Ο Ακίρα Κουροσάβα ( 23 Μαρτίου 1910—6 Σεπτεμβρίου 1998 ) ήταν Ιάπωνας σκηνοθέτης. Επηρέασε με τις ταινίες του μιαν ολόκληρη γενιά Δυτικών σκηνοθετών, από τον Σέρτζιο Λεόνε ως τον Τζορτζ Λούκας. Υποστήριζε την Αριστερά, παρόλο που οι περισσότερες ταινίες του δεν έχουν ιδιαίτερα πολιτικό περιεχόμενο.
Ο Ακίρα Κουροσάβα είναι αναμφίβολα ο γνωστότερος στην Δύση Ιάπωνας σκηνοθέτης. Κατά την διάρκεια της ζωής του γύρισε περισσότερες από 30 ταινίες. Μερικά από αυτά τιμήθηκαν και με διεθνή βραβεία, όπως ο Χρυσός Λέων στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1951 για την ταινία "Rashômon", και ο Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ των Καννών του 1980 για την ταινία "Kagemusha".
Ο Ακίρα Κουροσάβα γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1910 στην Όμορι (Τόκιο), τελευταίο των οκτώ παιδιών του Ισαμού (Isamu) και της Σίμα (Shima) Κουροσάβα. Αρχικά ήθελε να γίνει ζωγράφος, αλλά δεν έγινε δεκτός στην Ακαδημία Τεχνών. Το 1936 γίνεται βοηθός του σκηνοθέτη Γιαμαμότο Κατζίρο (Yamamoto Kajirô), που δούλευε σε μια γιαπωνέζικη εταιρεία παραγωγής ταινιών. Στην εταιρεία αυτή ο Κουροσάβα γυρίζει την πρώτη του ταινία: "Σουγκάτα Σανσίρο" (Sugata Sanshiirô) (1943), μια διασκεδαστική ταινία για την ιστορία του τζούντο. Στα επόμενα χρόνια ο Κουροσάβα παράγει ταινίες πιο απλές και εμπορικές, όπως η συνέχεια του Σουγκάτα Σανσίρο (1945), οι οποίες γεννιούνται υπό τον έλεγχο της στρατιωτικής κυβέρνησης της Ιαπωνίας, που λογοκρίνει αυστηρά ολόκληρη την πνευματική δημιουργία της εποχής και ευνοεί κυρίως την παραγωγή λογοτεχνικών και κινηματογραφικών έργων με πατριωτικό περιεχόμενο. Η συνέχεια του Σουγκάτα Σανσίρο είναι, εξ αιτίας αυτής της πίεσης εκ μέρους της κυβέρνησης, μια πατριωτική ταινία που σκοπεύει να δείξει στο κοινό την υπεροχή της γιαπωνέζικης πολεμικής τέχνης (τζούντο) απέναντι σ' εκείνη των εχθρών των Ιαπώνων, των Αμερικανών (μποξ). Για τον Κουροσάβα, που συμπορευόταν με την αριστερά, η οποία στην Ιαπωνία της δεκαετίας του '20 είχε παίξει μεγάλο ρόλο κυρίως για την νέα γενιά, η εμπειρία της αντίδρασης εκ μέρους των συντηρητικών τάξεων και ομάδων της Ιαπωνίας, της έλλειψης ελευθερίας και του πολέμου υπήρξε σημαντικότατη.
Το πρώτο φιλμ
Το πρώτο φιλμ που γύρισε μετά τον πόλεμο, "Δεν λυπόμαστε την νεολαία μας" (1946), είχε σαν θέμα την ιστορία της Ιαπωνίας από την δεκαετία του '30 ως το 1946. Η ταινία βασιζόταν στην "πτώση του Τακικάβα", που έλαβε χώρο το 1933 όταν ένας καθηγητής αναγκάσθηκε από την κυβέρνηση να παραιτηθεί εξ αιτίας των πολιτικών απόψεών του, δηλαδή γιατί φαινόταν να υποστηρίζει την αριστερά και τα κινήματα των φοιτητών. Η ταινία του Κουροσάβα διηγείται την ιστορία του φοιτητή Νόγκε και της Ιούκιε, της θυγατέρας του πρύτανη του πανεπιστημίου του Κιότο. Ο Νόγκε ανήκει στο αριστερό κίνημα φοιτητών και επιδιώκει να σώσει το πανεπιστήμιο από την προσπάθεια της κυβέρνησης να εμποδίσει την ελευθερία λόγου, ώστε να ελέγχει έτσι την κοινή γνώμη. Οι φοιτητές διαμαρτύρονται και αντιστέκονται. Ενώ ο Νόγκε παλεύει, η κόρη του πρύτανη Ιούκιε ζει αγνοώντας τέτοια ζητήματα· είναι ένα κορίτσι τολμηρό, χωρίς κριτική συνείδηση για το κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς της Ιαπωνίας. Μια ημέρα, ο Νόγκε την κατηγορεί για τη συμπεριφορά της, λέγοντας ότι ζει σ' έναν κοσμο μακριά από την πραγματικότητα. Η Ιούκιε πληγώνεται από τούτα τα λόγια, αλλά καταλαβαίνει ότι ο Νόγκε έχει δίκιο. Ο Νόγκε εν τω μεταξύ συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, ενώ οι άλλοι φοιτητές σταματούν τις διαμαρτυρίες τους από φόβο μήπως εκδιωχθούν από το πανεπιστήμιο. Η αντίδραση, οι συντηρητικές δυνάμεις επικρατούν, οι πολίτες δεν έχουν το θάρρος να αντισταθούν στην πίεση της οικονομικής και πολιτικής ελίτ. Όταν μετά τρία χρόνια ο Νόγκε ελευθερώνεται, προσποιείται ότι παράτησε την αντίστασή του κατά της κυβέρνησης και της πολιτικής της και ιδρύει μιαν εφημερίδα, αλλά εξακολουθεί να παλεύει κατά του ιμπεριαλισμού και της δικτατορίας κρυφά, παράνομα. Η Ιούκιε, που ήδη πριν τρία χρόνια τον είχε ερωτευτεί, πηγαίνει σε αυτόν, και οι δυο αρχίζουν να ζουν μαζί. Μιαν ημέρα ο Νογκε όμως συλλαμβάνεται, αφού η δραστηριότητά του ανακαλύφθηκε, και δολοφονείται στην φυλακή από την αστυνομία. Ο Νόγκε ανακηρύσσεται "προδότης της πατρίδας". Μονο η Ιούκιε θα μείνει στο μέρος του, προσπαθώντας να ζει έτσι "ώστε να μην λυπάται τίποτε από την ζωή της". Μονο μετά τον πόλεμο, μετά τούτη την μεγάλη καταστροφή, θα αναγνωρισθεί επισήμως το μήνυμα που ο Νόγκε είχε αναγγείλει, και θα θεωρηθεί υπόδειγμα για τη νεολαία.
Η διεθνής καταξίωση
Τα επόμενα χρόνια ο Κουροσάβα γύρισε το αριστούργημα "Ο μεθυσμένος άγγελος" (1948) και την ταινία που του επέφερε διεθνή αναγνώριση και τον έκανε γνωστό στην Ευρώπη: "Ρασομόν" (1950), στο οποίο απονεμήθηκε ο "Χρυσός Λέων" στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας του 1951. Η ταινία πραγματεύεται το θέμα της αλήθειας, της ανάμνησης και της πραγματικότητας. Άλλες γνωστές ταινίες του Κουροσάβα είναι οι Επτά Σαμουράι, Όνειρα, Γιοτζίμπο, Ραψωδία τον Αύγουστο, Καγκεμούσα.
Φιλμογραφία
«Μανταντάγιο» (1993), «Μια Ραψωδία Τον Αύγουστο» (1991), «Όνειρα» (1990), «Ραν» (1985), «Καγκεμούσα, ο ίσκιος του πολεμιστή» (1980), «Ουζαλά» (1975), «Η Γειτονιά Των Καταφρονεμένων» (1970), «Κοκκινογένης» (1965), «Ο Δολοφόνος Του Τόκιο» (1963), «Σαντζούρο» (1962), «Γιοζίμπο» (1961), «Οι κακοί κοιμούνται ήσυχα» (1960), «Το κρυμμένο φρούριο» (1958), «Ο υπόκοσμος» (1957), «Ο Θρόνος του Αίματος» (1957), «Οι 7 Σαμουράϊ» (1954), «Ο καταδικασμένος» (1952), «Ο ηλίθιος» (1951), «Ρασομόν» (1950), «Σκάνδαλο» (1950), «Λυσσασμένος σκύλος» (1949), «Η ήσυχη διένεξη» (1949), «Ο μεθυσμένος άγγελος» (1948), «Μία υπέροχη Κυριακή» (1947), «Οι νέοι δεν χρειάζονται λύπηση» (1946), «Αυτά κτίζουν το μέλλον» (1946), «Ο Θρύλος του Τζούντο 2» (1945), «Αυτοί που πάτησαν την ουρά της τίγρης» (1945), «Ο πιο ωραίος» (1944), «Ο Θρύλος του Τζούντο» (1943) https://tvxs.gr/
Το θρυλικό «Rashomon» του Ακίρα Κουροσάβα
Γιώργος Ρούσσος
Το αινιγματικό και διαχρονικό αριστούργημα του κορυφαίου Ιάπωνα σκηνοθέτη, Ακίρα Κουροσάβα (23 Μαρτίου του 1910 - 6 Σεπτεμβρίου του 1998), «Rashomon», αποτελεί μία κινηματογραφική ταινία - σημείο αναφοράς, για το παγκόσμιο Σινεμά, καθώς δικαίως θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα έργα στην Ιστορία της Έβδομης Τέχνης.
«Η ταινία μου το "Rashomon" θα γινόταν έτσι ο χώρος των δοκιμών μου, ο χώρος στον οποίο θα εφάρμοζα τις ιδέες και τις επιθυμίες που μου είχαν προκύψει ύστερα από την έρευνα που έκανα την περίοδο του βωβού. Οι παράξενες αυτές παρορμήσεις της ανθρώπινης καρδιάς θα εκφράζονταν με τη βοήθεια ενός πολύ μελετημένου παιχνιδιού φωτός και σκιάς. Το "Rashomon" έγινε η πύλη της εισόδου μου στο χώρο του διεθνούς κινηματογράφου κι όμως τώρα εδώ, σαν αυτοβιογραφούμενος, μου είναι αδύνατον να περάσω από την πύλη του Rashomon και να βγω στον κόσμο της υπόλοιπης ζωής μου. Ίσως κάποτε καταφέρω να το κάνω. Ίσως όμως η αδυναμία μου αυτή να σημαίνει και την επιθυμία μου να σταματήσω κάπου εδώ. Είμαι κατασκευαστής ταινιών. Οι ταινίες είναι το μέσο με το οποίο επικοινωνώ αληθινά. Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να λέει περισσότερα πράγματα για έναν δημιουργό, από τον ίδιο δημιούργημα του...». Ακίρα Κουροσάβα
Ένας ιερέας κι ένας ξυλοκόπος συζητάνε έντονα στο ξέφωτο της Πύλης Rashomon. Όταν ένας χωρικός πλησιάζει προκειμένου να προστατευθεί από τη βροχή και συμμετέχει στη συζήτησή τους, μαθαίνει ότι ένας σαμουράι δολοφονήθηκε, η σύζυγός του βιάστηκε και ένας τοπικός ληστής είναι ύποπτος. Λένε στον χωρικό όσα γνωρίζουν μέσα από φλας μπακ, στα οποία ο ληστής, η σύζυγος κι ο ξυλοκόπος εξιστορούν αυτά που είδαν ή αυτά που νομίζουν ότι είδαν, και στη συνέχεια ένα μέντιουμ εντοπίζει το πνεύμα του νεκρού σαμουράι.
Ενώ λοιπόν, οι ιστορίες είναι σε πλήρη ασυμφωνία, είναι απίθανο κάποιος από τους συμμετέχοντες να λέει ψέματα για προσωπικό συμφέρον, καθώς και οι τρεις τους ισχυρίζονται ότι είναι οι δολοφόνοι!
Το "Rashomon" του Ακίρα Κουροσάβα, είναι μία ταινία σταθμός για τον παγκόσμιο κινηματογράφο έχοντας γράψει ιστορία και όντας η πρώτη ιαπωνική ταινία που κυκλοφόρησε με τόσο επιτυχημένο τρόπο εκτός συνόρων, ενώ παράλληλα τιμήθηκε, τόσο με τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία το 1950, όσο και με το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Πέρα από τα βραβεία όμως, ο Κουροσάβα παρουσίασε εδώ έναν νέο τρόπο σύνθετης κινηματογραφικής αφήγησης. Βλέποντας μέσω flash backs, τέσσερις φορές το ίδιο γεγονός από διαφορετικές οπτικές γωνίες, ο θεατής γίνεται μάρτυρας των φόβων, των κινήτρων και των παραγόντων που ορίζουν την υποκειμενική ιστορία του καθενός από τους ήρωες μας.
Κάθε ήρωας, μπορεί τελικά να σκότωσε τον σαμουράι, μπορεί όμως και ο ίδιος να αυτοκτόνησε. Έτσι λοιπόν ο Κουροσάβα μας μιλά για την άποψη του ότι, όλοι μας σε τελική ανάλυση λέμε απλά τις υποκειμενικές μας αλήθειες.
Διαβάστε περισσότερα https://tvxs.gr/
Ran, μία ταινία του Ακίρα Κουροσάβα
“Ένα βέλος μόνο σπάει εύκολα, αλλά όχι και τα τρία μαζί.”
Ο Χιντετόρα είναι ένας παντοδύναμος φεουδάρχης, που μέσα από ασταμάτητους πολέμους έχει κατακτήσει γη και εξουσία πέρα από κάθε φαντασία. Γερασμένος πλέον αποφασίζει να παραχωρήσει την εξουσία και τα εδάφη στους τρεις γιους του, Τάρο, Τζίρο και Σαμπούρο. Ο Τάρο, που είναι ο μεγαλύτερος γιος, θα κληρονομήσει το πρώτο κάστρο και θα είναι ο αρχηγός της επικράτειας των Ιτσιμόνι, ενώ ο Τζίρο κι ο Σαμπούρο , θα λάβουν το δεύτερο και τρίτο αντίστοιχα, ώστε να υποστηρίζουν τον αδερφό τους. Ο γέρος φεουδάρχης τους λέει πως η μοναδική του επιθυμία είναι να τον φιλοξενούν διαδοχικά στα κάστρα που τους παραχώρησε, όμως ο Σαμπούροείναι αντίθετος με την απόφαση του πατέρα του και του διδάσκει πως ακόμα και τρία βέλη μπορούν να σπάσουν με τον κατάλληλο τρόπο.
Ο Χιντετόρα θα θεωρήσει τον Σαμπούρο ασεβή και θα τον εξορίσει μαζί με τον Τάνγκο, έναν από τους πιο πιστούς στρατιώτες του. Πιστεύοντας ότι οι άλλοι δύο γιοί του είναι πιστοί σε αυτόν, πηγαίνει να φιλοξενηθεί στα κάστρα τους. Ωστόσο, δεν αργεί να καταλάβει το μεγάλο λάθος που έκανε.
CASTING
Ο ρόλος του Χιντετόρα, του γέρου φεουδάρχη, ερμηνεύεται από τον Τατσούγια Νακαντάι, ο οποίος είχε αναλάβει διάφορους δευτερεύοντες ρόλους σε παλιότερες ταινίες του Κουροσάβα. Προσωπικά θεωρώ την ερμηνεία του απίστευτη. Βλέποντας τον Χιντετόρα του Ran είναι σαν να κοιτάς από ένα ανοιχτό παράθυρο την ίδια την τρέλα. Το πρόσωπό του είναι γεμάτο συναισθήματα, που μεταφέρονται και γαντζώνονται χωρίς πολύ προσπάθεια βαθιά μέσα σου.
Τους ρόλους των τριών αδερφών, Τάρο, Τζίρο και Σαμπούρο, ερμηνεύουν αντίστοιχα οι Ακίρα Τεράο, Τζινπάτσι Νέζου και Νταϊσούκε Ριού. Οι δύο τελευταίοι είχαν αναλάβει ρόλους και στο Kagemusha, την ταινία που σκηνοθέτησε ο Κουροσάβα σαν πρόβα για το Ran.
Επίσης εκπληκτική είναι η ερμηνεία της Μίεκο Χάραντα ως Λαίδη Καέντε και γυναίκα του άρχοντα Τάρο. Είναι αναμφίβολα ένας από τους πιο δολοπλόκους χαρακτήρες του κινηματογράφου.
Από το casting δεν λείπουν οι Μασαγιούκι Γιούι (Τάγκο) και Χισάσι Ιγκάβα (Κουρογκάνε), δύο βετεράνοι ηθοποιοί του Κουροσάβα (Dreams, Madadayo).
Τέλος αξίζει να αναφερθεί ότι, για τις ανάγκες της ταινίας, ο Κουροσάβα προσέλαβε 1400 extras (επιπλέον ηθοποιούς, κομπάρσους).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου