνοΰφαντη πόλη. Υπάρχει ένα βάραθρο ανάμεσα σε δυο απόκρημνα βουνά: η πόλη είναι επάνω στο κενό, δεμένη απ' τις δυο κορυφές με σκοινιά, αλυσίδες και γεφυράκια. Περπατάς πάνω στα ξύλινα δοκάρια, προσέχοντας να μη βάλεις το πόδι στα διάκενα ή πιάνεσαι απ' τους κόμπους του κανναβόσκοινου. Κάτω, για εκατοντάδες κι εκατοντάδες μέτρα, δεν υπάρχει τίποτα: κάποιο σύννεφο περνάει· πιο κάτω διακρίνεται το βάθος της χαράδρας.
Αυτά είναι τα θεμέλια της πόλης: ένα δίχτυ που χρησιμεύει για πέρασμα και για στήριγμα. Τα υπόλοιπα, αντί να υψώνονται πάνω, κρέμονται κάτω: σκάλες από σκοινί, αιώρες, σπίτια φτιαγμένα σα σακιά, κρεμάστρες, βεράντες σαν πλοιαράκια, ασκιά νερού, μπεκ γκαζιού, σούβλες, καλάθια κρεμασμένα με σπάγκους, αναβατόρια, καταιωνιστήρες, μονόζυγα και κρίκοι για παιχνίδια, εναέρια βαγόνια, πολύφωτα, γλάστρες με αναρριχώμενα φυτά.
Κρεμασμένη στην άβυσσο, η ζωή των κατοίκων της Οκταβίας είναι λιγότερο αβέβαιη απ' ό,τι στις άλλες πόλεις. Ξέρουν πως το δίχτυ θα κρατήσει όσο αντέξει.
[πηγή: Ίταλο Καλβίνο, Αόρατες Πόλεις, μετάφραση από τα ιταλικά Ε.Γ. Ασλανίδης, Σάσα Καπογιανοπουλου, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1989, σ. 91]
Άλλωστε δεν έχει μεγάλη σημασία: αν τη δει κανείς στέκοντας στο κέντρο της είναι μια άλλη πόλη, Ειρήνη είναι το όνομα μιας πόλης που βλέπεις από μακριά, αν την πλησιάσεις, αλλάζει.
Άλλη είναι η πόλη για όποιον περνά χωρίς να μπει μέσα, και άλλη για όποιον εγκλωβίζεται σε αυτή και δε μπορεί να ξεφύγει' άλλη είναι η πόλη στην οποία φτάνει κανείς για πρώτη φορά, άλλη είναι εκείνη που αφήνει πίσω του για να μην ξαναγυρίσει ποτέ' η καθεμιά αξίζει ένα διαφορετικό όνομα' ίσως, για την Ειρήνη, να μίλησα ήδη χρησιμοποιώντας άλλα ονόματα' ίσως να μη μίλησα παρά μόνο για την Ειρήνη.
-"Εγώ μιλώ, μιλώ", λέει ο Μάρκο, "μα όποιος ακούει συγκρατεί στο μυαλό του μονάχα τις λέξεις που περιμένει να ακούσει. Άλλη είναι η περιγραφή του κόσμου όταν την ακούς με καλή διάθεση, άλλη εκείνη που θα μπορούσα να υπαγορεύσω σε προχωρημένη ηλικία, αν συνέβαινε να φυλακιστώ από Γενοβέζους πειρατές και να με ρίξουν στα κάτεργα στο ίδιο κελί με έναν συγγραφέα βιβλίων περιπέτειας. Αυτός που κυβερνά την αφήγηση δεν είναι η φωνή: είναι το αυτί".
-"Είναι φορές που μου φαίνεται ότι η φωνή σου έρχεται σ' εμένα από μακριά, ενώ εγώ είμαι φυλακισμένος σ' ένα φανταχτερό κι αβίωτο παρόν, στο οποίο όλες οι μορφές της ανθρώπινης συμβίωσης έφτασαν στα άκρα του κύκλου τους και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ποιες νέες μορφές θα πάρουν. Και ακούω από τη φωνή σου τις αόρατες αιτίες για τις οποίες οι πόλεις ζούσαν, και για τις οποίες ίσως, μετά το θάνατό τους, θα ξαναζήσουν".
Κι όμως στη Ράισα, κάθε στιγμή υπάρχει ένα παιδί που από ένα παράθυρο γελάει σε ένα σκυλί που πήδηξε σ' ένα υπόστεγο για να δαγκώσει ένα κομμάτι μπομπότας που έφυγε από τα χέρια ενός κτίστη ο οποίος ψηλά από το ικρίωμα φώναξε "Καρδούλα μου άσε με να βουτήξω στο πιάτο σου" σε μια νεαρή ταβερνιάρισσα που κρατάει ένα πιάτο με κρέας ραγκού κάτω από την πέργκολα, χαρούμενη γιατί πρόκειται να το σερβίρει στον ομπρελά που γιορτάζει το κλείσιμο μιας καλής δουλειάς, ένα παρασόλι από τη λευκή δανδέλα που αγοράστηκε από μια κυρία της καλής κοινωνίας για να καμαρώνει σαν παγόνι στις ιπποδρομίες, ερωτευμένη με έναν αξιωματικό που της χαμογέλασε ενώ πηδούσε τον τελευταίο φράχη, ευτυχής ο ίδιος αλλά ακόμα πιο ευτυχισμένο το άλογό του το οποίο σχεδόν πετούσε πάνω από τα εμπόδια βλέποντας να πετά στον ουρανό μια πετροπέρδικα, ευτυχισμένο πουλί άρτι απελευθερωμένο από το κλουβί ενός ζωγράφου, ευτυχισμένου που κατάφερε να το ζωγραφίσει φτερό το φτερό με κηλίδες κόκκινες και κίτρινες στη μινιατούρα εκείνης της σελίδας του βιβλίου στο οποίο ο φιλόσοφος λέει: "Και στη Ράισα, πόλη θλιμμένη, υπάρχει ένα αόρατο νήμα που, για μια στιγμή, δένει ένα ζωντανό πλάσμα με ένα άλλο και έπειτα κόβεται, ύστερα επανασυνδέει κάποια κινούμενα σημεία σχεδιάζοντας γρήγορες φιγούρες ώστε, σε κάθε στιγμή, η δυστυχισμένη πόλη να περιλαμβάνει μια ευτυχισμένη πόλη που η ίδια ούτε καν υποψιάζεται ότι υπάρχει".
"Η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που αφορά το μέλλον' αν υπάρχει μια κόλαση, είναι αυτή που υπάρχει ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε καθημερινά, που διαμορφώνουμε με τη συμβίωσή μας. Δύο τρόποι υπάρχουν για να μην υποφέρουμε. Ο πρώτος είναι για πολλούς εύκολος: να αποδεχθούν την κόλαση και να γίνουν τμήμα της μέχρι να καταλήξουν να μην τη βλέπουν πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή προσοχή και διάθεση για μαθηση: να προσπαθήσουμε και να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο."
δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου