ΕΥΑ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ "ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ " ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

 


Εύα Μ. Μαθιουδάκη - Μέρες της Κηφισιάς
Εκδόσεις - Καστανιώτη
Είδος - Μυθιστόρημα 
Χρονολογία Έκδοσης - Απρίλιος 2021
Αριθμός σελίδων - 218
Διαστάσεις - 21x14
Δέσιμο - Σκληρό εξώφυλλο
ISBN -  978-960-03-6868-0


ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Ένα νεαρό κορίτσι, η Ισμήνη, μεγαλώνει σ' έναν μαγευτικό κηφισιώτικο κήπο προσπαθώντας να πάρει τη ζωή στα χέρια της, μακριά από τα συναισθηματικά βάρη και τ' αδιέξοδα της προηγούμενης γενιάς.
Ένας μεγάλος έρωτας, ένα οικογενειακό μυστικό που αργεί να αποκαλυφθεί, μοναδικοί ήρωες σε μικρούς και μεγάλους ρόλους καθώς και άγνωστες πτυχές της ιστορίας μας συνθέτουν το σκηνικό της μυθοπλασίας. Πλούσιοι και φτωχοί, ντόπιοι και πρόσφυγες συνυπάρχουν γύρω από αρχοντικά και παραπήγματα διαμορφώνοντας την ανθρωπογεωγραφία της πόλης.
Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, στον αντίποδα των Ψάθινων καπέλων, που μας ταξιδεύει στην Κηφισιά του '50 και του '60 και γοητεύει με την πλοκή, την ευαισθησία και τη δροσιά των εικόνων του.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Η ΑΝΘΟΚΟΜΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

ΤΟ ΠΡΩΙ άφηνε τον βοηθό του στη θέση του, αλλά τα απογεύματα πήγαινε από νωρίς και έπιανε πόστο στο κιόσκι τους. Η Φλώρα Σωτηριάδου ήταν από τους πρωτεργάτες της Έκθεσης και προσωπική φίλη του εμπνευστή της Κωνσταντίνου Γουλιμή. Λόγω των πολλών γνωριμιών της, αλλά και των εντυπωσιακών λουλουδιών που καλλιεργούσε στο κτήμα τους ο Παναγής, το περίπτερό τους ήταν πόλος έλξης των επισκεπτών της Ανθοκομικής Έκθεσης Κηφισιάς. Εκείνη ειδικά τη χρονιά ο Παναγής είχε πείσει την κυρά του να δοκιμάσουν μια νέα ποικιλία ορτανσίας από το Πήλιο και τελικά είχε δικαιωθεί. Το περίπτερό τους αποτελείτο όλο κι όλο από τρεις γλάστρες, αλλά τι γλάστρες! Τρεις ορτανσίες, ένα μπουκέτο από λευκά και ροζ λουλούδια. Όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω τους, όπως βέβαια και οι ερωτήσεις για τον τρόπο καλλιέργειας, για το χώμα, για την αναπαραγωγή. Ο Παναγής, φορώντας τα καλά του, γιλέκο και πουκάμισο καθαρό και κρατώντας ένα μικρό καλάθι, προσέφερε στους επισκέπτες γαρδένιες πάντα με το χαμόγελο και μόνη παραφωνία στο λευκό και το ροζ το μαύρο περιβραχιόνιο του πένθους στο αριστερό του μανίκι. Ακόμα και η βασίλισσα Φρειδερίκη τους είχε συγχαρεί θερμά. Πόζαραν και για τη φωτογραφία. Όταν έσκασε και το πουλάκι μέσα απ’ τη φυσούνα του υπαίθριου φωτογράφου, είχαν ξεχαστεί μεμιάς όλα τα βασανάκια της κυρίας Φλώρας. Και ο ανήμπορος άνδρας της και η κακοπαντρεμένη κόρη και ο άφαντος Σπυρίδων.

Ήταν ωραίο το Άλσος! Καλοσχηματισμένες αλέες με τσιμισίρι, παρτέρια με ντάλιες και κάλες. Με το μαρμάρινο σιντριβάνι στη μέση να κελαρύζει και τον κύριο Βασίλη, τον φύλακα, να επιβλέπει: «Μην κόπτετε τα άνθη», «Μην πατάτε τη χλόη, μην, μην...» Εκείνο το απόγευμα ο Παναγής, όταν είδε τον Ζήσιμο να έρχεται φουριόζος, ξαφνιάστηκε. Είχανε πάει όλοι μαζί στα εγκαίνια και μάλιστα είχαν περάσει πολύ όμορφα εκείνο το απόγευμα, αλλά δεν περίμενε ότι ο Ζήσιμος θα τον επισκεπτόταν ξανά και μάλιστα τόσο γρήγορα. Χαιρέτησε, χάιδεψε νοερά τα πολύχρωμα άνθη και στο τέλος έσκυψε και του είπε: «Πατέρα, θα είχατε λίγο καιρό να σας προσφέρω έναν καφέ, θέλω να σας μιλήσω»…

🌼🌼

ΑΓΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ Ο ΠΑΚΝΑΝΑΣ

ΠΡΟΣΕΥΧΟΤΑΝ η Ουρανία, προσευχόταν στην Παναγίτσα για την κορούλα της αλλά και για τον Παναγή, την κολόνα του σπιτιού της. Κι ενώ εικόνισμα της Οσίας Ισμήνης δεν βρήκε όσο κι αν έψαξε, μια μέρα περνώντας από το ρέμα της Πύρνας μπήκε στην Αγία Ειρήνη, το όμορφο παρεκκλήσι με τις αγιογραφίες του Φώτη Κόντογλου. Την Παναγία ξαπλωμένη, τον φασκιωμένο Ιησού στη σπηλιά με τα γαϊδουράκια, τους αγγέλους και τους σκεπτικούς ποιμένες δίπλα σε δέντρα, χαμηλούς θάμνους και κατσίκες. Και λίγο πιο κει, στον απέναντι τοίχο, είδε για πρώτη φορά τον Άγιο Μιχαήλ Πακνανά, τον επιλεγόμενο κηπουρό, ίδιο κι απαράλλαχτο με τον Παναγή, τον άνδρα της, που είχε μείνει κι εκείνος κηπουρός, παρόλο που ήξερε γράμματα. Πλακιώτης ήτανε ο Πακνανάς, κηπουρός και Άγιος μαζί, ίδιος ο Παναγής της δηλαδή. Κι έμπαινε στο παρεκκλήσι όσο κρατούσαν οι εργασίες για να θαυμάσει τον Πακνανά και να εύχεται του ανδρός της. Μια μέρα έπεσε πάνω στον ίδιο τον Κόντογλου. «Πώς σε λένε;» της φώναξε από τη σκαλωσιά. «Ουρανία». «Βρε Ουρανία..., όνομα και πράγμα, βρε, πες να μου φέρουν ένα σταμνί δροσερό νερό, ν’ ανοίξουν τα ουράνια». Και όλο σιγοτραγουδούσε όση ώρα μουρμούραγε η Ουρανία: «Μα τι περιβολάρης είναι αυτός ο Πακνανάς να μην κρατά έστω ένα λουλούδι, ένα καρπό στα χέρια του;» ή «Μα γίνεται οι αγγέλοι να ’ναι μαυριδεροί;» Γελούσε ο Κόντογλου και συγχωρώντας την αυθάδειά της συνέχιζε να ψέλνει μελωδικά.

Έσκαβε το κτήμα ο Παναγής. Μια φορά τον χρόνο τα παρτέρια του κήπου με τα λουλούδια και δυο και τρεις το μποστάνι που βρισκόταν λίγο πιο κάτω στο περιφραγμένο περιβόλι με τα οπωροφόρα. Πορτοκαλιές κυρίως και μια δυο φράπες και περγαμόντα για το γλυκό του κουταλιού. Και πατάτες και κρεμμύδια το φθινόπωρο, μαρούλια την άνοιξη, ντομάτες, κολοκύθια και βλίτα το καλοκαίρι. Όσο για τις φράουλες, αυτές ήταν ξακουστές στην Αθήνα ολόκληρη. Τις έκοβε το χάραμα και αφού πρώτα έστρωνε το καλαθάκι με φρέσκα αμπελόφυλλα τις τοποθετούσε προσεκτικά σύμφωνα με το μέγεθος και την ωριμότητά τους.

Τα ’χε βρει με την κυρά του που τον εμπιστευόταν και τον άφηνε να καλλιεργεί και να δοκιμάζει διάφορα είδη. Αγαπούσε κι εκείνη τους κήπους. Κερκυραία, βλέπεις, ευγενικής καταγωγής, με οικόσημο, καταγραμμένη στο Libro d’ Oro, η κυρία Φλώρα συχνά τον προμήθευε με λουλούδια και καλλωπιστικά από το πατρικό της σπίτι στο νησί. Μα η πιο μεγάλη αδυναμία του Παναγή αλλά και της κυράς του ήταν οι τριανταφυλλιές. Τριανταφυλλιές που καλλιεργούσε με μοσχεύματα από ποικιλίες που είχαν φέρει στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ο Κοκκινάκης και ο Μουχλίδης από την Πόλη, από την εποχή δηλαδή που το Άλσος φυτευόταν. Έργο που συνέχιζε κι ο Παναγής αλλά και πολλοί Χιώτες συνάδελφοί του κηπουροί προσπαθώντας να διασώσουν και να βελτιώσουν, μέσω διασταυρώσεων, αυτές τις ποικιλίες.

Ανταγωνίζονταν οι κηπουροί, ανταγωνιζόταν και το αρχοντολόι. Μια χρονιά μάλιστα είχε καταφέρει να πάρει το κτήμα τους το χρυσό μετάλλιο στην Ανθοκομική Έκθεση με τα μικροσκοπικά τριαντάφυλλα μπουτονιέρας που καλλιεργούσε ο Παναγής και είχαν γίνει περιζήτητα σε όλη την Αθήνα. Καμάρωνε ο Παναγής, καμάρωναν μαζί του και οι Σωτηριάδηδες.

Ο γερο-Σωτηριάδης ευκαιρία δεν άφηνε να μην κοτσάρει ένα μπουμπούκι στο πέτο του. «Μου φτιάχνουνε τη μέρα, Παναγή», φώναζε δυνατά κι ύστερα έμπαινε στο αμάξι κι έφευγαν με την κυρία Φλώρα για τον πρωινό τους περίπατο ή το απογευματινό τους τσάι στης κυρίας Αναγνώστου στο Ψυχικό ή στης κυρίας Σουλιώτη στο Κεφαλάρι. Αλλά ο Παναγής καλλιεργούσε και μενεξέδες μοσχομυριστούς και ίριδες λευκές και μωβ και πανσέδες από σπόρο, γιατί άρεσαν στην κυρά του.

Προπολεμικά μάλιστα συνήθιζε να κατεβαίνει συχνά στο κυριακάτικο παζάρι με τα λουλούδια στην Πλατεία Αγίας Ειρήνης, στην οδό Αιόλου, για να πουλήσει ματσάκια τους μενεξέδες ή και διάφορα φυτά από το σπορείο του, καμπανούλες και γαριφαλιές.

Και δεν ήταν ο μόνος, πολλοί Κηφισιώτες το έκοβαν αχάραγα με το πόδι μέσα από τα χωράφια της Νέας Φιλαδέλφειας, με ένα καλάθι στο κεφάλι τους για να γυρίσουν πάλι πίσω πριν βραδιάσει και αισθάνονταν τυχεροί αν είχε βρεθεί κανένα κάρο έστω και για ένα μικρό μέρος της διαδρομής τους. Γιατί ήταν υπομονετικός και πρασινοχέρης ο Παναγής και ό,τι έπιανε, φούντωνε και λουλούδιζε.

Το ένα γέννημα έφερνε τ’ άλλο και τίποτα δεν στερήθηκαν ποτέ τους ούτε απ’ τα βάζα ούτε απ’ τα κελάρια τους και πάντα με τον δικό του αθόρυβο τρόπο πορευόταν στη ζωή. Και γάλα κατσικίσιο και λάδι και καρύδια, όλα είχε τον τρόπο του να τα προμηθεύεται ο Παναγής ακόμη και σε καιρούς δύσκολους. Και στα χρόνια της Κατοχής όταν ακόμη και οι Σωτηριάδηδες έτρωγαν μεσημέρι και βράδυ πλιγουρόσουπα και οι Γερμανοί είχαν κόψει τα νερά της Κηφισιάς, ο Παναγής κατάφερνε να καλλιεργεί ένα μικρό μποστάνι ποτίζοντάς το με τον κουβά από ένα παλιό πηγάδι. Κι αργότερα έκτισε μια μεγάλη και βαθιά στέρνα και δίπλα της εγκατέστησε και μια φτερωτή, ανάλαφρη και χιονούλα, που γύριζε με το πρώτο αεράκι, και τη συνέδεσε με το πηγάδι, ώστε να έχει επάρκεια νερού ακόμη και στις μεγάλες ξηρασίες. Έτσι την αποκαλούσε ο Παναγής χαϊδευτικά «χιονούλα» για τα μεγάλα λευκά πανιά της, αν και με τα χρόνια όλο και σπανιότερα σήκωνε το κεφάλι του να την κοιτάξει. Του αρκούσε ο ήχος που έκανε ο ανεμόμυλός του στο πιο απαλό φύσημα του αέρα. Γιατί είχε πάρει το συνήθειο να κοιτάζει χάμω ο Παναγής ακόμα κι όταν του μιλούσαν.

Του μιλούσαν δίνοντάς του τις περισσότερες φορές οδηγίες για το ένα και για το άλλο, για το κρίκετ που ετοίμαζαν το Σάββατο, για τoγκάρντεν πάρτι ή για το γήπεδο του τένις που τα καλοκαίρια θα έπρεπε να το περνά δυο τρεις φορές την ημέρα με το ειδικό χαλί στρωσίματος και να το βρέχει με το ποτιστήρι για να κατακάτσει το χώμα.

Άκουγε χωρίς να υψώνει τα μάτια του κουνώντας το κεφάλι καταφατικά, χαμογελώντας με την άκρη των χειλιών του και συνέχιζε ν’ ακονίζει το ψαλίδι του, να ελέγχει το ξύλο στο ξινάρι που άφηνε στο νερό για να φουσκώσει τη νύχτα ή να καθαρίζει τα ξερά λουλούδια από τα γεράνια, δίνοντας πάντα την αίσθηση ενός απόμακρου ανθρώπου, που έχοντας γίνει ένα με τη γη έπλεε στους ουρανούς.

🌼🌼

ΤΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ

ΣΤΟ «Cecil» είχε χρόνια να πάει. Και όμως τα ξενοδοχεία της Κηφισιάς γέμιζαν τα καλοκαίρια με μοναχικούς ηλικιωμένους ή και οικογένειες με παιδιά, που έρχονταν στα μέρη τους για ν’ αλλάξουν τον αέρα τους ή και για να περάσουν την ώρα τους με χαρτάκι ή με σύντομους περιπάτους σε τόπο χλοερότερο και δροσερότερο του αθηναϊκού θέρους. Έφερναν μαζί τους τα πρωινά και τ' απογευματινά συνολάκια, τη βραδινή τσάντα, τα παπούτσια περιπάτου, τις dames de compagnie, τις υπηρεσίες, τις νταντάδες. Ίσως και ένα καμινέτο για το τσάι του βουνού ή μια μπουγιότα για τη βραδινή ψύχρα οι γηραιότεροι. Ξεκαλοκαίριαζαν στα ξενοδοχεία αυτά, άλλα πρωτοκλασάτα κι άλλα δευτεροκλασάτα. Στου «Απέργη», στο «Σεμίραμις», στο «Θεοξένια», στο «Πεντελικόν», στου «Κωστή». Αυτοί όμως, μεγαλύτεροι και σεβάσμιοι φίλοι της οικογένειας Σωτηριάδη, όπου κι αν επέλεγαν να παραθερίσουν, κρατούσαν κάτι από την παλιά προπολεμική τους αίγλη. Ένα ψάθινο καπέλο με ένα κρεμεζί υφασμάτινο λουλούδι, ένα ζευγάρι λευκά γάντια, ένα μπαστούνι με ασημένια λαβή. Η κυρία Σωτηριάδου που ήσυχη δεν καθόταν αλλά που την κούραζαν, όσο περνούσαν τα χρόνια, τα συγγενολόγια και οι λογής λογής κοινωνικές υποχρεώσεις κι έχοντας προφανώς τύψεις ότι η κόρη της νονάς της, ο τάδε ή ο δείνα, βρίσκονταν στην Κηφισιά και θα έπρεπε έστω από υποτυπώδη ευγένεια να τους επισκεφθεί ή να τους καλέσει για τσάι, έλεγε στη μαγείρισσα να φτιάξει ένα κέικ λεμονιού ή μπισκότα βουτύρου και μαζεύοντας λίγα λουλούδια από τον κήπο, τα έβαζε σε ένα καλαθάκι, έλεγε στην Ισμήνη να φορέσει το καλύτερο πλισέ φουστάνι της και την έστελνε ως άλλη κοκκινοσκουφίτσα να βγάλει την υποχρέωση, να την καμαρώσουν για τη σκέψη και την πρωτοτυπία της. Καμιά φορά πίεζε και την κόρη της να την συνοδέψει στην επίσκεψη, αλλά η Βιργινία βαριόταν το περπάτημα και ποτέ δεν τη συνόδευε. Προφανώς θα είχε προηγηθεί το σχετικό τηλεφώνημα με τις χιλιάδες δικαιολογίες, μια που οι εν λόγω κυρίες περίμεναν το κορίτσι επίσης σημαιοστολισμένες στην είσοδο του ξενοδοχείου τους, κοιτώντας τα μικροσκοπικά ρολογάκια τους, μην τυχόν περάσει η ώρα του καρέ, του περιπάτου ή του δείπνου τους. Και τότε άρχιζε το μαρτύριο. «Μα, καλέ, δείτε την κόρη της Ουρανίας! Μα τι χαριτωμένη, αχ αχ, τυχερή η Φλώρα που σας έχει στο σπίτι της!» ή «Και ποιανού μοιάζεις; Η μάνα σου είναι πιο μαυριδερή, δεν είναι; Την θυμάσαι, Ελένη μου, την ψυχοκόρη των Σωτηριάδηδων;» Και ακολουθούσαν τα χαϊδέματα, τα τσιμπήματα στα μάγουλα κι ακόμη κάποιες πιο τολμηρές ανασήκωναν την άκρη του φουστανιού της για να ελέγξουν την ποιότητα της ποπλίνας, λίγο πριν από το κέρασμα. Μοναξιές, μεγάλες μοναξιές, όμως σε λίγο θα έπρεπε να την αφήσουν για ν’ αλλάξουν για το βραδινό φαγητό ή για να μπουν στην κούρσα για την απογευματινή επίσκεψη. Γυρνούσε τρέχοντας, καλπάζοντας σχεδόν η Ισμήνη μέχρι το σπίτι τους, ίσως από τον φόβο της επερχόμενης νύχτας, ίσως γι’ αυτόν τον «αέρααα». Αυτή η κόρη της Ουρανίας, η προστατευόμενη της Φλώρας, η «μαυριδερή» κόρη που μόνο μαυριδερή δεν ήταν, να επιστρέψει πίσω στον «ζυγό» των Σωτηριάδηδων, γεμάτη κοκκινάδια και πούδρες από γυναίκες αγκαθωτές σαν τη λακ που βάζαν στο μιζανπλί. Γιατί βέβαια το υπηρετικό προσωπικό είναι πάντα μαυριδερό και οι κυρίες ανοιχτόχρωμες.

🌼🌼

Ο ΚΥΡ-ΣΤΕΦΑΝΟΣ

«ΕΝΑΣ λόγος που στεριώσαμε εδώ κάτου ήταν το μεροκάματο. Εμείς ούλοι σχεδόν αγρότες ήμασταν και αμπελουργοί. Πιάνανε τα χέρια μας και από χωράφια ξέραμε καλά. Εδώ γύρω γύρω από τα σπίτια καλλιεργούσαμε πατάτες, σπαράγγια, λαχανικά. Ένας παράδεισος ήταν για μας ετούτα τα μέρη. Η Νέα Ερυθραία βέβαια δεν είχε τα νερά της Κηφισιάς, νερά να δουν τα μάτια σου. Μην κοιτάς τώρα που θα τα πάρει η ΟΥΛΕΝ και θα καταντήσουμε να σκεφτόμαστε να ποτίσουμε ακόμα και τους κατηφέδες».

«Κυρ-Στέφανε, σε παρακαλώ...» «Δεν είμασταν πολλοί, άντε να είμασταν πενήντα εξήντα φαμίλιες και όλοι γνωριζόμασταν με τα μικρά μας ονόματα. Εμείς οι “τουρκόσποροι”, όπως μας έλεγαν, από την κάτω πλευρά της Λεωφόρου και οι άρχοντες από την πάνω. Το Καστρί και η Εκάλη ψάχνανε για φτηνά χέρια, εμείς όμως είχαμε και τα χέρια και την καρδιά. Δεν ξέρεις τι γλέντια είχαμε κάνει εδώ μπροστά στη Βαγγελίστρα παρά τη φτώχια μας».

«Κυρ-Στέφανε...»

«Από τηΛεωφόρο και κάτω ήταν τ’ αμπέλια και από τη Χαριλάου Τρικούπη και κάτω πάλι αμπέλια και ελιές, πολλές ελιές. Δουλεύαμε όπου βρίσκαμε σε πατατοχώραφα αλλά κυρίως στις φράουλες. Η κηφισιώτικη φράουλα είναι μικρή και ευωδιαστή, θα την είχες δοκιμάσει σίγουρα. Μέχρι και με αερόπλανα την στέλναμε στους εμίρηδες στην Αραπιά. Σιγά σιγά αρχίσαμε και ξεχερσώναμε και τα χωράφια στο Μορτερό και φυτέψαμε κι εκεί αμπέλια, φυτέψαμε και καπνά που πήγαν καλά και πετροκερασιές που σήκωνε ο τόπος..., είναι βαρύς ο χειμώνας εδώ.Από το Σιβρισάρι της Μικράς Ασίας κατάγομαι, άλλα χώματα εκεί πέρα, εκεί να δεις ομορφιές.

»Με τον πεθερό σου όμως εδώ γνωριστήκαμε, αμούστακα παλικαράκια και οι δυο με την τσάπα στον ώμο. Καλός, πολύ καλός άνθρωπος.Ένα δυο χρόνια δουλεύαμε δίπλα δίπλα στα χωράφια, αργότερα όμως όταν άρχισε να κτίζεται ο συνοικισμός, έφυγα εγώ και δούλεψα στα τουβλοκάμινα στο Σπετετζίκι, στον Άγιο Στέφανο. Εκεί κατέστρεψα τη μέση μου, αλλά και αργότερα όταν έβαλα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου ήσυχος δεν κάθισα. Εντάξει ο Παναγής, στάθηκε πολύ πιο τυχερός, μεγάλο σόι οι Σωτηριάδηδες, έδεναν κι έλυναν μια εποχή. Κεραμίδι, λόγος του λέγειν δηλαδή, σε μια παράγκα μέναμε με τη μακαρίτισσα τη γυναίκα μου χρόνια και χρόνια».

«Κύριε Στέφανε, κύριε Στέφανε, άκουσέ με σε παρακαλώ, άφησέ με να σ’ εξετάσω, μου είπε η κυρα-Φωτεινή ότι είσαι βαριά. Έπεσες κάτω λέει προχτές. Θα μου τα πεις άλλη ώρα αυτά. Αυτή τη στιγμή επείγει να μου πεις πώς αισθάνεσαι. Πίνεις τα χάπια που σου έδωσα;»

«Όποτε τα θυμάμαι τα πίνω, γιατρέ, μόνο που προχθές είπα στο παιδί του μπακάλη και μου έστειλε μια ρέγγα και τη ζέστανα στο μαγκάλι και μάλλον με χάλασε...»

«Δεν γίνεται άλλο έτσι, κυρ-Στέφανε, θα σε μαλώσω. Θα σε φάει το ζάχαρο». «Μα, γιε μου, εδώ στο καρβουνιάρικο τι άλλο να κάνω; Ένα ξερό κορμί κατάντησα κι ο γαμπρός μου ξαναπαντρεύτηκε. Δεν έχω πού να πάω. Άσε που νοικιάζει το σπίτι σε κάτι συγγενείς του και ξεκαλοκαιριάζουν εδώ πέρα. Τώρα τους γυάλισε και η Νέα Ερυθραία, βλέπεις. Καλά φράγκα του δίνουν, έτσι μου λένε δηλαδή. Από τότε που κάναμε τον χρόνο της κόρης μου δεν έχω ξαναπατήσει το πόδι μου εκεί μέσα, κι ας το έχω φτιάξει όλο πέτρα πέτρα με τα χεράκια μου».

«Ειλικρινά, κυρ-Στέφανε, δεν ξέρω πια τι να κάνω με σένα. Πάρε επιτόπου αυτό το χάπι και αύριο θα στείλω αν βρω ασθενοφόρο να σε πάρει. Το αριστερό σου πόδιέχει πρηστεί, ας ελπίσουμε να καταφέρω να προλάβω τη σηψαιμία».

«Ευλογημένος να είσαι, γιε μου, στραβώθηκα που στραβώθηκα, ας γλιτώσω το ποδάρι μου τουλάχιστον».

«Πέσε και κοιμήσου τώρα, κυρ-Στέφανε, και θα τα πούμε αύριο στο νοσοκομείο».

«Εμείς οι Μικρασιάτες δεν κοιμόμαστε, παιδί μου, κοροϊδεύουμε τους πεθαμένους, το ’λεγε κι ο μακαρίτης ο πατέρας μου», και του χαμογέλασε γλυκά.


Βιογραφικό

Η Εύα M. Μαθιουδάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στην Αθήνα και στο Αμβούργο. Εργάζεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Εχει εκδώσει τη νουβέλα «Αυτός ο ένας, ο Αρίστος» (Γαβριηλίδης, 2014)· τη συλλογή διηγημάτων «Μικρά πείσματα» (Το Ροδακιό, 2017) και σε συνεργασία με τον Κωστή Σχιζάκη, το μυθιστόρημα «Ο φταίχτης» (Καστανιώτης, 2019). Αρθρα της για την ελληνική χλωρίδα δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Από το 2020 συνεργάζεται με το περιοδικό «Γαστρονόμος» της «Κ». Από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησε πρόσφατα το μυθιστόρημα «Μέρες της Κηφισιάς».


Συνεντεύξεις - Κριτικές


500 λέξεις με την Εύα Μ. Μαθιουδάκη


Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;

«Ο Προυστ αντίδοτο στην κατάρρευση» του Γιόζεφ Τσάπσκι, την ποιητική συλλογή «Φλου» της Ειρήνης Μαργαρίτη και τον «Σπασμένο καθρέφτη» της Μερσέ Ροδορέδα.

Ποιος ήρωας/ηρωίδα λογοτεχνίας θα θέλατε να είστε και γιατί;

O Φέλιξ Κρουλ του Τόμας Μαν, γιατί δεν θα καταφέρω να του μοιάσω ποτέ.

Διοργανώνετε ένα δείπνο. Ποιους ποιητές ή συγγραφείς καλείτε, ζώντες και τεθνεώτες;

Τον Ρεμπό, τον Γκέοργκ Τρακλ και τον Καρυωτάκη. Είναι κρίμα που δεν γνωρίστηκαν αυτοί οι τρεις!

Ποιο ήταν το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που μάθατε πρόσφατα χάρη στην ανάγνωση ενός βιβλίου;

Ξαναδιαβάζοντας Ε. Χ. Γονατά, συνειδητοποίησα ότι τα πρώτα χρόνια της ζωής μου ζούσα σ’ ένα σπίτι δίπλα στο δικό του κι έπαιζα με τα σκυλιά του. Ανάμνηση που συμπεριέλαβα στις «Μέρες της Κηφισιάς».

Ποιο κλασικό βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα για πρώτη φορά;

Tον «Φάουστ» του Γκαίτε.

Και ποιο είναι το βιβλίο που έχετε διαβάσει τις περισσότερες φορές;

Είναι το μυστικό μου, μιας και προσπαθώ να το αποστηθίσω. Θα ήθελα κάποια μέρα να μπορέσω να σας το απαγγείλω.

Με ποιον τρόπο τα οικογενειακά μυστικά στιγματίζουν τη ζωή της ηρωίδας σας;

Η Ισμήνη ανακαλύπτει σχετικά αργά την πραγματική της καταγωγή. Δέχεται ένα σοβαρό πλήγμα, αλλά θα βρει δύναμη και τρόπους να ολοκληρωθεί συναισθηματικά.

Η Ισμήνη του βιβλίου τι άνθρωπος είναι και τι ψάχνει να βρει;

Ενα κορίτσι που οι συνθήκες το βοήθησαν να μορφωθεί και να ανέλθει κοινωνικά, που αναζητάει μέσα του αλήθεια και αγάπη. Η δεκαετία του ’50 είναι μια σχετικά παρειλημμένη δεκαετία που μας αφορά πολύ περισσότερο από ό,τι συνειδητοποιούμε, είναι τα όνειρα, τα νιάτα των γονέων μας.

Τι σήμαινε Κηφισιά του ’50 και του ’60;

Ενα δροσερό, καταπράσινο προάστιο που παρέμενε τόπος παραθερισμού μεγαλοαστικών οικογενειών, αλλά και μόνιμης κατοικίας φτωχών ανθρώπων που, αφήνοντας πίσω τους τον πόλεμο και τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, ατένιζαν με αισιοδοξία το μέλλον


🌼🌼

Εύα Μαθιουδάκη: «Η γραφή είναι για μένα ο τόπος μιας δύσκολα κατακτημένης ελευθερίας»

«Δεν έχω συγγραφικές εμμονές. Μου αρέσει να δοκιμάζομαι σε διάφορα είδη γραφής. Η γραφή είναι για μένα ο τόπος μιας δύσκολα κατακτημένης ελευθερίας. Επειδή σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου λειτουργώ, και λόγω επαγγέλματος, σε πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο, όταν γράφω, αφήνω μόνο το ένστικτό μου να με οδηγεί. Το ένστικτο αλλά και μιας μορφής εσωτερικού πλούτου που έχω συσσωρεύσει από τα παιδικά μου χρόνια, παρατηρώντας και μελετώντας. Σαν να φορώ ένα ζευγάρι γυαλιά που βλέπει μέσα σε αυτόν τον κόσμο έναν άλλο κόσμο, αλλά κυρίως τον άνθρωπο και τα πάθη του.»

Η Εύα M. Μαθιουδάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στην Αθήνα και στο Αμβούργο και εργάζεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Τον Δεκέμβριο του 2014 κυκλοφόρησε η πρώτη της νουβέλα «Αυτός ο ένας, ο Αρίστος» και το 2017 η συλλογή διηγημάτων «Μικρά πείσματα». Ακολούθησαν «Ο Φταίχτης» που συνέγραψαν με τον Κωστή Σχιζάκη και φέτος τον Απρίλιο οι «Μέρες της Κηφισιάς» (εκδ. Καστανιώτη).


«Στις “Μέρες της Κηφισιάς” βρέθηκα για πρώτη φορά αντιμέτωπη με κάτι πρωτόγνωρο», εξομολογείται στο Liberal.gr. «Είχα ολοκληρώσει το βιβλίο-μια αρκετά λυρική νουβέλα -αν μου επιτρέπεται να πω- και ήμουν έτοιμη να τη στείλω στον εκδότη μου που την περίμενε, όταν ξαφνικά και χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο άρχισα να γράφω το βιβλίο από την αρχή ενσωματώνοντας την υπάρχουσα πλοκή καθώς και κάποιες ιστορικές πινελιές. Το εντυπωσιακό ήταν ότι με έναν μαγικό τρόπο έδεσαν τα κείμενα μεταξύ τους σαν να ήξερα από την αρχή πού ήθελα να καταλήξω. Είναι χαρακτηριστικό ότι από την αρχική νουβέλα αφαίρεσα μόλις μερικές σελίδες που δεν ταίριαζαν με την τελική ιστορία μου. Σαν να τραβούσα μπροστά γράφοντας και ένας άλλος “εαυτός” να γελούσε μαζί μου σχεδιάζοντας κάτι άλλο.»

Ήταν, εξάλλου, το βιβλίο που της κρατούσε τις πιο πολλές εκπλήξεις. Έναν ήρωα που ονειρεύτηκε, κυριολεκτικά και ήταν «Ο Λευτέρης ο πρώτος και μεγάλος έρωτας της ηρωίδας μου Ισμήνης στις “Μέρες της Κηφισιάς”»:

«Είχα ξυπνήσει μια μέρα πολύ πρωί, ποιος ξέρει με τι βασανάκια. Στο μυαλό μου γυρόφερνε η ιστορία της Ισμήνης, ώσπου από την κούραση έπεσα ξανά σε λήθαργο. Το αξιοσημείωτο δεν είναι ότι ονειρεύτηκα τον Λευτέρη, το αξιοσημείωτο είναι ότι στον ύπνο μου πληκτρολογούσα στον υπολογιστή περιγράφοντας τον νέο μου ήρωα. Είχα γράψει νοερά σχεδόν ένα ολόκληρο κεφάλαιο λέξη τη λέξη και είχα την εντύπωση ότι είχε γίνει καλό και μάλιστα το είχα επιμεληθεί και λιγουλάκι να μη με λένε τσαπατσούλα (γέλια). Λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι είχα αρχίσει να στολίζω το κείμενο με μουσικές, με αεράκι, με αρώματα, με βαθύσκιωτα φυλλώματα. Δεν σας το εξομολογούμαι για να σας εντυπωσιάσω αλλά γιατί από παιδί ονειρευόμουν να βρεθεί ένας τρόπος για να συνδυαστούν όλες οι τέχνες μεταξύ τους… ένα βιβλίο με ζωγραφιές, λέξεις, μουσική, χρώματα και μυρωδιές… ποιος ξέρει μπορεί και να το προλάβουμε κι αυτό!» Θα μας πει, ανοίγοντας το εργαστήρι της γραφής της. Ευελπιστώντας σε ένα νέο λογοτεχνικό είδος που θα ξυπνά όλες μας τις αισθήσεις. Εν μέρει, άλλωστε, ήδη το έχει καταφέρει στις «Μέρες Κηφισιάς.»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

- Κυρία Μαθιουδάκη, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Γράφω σχεδόν παντού χωρίς ιδιαίτερη τελετουργία. Μάλιστα, λόγω βεβαρυμμένων επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων, όταν ετοίμαζα τα δυο πρώτα μου βιβλία, τη νουβέλα «Αυτός ο ένας, ο Αρίστος», Εκδόσεις Γαβριηλίδη 2014 και τα διηγήματα της συλλογής «Μικρά Πείσματα» που κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Το Ροδακιό το 2017, έγραφα ακόμη και στα μέσα μαζικής μεταφοράς καταγράφοντας στο κινητό μου σκέψεις ή ακόμη και μικρά διηγήματα που στριφογύριζαν στο μυαλό μου και έπρεπε να πάρουν σχήμα και μορφή για να μην ξεχαστούν μέσα σε αυτό το συνεχές τρέξιμο και στην καθημερινή παραζάλη. Φυσικά η επεξεργασία τους ή ακόμα και η διαγραφή τους γινόταν πάντα στο σπίτι.

- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Όταν γράφω μυθιστόρημα, νουβέλα ή και μεγάλο διήγημα υπάρχει σχεδόν πάντα μια κεντρική ιδέα την οποία προσπαθώ να προσεγγίσω, αλλά αυτό που μου είναι απολύτως απαραίτητο για να ξεκινήσω είναι να φανταστώ, να «δω» μπροστά μου τον κεντρικό ήρωα. Αντιθέτως στη μικρή φόρμα εμπνέομαι από μια εικόνα, ένα γεγονός ή ακόμη και μια λέξη που άκουσα ή διάβασα.

- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Νομίζω το τελευταίο, το μυθιστόρημα οι «Μέρες της Κηφισιάς» που κυκλοφόρησε φέτος τον Απρίλιο από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Εδώ δεν επρόκειτο για συνεργασία δυο συγγραφέων, όπως έγινε στην περίπτωση του μυθιστορήματος «Ο φταίχτης» που κυκλοφόρησε το 2019, ούτε για το κυνήγι του χρόνου όπως έγινε με αρκετά διηγήματα της συλλογής «Μικρά Πείσματα» όπου βιαζόμουν να τα αποτυπώσω στο κινητό για να αποκτήσουν έναν κεντρικό πυρήνα πριν φτάσω στη στάση του προορισμού μου.

Στις «Μέρες της Κηφισιάς» βρέθηκα για πρώτη φορά αντιμέτωπη με κάτι πρωτόγνωρο. Είχα ολοκληρώσει το βιβλίο-μια αρκετά λυρική νουβέλα -αν μου επιτρέπεται να πω- και ήμουν έτοιμη να τη στείλω στον εκδότη μου που την περίμενε, όταν ξαφνικά και χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο άρχισα να γράφω το βιβλίο από την αρχή ενσωματώνοντας την υπάρχουσα πλοκή καθώς και κάποιες ιστορικές πινελιές.

Το εντυπωσιακό ήταν ότι με έναν μαγικό τρόπο έδεσαν τα κείμενα μεταξύ τους σαν να ήξερα από την αρχή πού ήθελα να καταλήξω. Είναι χαρακτηριστικό ότι από την αρχική νουβέλα αφαίρεσα μόλις μερικές σελίδες που δεν ταίριαζαν με την τελική ιστορία μου. Σαν να τραβούσα μπροστά γράφοντας και ένας άλλος «εαυτός» να γελούσε μαζί μου σχεδιάζοντας κάτι άλλο.

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Δεν έχω συγγραφικές εμμονές. Μου αρέσει να δοκιμάζομαι σε διάφορα είδη γραφής. Η γραφή είναι για μένα ο τόπος μιας δύσκολα κατακτημένης ελευθερίας. Επειδή σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου λειτουργώ, και λόγω επαγγέλματος, σε πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο, όταν γράφω αφήνω μόνο το ένστικτό μου να με οδηγεί.

Το ένστικτο αλλά και μιας μορφής εσωτερικού πλούτου που έχω συσσωρεύσει από τα παιδικά μου χρόνια, παρατηρώντας και μελετώντας. Σαν να φορώ ένα ζευγάρι γυαλιά που βλέπει μέσα σε αυτόν τον κόσμο έναν άλλο κόσμο, αλλά κυρίως τον άνθρωπο και τα πάθη του.

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Αξίες, ανθρώπινες αξίες.

- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Όπως σας είπα, επικεντρώνομαι πολύ στους ήρωες μου. Θέλω οι αναγνώστες μου να τους θυμούνται. Να θυμούνται την Ισμήνη και τον πρόσφυγα Παναγή στις «Μέρες της Κηφισιάς» ή τον έφηβο τον Παναγιώτη, που πήρε τον «κακό» δρόμο στον «Φταίχτη» ή και τον «Αρίστο», τον νεαρό φοιτητή που αποφάσισε να γίνει αγρότης και να επιστρέψει στην Κρήτη το 2010 εν μέσω οικονομικής κρίσης. Να θυμούνται τους ήρωες μου κι ας μη θυμούνται ούτε εμένα ούτε τον τίτλο των βιβλίων μου.

- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Ο Λευτέρης ο πρώτος και μεγάλος έρωτας της ηρωίδας μου Ισμήνης στις «Μέρες της Κηφισιάς». Είχα ξυπνήσει μια μέρα πολύ πρωί, ποιος ξέρει με τι βασανάκια. Στο μυαλό μου γυρόφερνε η ιστορία της Ισμήνης, ώσπου από την κούραση έπεσα ξανά σε λήθαργο. Το αξιοσημείωτο δεν είναι ότι ονειρεύτηκα τον Λευτέρη, το αξιοσημείωτο είναι ότι στον ύπνο μου πληκτρολογούσα στον υπολογιστή περιγράφοντας τον νέο μου ήρωα.

Είχα γράψει νοερά σχεδόν ένα ολόκληρο κεφάλαιο λέξη τη λέξη και είχα την εντύπωση ότι είχε γίνει καλό και μάλιστα το είχα επιμεληθεί και λιγουλάκι να μη με λένε τσαπατσούλα (γέλια). Λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι είχα αρχίσει να στολίζω το κείμενο με μουσικές, με αεράκι, με αρώματα, με βαθύσκιωτα φυλλώματα.

Δεν σας το εξομολογούμαι για να σας εντυπωσιάσω αλλά γιατί από παιδί ονειρευόμουν να βρεθεί ένας τρόπος για να συνδυαστούν όλες οι τέχνες μεταξύ τους… ένα βιβλίο με ζωγραφιές, λέξεις, μουσική, χρώματα και μυρωδιές… ποιος ξέρει μπορεί και να το προλάβουμε κι αυτό!

- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Αν θυμάμαι καλά, ήταν «Το χρονικό του Σαν Μικέλε» του σουηδού γιατρού Άξελ Μούντε, ένα από τα παλιά βιβλία της βιβλιοθήκης της μητέρας μου. Είχε αγαπηθεί τη δεκαετία του ΄50, την εποχή δηλαδή που η μητέρα μου ήταν νεαρό κορίτσι. Και είναι κρίμα ότι κυκλοφορεί μόνο σε παλαιοβιβλιοπωλεία.

- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Δεν είναι ένα. Σίγουρα όμως τα βιβλία μου άλλαξαν τη ζωή. Η ανακάλυψη της αναγνωστικής απόλαυσης σε νεαρή ηλικία ήταν ό,τι καλύτερο συνέβη στα παιδικά μου χρόνια. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι τη δεκαετία του 1970 σχεδόν κάθε καλοκαίρι παραθερίζαμε σε ένα σπίτι που τα μόνα βιβλία που διέθετε ήταν οι έξι τόμοι με τα Άπαντα του Παπαδιαμάντη, την πρώτη έκδοση που είχε επιμεληθεί ο Γιώργος Βαλέτας το 1954.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, εγώ ένα επτάχρονο τότε παιδί, αφού τελείωνα με τις «Μικρές Κυρίες» ή τον «Ντέιβιντ Κόπερφλιντ», έπιανα έναν από όλους αυτούς τους τόμους και τον ξεφύλλιζα στην τύχη. Καταλαβαίνετε βέβαια τη φρίκη μου… όμως τα καλοκαίρια και οι ώρες της μεσημεριανής υποχρεωτικής κατάκλισης μου φαίνονταν ανυπόφορα μακριές. Εν ολίγοις μέχρι τα 12 μου χρόνια είχα συνηθίσει τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη και έβρισκα ικανοποίηση διαβάζοντας τον «Έμπορο των Εθνών» και τη «Γυφτοπούλα» του. Ας μην ξεχνάμε ότι την περίοδο της Δικτατορίας είχαμε ελάχιστα βιβλία στη διάθεση μας, όμως ξεκοκκαλίζαμε ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας.

- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Δύσκολη ερώτηση γιατί είναι πολλοί. Δεν σας κρύβω ότι είμαι λίγο παλιομοδίτισσα. Διαβάζω συστηματικά σύγχρονη ελληνική και ξένη λογοτεχνία, αλλά έχω μια εμμονή με μεγάλα κλασικά έργα στα οποία επιστρέφω ξανά και ξανά. Η ποίηση δεν λείπει ποτέ από το κομοδίνο μου όπως επίσης και τα βιβλία που ασχολούνται με τη θεωρία της τέχνης.

- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Όπως σας είπα και παραπάνω, δεν έχω παγιωμένες συνήθειες. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας διετίας, λόγω και της τηλεργασίας, απέκτησα (επιτέλους) μια δική μου γωνιά στο σπίτι. Όχι, δεν πρόκειται για κλειστό γραφείο. Απλά μια γωνιά στην τραπεζαρία με τον υπολογιστή μου, ένα δυο λεξικά και πάντα σχεδόν ένα μπουκετάκι λουλούδια από τον περίπατό μου. Μου αρέσει να αισθάνομαι τη ζωή δίπλα μου.

Να βρίσκομαι μέσα σε αυτό το οικογενειακό κουκούλι ή έξω στην πολυκοσμία. Αν τύχει και με πάρει η νύχτα γράφοντας, τότε για συντροφιά ανοίγω το ραδιόφωνο στο πολύ χαμηλό. Το Δεύτερο πρόγραμμα το οποίο έχει ποιοτική ελληνική μουσική που μου είναι οικεία δεν με αποσπά. Αντίθετα, όταν βρίσκομαι στο αρχικό στάδιο σύλληψης ενός βιβλίου ακούω κλασική μουσική, αλλά τότε βέβαια συγκεντρώνομαι στη μουσική και δεν ασχολούμαι με κάτι άλλο.

- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Είναι πολύ νωρίς να σας μιλήσω γι? αυτό. Απολαμβάνω αυτό το κενό διάστημα ρεμβάζοντας και διαβάζοντας. Είναι τόσο πολύτιμο το διάστημα αυτό. Είμαι και ψυχαναγκαστικός τύπος κι αν αρχίσω κάτι πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, οπότε αυτή τη φορά θα αργήσω να το ξεκινήσω…(γέλια). Γράφω βέβαια κάποια διηγήματα όταν έχω κέφι και συνεχίζω πολύ αργά τις μεταφράσεις ποιημάτων από τα γερμανικά και τα γαλλικά. Μια συλλογή επιλεγμένων ποιημάτων του γερμανικού κυρίως ρομαντισμού που προορίζω για εφήβους.

🌼🌼

Εύα Μ. Μαθιουδάκη, «Μέρες της Κηφισιάς» - Κριτική από τον Δημήτρη Χριστόπουλο

«Γιατί μέσω της γραφής προβάλλονται καλύτερα οι γρατζουνιές μας, γιατί ο εαυτός είναι το δύσκολο και το άπιαστο, η μεγάλη αλήθεια. Κι αν αυτό που βασανίζει την καρδιά είναι η μοναξιά της, η γραφή βρίσκει τον τρόπο να την γιατρεύει, στρογγυλεύοντας τις λέξεις και ανακαλώντας βιώματα και συναισθήματα, που χωρίς αυτήν θα παρέμεναν μέσα μας συγκεχυμένα και αφανέρωτα, θολωμένα από τα ίδια μας τα δάκρυα» (σ. 200).

Τέταρτο βιβλίο για την Εύα Μαθιουδάκη μέσα σε επτά χρόνια. Μικρή συγγραφική συγκομιδή δεν μπορείς να την πεις. Κυρίως όμως συνεπή, θα την χαρακτήριζα. Την «ανακάλυψα» με τη νουβέλα Αυτός ο ένας, ο Αρίστος, ξανασυναντηθήκαμε στο Ροδακιό με τα Μικρά Πείσματα, μικρές αριστοτεχνικές μικροαφηγήσεις, εδραιώθηκε στη συνέχεια η γνώμη μου για την πένα της πριν από δύο χρόνια με τον Φταίχτη, και τώρα πλέον απολαύσαμε το τελευταίο της μυθιστόρημα Μέρες της Κηφισιάς, στο οποίο αξιοποιεί στο έπακρο τις προηγούμενες αφηγηματικές και υφολογικές κατακτήσεις της.
Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά τα εμβληματικά Τα ψάθινα καπέλα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη (1946), βιβλίο με το οποίο προφανώς συνομιλεί άμεσα το μυθιστόρημα της Μαθιουδάκη, οι Μέρες της Κηφισιάς, χωρίς να είναι ένα βιβλίο ενηλικίωσης (bildungsroman· μυθιστόρημα διαμόρφωσης ή μαθητείας), παρακολουθούν τη ζωή κυρίως δυο οικογενειών, μιας πλούσιας και μιας φτωχής, στις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, με συνεχείς αναδρομικές αφηγήσεις αλλά και με προβολές στο μέλλον, αναχρονίες που δίνουν το ανάλογο και απαραίτητο ψυχολογικό βάθος στην ιστορία. Πρωταγωνίστρια η Ισμήνη, ένα κορίτσι που γεννιέται το 1932 και μεγαλώνει στο σπίτι-κτήμα των εύπορων Σωτηριάδηδων. Με κέντρο την Ισμήνη, η Μαθιουδάκη στήνει με τρόπο επιδέξιο μια ανάγλυφη τοιχογραφία της μεταπολεμικής Ελλάδας, με το λειτουργικό αλλά συμβολικών διαστάσεων σκηνικό της Κηφισιάς και των περιχώρων της.
Όπως η έφηβη Κατερίνα της Λυμπεράκη, έτσι και η Ισμήνη της Μαθιουδάκη ενηλικιώνεται τη δύσκολη δεκαετία του '40, μέσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο αγάπη και υποστηρικτικότητα, αντιστικτικά προς το ψυχρό οικογενειακό περιβάλλον των παιδιών του Σωτηριάδη, της Βιργινίας και του Σπυρίδωνα. Παράλληλα με τη ζωή των δύο αυτών οικογενειών, η συγγραφέας υφαίνει τη ζωή και άλλων οικογενειών και δορυφορικών προσώπων, που η δική τους διαδρομή τέμνεται με αυτή των κύριων προσώπων.
Κι εδώ βρίσκεται το μεγάλο πλεονέκτημα της Μαθιουδάκη. Με γλώσσα ρέουσα, χωρίς περιττές εκζητήσεις ή εκπτώσεις, έχει την ικανότητα να συγκεράσει το ατομικό με το συλλογικό, την ατομική περιπέτεια με την περιπέτεια του τόπου. Κι αν η κριτική έχει επισημάνει ότι το μυθιστόρημα της Λυμπεράκη όπως και οι Μικρές κυρίες της Λουίζας Μέυ Άλκοτ κρατούν μακριά από κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς τους χαρακτήρες τους, δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος κάτι ανάλογο για την περίπτωση της Μαθιουδάκη. Εδώ, η μικρασιατική τραγωδία, η δύσκολη αποκατάσταση των προσφύγων, η κατοχική Ελλάδα, ο Εμφύλιος και το ζοφερό για πολλούς μετεμφυλιακό κλίμα, οι πολιτικές ίντριγκες αλλά και οι βαθιές ταξικές ανισότητες διαπλέκονται με την ατομική περιπέτεια των προσώπων με τρόπο αξεδιάλυτο, χωρίς ωστόσο η ιστορία να εκφυλίζεται σε μια γλυκερή καταγγελία από την πλευρά των «φτωχών» και κατατρεγμένων αυτού του κόσμου ούτε να αποστασιοποιείται περιφρονητικά από το «κοινωνικό» πρόβλημα.
Στο μυθιστορηματικό σύμπαν της Μαθιουδάκη δεν είναι απλώς ο έρωτας και η φύση που δίνουν τον κυρίαρχο τόνο, δεν είναι το κτήμα στην Κηφισιά το σύμβολο αναζήτησης ενός επίγειου παραδείσου, αλλά η συνεπής στάση της Ισμήνης που την κάνει να συγκρούεται τόσο με τις κυρίαρχες αξίες του περιβάλλοντός της αλλά πολλές φορές και με τον ίδιο της τον εαυτό, στάση όχι μόνο τυπικά νεανική αλλά στάση ζωής ενός ανθρώπου που ακολουθεί απαρέγκλιτα τις αρχές του, ακόμα κι όταν πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με το δικό του καταγωγικό παρελθόν (από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές του βιβλίου το ταξίδι της Ισμήνης με τη Μαίρη στην Αμοργό αλλά και η συγχώρεση της Μαρίνας).
Εάν Τα ψάθινα καπέλα έμελλε να αντέξουν σθεναρά στον χρόνο και τελικά να μπουν στον λεγόμενο λογοτεχνικό κανόνα χάρη στα πολλαπλά αναγνωστικά τους επίπεδα αλλά και στην ποιητική τους γλώσσα, έχω την αίσθηση ότι με το πέρασμα του χρόνου οι Μέρες της Κηφισιάς θα βρουν τη θέση που τους αξίζει στις προτιμήσεις των σημερινών αλλά και των αυριανών αναγνωστών, εκείνου του είδους ανθρώπων που δεν μαγεύονται από τα αναγνώσματα του συρμού, αλλά αναζητούν την αξία του διαχρονικού, ανάλογα πάντα με τις εκάστοτε αναγνωστικές τους προσδοκίες, όπως αυτές που έχει η Ισμήνη όταν σε μια επιστολή της στον Λευτέρη ομολογεί το βαθύτερο κίνητρο της γραφής: Τον εαυτό μας περιγράφουμε. Τον προσπερνούμε όπως όταν ξεσκονίζουμε με φτερό την σερβάντα. Τις αγάπες μας κλαίμε ή μήπως γράφουμε για να μας αγαπήσουν;
Όποια κι αν είναι η απάντηση, η γραφή της Μαθιουδάκη δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη, από τη στιγμή που υπηρετεί με συνέπεια την Ομορφιά.

Απόσπασμα

«Όμως αυτή δεν άκουσε κανέναν. Είχε το νοικοκυριό της όπως συνηθιζόταν, κι ακόμα ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα, έναν κομό, ένα τραπέζι με έξι καρέκλες κι έναν μπουφέ. Τα έβαλε, τα συγύρισε όμορφα στο διαμερισματάκι της και ήταν ευτυχισμένη. Έβαλε δυο βασιλικούς στον ακάλυπτο, στόλισε με πετσετάκια τις καρέκλες και αγόρασε ό,τι γυάλιζε, ό,τι πιο μοντέρνο κυκλοφορούσε, να 'χει να ταΐζει τον Φάνη της σε κατσαρόλες αλουμινένιες απαστράπτουσες» (σ. 197).

https://www.culturebook.gr/

🌼🌼

Εύα Μ. Μαθιουδάκη – «Μέρες της Κηφισιάς» [Εκδόσεις Καστανιώτη]

Κριτική - Λεύκη Σαραντινού

” Κάθε τόπος έχει παρελθόν, το ίδιο και οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι φτιάχνουν τους τόπους και την ιστορία τους.”

Έτσι μας λέει η Εύα Μαθιουδάκη στις Μέρες της Κηφισιάς. Το μυθιστόρημα δεν είναι μόνο μία καταγραφή στον χρόνο από τις μέρες και νύχτες της Κηφισιάς. Περιέχει και τις μνήμες της, μνήμες μεταπολεμικές, της δεκαετίας του ’50. Σκιαγραφεί επίσης τους ανθρώπους της Κηφισιάς. Τους μεγαλοαστούς γιατρούς, τους ευκατάστατους, όλους εκείνους δηλαδή που έχουν στις βίλες τους με τους υπέροχους κήπους ως υπηρέτες τους πρόσφυγες, τους βιοπαλαιστές, τους αμαξάδες, τις πλύστρες και τους εργάτες, όλους εκείνους δηλαδή που μοχθούν για το μεροκάματο.
Από αυτή την άποψη, το μυθιστόρημα της Εύας Μαθιουδάκη έχει κάτι από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο της δεκαετίας του ’60. Διότι, πάνω απ’ όλα στις Μέρες της Κηφισιάς πρωταγωνιστεί, εκτός από την κεντρική ηρωίδα Ισμήνη, και η μεγάλη αντίθεση μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων της εποχής.
Η Ισμήνη Βλάμου, είναι κόρη ενός πρόσφυγα κηπουρού στη βίλα της οικογένειας Σωτηριάδη και της Ουρανίας από την Αμοργό, η οποία επίσης εργάζεται για την οικογένεια Σωτηριάδη, μένοντας σε ένα σπίτι στον κήπο της βίλας.
Η πρωταγωνίστρια μεγαλώνει στην κόψη του ξυραφιού, ακροβατώντας από τη μια στον κόσμο της εργατιάς και της προσφυγιάς, τον οποίο αντιπροσωπεύουν οι γονείς της και από την άλλη στον κόσμο των ευκατάστατων αστών, που αντιπροσωπεύουν τα παιδιά της οικογένειας Σωτηριάδη με τα οποία αναπόφευκτα συγχρωτίζεται. Θα σπουδάσει παιδαγωγικά και θα παντρευτεί έναν γιατρό, καταφέρνοντας έτσι να πραγματοποιήσει τον πιο κρυφό πόθο της μάνας της και όλης της εργατικής τάξης εκείνης της εποχής: να ξεφύγει από τη φτώχεια και τη μιζέρια και να ζήσει μια άνετη ζωή μεταπηδώντας στη μεσοαστική τάξη.
Η Ε.Μ. όμως δεν αρκείται μονάχα στην εξιστόρηση της ζωής της Ισμήνης. Αντιθέτως, την πλαισιώνει με τις αφηγήσεις για τη ζωή του πατέρα, της μητέρας της, των παιδιών και των γονιών της οικογένειας Σωτηριάδη, του πρώτου της έρωτα, του δάσκαλου και ποιητή Λευτέρη και του γιατρού συζύγου της. Έτσι προκύπτει το πολυσύνθετο ανθρώπινο μωσαϊκό της εποχής. Διότι πάνω απ’ όλα, πέρα από τα χρώματα και τα αρώματα της εποχής και της Κηφισιάς, το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα αφήγημα για τον ίδιο τον άνθρωπο.
Η αφήγηση δεν είναι γραμμική χρονικά, η γλώσσα όμως, αλλά και ο τρόπος της αφήγησης είναι, αναντίρρητα, από τα δυνατά σημεία του μυθιστορήματος. Ο αναγνώστης βυθίζεται κυριολεκτικά στις λέξεις, στη μεταπολεμική εποχή, αλλά και στους υπέροχους κήπους της Κηφισιάς, μιας Κηφισιάς και ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια, τουλάχιστον έτσι όπως απεικονίζεται στο βιβλίο.Το καλά κρυμμένο οικογενειακό μυστικό προσδίδει στο τέλος μία πικάντικη νότα στην κατά τα άλλα ήρεμη αφήγηση του βιβλίου και διαταράσσει ελαφρώς την ήρεμη θάλασσα που αποτελεί τις σελίδες του.
Όταν ο αναγνώστης φτάσει στην τελευταία σελίδα, αυτό που θα του μείνει είναι, αυτή η αίσθηση της ηρεμίας και του πράσινου που υπάρχει στο εξώφυλλο του βιβλίου και στους κήπους της Κηφισιάς. Σαν να βγαίνει από έναν κήπο και όχι από τις σελίδες ενός μυθιστορήματος εποχής…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου