Ο Ασημάκης Πανσέληνος (1903 - 1 Σεπτεμβρίου 1984) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, δοκιμιογράφος, πεζογράφος, ποιητής, κριτικός, δημοσιογράφος και πολιτικός. Αποτέλεσε έναν από τους εκπροσώπους και τους κορυφαίους διανοητές της γενιάς του ’30.
Ο Ασημάκης Πανσέληνος, γιος του εμπόρου υφασμάτων Ιωακείμ και της Μυρτώς το γένος Βελισσαρίου, γεννήθηκε στη Μυτιλήνη, όπου πέρασε τα παιδικά και γυμνασιακά του χρόνια. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1929 και εργάστηκε ως δικηγόρος. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του προσκάλεσε στη Μυτιλήνη, από κοινού με το Βασίλη Αρχοντίδη, τον Γιάννη Ψυχάρη, γεγονός που χαιρετήθηκε από τους κατοίκους του νησιού ως πρωτοποριακή πνευματική κίνηση. Στη δικτατορία του Μεταξά συνελήφθη για αντικαθεστωτική δράση (από κοινού με τους Ν.Καρβούνη, Κ.Βάρναλη και Γ.Κορδάτο) και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου εντάχτηκε στην Αντίσταση και κλείστηκε από τους ιταλούς και τους άγγλους στις φυλακές Αβέρωφ και το Χασάνι αντίστοιχα. Μετά το τέλος του Εμφυλίου διετέλεσε βουλευτής Λέσβου (1950-1951) με το κόμμα της ΕΛΔ. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με τη βράβευση ενός πεζογραφήματός του σε διαγωνισμό του περιοδικού του Θεόδωρου Θεοδωρίδη (Ντορή Ντόρου) Μυτιληνιός, στο οποίο δημοσίευσε στη συνέχεια στίχους και πεζά, ενώ ακολούθησαν δημοσιεύσεις του, με διάφορα ψευδώνυμα, σε έντυπα όπως ο Ελεύθερος Λόγος (1921), η Καμπάνα (1923-1924), ο Ταχυδρόμος (1925), η Λεσβιακή Μούσα (1925-1927) και οι Λεσβιακές Σελίδες (1925). Συνεργάστηκε επίσης με τους Νέους Πρωτοπόρους (από το 1931), τα Νεοελληνικά Γράμματα (μετά το 1936), τη Μάχη (από το 1945) την Πολιτική, τα Ελεύθερα Γράμματα (1945-1947) κ.α., όπου δημοσίευε λογοτεχνικά κείμενα, άρθρα και κριτικά δοκίμια, ενώ το 1946 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Μέρες οργής. Γνωστός ωστόσο έγινε κυρίως μέσα από το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα Τότε που ζούσαμε (1974), στο οποίο παρουσιάζεται η κοινωνική και πολιτική κατάσταση της Ελλάδας από την προπολεμική περίοδο ως την εποχή του εμφυλίου. Στα ίδια πλαίσια κινήθηκε και πεζογράφημά του με τίτλο Νερά και χώματα και άλλα πολλά.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Ποίηση
• Μέρες οργής. Αθήνα, Γλάρος, 1945.
• Ταξίδια με πολλούς ανέμους· Προλογικό ποίημα Θρασύβουλου Σταύρου. Αθήνα, Κέδρος, 1964.
• Το καφενείο του άλλου δρόμου· Σχέδια Γιάννη Καλαντίδη. Αθήνα, Ίκαρος, 1972.
ΙΙ.Πεζογραφία - Ταξιδιωτικά κείμενα
• Τότε που ζούσαμε· Επιμέλεια Γιώργου Βακιρτζή. Αθήνα, Κέδρος, 1974.
• Στη Μόσχα με τα νιάτα του κόσμου. Αθήνα, Δίφρος, 1962.
• Νερά και χώματα και άλλα πολλά· Επιμέλεια Γιώργου Βακιρτζή. Αθήνα, Κέδρος, 1977.
• Η Κίνα η δική μου. Αθήνα, Κέδρος, 1983.
ΙΙΙ.Δοκίμια – Αυτοβιογραφικά κείμενα
• Μέρες από τη ζωή μας. Αθήνα, Κέδρος, 1957.
• Η παράξενη φιλία μας με τον Γιώργο Θεοτοκά. Αθήνα, ανάτυπο από το περιοδικό Η Συνέχεια, 1973.
• Άγγελος Σικελιανός ή τα πολιτικά πρόσωπα των θεών. Αθήνα, Κέδρος, 1981.
• Συνέντευξη με τον εαυτό μου. 1984.
ΙV. Μεταθανάτια έκδοση
• Φύλλα ημερολογίου (1941-1943). Αθήνα, Κέδρος, 1993.
Ο Ασημάκης Πανσέληνος (δεξιά) με το φίλο του Αλέκο Α. στη Μυτιλήνη, σε ηλικία 26 ετών .
“Ναβάγια της ζωής” έχει γράψει αυτοσαρκαστικά στο πίσω μέρος της φωτογραφίας,
σε προκλητική «μαλλιαρή»
πηγή φωτογραφίας https://tsak-giorgis.blogspot.com/
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΝ
Πάνω στην ξύλινη έδρα καθισμένοι,
μια γνώμη, μια καρδιά ευχαριστημένη,-
τρεις ομοιόμορφοι, ήσυχοι ανθρωπάκοι
κι ο εισαγγελέας, με Φαίρμπανξ μουστακάκι!
Ένας εργάτης κάθεται στον μπάγκο,
από ένα σπάγγο κρέμεται ο Χριστός
κι απ’ το Χριστό κρεμιέται, δίχως σπάγγο,
το Καθεστώς!
«Εσύ ήσουν αρχηγός στην απεργία;»
«Αυτό για μένα θα ήτανε τιμή».
«Και τι σας φταίει το Κράτος κι η Θρησκεία»;
«Βοηθούν όσους μας κλέβουν το ψωμί»!
Ο πρόεδρος είναι μάνα στη δουλειά του
κι είναι αυστηρός στα ήθη και στους τρόπους,
κοιτάει το νόμο μέσα απ’ τα γιαλιά του
και μέσα από το νόμο τους ανθρώπους.
«Δυο χρόνια φυλακή και δυο εξορία»!
Και τον ακούει ο εργάτης καθιστός,
κλαίει μια γριούλα με ήμερη πικρία,
μειδιά κάτου απ’ τη σκόνη του ο Χριστός,
Πάνω στην ξύλινη έδρα καθισμένοι,
μια γνώμη, μια καρδιά ευχαριστημένη,
δικάζουνε τον κλέφτη, τον αλήτη
κι απέ παίρνουν το τραμ και πάνε σπίτι.
Τρων και μιλάν για το Άδικο με πάθος,
διδάσκουν τα παιδιά τους ηθική,
βέβαιοι αυτοί πως είναι κατά βάθος,
πιο τίμιοι απ’ όσους κλειουν στη φυλακή.
ΕΞΩΣΙΣ ΔΥΣΤΡΟΠΟΥΝΤΟΣ ΜΙΣΘΩΤΟΥ
Δεν είναι παγωνιά δεν είναι ζέστα,
είναι μονάχα της καρδιάς το ψύχος
κι οι δικαστές κι οι νόμοι και τα ρέστα
χωρίζονται απ’ τον άνθρωπο με τείχος
κι όπου ζωή σημαίνει απανθρωπία,
ο νόμος λέει τη φτώχεια «δυστροπία».
Παράτα τη ζωή και δες το νόμο·
ήρθε ο κλητήρας με ρυθμό γοργό
και της πετάει τα πράματα στο δρόμο
-χρωστούσε πέντε νοίκια η Μαριγώ-
τα φίδια έχουν φωλιές, τ’ αγρίμια, οι λύκοι
κι οι άνθρωποι έχουν σπίτια με το νοίκι.
Χειμερινή λιακάδα του Φλεβάρη
κι ο κόσμος ζει σ’ αιώνια αποκριά
όσο που να ’ρθει ο μπόγιας να την πάρει
σ’ έν’ άσυλο, νετάρισε η γριά,
η γριά μέσα στο βιος που της ανήκει
μια χύτρα, μια στρωμνή κι ένα καθίκι.
Χειμερινή λιακάδα του Φλεβάρη
και σκα η ζωή και στο ξερό κλωνάρι,
σκέπει τα πάντα ελληνική πληρότης,
κοιμάται η γριά σε στρώμα μαλακό
κι η Άνοιξη κουνάει τον πισινό της
σαν παραστρατημένο θηλυκό.
ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΟ ΜΑΤΣ
Εικοσιδυό λεβέντες και μια μπάλα
τις ώρες της δουλειάς και της σχολής μας
με ιδανικά τις γέμισαν μεγάλα,
να φτιάξουν, λέει, το μέλλον της φυλής μας.
Πόδια στραβά, στραβά μυαλά και χέρια,
κωλοπηδούν να πιάσουνε τ’ αστέρια!
Ορμούν, χτυπούν και κουτουλούν σα βόδια,
να βρουν το νόημα της ζωής στην πάλη,
όλο τους το μυαλό πήγε στα πόδια
και λες κλοτσούν πια τ’ άδειο τους κεφάλι
και ζουν κι αυτοί κι ο λαός μια καταδίκη
ανάμεσο στην ήττα και στη νίκη.
Νοικοκυραίοι φτωχοί μαγαζατόροι
κινούν νωρίς τ’ απόγεμα σα λύκοι,
της ζωής οι νικημένοι με το ζόρι
της νίκης ν’ απολάψουν τ’ αλκολίκι
και κλειουν σ’ ενός μαντράχαλου τα σκέλια
του κόσμου την αρχή και τη συντέλεια.
Κι ύστερα χουγιαχτό, βουή και χτύπος
και δεν έχει προβλήματα η ζωή,
καλά που ’ναι κι ελεύτερος ο τύπος,
για να μαθαίνει ο κόσμος το πρωί
πόσο κλοτσάει με νόηση ένα χαϊβάνι
κι η Λίζα η Τέιλορ έρωτα πώς κάνει.
Στείρα καρδιά και δύναμη τυφλή,
παράγουν ήρωες μαζικά στους τόπους,
ω κι αν βρισκόταν δυο άνθρωποι δειλοί,
να σώσουν απ’ τους ήρωες τους ανθρώπους
που ζουν σ’ ενός πολέμου μες στη δίνη,
για να ξεσυνηθίζουν την Ειρήνη.
Κι ω να βρισκόταν και στον κόσμο μια άκρη
που η χλαλοή του ματς να μην τη σκιάζει
να υπάρχει μια χαρά και μες στο δάκρυ
κι ένας καημός στων κοριτσιών το νάζι,
της Κυριακής χρυσή να πέφτει η εσπέρα
χωρίς κραυγή πολέμου και φοβέρα.
Διαβάστε περισσότερΑhttps://homouniversalisgr.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου