ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Το πολιτισμικό αποτύπωμα του Σταύρου Τραγάρα"

 -Λογοτεχνία, τέχνη, γλώσσα, πατριδογραφία-


Στο συγγραφικό έργο του γιατρού-πνευμονολόγου Σταύρου Τραγάρα έχω αναφερθεί και πιο παλιά, με αφορμή την έκδοση των σατιρικών χρονογραφημάτων που δημοσίευε επί χρόνια στον τοπικό τύπο της Λήμνου, τα οποία συγκέντρωσε σε έναν τόμο με τίτλο «Τα Χουρκούδια» το 2017. Κλείνοντας εκείνη την βιβλιοπαρουσίαση, έγραφα:

«Θα τελειώσω γράφοντας δυο λόγια για τη λαογραφική και γλωσσική αξία που έχει το βιβλίο του Τραγάρα. Η επιλογή του να γράψει στη «λημνιά συντχιά», στο λημνιακό γλωσσικό ιδίωμα, συνιστά μια μεγάλη προσφορά στην γλωσσική μελέτη του. Στα 180 κείμενα αποθησαυρίζεται ένας τεράστιος πλούτος τοπικών λέξεων. Διότι ο Τράγαρας εκτός από το ότι καταγράφει τοπικές λέξεις με την παραδοσιακή προφορά τους και την ερμηνεία τους, επί πλέον τις χρησιμοποιεί με ενεργητικό τρόπο στα κείμενα, σε ποικίλους λεκτικούς τύπους, σε σύνθετα, παράγωγα, μέσα σε φράσεις, παροιμίες, στίχους, με διαφορετικό νόημα κατά περίπτωση. Είναι πολύ μεγάλη αυτή η προσφορά και θα εκτιμηθεί εν καιρώ, όταν το βιβλίο μελετηθεί από ειδικούς επιστήμονες».

Την έκδοση εκείνη ακολούθησε ένας συγγραφικός οίστρος του Λημνιού συγγραφέα και ερευνητή, καρπός του οποίου είναι επτά ακόμα πολυσέλιδα έργα με γλωσσικό, λαογραφικό και εθνογραφικό υλικό από την ιδιαίτερη πατρίδα του. Συνυπολογίζοντας κάποιες προγενέστερες εκδόσεις του, έχουμε πλέον δέκα βιβλία (χωρίς να συμπεριλάβουμε τα ποιητικά του), στα οποία ως συγγραφέας-εκδότης ή/και επιμελητής καταγράφει τη λημνιά παραδοσιακή ζωή, τις παλιές συνήθειες και τη λαλιά της Λήμνου. Με αφορμή τα πιο πρόσφατα έργα του, το τετράτομο «Γλωσσικό Ιδίωμα Λήμνου», το «Λήμνιοι αεί παίδες», τα «Πιπεράτα τραγδέλια» και το «Εκ βαθέων», επιχείρησα μια συνολική αποτίμηση του έργου του καθώς πλέον αυτοδίκαια συγκαταλέγεται στους πιο γόνιμους Λημνιούς ερευνητές και συγγραφείς.

Στο ατελιέ του

Μικρό βιογραφικό

 Ο Σταύρος Κων. Τραγάρας γεννήθηκε το 1954 και μεγάλωσε στο χωριό Ατσική της Λήμνου. Πέμπτο παιδί υπερπολύτεκνης αγροτικής οικογένειας, από μικρός εργάστηκε στις αγροτικές δουλειές, εργατάκι σε διάφορα έργα αλλά και στο καφενείο που είχαν οι γονείς του στο χωριό, δουλειές για τις οποίες νιώθει περηφάνια και τις ανακαλεί συχνά στις μνήμες του ως μεσήλικας. Τέλειωσε αριστούχος το εξατάξιο Γυμνάσιο Λήμνου και στη συνέχεια την Ιατρική Σχολή Αθηνών. Ειδικεύτηκε ως πνευμονολόγος και εργάστηκε ως νοσοκομειακός ιατρός, εντατικολόγος. Υπηρέτησε για πολλά χρόνια στο ΚΑΤ και στο Θριάσιο Νοσοκομείο Ελευσίνας, στο οποίο διετέλεσε υπεύθυνος του Ιατρείου Διακοπής Καπνίσματος από την ίδρυσή του και διευθυντής της Πνευμονολογικής Κλινικής. Κατά καιρούς μετείχε σε ιατρικά συνέδρια και ημερίδες ως εισηγητής σε θέματα σχετικά με την ειδίκευσή του. Άρθρα και εργασίες του έχουν δημοσιευτεί σε πρακτικά συνεδρίων και σε ιατρικά περιοδικά, ενώ εκλαϊκευμένα κείμενά του περί ιατρικής και υγείας υπάρχουν σε έντυπα και σε ιστοσελίδες. Αν και εντόπισα κάποια από αυτά αναρτημένα στο διαδίκτυο, δεν θα επεκταθώ καθώς ο τομέας αυτός ξεφεύγει από την εμβέλεια των γνώσεών μου και δεν είμαι ο κατάλληλος να το κάνω.

Στ. Τραγάρα: "Ξεκούραση γιατρών"

Επισημαίνω μόνο μια εξαιρετική σειρά άρθρων του για τον καπνό και το κάπνισμα, ιατρο-ιστορικού χαρακτήρα, που δημοσίευσε το 2009 στην εφημερίδα «Θριάσιο», στο ψηφιακό περιοδικό «Ποιείν» αλλά και στο blog του σε εννιά κεφάλαια (Καλημέρα είμαι ο φίλος σου ο καπνός, Η ιστορία του καπνού, Κάπνισμα και χιούμορ, Ιστορική αναδρομή του καπνίσματος, Κάπνισμα: “Αγαθόν το εξομολογείσθαι”, Κάπνισμα: Κόψτε το πριν… σας κόψει κ.ά.), στα οποία αφού αναφερθεί στην δική του προσπάθεια να κόψει το τσιγάρο, προτρέπει τους ομοιοπαθείς να ζητήσουν βοήθεια από το ιατρείο διακοπής καπνίσματος του Θριασίου Νοσοκομείου. Εκτός από τα άρθρα, πραγματοποίησε ενημερωτικές εξορμήσεις σε σχολεία και διοργάνωσε αντικαπνιστικά συνέδρια.

Ο Σταύρος Τραγάρας εγκαταστάθηκε μόνιμα και δημιούργησε οικογένεια στην Αθήνα, στη Νέα Φιλαδέλφεια. Με την σύζυγό του, τη φιλόλογο Ευτυχία Κτιστάκη από την Κρήτη, έχουν μια κόρη κι έναν γιο, επιτυχημένους επιστήμονες και έχουν γνωρίσει δύο εγγόνια. Όμως, αν και ζει μόνιμα στην Αθήνα, ποτέ δεν ξεκόπηκε από τις ρίζες του, από το χωριό όπου έζησε τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια. «Στην πραγματικότητα είναι ένας αθεράπευτος αγρότης και ανήκει δικαιωματικά στα παιδιά των χωραφιών», αναφέρεται στην πρώτη ποιητική συλλογή του. Αυτό το απέδειξε στην πράξη, ως ενεργό και δραστήριο μέλος και πρόεδρος του Συλλόγου Ατσικιωτών Λήμνου καθώς και με τις ερευνητικές και συγγραφικές του δραστηριότητες. Ουδέποτε λησμόνησε την αγροτική καταγωγή του και την αγάπη του για τη γη. Ως συνταξιούχος επανήλθε στην αγροτική δράση στο αγρόκτημα που αγόρασε στην Οινόη.

 

Ο εικαστικός Τραγάρας


Γνώρισα τον Σταύρο κάπου στα τέλη της δεκ. ’90 ως ζωγράφο και ποιητή. Πριν ακόμα εκδηλώσει έντονα την συγγραφική του δράση, ασχολιόταν ενεργά με τη ζωγραφική και τη γλυπτική τέχνη. Συμμετείχε με έργα του σε ομαδικές εκθέσεις ενώ οι πίνακές του κόσμησαν τα εξώφυλλα των ποιητικών συλλογών του. Στα περισσότερα ζωγραφικά του αντλεί την έμπνευσή του από το νοσοκομειακό και γενικότερα από το ιατρικό περιβάλλον, γι’ αυτό συνήθως εμφανίζουν πολύ έντονα στοιχεία δραματικότητας και αγωνίας. Υπάρχουν όμως και έργα εμπνευσμένα από τον κοινωνικό περίγυρο, από το φυσικό περιβάλλον κι ασφαλώς από τη Λήμνο. Στη ζωγραφική του κυριαρχούν οι αποχρώσεις του κόκκινου, που είναι το χρώμα του έρωτα αλλά και του πόνου. Αλλά σταματώ εδώ, διότι δεν είμαι ο πιο κατάλληλος να κρίνω την ποιότητα της τέχνης του.

Πολλές φωτογραφίες από τα εικαστικά του έχει αναρτήσει την περίοδο 2009-2012, στο blog Τραγάρας Σταύρος Εικαστικά, όπου μπορεί κάποιος να τα περιηγηθεί.

Γυμνά (μπρούτζος)

"Εξέγερση"

"Μορφές" (έκθεση)
"Χορός Ψυχών"

"Τα μάτια των άλλων"

Ο ποιητής Τραγάρας


[1] «Λήμνος», εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος 1999, σελ. 64.

Όπως προανέφερα, τον Τραγάρα τον γνώρισα αρχικά ως ποιητή, μέσα από την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Λήμνος» που κυκλοφόρησε το 1999, με εξώφυλλο τμήμα από τον πίνακά του «Προσωπεία». Την εντόπισα εκείνο το καλοκαίρι στο νησί, σε ένα βιβλιοπωλείο, κι αμέσως την ερωτεύτηκα. Την διάβαζα, την άφηνα, την ξανάπιανα και δεν την χόρταινα. 24 ποιήματα που υμνούν την πατρίδα των παιδικών χρόνων, την μοναδική πατρίδα δηλαδή. Όπως γράφει ο ίδιος στο εσώφυλλο: «Τα ποιήματα είναι ένα ελάχιστο δείγμα της αγάπης και της νοσταλγίας του γι’ αυτήν». Μια πατρίδα που αποτελεί διαχρονικό συναισθηματικό καταφύγιο, ακόμα κι όταν ξυπνά στενάχωρες αναμνήσεις. Άλλωστε ο ποιητής αφιερώνει τη συλλογή στη μνήμη του αδελφού του Βασίλη, που χάθηκε σε ναυάγιο στην Καραϊβική θάλασσα το 1979, σε ηλικία 24 ετών. Μια οικογενειακή πληγή που δεν κλείνει ποτέ, στην οποία θα επανέρχεται αργότερα αρκετές φορές στα έργα του.

«Atlantic Empress 19/7/1979» (απόσπασμα)

Το σούρουπο κακάνιζε λαμπρό

και τα τραγούδια σιγοψήνονταν

στα στόματα της αθλιψίας όταν

εσχίσθη το καταπέτασμα του ναού

στις απογευματινές ειδήσεις

και το δωμάτιο πλημμύρισε

αγνοούμενους και νάφθα.

 

«Το πλούσιο σπίτι μας» (απόσπασμα)

Πιάτο με προζύμι ξεχειλισμένο

και η πετσέτα με τις κόκκινες ρίγες

υφασμένη απ’ την Παναγιωτίτσα

και τις Εργαστίνες

τιμημένες με κλάδο ελαίας

και θυμίαμα κάθε Σαββατόβραδο.

Κρίκελας στην εξώπορτα σιδερένιος

και παράτωμα κάθε βράδυ δοξαστικό

σ’ απάνεμο λιμάνι ήσυχο

σφάλισμα από κείνους που ουρλιάζουν.

 

«Τα καλά παιδιά της Λήμνου» (απόσπασμα)

Τα καλά παιδιά της Λήμνου

θερίζουνε τα στάρια

με την κοσά των παπούδων τους

και κοιτούν τον ήλιο κατάματα

με καθαρά μέτωπα

ίσος προς ίσον.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου

όλο και λιγοστεύουν πια

πρέπει να ψάξει κανείς πολύ

για να τα βρει αν τα θέλει.

Εκτός από τύχη που χρειάζεται

πρέπει να θέλουν κι αυτά να εμφανισθούν

 

«Τα παιδιά των χωραφιών» (απόσπασμα)

Σας γνωρίζω μέσα στο τρόλεϊ

καθώς ο πρωινός ήλιος χτυπά στα μαλλιά σας

απ’ τα στάχια που προβάλλουν

κρυφά – κρυφά.

Σας γνωρίζω στο γήπεδο

σαν κάθεστε αμίλητοι και

δυο ρόδια φυτρώνουν

στα μάγουλά σας.

Σας γνωρίζω απ’ το κούτελο το περήφανο

και απ’ το συμβόλαιο της χειραψίας σας

τα κρυστάλλινα ναι

και τα κρυστάλλινα όχι.

Σας γνωρίζω ό,τι κι αν κάνετε

σας γνωρίζω όπως και να κρυφτείτε

σας γνωρίζω παιδιά των χωραφιών

φίλοι και όμοιοί μου.


Σε ένα μεταγενέστερο κείμενό του αποκάλυψε το παρασκήνιο της έκδοσης της πρώτης ποιητικής συλλογής, το οποίο παραθέτω μιας κι όλοι οι εκδιδόμενοι έχουμε βιώσει το ίδιο έργο διαχρονικά. Εξ άλλου το έχω περιγράψει κι εγώ λογοτεχνικά, στο διήγημα «Έκθετο βιβλίο αναζητά κηδεμόνα».

«Ο Ζαχαρόπουλος και ο Κατσαρός. Πριν πολλά χρόνια που είχα γράψει το πρώτο βιβλιαράκι μου και νόμιζα ότι είμαι ο Ελύτης, βρήκα άκρη και με δέχτηκε ο εκδότης Ζαχαρόπουλος, ένας τυπικός χαρακτήρας λαϊκού εμπόρου. Αφού έριξε μια ματιά δευτερολέπτων… μου είπε με τρεις κουβέντες, αυτό στο οποίο κατέληξα είκοσι χρόνια μετά:

Άκου πώς παίζεται το παιχνίδι. Με πληρώνεις και σου βγάζω το βιβλίο. Σε συμβουλεύω για 500 βιβλία, όχι περισσότερα, εκτός κι αν έχεις να ξοδέψεις λεφτά. Τα μοιράζεις στους φίλους σου για να κάνεις το κομμάτι σου. Ελάχιστοι θα τα διαβάσουν, όλοι θα σου πουν αααα τι ωραίο. Τον ξέρεις τον Μιχάλη Κατσαρό, που πέθανε πριν λίγες μέρες; Είναι μάλλον καλύτερος ποιητής από σένα, μέχρι τώρα τουλάιχσοτν. Και να τα αφιερώματα στις τηλεοράσεις και να στις εφημερίδες. Το βλέπεις το βιβλίο στη βιτρίνα; Είναι το κατά Σαδδουκαίων, εγώ το εξέδωσα. Ξέρεις πόσα αντίτυπα πούλησα; Ένα!» [Στ. Τραγάρας «Εκ βαθέων», σ. 89].

Κατόπιν τούτου, ο Σταύρος αποφάσισε να εκδίδει μόνος τα βιβλία του, το αμέσως επόμενο από τις εικονικές εκδόσεις ‘Θριάσιο’ και όλα τα επόμενα από τις επίσης εικονικές εκδόσεις ‘Αγιαρμόλας’. Ανάλογη τακτική ακολούθησα κι εγώ, εκτός από τις περιπτώσεις που την έκδοση ανέλαβε κάποιος φορέας.

 

 [2] «Ακολουθεί δεξίωσις», εκδόσεις ‘Θριάσιο’ 2001, σελ. 52.

Το δεύτερο ποιητικό του βιβλίο, με εξώφυλλο τον δικό του πίνακα «Άνθρωποι και Κύκλωπες», είναι «Αφιερωμένο στη μάνα μου Αρετούλα Κ. Τραγάρα». Όχι τυχαία, αφού ο Σταύρος φέρει πολλά στοιχεία από την ιδιοσυγκρασία της μητέρας του, πολλά από τα οποία αποτυπώνονται στους στίχους των 40 ποιημάτων αυτής της συλλογής. Όπως προϊδεάζει ο τίτλος, η ποίησή του εδώ έχει ύφος αντισυμβατικό, αντικομφορμιστικό, συχνά αντιεξουσιαστικό και κάποτε σκωπτικό.

Στη συλλογή αυτή εκφράζεται πιο πολύ ο απροσάρμοστος αστός, ο κάτοικος της μεγαλούπολης, με τις ανασφάλειες, τις απογοητεύσεις του και την απαξίωση για το «δήθεν» και την ανούσια τυπολατρία. Εδώ βρίσκουμε τα πρώτα στοιχεία της αριστοφανικής πλευράς του Τραγάρα, τα οποία θα αναπτυχθούν πολύ έντονα τα επόμενα χρόνια στα χρονογραφήματά του.

 

«Ενώπιος ενωπίω» (απόσπασμα)

Τα κακοπούλια ήρθαν πάλι απόψε

δεν τρώνε το συκώτι μου

δεν τρώνε ούτε το μυαλό μου

κάθονται αντίκρα και χαμογελάνε ειρωνικά

 

«Ο ήρωας»

Ορκάνες και θηλειές χρόνια και χρόνια

σε μονοπάτια και σε τρίστρατα

περίμεναν

με χιόνια και βροχές εκεί

και τα μαχαίρια κρυμμένα σε λευκούς χιτώνες

τυχαία αυτός μπλέχτηκε κι έγινε θήραμα

έπειτα έγινε ο ήρωας ο τρομερός

να τα αγάλματά του στις πλατείες

αύριο θα καταθέσουν στεφάνια

αυτοί που τον σκότωσαν

με μπάντες με άμφια και παράσημα

κατά πως πρέπει στις επετείους.

 

«Συνέδρια» (απόσπασμα)

Στη μινδέλιο παγετώδη εποχή

προσκυνούν έντρομοι

κρυστάλλινες καράφες Costa Boda

τα επεξόδια γινήκαν γλυκερές δεξιώσεις

ο πνιγαλίων δαίμων μεταμφιέστηκε σε γραβάτα

επιστρατεύουν τους επιβήμιους θεούς

κάνουν καλή εντύπωση

στη σιχασιά του εαυτού τους

όλοι οι κακοσήμαδοι μαζεύτηκαν απόψε εδώ

περιφέρουν επιταφίους

μες στα κουστούμια τους

ποιό άρα νάναι το κοινό

και ποιοί οι θεατρίνοι.

 

«Οι “Ινδιάνοι” της Λήμνου» (απόσπασμα)

(σε όλους τους γέροντες της Λήμνου)

Παππούδες και γονείς

που πάλι ξεφυτρώσατε

καθώς οι κούρσες οι γυαλιστερές

σας προσπερνούν

παρακαλούμε σπλαχνιστείτε μας

ρίξτε μας μια ματιά

μήπως και ξαναβρούμε μέσα μας

το χώμα.

 


[3] «Από τη Λήμνο θερμαστής στο θωρηκτό ‘Αβέρωφ’», εκδόσεις ‘Αγιαρμόλας’ 2003, σελ. 48.

Την τρίτη ποιητική συλλογή την αφιερώνει στη μνήμη του πατέρα του, του Κώστα Τραγάρα, οι γλαφυρές αφηγήσεις του οποίου από τη στρατιωτική θητεία του στο θρυλικό για τη Λήμνο θωρηκτό «Αβέρωφ» αποτέλεσαν την αφορμή για τη σύνθεση των 35 ποιημάτων του βιβλίου. Μάλιστα δυο ποιήματα φέρουν το όνομα του πατέρα του στον τίτλο. Μιλά όχι μόνο γι’ αυτόν, αλλά για όλους τους ταπεινούς άντρες της γενιάς του πατέρα του. Πολλά ποιήματα τα αφιερώνει σε συγγενικά και φιλικά του πρόσωπα. Γράφει στον πρόλογο του βιβλίου, μεταξύ άλλων:

«Αυτά τα δυνατά και σκληραγωγημένα φτωχά παιδιά των νησιών, μετά τη θητεία τους, συνήθως ακολουθούσαν το επίπονο και μη ανταποδοτικό επάγγελμα του ξωμάχου αγρότη, είτε γίνονταν ναυτικοί, είτε ξενιτεύονταν. Σε όλους αυτούς τους ταπεινούς, εργατικούς και τίμιους άντρες αυτής της γενιάς, που ελάχιστοι πια υπάρχουν στη ζωή, αφιερώνω αυτό το ελάχιστο ποιητικό πόνημά μου».

Με το βιβλίο αυτό ο Τραγάρας επιστρέφει πλέον οριστικά στα πάτρια θέματα, με τα οποία θα ασχοληθεί σχεδόν αποκλειστικά στο εξής, είτε ως ερευνητής είτε ως συγγραφέας, στοχεύοντας στη διατήρηση της μνήμης και σε ότι άλλο μπορεί να διασωθεί. Δεν είναι τυχαίο πως από αυτό το βιβλίο και σε όλα τα επόμενα ως εκδοτικό φορέα αναφέρει τις εκδόσεις «Αγιαρμόλας», τίτλος που παραπέμπει στο εξωτικό λιμανάκι «Άγιος Ερμόλαος» της πατρίδας του.

«Από δω πέρασε ο Κώστας» (απόσπασμα)

Ε συ αργάτη του σταριού

περπάτα κατακόκκινος

φτερούγισε ξυπόλυτος Κάβειρος

δίπλα στις αρχαίες κόρες

δίδαξε τα ιερά βιβλία της γης.

Ε δαμαστή του χώματος

πες τους να το θυμούνται

πες τους

πως από δω επέρασε

ο Κώστας.

 

«Οι νεμέτορες» (απόσπασμα)

Ήρθανε πάλι οι νεμέτορες ήρθαν και ξαναήρθαν

αφίλιωτοι σταχτιοί και ξαγγρισμένοι

και δείχναν με το δάχτυλο φτωχούς περάτες

και δείχναν θεριστάδες και σκαφτιάδες

νυχτόκοπους ψαράδες

και τον Κωστή το θερμαστή.

Εγώ τη γη γνωρίζω

τη θάλασσα και τη φωτιά

κι είμαι στη δούλεψη του Ήλιου.

Εσείς για ποιον δουλεύετε;

 

«Στα χώματα της Ατσικής» (απόσπασμα)

Στους μέλαγγες λένε

της Ατσικής πως κείτεται

πως τέλειωσε και πάει

Ότι κι αν πείτε αυτός δεν είναι εκεί

στα ξώλαμπρα θα έρθει

νιος και γερός

ξωμάχος θεριστής.

Τι κυπαρίσσια ησκιερά

τι μάρμαρα και λιβανιές

τι κόλλυβα και σχώριες.

Ψάξτε σ’ ανθοβολές δεντρών

σε μπαμπακιώνες άσπρους

στη μυρωδιά του άχυρου

στις θημωνιές, στ’ αμπέλια.

 

Έλα πατέρα πια

άφησε τα αστεία

παιδάκια είμαστε μικρά

μη βλέπεις τα κεφάλια μας τα γκρίζα

βράδιασε πια

φέρε μας το λουκούμι

το τυλιγμένο στο χαρτί.

 


 

[4] «Απ’ τη σπηλιά του Φιλοκτήτη», εκδόσεις ‘Αγιαρμόλας’ 2010, σελ. 72.

Πρόκειται για την τελευταία ως σήμερα ποιητική συλλογή του συγγραφέα (δεν θεωρώ ποιητική συλλογή τα ‘Πιπεράτα τραγδέλια’, αν και ο ίδιος τα περιλαμβάνει στα ποιητικά του έργα). Εκδόθηκε το 2010 και την αφιερώνει στη σύζυγό του Ευτυχία, η οποία έχει κάνει την φιλολογική επιμέλεια των περισσότερων βιβλίων του. Περιλαμβάνει 42 ποιήματα και ένα εκτενές επίμετρο 15 σελίδων, με «επεξηγήσεις-σχόλια» πάνω στα πραγματολογικά στοιχεία και τις παράξενες λέξεις των ποιημάτων, το οποίο όπως γράφει πρόσθεσε «ανάκαρδα», διότι θεωρεί ότι στη γραφή του ακολουθεί «μια πορεία ‘ελεγχόμενου’ ή αν θέλετε με ‘συγκεκριμένη δοσολογία’ σουρεαλισμού»:

«Ανάκαρδα προχωρώ σ’ αυτές τις λεγόμενες επεξηγήσεις. Η ποίηση είναι σαν μια επαναστάτρια αναρχική ωραία γυναίκα. Ακόμα κι ασκημομούρα να είναι, έχει χαρακτήρα. Τα μυστικά της είναι τα θέλγητρά της. Το μυστήριο, το κρυπτικό, το ανεξήγητο είναι το άρωμά της... Τέλος πάντων και επειδή πολλοί μου λένε ότι δεν καταλαβαίνουν τι γράφω, έβαλα αυτό το… λυσάρι, πλην σε δόση… φαρμακείου. Ίδωμεν».

Ποίηση πιο ώριμη, πιο δυσνόητη αλλά με σαφές λημνιό πρόσημο καθώς η πατρίδα της μνήμης, η αθωότητα της παιδικής ηλικίας, αποτελεί ισοβίως το πιο ασφαλές καταφύγιο. Σε πολλά ποιήματα η έμπνευση αντλείται από τη μυθολογία, εξ ου και η αναφορά στον Φιλοκτήτη στον τίτλο.

 

ΛΕΥΚΑ ΧΑΡΤΙΑ (απόσπασμα)

Λευκά χαρτιά

στα μούτρα μου σαρκάστε

απέραστοι οι αμμόδρομοι

και οι άηχες φωνές επί ματαίω

οδίτης χωρίς πόδια

σκήνος πεπερασμένο

στα βρότεια έγκατα

το μόνο λύτρος

όσο η καρδιά μου πεταρίζει

λευκά χαρτιά μου τύραννοι

πάρτε με από δω

εγώ είμαι απ’ το θέρος

απ’ το αλώνισμα

είμαι απ’ το μπαμπάκι τον Οκτώβρη.

 

ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΠΟΥΡΙΩΝ (απόσπασμα)

τάγισε παππού Αρμόλα τ’ άγρια άλογα

να στρογγυλέψουν οι κοφτερές άκρες

να ισώσουν οι νυγμώδεις ακμές

των κυκλώνειων άντρων

με ήλιο με βροχή θα’ ρθουν

στα λίθινα κονάκια

στις πέτρες του νερού

μάζεψε τις σπασμένες κνήμες

κλείσε τ’ απορημένα μάτια τους

αέρωσε τα βαριά πλεμόνια τους

τάγισε τ’ άγρια άλογα Αγιαρμόλα

με ήλιο με βροχή οι θαλασσοπνιγμένοι

στην αμφίβια γη

για μια βόλτα

για μια μπουκιά

εσύ μπορείς

εμείς δεν μπορούμε.

 

Τα ποιήματά του έχει αναρτήσει ο ποιητής στο blog «Τραγάρας Σταύρος Ποιητικά Έργα»


Στ. Τραγάρας [φωτ. Παντελής Πραβλής]

 

Ο Τραγάρας του λαϊκού πολιτισμού

 

Ο Σύλλογος και «Η Φωνή της Ατσικής» (Φεβρ. 2000 – Ιαν. 2003)

Από το 1999 ως το 2002, από 2005 ως 2012 και ξανά από το 2019, ο Σταύρος Τραγάρας ανέλαβε την προεδρία του αθηναϊκού Συλλόγου Ατσικιωτών Λήμνου. Εκτός από τη διοργάνωση εκδρομών και συνεστιάσεων για την αλληλογνωριμία και τη σύσφιξη των σχέσεων των αποδήμων, προώθησε δράσεις πολιτισμού, με στόχο την ανάδειξη της παράδοσης και την διατήρηση της μνήμης. Όπως τόνισε σε μια από τις πρώτες του ομιλίες ως πρόεδρος: «Οι Σύλλογοι δεν είναι φολκλόρ. Είναι οι παιδικές μας μνήμες». Αυτές τις μνήμες πάλεψε να αφυπνίσει. Και τα κατάφερε. Μεταφέρω κάποια λόγια του από την εκδήλωση κοπής πίτας του 2003, που δείχνουν και την φιλοσοφία του:

 


«Αγαπητοί συμπατριώτες

Το μεγαλύτερο όμως επίτευγμα του συλλόγου μας, είναι αυτές οι συγκεντρώσεις μας, αυτές οι επικοινωνίες μας, αυτές οι άγιες «κοινωνίες» μας. Αυτές οι συγκεντρώσεις μας είναι μια συμφωνία ύπαρξης, ακόμα και μέσα στις παράφωνες εποχές μας. Αυτές οι συγκεντρώσεις μας είναι μια ανεπανάληπτη εμπειρία συναναστροφής που εξανθρωπίζει. Δεν απομονώνει, δεν εξατομικεύει, δεν αποξενώνει, αλλά ενώνει, ενώνει ανθρώπους με κοινή καταγωγή, κοινή γλώσσα, κοινά βάσανα, κοινά παιδικά χρόνια, αυτά τα ιερά κοινά παιδικά χρόνια… Βλέπω τη συγκίνηση στα μάτια σας όταν μιλάτε με τους παλιούς σας φίλους και συμπατριώτες. Όταν συντυχαίνετε. Ξέρετε, η λέξη «συτχιά» που στα Λημνιά θα πει ομιλία, κουβέντα, προέρχεται από τις λέξεις «συν» και «τυγχάνω», δηλαδή κυριολεκτικά θα πει «βρίσκομαι με κάποιον άλλον μαζί»…

Ο λόγος, η βάση του διαλόγου, το θεμέλιο της δημοκρατίας. Ανέκαθεν οι Λημνιοί, ήταν θαλασσοπόροι και δημοκρατικοί. Στην αρχαιότητα, από τη Λήμνο ξεκίνησαν και έγιναν αρχηγοί της δημοκρατικής παράταξης των Αθηναίων. Γιατί είχαν τον θεμέλιο λίθο της Δημοκρατίας, το λόγο, βάση της επικοινωνίας τους. «Συντύχαιναν», «σύτχαιναν», δεν ήταν «ασύτχ’», αφού όποιος δεν «σύτχαινε» τον παρακινούσαν «ζντήξε βρε», «βγάλε συτχιά», «γιατί δε ζτχιαίν’ς;». Ομιλία και συντυχιά οι συγκεντρώσεις μας, τύχη αγαθή η συνύπαρξή μας.

Κι εμείς, τα παιδιά της Λήμνου, ίδια με τα παιδιά σχεδόν όλων των επαρχιών, όλοι παιδιά κι ας άσπρισαν τα μαλλιά μας, κατοχικά και μετακατοχικά παιδιά, παιδιά της φτώχειας, του κρύου και της ξυπολυσιάς, με τις πάνινες μπάλες, με τις πάνινες κούκλες, με τις χιλιοκαρυκωμένες κάλτσες, με τους πάνινους τροβάδες για σάκες, με το βρεγμένο ψωμί με τη ζάχαρη στο χέρι, με τις μπίλιες, τα σάκαλα και την κρυφτσάνα, με το πέταγμα του αυτοσχέδιου πουλιού από χαρτί «τσιμέντα Ηρακλής», με την θρυψίνη, τον καραγκιόζη, τον σινεμά του Ζαμπέτα στα καφενεία, με τις παγίδες στα φρεσκοζοβγαρισμένα χωράφια, με τις αποστολές των καλαθιών στο γυμνάσιο, με τα κολλυβογράμματα, ούτε αγγλικά, ούτε γαλλικά ούτε πιάνα εμείς τα φτωχαδάκια, εμείς τα παιδιά της Λήμνου, με τους ξενιτεμούς, τους θαλασσοδαρμούς, την άγρια βιοπάλη, εμείς τα παιδιά της Λήμνου με το σταυρό στο χέρι, εμείς τα παιδιά της Λήμνου όσοι ζήσαμε και μεθύσαμε μες στην κατοπινή ζωή μας, εμείς τα παιδιά της Λήμνου που ζήσαμε όσα οι κοινοί άνεμοι του καιρού μας μπάσανε μέσα στα σπίτια μας και μέσα στα κορμιά μας, εμείς τα παιδιά της Λήμνου είμαστε τώρα εδώ, σε εποχή μακρινή από τα παιδικά μας χρόνια, άλλοι με παιδιά, άλλοι με εγγόνια, εμείς τα παιδιά της Λήμνου είμαστε τώρα εδώ ζωντανοί και πλούσιοι, όχι από λεφτά, ποιος λογαριάζει τα λεφτά, πλούσιοι της ηδονής και της οδύνης του αγίου βιώματός μας….

Εμείς τα παιδιά της Λήμνου, με τους δικούς μας νεκρούς αγκαλιά, με τους δικούς μας ζωντανούς αγκαλιά, παραμένοντας πάντα με ένα κοινό χαρακτηριστικό – στάμπα: «Τα παιδιά της Λήμνου». Λήμνο μας, μάνα μας και παραμάνα μας, σε αγαπούμε. Ζήτω η Λήμνος».

 

Την πρώτη περίοδο επιδίωξε τους στόχους αυτούς, με την έκδοση της τρίμηνης εφημερίδας «Η Φωνή της Ατσικής», η οποία κυκλοφόρησε, τετρασέλιδη ως οκτασέλιδη, για τρία χρόνια (12 φύλλα συνολικά), από τον Φεβρουάριο 2000 ως τον Ιανουάριο 2003. Την επιμέλεια αλλά και τη σύνταξη μεγάλου μέρους της ύλης είχε ο ίδιος, έργο κοπιαστικό αλλά γόνιμο. Στα 12 τεύχη της χώρεσαν τα πάντα: αναμνήσεις, χωρατά, έθιμα, στίχοι, συνταγές, συνεντεύξεις με παλιούς τεχνίτες, μουσικούς, επαγγελματίες, αθλητές, χρονογραφήματα, παλιές φωτογραφίες, μικρές μελέτες και άρθρα καταξιωμένων λογίων καθώς και ενημέρωση για τα δρώμενα στο χωριό, το οποίο τότε ήταν έδρα του καποδιστριακού Δήμου Ατσικής. Στην εφημερίδα ο Τραγάρας θα ξεκινήσει τα σατιρικά πολιτικά κείμενα στη λημνιά γλώσσα, τα οποία μετέπειτα θα συνεχίσει για χρόνια στην τοπική εφημερίδα «Λήμνος».

Μια άλλη πρωτοβουλία του, ως προέδρου του Συλλόγου, ήταν η καθιέρωση των τιμητικών βραβεύσεων σε ανθρώπους που διακρίθηκαν για τα έργα τους, ως μια ελάχιστη αναγνώριση για την προσφορά τους στην Ατσική, στη Λήμνο και στην κοινωνία γενικότερα. Συγκεκριμένα:

-Το 2005 τιμήθηκαν οι παλιοί δάσκαλοι Σοφία και Αγοραστός Γραγράς.

-Το 2007 τιμήθηκαν οι παλαίμαχοι αγωνιστές Νίκος Αρχοντίδης, αντιστράτηγος που αποτάχθηκε το 1967-1974 για τις δημοκρατικές πεποιθήσεις του και Χαράλαμπος Μανωλούκος, συνδικαλιστής, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εργατών Μετάλλου.

 

Χαρ. Μανωλούκος, Στ. Τραγάρας, Ν. Αρχοντίδης

Στ. Τραγάρας, Ευ. Μπουτλούκου-Βρεττάκη

Χρ. Καφαλτής, Ιω. Κεχαγιάς, Δ. Βρεττάκης, Θ. Μπελίτσος, Αντ. Καραγιάννης

Στ. Τραγάρας, Θ. Μπελίτσος

-Το 2009 τιμήθηκαν 15 προσωπικότητες για την πνευματική ή/και άλλη προσφορά τους: οι συγγραφείς Θεόδωρος Μπελίτσος, Ευαγγελία Μπουτλούκου-Βρεττάκη, Αριστείδης Τσοτρούδης, Αντώνης Διακουμής, Ιωάννης Ψάρρας, οι μουσικοί Χρήστος Καφαλτής, Γιάννης Κεχαγιάς, οι ιατροί Εύη Πέππα, Νίκος Χείλαρης, Χρήστος Τσιούτσιος και οι Παντελής Χατζηχαραλάμπους (νομικός), Μιχάλης Καράβολας (φωτογράφος), Αντώνης Καραγιάννης (πρόεδρος ΟΛΣΥ), Τάσος Αντωνίνης (αθλητικογράφος ΕΡΤ), Κώστας Γιαννόπουλος (στέλεχος ΕΟΤ).

-Το 2011 τιμήθηκαν όσοι πρόσφεραν βοήθεια στα δύσκολα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στους Λημνιούς εσωτερικούς μετανάστες στην Αθήνα: Αντώνης Παπανικολάου, Γρηγόρης Καλαϊτζής, Μαρίκα Φούντα-Ζώτου, Θίελπις Ντινενής και Φανή Ντινενή.



«Πνευματικές Εκδηλώσεις του Συλλόγου Ατσικιωτών Λήμνου», εκδόσεις ‘Αγιαρμόλας’ 2008, σελ. 132. Συλλογικό έργο, επιμέλεια: Σταύρος Τραγάρας.

Στην δεύτερη και πιο μακροχρόνια θητεία του (2005-2012) ως πρόεδρος του Συλλόγου Ατσικιωτών, ο Τραγάρας καινοτόμησε διοργανώνοντας με μεγάλη επιτυχία θεματικές εσπερίδες σχετικές με τη Λήμνο. Οι εκδηλώσεις αυτές, πρωτόγνωρες για έναν εθνοτοπικό σύλλογο, σημείωσαν μεγάλη επιτυχία και τις παρακολούθησε πολύς κόσμος, όχι μόνο Ατσικιώτες και Λήμνιοι αλλά και άλλοι πολίτες. Ήταν υψηλού μορφωτικού και πολιτισμικού επιπέδου. Εκτός από εισηγήσεις ειδικών, περιλάμβαναν μαρτυρίες, απαγγελίες ποιημάτων, προβολές, μουσική και κατέληγαν σε μια μικρή δεξίωση με λημνιά εδέσματα. Ήταν αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας, την οποία συντόνιζε με μαεστρία ο Σταύρος Τραγάρας, παρασύροντας, με τον ενθουσιασμό και τις ιδέες του, τους συντοπίτες του και όχι μόνο.

Οι τρεις πρώτες εκδηλώσεις εκδόθηκαν σε τόμο το 2008 με τίτλο «Πνευματικές Εκδηλώσεις του Συλλόγου Ατσικιωτών Λήμνου», με επιμέλεια δική του. Ο τόμος περιέχει τις εισηγήσεις, τις μαρτυρίες, τα ποιήματα και την περιγραφή των εκδηλώσεων. Τα κείμενα μιας ακόμα εκδήλωσης, της τέταρτης κατά σειρά, που έγινε το 2011, αναρτήθηκαν στο blog του συλλόγου.

Μια πέμπτη ημερίδα που διοργάνωσε το 2019, στην επομένη προεδρική θητεία του στο Σύλλογο, εκδόθηκε αυτοτελώς. Παραθέτω συνοπτικές πληροφορίες για κάθε εκδήλωση.

 

2005. Στ. Τραγάρας, Ν. Αρχοντίδης, Θ. Μπελίτσος, Ν. Χείλαρης

 [1] «Η Ατσική Λήμνου τιμά τα παιδιά της: Παναγιώτη Χαρανή βυζαντινολόγο, Τάσο Καψιδέλη φιλόλογο, Γιάννη Φωτιάδη γλύπτη», ξενοδοχείο Τιτάνια, 18.5.2005.

Στην πρώτη εκδήλωση τιμήθηκαν τρεις σπουδαίες προσωπικότητες από το χωριό της Ατσικής.

(1) Ο Παναγιώτης Χαρανής (Peter Haranis, 1908-1985), ιστορικός παγκοσμίου βεληνεκούς, πρύτανης των βυζαντινών σπουδών στις ΗΠΑ, με τεράστιο επιστημονικό έργο, τιμημένος από την Ακαδημία Αθηνών, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ατσική, στην οποία επέστρεφε τακτικά ως το τέλος του βίου του.

(2) Ο φιλόλογος, ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας Τάσος Καψιδέλης (1913-1987), ο πρώτος μετά τον Μοσχίδη που ασχολήθηκε σοβαρά και τεκμηριωμένα με την ιστορία της Λήμνου.

(3) Και ο σπουδαίος γλύπτης λίθου και μαρμάρου και λαϊκός αρχιτέκτονας Γιάννης Φωτιάδης (1880-1965) που γεννήθηκε στην Σαμψούντα αλλά κόνεψε στην Ατσική και εργάστηκε στη Λήμνο, όπου άφησε πλούσιο και εξαιρετικό έργο σε δημόσιες και ιδιωτικές κατασκευές: καμπαναριά, ηρώα, ταφικά μνημεία, διακοσμήσεις κλπ.

Εισηγητές αντίστοιχα ήταν οι Θεόδωρος Μπελίτσος, Νίκος Αρχοντίδης, Σταύρος Τραγάρας (την εισήγησή του με τίτλο «Γιάννης Φωτιάδης (λιθογλύπτης)» την ξαναδημοσίευσε αργότερα με προσθήκες στην «Ποντιακή Εστία» Λαογραφικό Περιοδικό Παναγίας Σουμελά τ. 199/Ιούνιος 2021, σελ. 18-21). Μαρτυρίες από το έργο και τη ζωή των τριών προσωπικοτήτων διάβασαν τα μέλη του συλλόγου: Γιώργος Κυράνης, Χαράλαμπος Μανωλούκος και Δημήτρης Τσουβελεκάκης. Η εκδήλωση διανθίστηκε με ποίηση, μουσική και μικρή δεξίωση. Μέλη του συλλόγου απήγγειλαν ποιήματα των Οδ. Ελύτη, Γ. Σεφέρη, Μ. Λαμπαδαρίδου, Κώστα Μύρη, Μανώλη Πρατικάκη, Ιωάννη Ψάρρα, Νίκου Χείλαρη και Στ. Τραγάρα. Μουσικά κομμάτια έπαιξε ο συνθέτης Γιάννης Γιαννόπουλος.

 

Ο Στ. Τραγάρας με την σύζυγό του Ευτ. Κτιστάκη
 

[2] «Λήμνος λευκή σαν το βαμβάκι της», Πνευματικό Κέντρο Ηπειρωτών, 17.5.2006.

Ένα χρόνο αργότερα, ο Τραγάρας διοργανώνει με τον Σύλλογο μια δεύτερη εξίσου επιτυχημένη εκδήλωση αφιερωμένη στην περίοδο της βαμβακοπαραγωγής, η οποία άνθισε στη Λήμνο μεταπολεμικά, για μια εικοσαετία περίπου, δημιουργώντας ελπίδες οικονομικής ανάκαμψης στους φτωχούς αγρότες του νησιού αλλά και σκορπώντας την απογοήτευση με την αναγκαστική εγκατάλειψή της λόγω της ασθένειας των φυτών. Αυτή η εκδήλωση ήταν σχεδόν αποκλειστικά δικό του έργο. Εισηγητής ήταν ο ίδιος. Ο λόγος του συναρπαστικός και συγκινητικός:

«Η σημερινή εκδήλωση δεν είναι μόνο μια αναπόληση παιδικών χρόνων ή μια ρομαντική ανάκληση μιας εποχής επενδυμένης με την αχλύ της απόστασης και της ωραιοποίησης. Δεν είναι μια φολκλορική αναπαράσταση ενός σκηνικού εποχής. Δεν είναι καν μια ετεροχρονισμένη πατριδογνωσία. Είναι η μυσταγωγία ενός μνημόσυνου. Είναι η μέθεξη σε ένα μυστήριο που άρχισε τότε και συνεχίζεται σήμερα με άλλη μορφή. Είναι η ενεργοποίηση της μνήμης για μια ταυτότητα που όσο κι αν ξεθώριασε παραμένει ευανάγνωστη. Είναι η αναμνηστική δόση του μπολιάσματος που λάβαμε τότε.

Εμείς το ξέρουμε ότι ισχύει το: «Όποιος μια φορά αγρότης, για πάντα αγρότης». Γι’ αυτό και σήμερα, όπως μια οικογένεια, σε μια γιορτή μόνο για φίλους, τιμούμε τους βαμβακοκαλλιεργητές της Λήμνου, ζωντανούς και πεθαμένους. Εδώ σήμερα εμείς οι Λημνιοί, συνεννοούμαστε με μια ματιά, χωρίς τα διαχρονικά «μόνο λόγια» και «μόνο ψέματα» των εκπροσώπων του κράτους. Σήμερα θα τιμήσουμε τους δικούς μας ανθρώπους μόνοι μας».

Επίσης, είχε συγκεντρώσει μαρτυρίες παλιών καλλιεργητών και πολλές παλιές φωτογραφίες που προβλήθηκαν, είχε αποδελτιώσει δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής και είχε καταγράψει την επίδραση του μπαμπακιού στη λημνιά γλώσσα, μιας κι από τότε είχε αρχίσει να συγκεντρώνει γλωσσικό υλικό. Εκτός από τον ίδιο, τα κείμενα διάβασαν τα μέλη του συλλόγου: Μπάμπης Μανωλούκος, Βασίλης Λούγκλος, Ελένη Μισετζή, Νίκος Αρχοντίδης. Η εκδήλωση διανθίστηκε με ιστορικά και λογοτεχνικά κείμενα των Λημνιών συγγραφέων Αντώνη Διακουμή (που διάβασε ο Γιώργος Κυράνης) και Ευαγγελίας Μπουτλούκου (από την ίδια) και με απαγγελίες, από τον γιατρό και ποιητή Νίκο Χείλαρη, ποιημάτων ταιριαστών με την περίσταση του Τίτου Πατρίκιου, Ιωάννη Ψάρρα, Στ. Τραγάρα και Χουάν Κούνα.

 

"Μετανάστης" του Νικ. Πυρογιάννη

[3] «Λήμνος και μετανάστευση», Ξενοδοχείο Τιτάνια, 14.5.2008.

Δυο χρόνια αργότερα, ο Τραγάρας διοργανώνει μια ακόμα ιστορικο-λογοτεχνική εκδήλωση, με φορέα το Σύλλογο πάντα, αλλά με δική του πρωτοβουλία και εργασία. Θέμα της η μετανάστευση των Λημνιών, με εισηγητές ερευνητές που είχαν ασχοληθεί με το ζήτημα και επιπλέον με φωτογραφίες, μαρτυρίες και παλιά δημοσιεύματα που είχε συλλέξει ο ίδιος και διάβασαν μέλη του συλλόγου (Γ. Κυράνης, Ελ. Μισετζή, Εύη Πέππα, Δημ. Τσουβελεκάκης). Ανάσες στην κουραστική ροή των ομιλητών ήταν οι απαγγελίες ποιημάτων (Γ. Σεφέρη, Παν. Χριστογιάννη, Στ. Τραγάρα, Ιω. Ψάρρα) από το Νίκο Χείλαρη.

Ο εισαγωγικός λόγος του Τραγάρα ήταν ένας ύμνος στον ανώνυμο μετανάστη. Παραθέτω ένα απόσπασμα:

«Η σημερινή μας εκδήλωση είναι μια εκδήλωση μνήμης και τιμής για τους ανθρώπους της ξενιτιάς. Είναι μια εκδήλωση αγάπης, γι’ αυτούς, που από τα τρυφερά τους χρόνια, πολύ λίγοι τους έδωσαν αγάπη. Είναι γι’ αυτούς που στοιβάχτηκαν στα καταστρώματα των υπερωκεανίων, κατά χιλιάδες, όλο νέα παιδιά, με την οδύνη του αποχωρισμού στα μάτια και με ένα φτερούγισμα ελπίδας στην καρδιά.

Γι’ αυτούς που έζησαν τις σπαρακτικές στιγμές του αποχαιρετισμού στις πλατείες των χωριών, όταν ομαδικά έφευγαν για Αμερική και Αυστραλία. Γι’ αυτούς που έζησαν το απόλυτο κενό ενός σιδηροδρομικού σταθμού της Γερμανίας, όταν πρωτοέφτασαν με τα μπογαλάκια τους. Γι’ αυτούς που είδαν τελευταία φορά τους γονιούς τους νέους και τους ξανάδαν μετά από χρόνια γέρους, ή δεν τους ξανάδαν ποτέ. Και για τους γονιούς που είδαν τα σπλάχνα τους να φεύγουν νέα παιδιά και τα ξανάδαν μεσόκοπους ή δεν τα ξανάδαν κι αυτοί ποτέ.

Γι’ αυτούς που κατέστρεψαν την υγεία τους στα λατομεία και στις τραινογραμμές της Αμερικής. Γι’ αυτούς που κατέστρεψαν τα πνευμόνια τους στα ορυχεία του Βελγίου. Σε όσους αναλώθηκαν στη ενδοχώρα και την έρημο της Αυστραλίας και στις πάμπες της Αργεντινής. Σ’ αυτούς που έχασαν το νου τους στις γραμμές παραγωγής των εργοστασίων της Γερμανίας. Στους συμπατριώτες μας που από τη νύχτα ως τη νύχτα, χωρίς να δουν ήλιο, έπλεναν δισεκατομμύρια και τρισεκατομμύρια πιάτα στα ανθυγιεινά υπόγεια των εστιατορίων της Αμερικής και του Καναδά.

Η σημερινή μας εκδήλωση αφιερώνεται σε όσους το Ελντοράντο της νέας πατρίδας αποδείχτηκε ο χειρότερος εφιάλτης. Αφιερώνεται σε όλους τους μετανάστες, που το τίμημα της όποιας καλύτερης οικονομικής κατάστασής τους, αποδείχθηκε πολύ ακριβό για την ίδια τους την ψυχή. Στα νέα ανέμελα παιδιά που γρήγορα έχασαν την αθωότητά τους στο αφιλόξενο περιβάλλον της ξενιτιάς. Αφιερώνεται σε όσους έζησαν σε παραπήγματα και παράγκες φτιάχνοντας φράγματα, ή δουλεύοντας σε λατομεία και γραμμές τραίνων. Σε όσους έζησαν σε υποβαθμισμένα και μικρά δωματιάκια, δυο δυο και τρεις τρεις, ή όσους φιλοξενήθηκαν επί πληρωμή σε σπίτια τρώγλες συγχωριανών ή και συγγενών ακόμα.

Σε όσους ταλαιπωρήθηκαν μέχρι να τους αφήσουν να μεταναστεύσουν, εξευτελίζοντάς τους είτε με δηλώσεις μετανοίας, είτε με ανύπαρκτους ιατρικούς ή άλλους λόγους. Σ’ αυτούς που ταλαιπώρησαν οι ιατρικές επιτροπές, σ’ αυτούς που τους άνοιξαν το στόμα μετρώντας τα δόντια τους σαν να ήταν υποζύγια. Στους συμπατριώτες που φτάνοντας στην Αμερική, τους πέρασαν απ’ το νησί Έλλις, τους έβαλαν στη σειρά και τους κρέμασαν την ταμπέλα με το όνομά τους στο λαιμό και μετά τους άφησαν στις αποβάθρες της Νέας Υόρκης μόνους τους. Σε όσους τα παλιά χρόνια, είδαν στις τζαμαρίες των μαγαζιών την ταμπέλα «Απαγορεύονται οι σκύλοι και οι Έλληνες».

Αφιερώνεται σε όσους ένιωσαν τον άγριο ρατσισμό στο πρόσωπό τους είτε με διώξιμο από τις δουλειές, είτε με βρισιές, όπως μαυροκέφαλοι, μπάσταρδοι Έλληνες, βρωμιάρηδες Έλληνες, κλέφτες, κλπ, είτε με άγρια εκμετάλλευση, είτε το πιο ελαφρό, με ειρωνεία και χλευασμό... Η σημερινή μας εκδήλωση γίνεται επίσης προς τιμήν των νέων κοριτσιών, που αρραβωνιάζονταν ανθρώπους που τους είχαν δει μόνο στη φωτογραφία, μόνο και μόνο για να τους κάνει ο μέλλων σύζυγος πρόσκληση και να φύγουν από τη μιζέρια και τη φτώχεια. Ή των κοριτσιών που τα έδιναν σε σπίτια υποτιθέμενων πλουσίων της Αθήνας υπηρέτριες, πέστε καλύτερα σκλάβες, για ένα κομμάτι ψωμί...»

Εισηγητές ήταν οι Θ. Μπελίτσος (Η λημνιακή διασπορά πριν την απελευθέρωση), Μαρία Βαγιάκου-Μουλαρά (Δυο εικόνες και δυο πρόσωπα), Γιώργος Τσιμουρής (Μια ανθρωπολογική ματιά στη μετανάστευση) και Αντώνης Καραγιάννης (Λήμνιοι μετανάστες στην Αμερική και στην Αυστραλία).

Η πολιτιστική αυτή βραδιά είχε και συνέχεια καθώς λίγα χρόνια αργότερα, το 2012, ο Σύλλογος Ατσικιωτών προσέφερε και έστησε στο χωριό το μπρούτζινο άγαλμα «Μετανάστης», έργο του γλύπτη Νίκου Πυρογιάννη, αφιερωμένο στους ανώνυμους Λημνιούς μετανάστες όλων των εποχών, κάτι που δεν ήταν τόσο εύκολο, όπως αποδείχτηκε, λόγω των τοπικών αγκυλώσεων που πάντα προκύπτουν όταν είναι να συμβεί κάτι όμορφο. Διαβάζω το σχόλιο του Τραγάρα:

«Αυτό το ωραίο άγαλμα κάναμε αγώνα ετών για να το αποδεχτούν στην Ατσική. Απλώς να το αποδεχτούν και να το βάλουν κάπου να φαίνεται. Με όλα τα έξοδα πληρωμένα από εμάς, ακόμα και τα μεταφορικά».

Όπως προανέφερα, τα πρακτικά των τριών πρώτων εκδηλώσεων εκδόθηκαν σε τόμο με επιμέλεια του Τραγάρα, μια έκδοση που αποτελεί πλέον ένα γραπτό τεκμήριο προς χρήση όποιου ενδιαφέρεται.

 

2011. Τσοτρούδης, Τσιμουρής, Μπελίτσος, Τραγάρας, Βαγιάκου, Ψάρρας

[4] «Μικρά Ασία και Λήμνος», Ξενοδοχείο ‘Στράτος Βασιλικός’, 11.5.2011.

 Η τετάρτη κατά σειρά θεματική ημερίδα, κατά την περίοδο της προεδρίας του Τραγάρα στο Σύλλογο, εξίσου σημαντική και επιτυχημένη, πραγματοποιήθηκε το 2011, με θέμα τις σχέσεις της Λήμνου με την Μικρασία. Ο ίδιος ο Τραγάρας παρουσίασε το θέμα με μια εκτενή εισαγωγή, στην οποία τόνισε μεταξύ άλλων, με τον ποιητικό του λόγο:

«Οι πρόσφυγες μπόρεσαν και υπερέβησαν τη μοίρα τους. Με το ένστικτο του επιζήσαντος. Έβαλαν ένα στοίχημα. Ένα. Να βρούνε τον τόπο που δεν υπάρχει. Να πάρουν την ουτοπία στο σπίτι τους. Αυτές οι ρημαγμένες ζωές, δεν χάθηκαν σταδιακά στα σκότη της οδύνης τους. Μια επίμονη σκιά θανάτου υπερίπταται της ύπαρξής τους και το ρίγος του τραγικού τους συνταράσσει. Σπαράσσονται από μια αδιέξοδη ανάγκη, τρώνε τις σάρκες τους, μιλούν με τις σκιές, μέσα τους φωλιάζει ο πόθος για μια βαθιά και αδηφάγο εκδίκηση, την ίδια ώρα που η πολύχρωμη και ζουμερή ζωή τους καλεί χωρίς προσχήματα. Ο άνθρωπος διαπερνάται από αντίθετες δυνάμεις κι αυτό γεννά μέσα του μια συνεχή αμφιθυμία. Η αιώνια διελκυστίνδα του βίου, που τις αποχρώσεις του ασπρόμαυρου, τις μετατρέπει σε αποχρώσεις του ουράνιου τόξου.

Μέσα τους αντιβουίζει ένας άλεκτος λυγμός. Μέσα σε ένα αβυσσαλέο ρήγμα. Διψούν για μια ανέλπιδη ικεσία, για λίγο νόημα. Βηματίζουν ψυχαναγκαστικά πάνω σε μια ευθεία. Δέσμιοι μιας ανακυκλούμενης διαδρομής που δεν τους πάει πουθενά. Θέλουν να κατεβούν από το πλοίο για την Ιθάκη, γιατί το νοερό ταξίδι τους ζαλίζει και οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες της ψυχής τους δεν επιφυλάσσουν, καμιά ανταμοιβή, παρά νέες φουρτούνες. Φθάνουν στο σημείο να νιώθουν ευγνωμοσύνη για τα ολίγιστα που τους αναλογούν στη νέα πατρίδα. Τα απλήρωτα κενά που χαίνουν μέσα τους κάπως πληρούνται από ζωή λιτή και λίγη, όμως ζωή. Και την ίδια ώρα που οιστρηλατούνται από την οργή τους, κατοπτεύουν τη ζωή μέσα από ένα ιδιόχειρο θα λέγαμε φιλοσοφικό πρίσμα. Γίνονται πιο σοφοί.

Στραγγισμένοι από κάθε απαντοχή. Ναυαγισμένοι σε ένα χείμαρρο πολιτικής ανοησίας. Έμπλεοι οργής και μίσους για τους δυτικομαθημένους, που ποτέ δεν κατάλαβαν την Ανατολή και τις αιώνιες ισορροπίες της».

2011. Το πολυπληθές ακροατήριο.

Εισηγητές ήταν ο Θ. Μπελίτσος με θέμα «Οι Λημνιοί στη Μικρασία», ο συγγραφέας κι ερευνητής Αριστείδης Τσοτρούδης με θέμα «Εθνικός διχασμός και Μικρασία», η καθηγήτρια Μαρία Βαγιάκου με τη γλαφυρή ομιλία «Ποιος χορεύει, ποιος σαλτά…». Για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στη Λήμνο μίλησαν: ο καθηγητής του Παντείου Γιώργος Τσιμουρής με θέμα «Από το Ρεΐς Ντερέ της Μικράς Ασίας, στα Λέρα της Λήμνου - Μουσικές μνήμες της προσφυγιάς» και ο ποιητής Ιωάννης Ψάρρας για τους Κουταλιανούς: «Η ηδονική νοσταλγία της θλίψης».

Απαγγελίες ποιημάτων των Γ. Σεφέρη, Ν. Χείλαρη, Ι. Ψάρρα, Νίκου Λάζαρη, που διέκοπταν τη μονοτονία των ομιλιών και ομόρφαιναν την ατμόσφαιρα, έγιναν από την Ελένη Μισετζή και από τον Νίκο Χείλαρη. Στο τέλος, τιμήθηκε ο μικρασιατικός ελληνισμός της Λήμνου στο πρόσωπο ενός ζωντανού θρύλου, που επέζησε της καταστροφής, του στρατηγού Ελευθέριου Πατεράκη.

Τα κείμενα των εισηγήσεων δεν εκδόθηκαν αλλά αναρτήθηκαν στο διαδικτυακό τόπο του Συλλόγου Ατσικιωτών. Βλέπε: Μικρά Ασία και Λήμνος.


[5] «Τον άρτον ημών τον Λήμνιον», Πολεμικό Μουσείο Αθήνας, 7.4.2019, εκδόσεις ‘Αγιαρμόλας’ Ιανουάριος 2020, σελ. 68.

Το 2019 ο Τραγάρας ανέλαβε ξανά την προεδρία του Συλλόγου Ατσικιωτών και μια από τις πρώτες πρωτοβουλίες του ήταν μια ακόμα εκδήλωση μνήμης και πολιτισμού, η πέμπτη κατά σειρά. Η ημερίδα πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2019, με πολύ μεγάλη επιτυχία. Όπως τόνισε στην εμπνευσμένη εισαγωγική του ομιλία, επέλεξε ως θέμα το ψωμί, διότι:

«Το ψωμί μας μεγάλωσε. Πάντοτε οι άνθρωποι έτρωγαν ψωμί. Το ψωμί έχει ταυτιστεί με την επιβίωση και την ύπαρξη. Μαζί με τον αέρα και το νερό. Από τα αρχαία χρόνια, χιλιάδες χρόνια. αυτό το κύριο συστατικό για τη διατήρηση της ζωής, συνδέθηκε παράξενα με την έννοια της λιτότητας και της φτώχειας. Η φράση ‘μόνο ψωμί’, μπορεί να σημαίνει την απόλυτη φτώχεια, αλλά και την ευχή κάποιου για την επιβίωσή του… Σε περιόδους ανέχειας ήταν το πολυτιμότερο τρόφιμο. Σε περιόδους ευμάρειας συκοφαντήθηκε και τέθηκε υπό περιορισμόν, ότι, και καλά παχαίνει…

 Το ψωμί για να φτάσει ως το τραπέζι, χρειαζόταν μια επίπονη προσπάθεια, που άρχιζε με το όργωμα και τη σπορά, συνεχιζόταν με τον θερισμό, τον αλωνισμό και το άλεσμα, και τελείωνε με το ζύμωμα, και το φούρνισμα. Η κάθε οικογένεια της επαρχίας έβγαζε μόνη της το ψωμί της. Αυτή η διαδικασία, με μικρές μόνο μετατροπές συνεχίστηκε για χιλιάδες χρόνια. Ήταν η αγροτοβουκολική περίοδος της ανθρωπότητας…

Η σημερινή εκδήλωση είναι μια εκδήλωση τιμής και μνήμης για τους καλλιεργητές της γης, προγόνους μας, που με απίστευτα βάσανα έφερναν το ψωμάκι της οικογένειας ως το τραπέζι. Είναι μια εκδήλωση μνήμης και τιμής στις μανάδες μας, που με τα χρυσά χεράκια τους, έφτιαχναν εκτός από το ψωμί, χίλια δυο άλλα πράγματα και σκευάσματα, που συνόδευαν κάθε δραστηριότητα του ανθρώπου, από τη γέννηση ως το θάνατο, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα στέρεο θαυμαστό πολιτισμό».

Εισηγητές ήταν ο Αριστείδης Τσοτρούδης με θέμα «Από το σιτάρι στο ψωμί», ο Θ. Μπελίτσος: «Η υποδοχή της πρώτης πατόζας στη Λήμνο», η Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου: «Το ζύμωμα» και η Μαρία Βαγιάκου: «Απ’ το ψωμούδ’ στο ψωμάκ’». Κείμενα και μαρτυρίες σχετικές με το θέμα διάβασαν ο Γιώργος Κωμάκης: «Με τ’ αλέτερ’ κι με τ’ δκάν’» (του Γιάννη Κωμάκη), η Ελένη Μισετζή: «Η πατόζα» (του Στ. Τραγάρα) και «Με τη ματιά ενός μυλωνά» (του Παν. Μαυρουδή), ο Αρ. Τσοτρούδης: «Το μούχλιο ψωμί καμεν’ μστάκια» (του Παν. Χαρκότσικα-Κουκουέ) και ο Δημήτρης Τσουβελεκάκης: «Το ψωμί στη Λήμνο, απ’ το χθες στο σήμερα» (του Μιχάλη Χρυσάφη). Επίσης, προβλήθηκε βίντεο σχετικό με την πατόζα και την κομπίνα.

Τα κείμενα εκδόθηκαν, με επιμέλεια του Σταύρου Τραγάρα, σε έναν καλαίσθητο τόμο, ο οποίος περιλαμβάνει πολλές φωτογραφίες εργαλείων και δραστηριοτήτων της παλιάς εποχής, σχετικών με την καλλιέργεια και συγκομιδή του σίτου, την παραγωγή του αλευριού και την παρασκευή του ψωμιού καθώς και φωτογραφίες από την εκδήλωση.

 

Στ. Τραγάρα: "Λήμνος"

Πεζογραφικά και Γλωσσικά έργα

Παράλληλα με τη διοργάνωση των πολιτιστικών εκδηλώσεων και την έκδοση των ποιητικών του συλλογών, ο Σταύρος Τραγάρας συγκέντρωνε και αποδελτίωνε γλωσσικό και λαογραφικό υλικό και φωτογραφίες από παλιούς ανθρώπους, κυρίως της Ατσικής· συμμετείχε σε παρουσιάσεις βιβλίων, όχι μόνο Λημνιών συγγραφέων, και έγραφε σχετικές κριτικές στον τοπικό τύπο και σε άλλα έντυπα ή ιστοσελίδες. Πρόχειρα αναθυμάμαι τις κριτικές του για βιβλία των: Αριστείδη Τσοτρούδη, Παντελή Πραβλή, Κωνσταντίνου Χ. Κοντέλλη, Ευαγγελίας και Σωτηρίας Μπουτλούκου, Ιωάννη Ψάρρα, Χρήστου Κολλερού, Ρούλας Σαμαϊλίδου, Λευτέρη Αθ. Αθανασίου, Όλγας Γκίκα-Παναγιώτου, Βαρβάρας Βαγιάκου, Νίκου Χείλαρη, Κωνσταντίνου Μπακλατζή καθώς και για τα δικά μου βιβλία «Το προαιώνιο μυστικό της ζωής» και «Ο Αθλητισμός στη Λήμνο».

Υπήρξε τακτικός συνεργάτης της εφ. «Λήμνος» για πολλά χρόνια, δημοσιεύοντας σατιρικά χρονογραφήματα. Επίσης, έχει δημοσιεύσει πολλούς αποχαιρετισμούς για απερχόμενους παλιούς ανθρώπους, με αναφορές στην βιωτή και την προσφορά τους, που έχουν γενικότερο μικροϊστορικό και εθνογραφικό ενδιαφέρον. Τα περισσότερα παλιά κείμενά του τα έχει αναρτήσει στον προσωπικό του ιστότοπο ή στον ιστότοπο του Συλλόγου Ατσικιωτών και τα νεότερα σε άλλα ψηφιακά μέσα, όπως: ‘Limnos report’, ‘Lemnos Magazine’, ‘Limnos FM100’, ‘Λήμνος Νέα (Ράδιο Άλφα)’ κ.ά.

Από το πλούσιο υλικό που συγκέντρωνε και δημοσίευε αποσπασματικά κατά καιρούς, προέκυψαν πολλά βιβλία, τα οποία παρουσιάζονται στη συνέχεια.


«Γιώργης Ντελελής (Νταμάχης) ο Ζορμπάς της Λήμνου» (Αυθόρμητα θεατρικά δρώμενα), εκδόσεις ‘Αγιαρμόλας’ 2010, σελ. 160.

Στο πρόσωπο του χωριανού του Γιώργου Ντινενή ή Νταμπάκη (1925-2008), ο Τραγάρας αναγνωρίζει ένα σύγχρονο Ζορμπά, όσον αφορά την ιδιαίτερη προσωπικότητα και τον ιδιόρρυθμο χαραχτήρα του. Ο Τραγάρας είναι λάτρης των απλοϊκών ανθρώπων του χωριού, τους οποίους θεωρεί γνήσιους, ανεπιτήδευτους κι αυθεντικούς. Πολλούς γνώριζε από παλιά ως θαμώνες του καφενείου των γονιών του αλλά και μεταγενέστερα όταν ως υπερήλικες ήταν μόνιμα μέλη στην παρέα της πλατείας Ατσικής. Γράφει το 2009 σε ένα σημείωμά του, με αφορμή τον αποχαιρετισμό ενός από αυτούς:

«Όποτε είχα την ευκαιρία να πηγαίνω στο χωριό μου, είχα την τύχη να συμμετέχω στη συντροφιά ανθρώπων όπως ο Τάσος, που δυστυχώς, ένας – ένας αποχωρεί για πάντα, κάνοντάς μας πραγματικά φτωχότερους. Στην παρέα της πλατείας, πρωταγωνιστής πάντα ήταν ο Γιώργης Ντινενής ή Νταμπάκης, φίλος και συνομήλικος του Τάσου και δικός μου φίλος, που κι αυτός μας αποχαιρέτησε πέρσι».

Σε «όλους τους απλούς ανθρώπους της Λήμνου», αφιερώνει το συγκεκριμένο βιβλίο, στο οποίο ως πρωταγωνιστή τοποθετεί, όπως γράφει πιο πάνω, έναν χαρακτήρα εμπνευσμένο από τον Γ. Ντινενή-Νταμπάκη, τον οποίο για τις ανάγκες της μυθοπλασίας ονομάζει Γιώργη Ντελελή (Νταμάχη). Αρχικά παρουσιάζει το «φαινόμενο Νταμάχης», όπως το αποκαλεί, παραθέτοντας νεανικές αναμνήσεις που είχε από αυτόν, καταγράφοντας την «νταμάχικη» γλώσσα, δηλαδή το ιδιαίτερο, αθυρόστομο, σατιρικό στυλ της ομιλίας του, ένα είδος λημνιάς αργκό. Τον παρομοιάζει με τον Καραγκιόζη, τετραπέρατο, καλόκαρδο, με χαμηλό προφίλ και τον αποκαλεί «Ζορμπά» -άρεσε και σε εκείνον αυτός ο χαρακτηρισμός-, καθώς ήταν «η αποθέωση της συνεχούς δράσης, της πάλης και της ζωής, του γλεντιού, της βακχικής διάστασης, του διονυσιακού ανθρώπου», όπως γράφει.

Από το 2002 ως το 2008, τα καλοκαίρια μαγνητοφωνούσε τις κουβέντες που γίνονταν στο ατσικιώτικο κονκλάβιο της πλατείας, στις οποίες ο Νταμάχης ήταν πρωταγωνιστής. Αυτές οι συζητήσεις αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, ως «αυθόρμητα θεατρικά δρώμενα», όπως είναι ο υπότιτλος και καταλήγουν σε έναν αυτοβιογραφικό μονόλογο του Νταμάχη, στον οποίο περιγράφει την περιπετειώδη ζωή του. Τα κείμενα είναι στη λημνιά ιδιόλεκτο, κάτι που τους δίνει μια ιδιαίτερη φρεσκάδα και αυθεντικότητα. Ακολουθούν μαρτυρίες για τον Νταμάχη από ανθρώπους που τον γνώρισαν, ένα κεφάλαιο με «νταμαχλήδικες» κουβέντες, δηλαδή αποφθέγματα (ατάκες) του Γ. Ντελελή, τα πιο πολλά σατιρικού χαρακτήρα κι ένα γλωσσάρι δυσνόητων λέξεων


«Τα Χουρκούδια. Ευθυμογραφήματα. Σατιρικά πολιτικά κείμενα στη Λημνιακή γλώσσα», εκδόσεις ‘Αγιαρμόλας’ 2017, σελ. 624.

Οι επαφές, η συλλογή και η αποδελτίωση του υλικού για τον Νταμπάκη, συμπίπτουν με την χρονική περίοδο στην οποία ο Τραγάρας στρέφεται προς τον σατιρικό λόγο στα γραπτά του. Ξεκίνησε με σατιρικά κείμενα στην εφημερίδα «Η Φωνή της Ατσικής» και συνέχισε με 15νθήμερα ευθυμογραφήματα στην εφ. «Λήμνος» από το 2007 ως το 2014. Θεωρώ πως η γνωριμία του με τον Νταμπάκη, απελευθέρωσε την έμφυτη αριστοφανική διάσταση του χαρακτήρα του Τραγάρα, την οποία ως φαίνεται κληρονόμησε από την μητέρα του Αρετή, μια διάσταση την οποία είχαν πολλοί παλιοί Λημνιοί. Την είχα εντοπίσει και προσωπικά τόσο στο Μούδρο όπου έζησα τρία χρόνια όσο και στα Καμίνια, όπου έκανα λαογραφική και γλωσσική έρευνα.

Πρόκειται για μια μορφή αρχαϊκού χιούμορ, ακατέργαστου, συχνά χοντροκομμένου και αθυρόστομου, που συνήθως δεν είναι προσβλητικό αλλά σίγουρα ξενίζει τον μη εξοικειωμένο, τον μη Λημνιό. Συνηθιζόταν στα διάφορα δρώμενα που γίνονταν παλιότερα, τα οποία αποτελούσαν ένα διάλειμμα στη σκληρή αγροτοποιμενική ζωή, κι έχουν τις ρίζες τους στα αρχαία Διονύσια. Τέτοια ήταν οι αποσουρτές κατά τα γουρτζελοσφάγια, οι μπαντατζούδες, ο κολλυβόζμος, οι αποκριάτικες μεταμφιέσεις και «παρέες» κ.ά. Σε αυτά συμμετείχαν ενεργά και γυναίκες. Αυτά είχαν εποχιακό χαρακτήρα και την επομένη μέρα ξεχνιόνταν· κάποιοι μάλιστα τόνιζαν, όταν μετείχαν σε μια φάρσα: «ό,τι κάμω απόψε, αύριγιο δε θα το θμούμαι».

Αλλά στον καφενέ και στη μάντρα οι φάρσες και τα αθυρόστομα καλαμπούρια είχαν πιο μόνιμο χαραχτήρα. Η συνδιαλλαγή με τον Νταμπάκη θεωρώ πως απελευθέρωσε τον Τραγάρα ώστε να εκφραστεί αθυρόστομα στον γραπτό σατιρικό του λόγο. Αρχικά, στην εφημερίδα του συλλόγου πιο συγκρατημένα, κι αργότερα πιο απροκάλυπτα στην μόνιμη στήλη του στην εφ. Λήμνος, όπως και μετέπειτα στο διαδίκτυο, σε σημείο ώστε ο, γενικά ανεκτικός ιδιοκτήτης της εφημερίδας, Ηλίας Κότσαλης ενίοτε να «βάζει πιπέρι» στον Σταύρο Τραγάρα, προκειμένου να προστατεύσει τον ίδιο και την εφημερίδα από μπερδέματα.

Τα κείμενα αυτά, που είναι γραμμένα από το 2000 ως το 2017 και ξεπερνούν τα 180, τα συγκέντρωσε σε έναν ογκώδη τόμο που εκδόθηκε το 2017, με τίτλο «Τα Χουρκούδια», μια λέξη που στη λημνιά συντυχιά σημαίνει τα νεογνά, τα μωράκια. Τον τίτλο αυτό είχε χρησιμοποιήσει σε ένα από τα σατιρικά στιχουργήματά του, στο οποίο παρομοίαζε με χουρκούδια τους πολιτικούς αρχηγούς, όταν διαβουλεύονταν το Νοέμβριο του 2011 προκειμένου να βρεθεί διάδοχη κατάσταση μετά την εξώθηση σε παραίτηση του τότε πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου. Έγραφε τότε:

Κι ούλο παίζνε τα χουρκούδια - Σάκαλα κι κρυφτουτσίκ

Κι ποιος να χαλάσ’ τ’ μπαρίγια - Κι να τς ριξ γιρό καμτσίκ’.

 

Μπελίτσος, Τραγάρας, ζεύγος Κουρεμέτη

Με τον πολιτικο/σατιρικό του λόγο ο Τραγάρας σχολιάζει τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές παθογένειες της ελληνικής πραγματικότητας. Χρησιμοποιώντας το λημνιό ιδίωμα, άλλοτε σε πεζό λόγο και άλλοτε σε στίχους, χαρίζει το χαμόγελο και παράλληλα προβληματίζει τον σκεπτόμενο πολίτη. Δεν αφήνει τίποτε ασχολίαστο. Στην ουσία πρόκειται για χρονογραφήματα, αφού γράφονταν με αφορμή κάποιο γεγονός της επικαιρότητας. Όμως, είναι διαχρονικά καθώς διαβάζοντάς τα φέρνεις στο νου τα σοβαρά, ασόβαρα αλλά και τραγικά που συνέβησαν στον τόπο μας κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Ως πολιτικούς αναλυτές στα κείμενά του ο Τραγάρας επινοεί δυο λαϊκούς τύπους, παρόμοιους με εκείνους που συναντούσε στην πλατεία της Ατσικής: τον Μενελή Λεμπέσαρο και τον Γιώργαρο Πουρπουργιανό. Με το πηγαίο λαϊκό χιούμορ τους ανατρέπουν κατεστημένες αντιλήψεις και καταγράφουν το λαϊκό αποτροπιασμό για όσα παράλογα για τον κοινό νου συνέβαιναν στην πολιτική καθημερινότητα, την ίδια ώρα που όλοι [πολιτικοί, ξερόλες ειδήμονες, δημοσιογράφοι και λοιποί παρατρεχάμενοι] είχαν βαλθεί να προσβάλουν την κοινή λογική και τη νοημοσύνη του κόσμου. Δεν θα συνεχίσω καθώς έχω αναφερθεί αναλυτικά στο βιβλίο τότε που εκδόθηκε (βλ. εδώ  ) και στην εκδήλωση της παρουσίασης. Παραθέτω μόνο κάποιους τίτλους που είναι αποκαλυπτικοί του ύφους της θεματολογίας του συγγραφέα.

«Η Λημνιά συντχιά δεύτερ γλώσσα τ’ γκουβέρνου» προτείνει το 2001, σατιρίζοντας την άποψη της Άννας Διαμαντοπούλου να καθιερωθούν τα αγγλικά ως δεύτερη επίσημη γλώσσα στην Ελλάδα.

«Α μπομπαρδίσουμ’ τ’ Κοντοπούλ», γράφει με αφορμή τον βομβαρδισμό του Ιράκ από τους Αμερικανούς που έγινε χωρίς επαρκώς τεκμηριωμένη αιτιολογία.

«Ο κώλος μας σφνιζ’». Σε ένα ξεκαρδιστικό κείμενο το 2007 σατιρίζει την απαξιωτική συμπεριφορά του τότε Υπ. Ναυτιλίας Μανώλη Κεφαλογιάννη προς τους Λήμνιους αντιπροσώπους που ζητούσαν καλύτερη συγκοινωνία κι εκείνος τους απάντησε «τον κώλο σας να χτυπήστε κάτω, αυτό το πλοίο θα μπει για τη Λήμνο!» (δεν θυμάμαι ποιανής εταιρίας τώρα, δεν έχει και νόημα).

«Παπαρολογίες και παπάρια», αποκαλεί το 2008 μια ανούσια συζήτηση στη Βουλή, που ως συνήθως είχε καταλήξει σε σκυλοκαβγά.

 «Η βίζιτα τ’ πορδυπουργού στ’ Λήμνο». Με αφορμή την επίσκεψη του Γιώργου Παπανδρέου στο νησί το 2010, ο Τραγάρας καθιερώνει την επωνυμία «πορδυπουργός» για τον εκάστοτε πρωθυπουργό, παίζοντας με την τοπική λέξη «πορδής: φοβητσιάρης».

«Ο Στρος κάν’ κι τα πλερών’ η χώρα». Το σεξουαλικό σκάνδαλο του Στρος Καν στη Ν. Υόρκη το 2011, τον εμπνέει να παίξει με το επώνυμό του και τη λημνιά λέξη «κάν’: κάνει σεξ».

«Η μνα». Από μια φράση της Αλέκας Παπαρήγα «Ας φύγουμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση κι ας έχουμε νόμισμα την αρχαία μνα», ο Σταύρος φτιάχνει ένα ξεκαρδιστικό κείμενο συσχετίζοντας τη λέξη με τη λημνιά «μνι: αιδοίο».

«Το χρονοντούλαπο τς ιστορίας κι ο ντουλάπς τ’ Κούβαρου». Χιουμοριστικός σχολιασμός του καταποντισμού των παλιών κομμάτων στις εκλογές του 2012, και ιδίως του ΠΑΣΟΚ.

«Οι καταθέσεις στην Ελβετία κι ο γάδαρος τ’ Καλαρχάκ’». Κείμενο του 2012 για την μάταιη αναζήτηση αδήλωτων εισοδημάτων σε ελβετικές τράπεζες.

«Η ανάπτυξ κι οι μπισκότες τ’ Βαγή». Του 2012 κι αυτό, για την ανάπτυξη που όλο έρχεται και δεν φαίνεται πουθενά.

 


 

«Ευρυτανο-Λημνιακοί διάλογοι» (με τον Αλέξανδρο Χουλιάρα), εκδόσεις ‘Αγιαρμόλας’ 2019, σελ. 456.

Ένας Ευρυτάνας, ο Αλέξανδρος Χουλιαράς κι ένας Λημνιός, ο Σταύρος Τραγάρας συναπαντήθηκαν τυχαία στο FB, κι άρχισαν να συνδιαλέγονται επί παντός επιστητού. Με τον καιρό συνειδητοποίησαν πως, παρά τις διαφορετικές και μακρινές πατρίδες τους, παρά τις πολιτικο-ιδεολογικές διαφορές τους, είχαν πολλά κοινά στοιχεία και ενδιαφέροντα. Ως περίπου συνομήλικοι, υπήρξαν μάρτυρες της σταδιακής μετάβασης από τον παραδοσιακό αγροτοβουκολικό πολιτισμό στη βιομηχανική και εν τέλει στην ψηφιακή εποχή. Νοσταλγοί και οι δυο του λαϊκού πολιτισμού, τον οποίο βιώσαν στα παιδικά τους χρόνια και παράλληλα ικανοί συγγραφείς, ανέπτυξαν διαλόγους ανταλλάσοντας πληροφορίες κι απόψεις για περισσότερα από 120 θέματα σχετικά με τις παλιές συνθήκες ζωής, εργασίας, κοινωνικών συναναστροφών κλπ.

Καθώς στην φαντασιακή πατρίδα της παιδικής τους ηλικίας υπήρξε μια κοινωνία που δεν υπάρχει πια, αποφάσισαν να εκδώσουν τα κείμενα αυτά ώστε οι εμπειρίες και οι αναμνήσεις τους να γίνουν κτήμα και των νεότερων. Πρόκειται για ένα πρωτότυπο εθνογραφικό εγχείρημα, καθώς η εισαγωγή ενός θέματος από τον ένα, οδηγούσε τη σκέψη του άλλου σε ανάλογες αναπολήσεις, με αποτέλεσμα να αναδύονται μνήμες καταχωνιασμένες στα βάθη του υποσυνείδητου, ενδεχομένως καταδικασμένες να μείνουν για πάντα στην αφάνεια. Οι διάλογοι αφορούν τα πάντα: καλλιέργειες, ζώα, εργαλεία, φορεσιές, αγροτικές εργασίες, έθιμα, γιορτές, πανηγύρια, θρησκευτικές εκδηλώσεις, επαγγέλματα, μεταφορές, συγκοινωνία, καιρικές συνθήκες, ιδιόρρυθμους τύπους, οικογενειακές συνήθειες και υποχρεώσεις.

Ο Τραγάρας παρεμβάλλει στα κείμενά του λέξεις και φράσεις από το λημνιό ιδίωμα, καθώς δουλεύει πλέον εντατικά και το γλωσσικό-λαογραφικό υλικό που έχει συλλέξει. Και φυσικά πολύ συχνά καταφεύγει στα αρσίζκα λημνιά, δηλαδή στις απαγορευμένες λέξεις, με τον μοναδικό, δικό του σκωπτικό τρόπο. Άλλοτε οι λέξεις αυτές είναι ταιριαστές με το θέμα και «κουμπώνουν» στη γενικότερη αφήγηση κι άλλοτε προστίθενται καθ’ υπέρβαση, «ποιητική αδεία». Ουσιαστικά, ο συγγραφέας προετοιμάζεται για τα επόμενα έργα του, στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

Στ. Τραγάρα "Πουλιά (3)"

Μια διετία συγγραφικού κι εκδοτικού οργασμού

Καθώς το 2020 ξεσπά η πανδημία του νέου κορονοϊού, όσες εκδηλώσεις είχε κατά νου, ματαιώνονται, οπότε επικεντρώνεται στο γράψιμο και προχωρά σε νέες εκδόσεις. Ούτε λίγο ούτε πολύ κατά την διετία 2020-2021 εξέδωσε ένα επίτομο κι ένα τετράτομο λεξικό και τρία ακόμα βιβλία, συνολικού μεγέθους τριών χιλιάδων σελίδων(!) περίπου. Τον κατέλαβε, όπως μου εξομολογήθηκε, η αγωνία του μεσήλικα δημιουργού, την οποία και ο γράφων βιώνει εσχάτως, πως ο χρόνος που ρέει αμείλικτος, κάνει πλέον υπαρκτή την απειλή να μείνει ανέκδοτο το έργο του.

Ο δημιουργός, είτε συγγραφέας είναι είτε καλλιτέχνης, βιώνει την αγωνία της κυοφορίας. Ιδίως όταν το δημιούργημά του είναι προϊόν κοπιώδους και μακροχρόνιας εργασίας, αγωνιά όπως η επίτοκος να ξελευτερωθεί από το έμβρυο. Θέλει να το δει να γεννιέται και να ανθίζει, να κυκλοφορεί στον κόσμο κι ο ίδιος να το απολαμβάνει καθώς πλέον είναι κοινόχρηστο. Προκειμένου να φτάσει στο στόχο του δεν υπολογίζει τα έξοδα, ούτε προσδοκά οικονομικά οφέλη πέραν ίσως από μια στοιχειώδη κάλυψη των εξόδων εκτύπωσης. Για αποπληρωμή των εργατοωρών που έχει αφιερώσει, ούτε συζήτηση. Το ομολογεί κι ο ίδιος σε ένα απολογητικό κείμενο, στο οποίο εκφράζει ταυτόχρονα και το παράπονό του:

«Έβγαλα ένα βιβλίο 1650 σελίδων [εννοεί το τετράτομο λεξικό] που το έγραφα πολλά χρόνια, χιλιάδες ώρες και μου στοίχισε μια περιουσία. Το έκανα για κέρδος; Μέσα θα έμπαινα, παρά τις πωλήσεις, αφού η Λήμνος είναι περιορισμένη αγορά και οι Λήμνιοι όχι ιδιαίτερα φιλομαθείς. Το έκανα για το κέφι μου και να μείνει κάτι από τη γλώσσα της Λήμνου. Παλιά έδινε κανένας Αυστραλός κάποια βοήθεια, ή αγόραζαν μερικά βιβλία, υπήρξαν μερικοί που επωφελήθηκαν και μπράβο, τώρα ζορίζονται φαίνεται κι αυτοί. Για τους Αμερικάνους δεν μιλώ, αυτούς πρέπει να τους κεράσεις και καφέ» [Στ. Τραγάρας «Εκ Βαθέων», σ. 168].

Κάπως έτσι προέκυψαν μαζεμένα τα επόμενα πολύτιμα έργα του Τραγάρα.

 


«Βωμολοχικά Λήμνου (αρσίζκα τς Λήμνος)», εκδόσεις ‘Αγιαρμόλας’ 2020, σελ. 606.

Το πρώτο από τα πέντε προϊόντα του τραγάρειου (ας μου επιτρέψει το νεολογισμό ο αγαπητός Σταύρος) εκδοτικού οίστρου της τελευταίας διετίας, αφορά το αγαπημένο στον ίδιο αλλά σχετικά αγνοημένο γλωσσολογικά κομμάτι της μιλιάς, τα αθυρόστομα, τα αρσίζκα ή ματσμάνικα λόγια. Λόγια καθημερινά, τα οποία άκουγε από παιδί στο χωριό και «τύπωνε σα σφουγγάρι», όπως γράφει στην εισαγωγή, επανήλθαν δυναμικά στην ενήλικη ζωή του, όταν διαπίστωσε αφενός τον πλούτο της λημνιάς ιδιολέκτου στο λεξιλόγιο αυτό, στο οποίο έχουν αφομοιωθεί κάμποσες τούρκικες λέξεις κι αφετέρου ως γιατρός την «ιαματική φύση μιας χαλαρής ατμόσφαιρας, ενός φαιδρού περιβάλλοντος, μιας αστείας κουβέντας ή μιας λέξης που ξεπετιέται με τρόπο χαριτωμένο, τολμηρό, ακόμα και απροσδιόνυσο» προς τους ασθενείς και τους δικούς τους ανθρώπους, στην ώρα της υπαρξιακής αγωνίας τους.

Έγραφα τον Ιούνιο του 2020, όταν εκδόθηκε ο τόμος:

«Ο Σταύρος Τραγάρας καινοτομεί και πάλι. Αφού υπηρέτησε την ιατρική με επιτυχία, έχει βαλθεί εδώ και χρόνια να μας κάνει κοινωνούς της λημνιάς ντοπιολαλιάς και δη της λαϊκής αργκό εκδοχής της, με την οποία συνήθως αποφεύγουν να καταπιαστούν οι λόγιοι γλωσσολόγοι και γλωσσολογούντες. Ξεκίνησε ως άλλος Αριστοφάνης με χρονογραφήματα, στα οποία χρησιμοποιεί συχνότατα λημνιές υβριστικές κουβέντες αλλά με χιούμορ και παιδική αθωότητα θα έλεγα, ώστε να προκαλούν τον γέλωτα χωρίς να σοκάρουν. Τα απολαύσαμε στις τοπικές εφημερίδες και συγκεντρωμένα στα Χουρκούδια και στους Ευρυτανο-Λημνιακούς διαλόγους.

Τώρα ζήλωσε το έργο του Ηλία Πετρόπουλου, ο οποίος υπήρξε πρωτοπόρος στη μελέτη της γλώσσας του περιθωρίου, και μάλιστα σε πανεπιστημιακό επίπεδο (στο Παρίσι φυσικά, όχι στο ψευτοσεμνότυφο ελληνικό). Μας προσφέρει, λοιπόν, ο αγαπητός Σταύρος ένα ογκώδες λεξικό 600 σελίδων με τα ‘‘αρσίζκα τς Λήμνος’’, έργο πολύτιμο όχι μόνο για τον φιλοπερίεργο αναγνώστη που θα αναζητήσει τις γενετήσιες λέξεις και φράσεις χάριν γούστου και παιδιάς αλλά ιδιαίτερα σημαντικό για τον ερευνητή των ελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων. Το υλικό που παραθέτει είναι τεράστιο. Αδυνατώ να υπολογίσω τον κόπο και τον χρόνο που απαιτήθηκε προκειμένου να συλλεχθεί, να αποδελτιωθεί και να συμπυκνωθεί ώστε να χωρέσει σε ένα βιβλίο. Ο συγγραφέας δεν επέλεξε την αλφαβητική καταγραφή, διότι δεν τον ενδιαφέρουν οι ξερές λέξεις αλλά κυρίως οι φράσεις, η αίσθηση που προκαλούν, το περιβάλλον που απεικονίζουν, τα συμφραζόμενα που λέγονται ή υπονοούνται. Η μέθοδός του είναι απλή μα και πρωτότυπη. Χώρισε το υλικό του σε εφτά θεματικές ενότητες (περί πέους, περί αιδοίου, περί συνουσίας κλπ) και το ενέταξε σε αυτές αλφαβητικά μεν αλλά με παράθεση φράσεων, στίχων κλπ. Έτσι το βιβλίο αποκτά ζωντάνια και ενδιαφέρον.

Ο Τραγάρας, το έχω ξαναγράψει, διαθέτει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους υπόλοιπους λημνιολογούντες (εν οις και ο υποφαινόμενος). Είναι γέννημα θρέμμα της λημνίας γης, από την οποία όμως ουδέποτε αποκόπηκε πνευματικά. Παρά το ό,τι σπούδασε και έζησε πολλά χρόνια στην Αθήνα, διατήρησε ατόφια τη λημνιά του ρίζα, στην οποία επανερχόταν τακτικά και ανανέωνε τη σχέση του με αυτήν. Αυτό τον βοήθησε να καταγράψει με αυθεντικότητα τις συνθήκες τις οποίες βίωσε από παιδί χωρίς λεκτικούς εξωραϊσμούς και φτιασιδώματα. Έγινε λόγιος μα όχι λογιώτατος. Ευχαριστούμε κ. Τράγαρα. Είμαι σίγουρος πως η προσπάθεια και ο κόπος σας θα εκτιμηθεί τόσο από τους ειδικούς όσο και από τους απλούς αναγνώστες». Θ.Μ. 18.6.2020.

 


«Γλωσσικό Ιδίωμα Λήμνου», τόμοι 4, εκδόσεις ‘Αγιαρμόλας’ 2021, σελ. 1.666.

«Έπειτα από πολύχρονη κυοφορία ο φίλος Σταύρος Τραγάρας έτεκεν τετράδυμα. Τέσσερις τόμοι, 1666 σελίδες, χιλιάδες λήμματα στο ‘Γλωσσικό Ιδίωμα Λήμνου’, ένα πληρέστατο λεξικό της λημνιάς γλώσσας, από έναν άνθρωπο γέννημα-θρέμμα της λημνίας γης, ο οποίος αγάπησε τη λαλιά της πατρίδας του, την κατέγραψε και την μελέτησε. Μια μεγάλη προσφορά στην γλωσσική επιστήμη», έγραφα πρόχειρα αλλά με πλήρη επίγνωση, όταν έφτασε στα χέρια μου η ογκώδης κασετίνα με το τετράτομο λεξικό.

Πρόκειται για το έργο ζωής του Τραγάρα. Έργο πολύτιμο, το οποίο δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος πως ακόμα κι αν όλα τα υπόλοιπα γραπτά του χαθούν, μόνο με αυτό ο Σταύρος καταλαμβάνει μια περίοπτη θέση στην πυραμίδα της λημνιάς γραμματείας. Έργο παρακαταθήκη, έργο βοήθημα κάθε ειδικού γλωσσολόγου και μη, έργο πλούσιο από έναν ακάματο ερευνητή και γόνιμο δημιουργό. Ο Τραγάρας σε όλα τα έργα του μετατρέπει την αγάπη για τον τόπο του σε δημιουργία. Και είναι πολλά: ποιητικές συλλογές, πεζογραφικά, γλωσσικά και ίσως έπεται συνέχεια, ποιος ξέρει.

Εδώ ξεπέρασε τον εαυτό του. Στους τέσσερις τόμους δεν είναι αποτυπωμένα μόνο τα δικά του βιώματα από την πατρίδα του αλλά τα βιώματα γενεών και γενεών σε απροσδιόριστο βάθος χρόνου, όσο υπήρξαν άνθρωποι που μιλούσαν την ίδια λαλιά πάνω στο νησί. Χιλιετίες ολόκληρες απαιτήθηκαν για να επινοήσουν, να πλάσουν, να μαλάξουν, να διορθώσουν, να κρατήσουν και να πετάξουν, να προσθέσουν, να προσαρμόσουν, να αφομοιώσουν, να γράψουν και να τραγουδήσουν όσοι διάβηκαν από τη Λήμνο, τη γλώσσα που κατέγραψε ο Τραγάρας.

Το έργο είναι αφιερωμένο στις δυο του εγγονούλες, τη Σταυριάνα και τη Βικτώρια, μιας και στη γενιά τους απευθύνεται, μια γενιά η οποία θα ζήσει στην ψηφιακή εποχή κι επομένως δεν θα γνωρίσει την κοινωνία του χωραφιού και της μάντρας που δημιούργησε αυτόν τον λεκτικό πλούτο, τον οποίο έχει καταγράψει. Όπως, μου είχε γράψει κάποτε σε ένα σχόλιο: «Αυτές οι ωραίες γλώσσες, που νομοτελειακά πεθαίνουν, εντάξει, δεν μπορούν να...αναστηθούν, αλλά μπορούν να κάνουν τις τελευταίες τους εμφανίσεις εν δόξη και τιμή, σαν τις παλιές ντίβες, που τους δίνεται μια τελευταία ευκαιρία».

Περί Λήμνου ο λόγος, προφανώς.

Το λεξικό αυτοσυστήνεται ως «ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό και ιδιωματισμών» του λημνιακού ιδιώματος. Θα πρόσθετα και λαογραφικό/εθνογραφικό, διότι στην προσπάθεια να επεξηγήσει πιο παραστατικά τις λέξεις, ο συγγραφέας παραθέτει φράσεις, παροιμίες, στίχους από τραγούδια, παλιές συνήθειες, έθιμα κι άλλες πληροφορίες για τον παλιό κόσμο της υπαίθρου. Κάποια λήμματα, μάλιστα, είναι στην ουσία μικρά θεματικά άρθρα, π.χ. το λήμμα «αγέρας» με τα παράγωγα και τα παραδείγματα καταλαμβάνει τρεις σελίδες, το λήμμα «άσπερ» [άσπρη] μιάμιση σελίδα, το λήμμα «βρακί» τέσσερις σελίδες, το «κλικ’» μιάμιση σελίδα, το λήμμα «πο-» [πρόθεμα] 14 σελίδες(!), το λήμμα «παρα-» [πρόθεμα] 16 σελίδες(!) κλπ.

Το περιεχόμενο έχει δομηθεί αλφαβητικά και είναι μοιρασμένο σε τέσσερις τόμους, με συνεχόμενη σελιδαρίθμηση: Α-Ζ (σελ. 1-474), Η-Μ (σελ. 475-960), Ν-Ρ (σελ. 961-1274) και Σ-Ω (σελ. 1275-1666). Στον πρώτο τόμο προηγείται ένας πρόλογος με αναφορές σε προηγούμενες προσπάθειες καταγραφής της λημνιακής ιδιολέκτου, τις οποίες ο Τραγάρας έχει μελετήσει και συμβουλευτεί (εκτενής βιβλιογραφία υπάρχει στον τελευταίο τόμο του έργου), και με την περιγραφή της δικιάς του καταγραφικής προσπάθειας, την οποία ξεκίνησε πρόχειρα κι ανοργάνωτα την δεκ. ’90, και συνέχισε πιο συστηματικά από την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας και εξής.

Όπως ομολογεί κι ο ίδιος, η ενασχόλησή του με την έκδοση της εφημερίδας του Συλλόγου Ατσικιωτών και με τα κοινωνικο-πολιτικά σατιρικά κείμενα στη λημνιά γλώσσα που δημοσίευε στον τύπο επί δέκα και πλέον χρόνια: «μου έδωσε την ευκαιρία να ακονίσω τα λημνιά του ακόμα περισσότερο». Άρχισε να μαγνητοφωνεί τους συντοπίτες του και ν’ αποδελτιώνει το υλικό, γλωσσικό και λαογραφικό συνάμα. Ο όγκος της ύλης, τον έκανε να ξεχωρίσει τα «αρσίζκα», τα οποία εξέδωσε πέρυσι σε χωριστό τόμο, με τίτλο «Βωμολοχικά Λήμνου». Φέτος προχώρησε στην έκδοση του λεξικού.

Ενημερωτική και χρήσιμη είναι η σύντομη «Εισαγωγή στο γλωσσικό ιδίωμα της Λήμνου», στον πρώτο τόμο. Σε αυτήν περιγράφει εν συντομία τα γενικά χαρακτηριστικά της τοπικής γλώσσας, ως προς την προφορά και την γραμματική της. Προφανώς δεν είναι γλωσσολόγος ο Τραγάρας, ούτε έχει την πρόθεση να υποκαταστήσει τους ειδικούς, αλλά είναι ένας Λημνιός των χωραφιών και της υπαίθρου, που κατάφερε με πολύ μόχθο να θωρακιστεί με μια ισχυρή επιστημονική πανοπλία ως ιατρός. Συνεπώς, οι γλωσσικές παρατηρήσεις του, μπορεί να μην έχουν την εγκυρότητα του ειδικού, αλλά συνδυάζουν τη γνώση του αυτόχθονα με τη σοβαρή προσέγγιση του επιστήμονα.

Τα λήμματα, όπως προανέφερα, παρατίθενται αλφαβητικά, με έντονη γραφή (bold), σε φαρδιά προεξοχή ώστε να ξεχωρίζουν (είναι τεχνικό το ζήτημα αλλά θα μπορούσε να είναι λιγότερο φαρδιά η προεξοχή ώστε να περιοριστεί η σπατάλη του χώρου). Καθένα περιλαμβάνει την ερμηνεία ή τις ερμηνείες της λέξης αν αυτή έχει πολλαπλή χρήση, με παραδείγματα της χρήσης της σε φράσεις, στίχους, τοπωνύμια και την ετυμολογία της, με συντομογραφίες για την οικονομία του χώρου, που επεξηγούνται στην εισαγωγή (σ. 19-21). Επιπλέον, παρατίθενται τυχόν παράγωγα ή/και σύνθετα, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις είναι δεκάδες, π.χ. στο λήμμα «άγριγιος» τα σύνθετα καταλαμβάνουν περίπου δύο σελίδες. Σε κάποιες περιπτώσεις δίνονται ιστορικές ή λαογραφικές πληροφορίες σχετικές με τη λημματογραφούμενη λέξη, ειδικά αν αυτή αφορά τοπωνύμια.

Οι λέξεις καταγράφονται με τη λημνιά πρόφορά τους, την ατσ’κιώτικη να πω καλύτερα, διότι από χωριό σε χωριό παρατηρούνται φωνητικές μικροδιαφορές. Αποφεύγει να βάζει απόστροφο στη συγκοπή των φωνηέντων, κάτι που έχουμε διαπιστώσει και σε παλιότερα κείμενά του, για να μην φορτώνει τις λέξεις με αποστρόφους, όπως σημειώνει στην εισαγωγή. Π.χ. γράφει: ζγος, ζμώνω, όχι ζ’γος, ζ’μώνω. Χρησιμοποιεί απόστροφο μόνο όταν στον προφορικό λόγο το συγκοπτόμενο φωνήεν δεν μένει άηχο αλλά γίνεται ημίφωνο, δηλαδή υπονοείται, κάτι που συμβαίνει συνήθως με το τελικό ‘ι’. Π.χ. τσακμάκ’, τσκάλ’ [τσουκάλι] κλπ.

Δεν περιορίζεται μόνο στις «παράξενες» και σπάνιες λέξεις, αυτές που δεν απαντούν στην κοινή νεοελληνική. Περιλαμβάνει και λέξεις κοινές πανελληνίως, με τη λημνιά προφορά τους βεβαίως. Έτσι ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να παραθέσει παράγωγα ή σύνθετα και κυρίως φράσεις, ώστε να κατανοήσει ο αναγνώστης τον τρόπο χρήσης της λέξης από την τοπική κοινωνία και παράλληλα να γίνει κοινωνός, όσο γίνεται, του παλιού τρόπου ζωής. Π.χ. με αφορμή τη λέξη πγάδ [πηγάδι], μας δίνει ένα σωρό παράγωγα (πγάδα, πήγαδος, πγαδάρα, πγάδαρος, πγαδέλ’) και είκοσι περίπου φράσεις με τη λέξη.

Πρόκειται για ένα πολύ πλούσιο λεξικό, το πληρέστερο από όσα έχουν κυκλοφορήσει ως τώρα για το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα.

Ολόκληρη την παρουσίαση βλ. εδώ.

Θ.Μ. 10.12.2021


«Λήμνιοι αεί παίδες», εκδόσεις ‘Αγιαρμόλας’ 2021, σελ. 200.

Κυκλοφόρησε σχεδόν ταυτόχρονα με το «Λεξικό» του και μπορεί να θεωρηθεί ως παράρτημα στο «Γλωσσικό Ιδίωμα Λήμνου». Περιέχει «απομαγνητοφωνημένες διηγήσεις λημνιών για την παλιά ζωή στη Λήμνο» που κατέγραψε σε μια μακρά περίοδο, από το 1990 ως το 2015 και αφιερώνεται από τον συγγραφέα «στη μνήμη των ανθρώπων της πλατείας, που έφυγαν για πάντα». Ουσιαστικά αποτελεί έναν φόρο τιμής στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας, που επίσης έχει χαθεί οριστικά, μια αθωότητα που αποτυπώνεται στην παλιά, του 1936, φωτογραφία της «μορλαδίας» (της πιτσιρικαρίας του χωριού) στο εξώφυλλο. Επίσης, φόρο τιμής στη μάνα του συγγραφέα, την Αρετή Τραγάρα, οι αφηγήσεις της οποίας καταλαμβάνουν το ένα τρίτο σχεδόν του βιβλίου και υπήρξαν το πρώτο εργαλείο του Σταύρου στις έρευνές του για τον λαϊκό πολιτισμό της Ατσικής.

Η κ. Αρετή είναι εξαιρετική αφηγήτρια και μιλά τα παλιά χωριάτικα λημνιά. Με γλώσσα αυθεντική, κάποτε σκωπτική, αναπολεί το παρελθόν, και καταθέτει στο μικρόφωνο παλιές ιστορίες και γεγονότα, περιγράφει παλιούς ανθρώπους και καταστάσεις, εξομολογείται μυστικά και ημαρτημένα, από παιδικές σκανταλιές μέχρι οικογενειακές τραγωδίες κι αποκαλύπτει γλαφυρά το περιβάλλον που έζησε τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής της. Άλλοτε μιλά με θάρρος, κάποιες φορές διστάζει, αλλά πάντα είναι ειλικρινής και δεν στρογγυλεύει τα λόγια της. Απλά, όταν νοιώθει πως με τα λόγια της ίσως εκθέσει κάποιους, ζητά από τον γιό της να μην τα δημοσιεύσει όσο αυτή είναι εν ζωή: «… δεν έναι για να τα γράψεις. Γράψτα σαν πεθάνω, δε θα με νοιαζ τότες». Είναι μια απέραντη παρακαταθήκη πληροφοριών, λεπτομερειών, κρίσεων και συναισθημάτων και δίνει μια γλαφυρή περιγραφή της ζωής που έζησε.

Οι υπόλοιπες αφηγήσεις προέρχονται από 28 ανθρώπους διαφόρων ηλικιών και εργασιακού παρελθόντος. Ντόπιοι της βιοπάλης, που έζησαν τη ζωή τους στο χωριό, μιλούν τα «βαριά» λημνιά. Άλλοι μιλούν πιο καθαρά, ανακατώνοντας μερικές λημνιές λέξεις πού και πού, καθώς είναι είτε πιο γραμματισμένοι είτε έχουν ζήσει πολλά χρόνια εκτός Λήμνου. Στις αφηγήσεις τους, συχνά με την καθοδήγηση του Τραγάρα που διατυπώνει ερωτήματα, αποτυπώνονται πολλές πτυχές της παλιάς τοπικής κοινωνίας: παλιά επαγγέλματα, συνθήκες ζωής και δουλειάς, εργαλεία, μάστορες, καλλιέργειες, σχολείο, πολιτική, αθλητισμός, εκκλησία, έθιμα, γλέντια, πανηγύρια, ανθρώπινοι τύποι, ξενιτιά κλπ. Ένα ψηφιδωτό που συμπληρώνεται σιγά-σιγά όσο διαβάζει κάποιος τα κείμενα.

Εκτός από την μητέρα του Τραγάρα, όλοι οι υπόλοιποι πληροφορητές είναι άντρες. Αυτό αποτελεί το μόνο μειονέκτημα που έχει η προσπάθεια, καθώς η ανδρική πρόσληψη του παρελθόντος συνιστά μόνο το μισό σύμπαν της ανθρωπότητας. Ο γυναικείος κόσμος, εκτός από τον διαφορετικό τρόπο σκέψης και κοσμοαντίληψης, τα παλιά χρόνια, που οι γυναίκες στην πλειοψηφία τους δεν εργάζονταν εκτός της οικογένειας, ήταν πιο στεγανός και λειτουργούσε με δικούς του κώδικες. Οι γυναίκες είναι πιο αυθεντικοί φορείς του οικογενειακού πολιτισμού, μιας και αυτές είχαν τον μεγαλύτερο ρόλο στην φροντίδα της οικογένειας. Για το λόγο αυτό συντηρούν με συνέπεια και γνωρίζουν: έθιμα και συνήθειες του θρησκευτικού και κοινωνικού βίου, προλήψεις, αγητειές, παροιμίες, γνωμικά, αινίγματα, λαϊκές φράσεις, τραγούδια για κάθε γεγονός, παραμύθια, μαγειρέματα της καθημερινότητας για κάθε περίσταση κλπ. Τουλάχιστον αυτό με δίδαξε η εμπειρία μου από τα Καμίνια, όπου συγκέντρωσα αντίστοιχο υλικό.

Βέβαια στο βιβλίο την έλλειψη αυτή καλύπτουν ως ένα βαθμό οι πληθωρικές αφηγήσεις 70 σελίδων της Αρετής Τραγάρα αλλά δεν παύει να είναι η οπτική ενός ανθρώπου. Τέλος πάντων, «ο γέγονε, γέγονε». Κατά τα άλλα το βιβλίο είναι πολλαπλά χρήσιμο ως μια αυθεντική πηγή των συνθηκών ζωής στην παλιά Λήμνο.


«Πιπεράτα τραγδέλια (Σατιρικά στιχουργήματα σε γλώσσα λημνιά)», εκδόσεις ‘Αγιαρμόλας’ 2021, σελ. 204.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε στην αγορά τον Φεβρουάριο του 2022 αλλά εκδόθηκε λίγους μήνες ενωρίτερα, το 2021. Σε αυτό ο Τραγάρας επιστρέφει στον αθυρόστομο, σατιρικό λόγο, τον οποίο παρουσίασε στα ‘Χουρκούδια’, μόνο που αντί για χρονογραφήματα, εδώ πλάθει ‘τραγδέλια’. Δηλαδή διασκεδαστικές ‘πιπεράτες’ ρίμες, με αποκριάτικη διάθεση, βγαλμένες κατευθείαν από την λαϊκή ελευθεριάζουσα γλώσσα, αλλά κι από τη λόγια εκδοχή της, όπως την καθιέρωσε ο Σουρής στον ‘Ρωμηό’, αργότερα οι πρωτεργάτες της Λεσβιακής Άνοιξης του μεσοπολέμου στη σατιρική εφημερίδα ‘Τρίβολος’ (Στρατής Παπανικόλας, Αντώνης Πρωτοπάτσης κ.ά.), τα νεότερα χρόνια ο Κώστας Παπαϊωάννου στο ‘Ποντίκι’ αλλά κι ο Αντώνης Σουπιός από τον Μούδρο της Λήμνου στο σατιρικό «Το γέλιο βγήκε… από τη Λήμνο» (1986).

Κατά κανόνα στον δημόσιο λόγο, γραπτό και προφορικό, υιοθετείται μια πιο κόσμια εκδοχή σάτιρας, παρά το ό,τι στον ιδιωτικό λόγο η γλώσσα δεν λογοκρίνεται. Ο Τραγάρας δεν τηρεί τον κανόνα αυτό, το γνωρίζουμε από χρόνια, από τα χρονογραφήματα και από άλλα κείμενά του. Το ίδιο κάνει κι εδώ. Θεωρεί τον εαυτό του απευθείας απόγονο του Διονύσου, όπως γράφει στην εισαγωγή, με τον πηγαίο λογοτεχνικό του λόγο να ρέει σαν γάργαρο νεράκι:

«Η Λήμνος του Διονύσου, του αμπελιού και του κρασιού, καλλιέργησε και τίμησε δεόντως τον ελεύθερο λόγο. Τον γέννησε και τον σπαργάνωσε, τον χουχούλιασε και τον νανούρισε, τον ανάθρεψε και τον ανέστησε, τον γιγάντωσε και τον ομόρφυνε, μέσα στην απανωμιά και τη ζεστασιά της εστίας, στα μεροκάματα της σκληρότητας, στα νυχτέρια της συντροφικότητας, στην ντάλα του θέρους και του αλωνισμού, στη γλυκιά προσμονή του τρύγου, στο μόχθο των μπαμπακιών, στα καφενεία του ανοιχτού νου, στα πυροφάνια της θάλασσας, στις ξενιτιές του κόσμου».

Μισεί και στηλιτεύει την υποκρισία:

«Από αρχαιοτάτων χρόνων… οι άνθρωποι όχι μόνο σκάρωναν τέτοια στιχουργήματα, αλλά και τα απήγγειλαν ή τα τραγουδούσαν, και τα ευχαριστιούνταν… Όλοι τα απολάμβαναν. Απ’ την άλλη, πάντα υπήρχαν οι επικριτές και οι σεμνότυφοι, οι σοβαροί, οι ντεμέκ γραμματισμένοι πλην αμόρφωτοι κοινωνικώς, οι συντηρητικοί στα ήθη, οι λεγόμενοι θεσμοί (εκκλησία, επίσημο κράτος, πανεπιστημιακά ιδρύματα), αλλά και κάθε βαρεμένος από την πετριά του υποκριτικού καθωσπρεπισμού… Ακόμα και η λεγόμενη επιστήμη του λόγου, μέχρι ακόμα και πριν λίγα χρόνια, στεκόταν ενεή και αμήχανη εμπρός στον ελευθεριάζοντα λόγο».

Η υποκρισία στην οποία αναφέρεται, έφτανε στο σημείο να λογοκρίνει ακόμα και τα παραδοσιακά αποκριάτικα δρώμενα και τραγούδια. Καταξιωμένοι λαογράφοι ενώ τα κατέγραφαν, δίσταζαν να τα δημοσιεύσουν και άφηναν τα χειρόγραφά τους καταχωνιασμένα στα αρχεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Δόμνα Σαμίου, η οποία μόλις το 1994 τόλμησε να εκδώσει σε δίσκο «Τα αποκριάτικα ‘ανίερα-ιερά’» αθυρόστομα τραγούδια. Τάραξε μεν τα νερά της συντηρητικής παράδοσης αλλά δεν είχε πλέον τίποτα να διακινδυνεύσει, αφού ήταν 66 ετών και κουβαλούσε πίσω της πολλές δεκαετίες λαογραφικής προσφοράς. Αντίθετα ο Ηλίας Πετρόπουλος αναγκάστηκε να εκπατριστεί στο Παρίσι, προκειμένου να ολοκληρώσει ανεμπόδιστα τις έρευνές του για την αργκό γλώσσα και λαογραφία.

Μια απίθανη περίπτωση λογοκρισίας, που καταδεικνύει την κρατούσα υποκρισία, βίωσα, όταν συνεργαζόμουν με το περιοδικό ΙΘΩΜΗ του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Γραμμάτων της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Καλαμάτας. Σε ένα τεύχος, περίπου το 2003 ή 2004, υπήρχε ένα άρθρο για το αποκριάτικο παγανιστικό δρώμενο που τελείται κάθε χρόνο στο χωριό Νέδουσα (Μεγ. Αναστάσοβα) της Αλαγονίας· πατρίδα του ήρωα του ’21 Νικηταρά, παρεμπιπτόντως. Το άρθρο κατέγραφε μια αρχέγονη τελετουργία ευετηρίας που διεξάγεται εκεί και επιβιώνει ακόμα στην αρχαία μορφή της καθώς το χωριό είναι ορεινό και σχετικά αποκομμένο. Το δρώμενο αυτό είναι ένα είδος αυθόρμητου θεατρικού παιχνιδιού αυτοσχεδιασμών, στο οποίο τονίζεται ο γονιμικός χαρακτήρας της ημέρας με τη χρήση αντίστοιχων συμβόλων, όπως ο φαλλός και φυσικά περιλαμβάνει αισχρολογίες. Ο θίασος με τα πειράγματα και το λεξιλόγιο μοιάζει να έρχεται απευθείας από τους «κωμαστές» των αρχαίων Αθηναίων στα «κατ’ αγρούς Διονύσια».

Ε, λοιπόν, αυτό το λαογραφικό δημοσίευμα (το οποίο σημειωτέον είχε αρκετά αυτολογοκριθεί) ενόχλησε τον εντόπιο ιεράρχη, ο οποίος απαίτησε να αποσυρθεί το συγκεκριμένο τεύχος από την κυκλοφορία. Ο τοπικός Σύλλογος, αντί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, υπέκυψε. Μάζεψε όλα τα αντίτυπα από τα βιβλιοπωλεία, ανατύπωσε το τεύχος με ένα άλλο άρθρο στη θέση του λογοκριμένου και το κυκλοφόρησε ξανά σε λίγες ημέρες. Ανήκουστα πράγματα! Το αποσυρμένο τεύχος βέβαια έγινε συλλεκτικό, διότι το απόθεμα μοιράστηκε από χέρι σε χέρι. Το περιοδικό όμως, όπως και ο Σύλλογος, έχασε μεγάλο μέρος της αίγλης του, πολλοί συνεργάτες, όπως κι εγώ φυσικά, διέκοψαν τη συνεργασία τους και τα επόμενα χρόνια κατέληξε να γίνει ένα περιοδικό με αδιάφορη εκκλησιαστική και θρησκευτική θεματολογία.

Στο πανηγύρι της Τρύγης.

Αλλά ας γυρίσω στα τραγδέλια του Τραγάρα. Το βιβλίο περιέχει εκατοντάδες στιχουργήματα, τα περισσότερα τετράστιχα, κάποια δίστιχα κι άλλα πιο εκτεταμένα. Είναι γραμμένα στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, σε «ακραιφνή λόγο λημνιό παλαιικό», τον οποίο κατέχει πολύ καλά ο συγγραφέας, όχι μόνο στην κόσμια αλλά και στην αρσίζικη εκδοχή του, όπως απέδειξε με το λεξικό «Βωμολοχικά Λήμνου» που εξέδωσε το 2020. Κατά κάποιο τρόπο, η πιπεράτη αυτή συλλογή αποτελεί συμπλήρωμα εκείνου του λεξικού, όχι με την έννοια της συλλογής ‘νεκρών’ λέξεων αλλά με την έννοια της ζωντανής χρήσης της αρσίζικης γλώσσας

Τα περισσότερα τραγδέλια αποτελούν εμπνεύσεις του συγγραφέα, που γράφτηκαν με διάφορες αφορμές είτε σε παλιότερα κείμενά του είτε σε «χιουμοριστικές διαδικτυακές συζητήσεις», όπως αναφέρει ο ίδιος. Κάποια δεν είναι δικά του, τα άντλησε από το διαδίκτυο ή τα κατέγραψε από ρήσεις φίλων, αλλά όπως ομολογεί «σχεδόν όλα τα τροποποίησε». Σημειώνει πως στόχος της συλλογής αυτής είναι «να υπάρχει κάτι γραπτό και συγκεντρωμένο, λημνιακού ενδιαφέροντος, από αυτό το είδος λογοτεχνίας, το τόσο αδικημένο».

Τα τραγδέλια τα χωρίζει σε 14 θεματικές ενότητες-κεφάλαια: Αζβαχούδια, Βζαρούδια, Βρακούδια, Γαδάρ-γαδούρες, Σεξοχόσμετα, Ο γέρος και η γριγιά, Κωλαρής, Μναρδέλ’, Ο παπάς και η παπαδιά, Πορδοκλαναριό, Κουραδόσκατα, Ο τσούτσος και η τσούτσα, Διάφορα, Πολιτικά.

Άλλοτε γράφει σε οκτασύλλαβο στίχο:

Το πτι που ψάχνω γω να δγιω

Α ψάξω στα χωριά να βρω

Απή την Πλάκα πλακερό

Κι απ’ τη Σκαντάλ’ σκαντάλ’κο


Άλλοτε σε επτασύλλαβο:

Αύριγιο στο παναγύρ

Α γυρίσομ δυο τρεις γύρ

 

Υπάρχουν και δεκαπεντασύλλαβες ρίμες χωρισμένες σε ημιστίχια των οκτώ κι επτά συλλαβών:

Απή τν Ατσκή μυρίζ σα σταρ – και στο Πορπούλ τυρένιο

Κούταλ’ και Μούδρο έναι αρμυρέλ’ – και στο Γκοντιά μπουζένιο

……………………….

Για δγιε το κουτλοκούμαρο – χωρίς αγέρα κνιέται

Χωρίς να στείλω προξενιά – λιέται και το καυκιέται


Καταβάλλει προσπάθεια ώστε οι ρίμες να έχουν ομοιοκαταληξία και ρυθμό, εκμεταλλευόμενος τις ιδιομορφίες του λημνιού ιδιώματος, όπως τη συγκοπή φωνηέντων κλπ. Αλλά κάποιες φορές εκβιάζει υπερβολικά τη ρίμα και δεν τα καταφέρνει:

Σα σ’ είδα νταρντανόγ’ναικα μ’- πισπίλ’δσεν η ψυχή μ’ (8+6 συλλαβές).

Σε βγάζω το καπέλο μ’- σα θελ’ς και το βρακί μ’ (7+6).

Κι αμοιβαιότη για να γίν’ – κι ορθό πολιτικώς (7+6).

Πρεπ σα μπου λεν οι μορφωμέν’ - να βγάλ’ς κι συ το θκο σ’(8+6).

……………………….

Ξεσπόργιανε η κατακαμέν’ – γίν’κε σαν πρωτολάτς (8+6).

Α δε ντον παρς το σπόρο τς – θα κάτσ’ πα στα αβγά τς (7+5)

Παρά τις λιγοστές τεχνικές αδυναμίες, τα πιπεράτα τραγδέλια είναι διασκεδαστικά κι ευχάριστα, αρκεί να μην κοκκινίζει κάποιος από τις συχνές αναφορές στα γεννητικά όργανα και στη γενετήσια πράξη και να μην προσβάλλεται όταν αναφέρεται το χωριό του. Παραθέτω μερικά πετυχημένα:

 

Η μάνα σ’ ήνταν πκραγγουρού – και ο μπαμπάς σ’ αγγούρα

Και σμίξαν και σε βγάλανε – εσένα τη γκαμπούρα

……………………….

Λαμνάτο βόδ αγόραζε – και γάδαρο καμπούρ

ιγ’ναίκα κοντοκάπουλ’ - γουρτζέλο μακρομούρ’

πούτσο να έναι γλήγορος – χωρίς πολλά σουρ μουρ

μναρδέλ’ μκρελούδ και μαυρωπό

να κάμεν’ς γάμζμα χαρωπό

……………………….

Στν αμασκάλ’ και στην αρχάλ’ - τσακοπδούνε οι απδάλ’

Κι από μέσα απ’ το βρακί -κολ’μπαρίζντεν βαθρακοί

Μια στο γκώλο μια στο μνι – ζοβγαρίζω με το νι.

……………………….

Τ’ αγύρευτο μναρδέλι σου – εγώ α το γυρέψω

Α το γυρίσω τ’ απάν κατ – να το γιατροπορέψω

……………………….

Ζγανερή και ταπεινή – μόνε μέσα στο βρακί

Μόλις βγαίν’ ξεκεφαλών’ – και με τα μουνιά μαλών’

……………………….

Ο παπάς απ’ τα Καμίνια εχ’ αρχίδια σα λαγήνια.

Ο παπάς απ’ το Γκορνό εχ’ το γκαύλο σαν ορνό.

Ο παπάς απ’ τν Ατσική ντ μπεκρυγιών’ μες στο φλασκί.

Του παπά απ’ τ’ Ρουσοπούλ’ το ταχ’νό φωνάζ’ πουλ’ πουλ’.

Ο παπάς ο Ζβερδιανός μαύρος ψώλος σαν αχ’νός.

Του παπά του Καταλάκκου μες τη γη ανοίγει λάκκου.

Ο παπάς μας ο Θανιώτς μη μπεράσει ταξιδιώτς.

Του παπά απ’ ντ Κοντοπούλ’ ούλοι την ορέγ’ντεν ουλ’.

Ο παπάς ο Μουδουρνός τα καβαλ’κεύ σα ναν πετ’νός.

Ο παπάς απ’ τη Σκαντάλ’ σκων’ ο πούτσος του δαμάλ’.

Του παπά απ’ τον Κάσπακα κφων’ σα ντον ασφάλαγκα.

Του παπά απ’ το Πουρπούλ’ ξεγλιστράει σαν το γούλ’.

Του παπά απ’ τη Γκηρνίδα σα δυο οκαδιώ σφυρίδα.

 

Δεν είμαι από αυτούς που κοκκινίζ’νε διαβάζοντας για μνια και μπούτσαρους, απλά θεωρώ πως θα ήταν καλύτερο το αποτέλεσμα αν ο συγγραφέας είχε κάνει ένα μικρό ξεσκαρτάρισμα στις ρίμες που δημοσιεύει στο βιβλίο, διότι σε κάποιες περιπτώσεις επαναλαμβάνεται το ίδιο και το ίδιο στυλ, οπότε λείπει η έκπληξη και η πρωτοτυπία. Η αλήθεια είναι πως στο γραπτό λόγο χάνεται αρκετά ο αυθορμητισμός και η χάρη της λημνιάς γλώσσας, σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα οι στίχοι είναι δυσνόητοι και πρέπει να ξαναδιαβαστούν δυο και τρεις φορές για να πετύχει κανείς το ρυθμό τους. Από την άλλη, αυτό αποτελεί κι ένα είδος εξάσκησης.

Εν κατακλείδι, στην έκδοση αυτή ο Τραγάρας διασκεδάζει σαν έφηβος που σκαρφίζεται ‘σόκιν’ στιχάκια, τα οποία απαγγέλει σε μια εύθυμη, φιλική συντροφιά.


«ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ (Σκέψεις και λέξεις)», εκδόσεις ‘Αγιαρμόλας’ 2021, σελ. 240.

Άλλο ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 2021 αλλά στην αγορά κυκλοφόρησε τον Μάρτη του 2022. Ο συγγραφικός οίστρος του αστείρευτου δημιουργού, σε συνδυασμό με την αγωνία να μη μείνουν τα έργα του ανέκδοτα σε κάποιο συρτάρι ή χαμένα στο λαβύρινθο του διαδικτύου, τον οδήγησε σε ένα μπαράζ εκδόσεων, με το «Εκ βαθέων» να είναι το τέταρτο βιβλίο που είδε το φως μέσα στο 2021 και το έκτο έργο του (από τα οποία, το ένα είναι τετράτομο!) σε μια διετία. Όταν το παρέλαβα, του έγραψα με εύθυμη διάθεση, χρησιμοποιώντας ιατρική ορολογία:

«Έλαβα και οφείλω, Σταύρο. Να σου ζήσει! Εξ όψεως καλόν, ευειδές και ροδόχρουν. Μακροσκοπικώς υγιέστατον. Οριστική διάγνωσις μετά τα αποτελέσματα των κλινικών εξετάσεων».

Ιδού λοιπόν το αποτέλεσμα της κλινικής εξέτασης.

Στο τελευταίο αυτό δημιούργημα ο Τραγάρας συγκέντρωσε σε έναν τόμο εκατοντάδες μικρά κείμενα, γύρω στα 580 τα υπολόγισα σε μια βιαστική καταμέτρηση, τα οποία υπήρχαν διασκορπισμένα ‘τήδε κακείσε’ και τα οποία είχε δημοσιεύσει σε έντυπα ή είχε αναρτήσει στο διαδίκτυο με διάφορες αφορμές. Όπως γράφει στον πρόλογο, πρόκειται για «σύντομα ως επί το πλείστον σχόλια, που έγραψα σε διάστημα είκοσι ετών περίπου, που αφορούν την τρέχουσα, για τη στιγμή που γράφτηκαν, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Επίσης κείμενα για κάτι που κέντρισε το ενδιαφέρον μου. Πολλά σχόλια είναι λημνιακού ενδιαφέροντος, και έχουν την αφετηρία τους στην αγροβουκολική περίοδο της Λήμνου, κυρίως μνήμες από την παιδική μου ηλικία».

Στα κειμενάκια αυτά πιάνεται από σύγχρονα συμβάντα και καθώς τα σχολιάζει, ανασύρει μνήμες από το υποσυνείδητο. Είμαστε, διότι κι εγώ της ίδιας γενιάς είμαι, στην ηλικία που η μνήμη επιστρέφει στα περασμένα και πασχίζει να εντοπίσει και να συγκρατήσει την βαθύτερη ουσία της βιωτής, την αλήθεια κι όχι την επιφάνεια των πραγμάτων. Ο Τραγάρας βυθίζεται κι αναπολεί γεγονότα και καταστάσεις περασμένων εποχών, άλλοτε με χιούμορ, συχνά αυτοσαρκαστικό, άλλοτε με διάθεση απολογητική, άλλοτε επιθετική, συχνά με ύφος νοσταλγικό, κάποιες φορές διδακτικό, μα σε γενικές γραμμές αυθόρμητο και ειλικρινές.

Ο τίτλος «Εκ βαθέων» προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό τα περιεχόμενα και το ύφος των κειμένων. Θεωρώ πως αποτελούν μια μορφή αυτοβιογραφίας του Σταύρου Τραγάρα, «ένα μυστικό ημερολόγιο», όπως γράφει ο ίδιος. Επιλέγει ψήγματα από παλιά του δημοσιεύματα, με τα οποία συνθέτει τον καμβά που θεωρεί πως απεικονίζει το δικό του εσωτερικό σύμπαν. Παρουσιάζει το ‘είναι’ του μέσα από το ‘φαίνεσθαι’. Στην ουσία με το βιβλίο θέλει να δείξει ‘τις εστί Τραγάρας’ ως χαρακτήρας και ως προσωπικότητα, πόθεν έρχεται και πώς πορεύτηκε στη ζωή. Το εξέδωσε ως παρακαταθήκη.

Δεν είναι τυχαίο πως το αφιερώνει στους δικούς του ανθρώπους:

«Στη γυναίκα μου Ευτυχία. Στα παιδιά μου, Αρετή, Νίκο, Αγγελική. Στα εγγόνια μου Σταυριάνα, Βικτώρια. Σ’ αυτούς που αγαπώ. Σ’ αυτούς που με αγαπούν».

Δεν είναι τυχαίο πως αμφιταλαντεύεται αλλά τελικά δημοσιεύει το κείμενο «Η Σταυριάνα» (σ. 198-199) για την εγγονή του: «…το άφησα με την ελπίδα να το δει κάποτε η εγγονούλα μου Σταυριάνα, όταν εγώ δεν θα υπάρχω πια. Γεια σου Σταυριάνα».

Το σύμπαν του Σταύρου Τραγάρα κυριαρχείται από την Ατσική της παιδικής και της νεανικής ηλικίας. Και είναι λογικό, αφού η παιδική ηλικία ως εξιδανικευμένη πατρίδα, αποτελεί για κάθε άνθρωπο το πλέον ασφαλές καταφύγιο. Στη δεξαμενή της παιδικής μνήμης έχει αποθηκευτεί κάθε εμπειρία, ευχάριστη ή δυσάρεστη. Προϊόντος του χρόνου επανέρχεται ανεξέλεγκτα και κυριαρχεί, με αποτέλεσμα όλος ο υπόλοιπος χωροχρόνος σταδιακά να συρρικνώνεται και να καταλαμβάνει όλο και πιο μικρό τμήμα του εσωτερικού σύμπαντος. Δεν είναι παράξενο, επομένως, που η Ατσική κυριαρχεί στο έργο του Τραγάρα, από την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Λήμνος» ως το πρόσφατο «Εκ βαθέων».

Δεν είναι παράξενο πως στο «Εκ βαθέων» η Ατσική και η Λήμνος έχουν τον πρώτο λόγο: οι γονείς, τα αδέρφια, οι παππούδες, οι παιδικοί φίλοι, η γειτονιά, το σχολείο, οι αγωνίες, ο κάματος στα χωράφια, η πάλη με την ανέχεια, χαρούμενες και δυσάρεστες στιγμές αναδύονται και πλημμυρίζουν τα γραπτά του. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, πως από τα γεγονότα της μεταλημνιακής ζωής του, τα οποία παραθέτει και σχολιάζει, τα περισσότερα περιστρέφονται γύρω από την ενασχόληση του με το αγρόκτημά του στην Οινόη.

Αν έχουν κάποια γενικότερη αξία τα γραφόμενα του Τραγάρα, είναι διότι έχει την ικανότητα να διευρύνει το προσωπικό βίωμα, να το μεγεθύνει και μέσα από αυτό να παρουσιάζει την τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα. Απομονώνω κάποιες φράσεις που φανερώνουν τις βαθύτερες σκέψεις κι αντιλήψεις του, τη θυμοσοφία, τις εμμονές του αλλά και το θάρρος να κάνει την αυτοκριτική του:

«Και για να είμαι καθαρός: Ό,τι κι αν κάνουν, ό,τι υπερβολές κι αν μετέλθουν οι αγρότες, εγώ είμαι και θα είμαι με το μέρος τους» (σ. 29).

«Καλό το νερό, καλύτερη η σαμπάνια. Άλλαξε λέει ο ορισμός του αλκοολικού, αλκοολικός είναι κάποιος που πίνει περισσότερο απ’ το γιατρό του. Η λύση είναι να βρεις έναν μπεκρή γιατρό» (σ. 32)

«Απορώ κι εγώ με τον εαυτό μου. Πώς γίνεται να είμαι με την Ευρώπη και τους Ευρωπαίους, ενώ είμαι εκατό τοις εκατό ανατολίτης. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου» (σ. 36).

«Ο κ. Τσίπρας θα παραλάβει [στο Παρίσι] το Βραβείο Πολιτικού Σθένους, Prix du Courage. Στα Λημνιά ‘‘πρι του κουράντζ’’, θα πει ο πόρδος του κουραδιού…» (σ. 37).

«Κάποτε σαν φοιτητής δεχόμουν πολύ φόρτσες παρατηρήσεις από ένα συνάδελφο, το Βασίλη, γιατί διάβαζα τον αστικό τύπο, και καλά, δηλαδή την Ελευθεροτυπία, ενώ αυτός διάβαζε το Ριζοσπάστη… Όταν αναζητήσαμε εργασία σε αγροτικό ιατρείο… όλα τα αγροτικά ιατρεία τα μοίραζε ο συχωρεμένος βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, ο Γαλενιανός… ο συνάδελφος ο Βασίλης πήγε και υπέβαλε τα σέβη του και διάλεξε το καλύτερο, την Πόμπια Ηρακλείου, ενώ εγώ που διάβαζα τον αστικό τύπο, πήγα σε ένα κορακοχώρι που δεν το ήθελε κανένας» (σ. 39).

«Ο λαός δεν εκτιμά ούτε το θάρρος, ούτε θέλει την αλήθεια. Εκτιμά μόνο το κέρδος, ασχέτως αν είναι δίκαιο ή άδικο, νόμιμο ή παράνομο. Και θέλει το ψεύδος που θα του χαϊδεύει τ’ αυτιά» (σ. 41).

«Η προσωπική μου γνώμη, αν τη χρειάζεται κάποιος, είναι ότι κανένα Μπρέξιτ δεν θα γίνει*… Ήδη στήνεται το σκηνικό για να απεμπλακούν οι Βρετανοί και οι Ευρωπαίοι απ’ τη μαλακία του Κάμερον με το δημοψήφισμα της κακής ώρας...

*Σταύρο χάσαμε» (σ. 51, ο αστερίσκος ως αυτοκριτική στο αρχικό σχόλιο).

Και σε άλλα κείμενα, όταν οι εκτιμήσεις του αποδείχθηκαν λανθασμένες, δεν διστάζει να το παραδεχτεί επισημαίνοντας το λάθος με έναν αστερίσκο, όπως στο «Βανδαλισμοί Ατσικής», στο οποίο διατυπώνει τις υποψίες του για τους πιθανούς ενόχους, ενώ τελικά άλλος είχε κάνει τη λαδιά:

*«Σας άρεσε το κείμενο; Καλό, ε; Τέτοιοι μούσκαροι σαν κι εμένα είσαστε και σεις. Ε, λοιπόν έμαθα ποιος το κατέστρεψε. Ήταν ο εργολάβος του έργου που έμενε απλήρωτος για χρόνια…» (σ. 54).

«Είχαμε ένα ωραίο τύπο στο χωριό μου, το Νίκο τον Κιουρανάκη… που έλεγε αστειευόμενος: Κάτσε καλά, να μη σε δώκω καμιά και φάγω πεντέξ’. Προφανώς αυτό λέει κι ο Βαρουφάκης στο Σόιμπλε» (σ. 51).

 

 «Κι όλοι να φύγουν απ’ το μαγαζί εγώ δεν πρόκειται, μακάρι να παραμείνω ο τελευταίος Πασόκος επί της γης» (σ. 52). [Στις φωτογραφίες με το Ν. Σηφουνάκη και τον Δημ. Βουνάτσο]

«Οι πολυτονικές εκδόσεις, είτε με βαρείες είτε όχι, είναι σαν την μαντάμ Ορτάνς, λίγο πριν πεθάνει» (σ. 84).

«Η μάνα μου ήταν ουδέτερη θρησκευτικώς, αλλά μόλις χάθηκε το αδερφάκι μου ο Βασίλης σε ναυάγιο, έγινε ψιλοθεούσα. Το ίδιο και η ξαδέρφη μου, η Κατερίνα, σκοτώθηκε ο γιος της με μηχανάκι κι αυτή έχτισε εκκλησία. Ο άνθρωπος τελικά είναι πολύ αδύναμος. Με είχε απασχολήσει αυτό με τη μάνα μου… Τελικά κατάλαβα ότι το έκανε όχι γι’ αυτήν, αλλά για τον αδελφό μου. Με την πίστη της τον ζωντάνευε, σ’ έναν άλλο κόσμο.

Στη δουλειά μου έχω δει χιλιάδες θανάτους. Σχεδόν κανείς που έχει επίγνωση δεν μένει άφοβος. Ρώτησα μια φορά τον πατέρα μου, λίγους μήνες πριν πεθάνει, αν φοβάται τον θάνατο κι αν πιστεύει ότι υπάρχει θεός. Το θάνατο τον φοβάμαι και τον τρέμω. Και θεός υπάρχει, είναι φτιαχτός, αφού εμείς τον δημιουργήσαμε. Είναι σα να μου λες, αν πιστεύω ότι υπάρχεις εσύ, που σε δημιούργησα εγώ…

Προσωπικά, τώρα που μπήκα στον τελευταίο γύρο, ένα πράγμα θέλω, να μην πέσω σε αδυναμία και ξεφτιλιστώ στα γεράματα, με παραμύθια για παιδιά. Κρατώ όμως μικρό καλάθι, γιατί έχουν δει πολλά τα μάτια μου, πολλές ανατροπές που λένε, και από παλικάρια» (σ. 95).

«Ο πατέρας μου, τέρας εργατικότητας, έλεγε ‘‘εργασία και χαρά’’ κάπως ειρωνικά… Έλεγε κι άλλη μια τροποποιημένη παροιμία: ‘‘Η δλεια δε νέναι αντροπή, αντροπή έναι να δλευς και να μη σε πληρών.νε’’. Στο τέλος κι αυτός εργαζόταν και εθελοντικά, και αμισθί, και μόνο για τη χαρά της εργασίας . Δε βαριέσαι, αλάβερσιν...

Σε όλη μου τη ζωή άκουγα το ρητό της Παλαιάς Διαθήκης: ‘‘Με τον ιδρώτα του προσώπου σου να τρως το ψωμί σου’’. Μόλις αντιλήφθηκα ότι οι περισσότεροι τρώνε τον άμπακο, κι όχι μόνο τον άρτον τους, με τον ιδρώτα των άλλων, ήταν πλέον αργά, και ο ιδρώτας μου και τα ψωμιά μου είχαν τελειώσει» (σ. 97-98).

«Ακόμα και με το έσχατο σημείο αυτοσεβασμού στο οποίο είχα φτάσει μερικές φορές λόγω του καπνίσματος, μα την Παναγία, προτιμούσα να καπνίζω, παρά να ανέχομαι κάτι κρυόκωλους υγιεινιστές, να μου κάνουν κατήχηση και να στραβώνουν τα μούτρα τους σαν να βλέπουν κανένα βδέλυγμα. Οι καπνιστές που γνωρίζουν τον κίνδυνο είναι τραγικοί ήρωες και τους πρέπει σεβασμός» (σ. 99).

«Το τσιγάρο πέραν του εθισμού πρέπει να προκαλεί και ψυχική νόσο, είμαι βέβαιος. Μόνο να σας πω ότι ως καπνιστής βρογχοσκοπούσα ασθενή, έβλεπα τον καρκίνο στο βρόγχο, έπαιρνα βιοψία και περιμένοντας τον επόμενο για βρογχοσκόπηση, πήγαινα δίπλα σε ένα δωματιάκι και άναβα τσιγαριά. Αν αυτό δεν είναι ψυχοπάθεια, τότε τι είναι» (σελ. 117).

«Μυλόπετρες. Αυτές άλεθαν το σιτάρι το Λημνιό και μας τάιζαν με κείνο το μαύρο θεσπέσιο ψωμί, που τότε δεν μας άρεσε και τόσο. Θέλαμε το άσπρο, το χάσκο, τη φούσκα. Μέχρι που τσατίστηκαν κι αυτές και μας παράτησαν. Τώρα τρέχουμε να το βρούμε εκείνο το ψωμί στα περίχωρα της Αθήνας, αλλά ψωμί τέτοιο δεν είναι. Κι αυτές εκεί, όρθιες με τα ανοιχτά μάτια τους να βλέπουν την κατάντια μας. Και την αγνωμοσύνη μας. Ερινύες αλύπητες, μας φωνάζουν το σιωπηλό ‘‘άει σιχτίρ’’ τους. Και καλά μας κάνουν» (σ. 140).

Μερικά είναι κείμενα υψηλής λογοτεχνίας. Επιλέγω δύο-τρία που μου άρεσαν. Το πρώτο έχει τίτλο «Τα κούτσουρα» (σελ. 121-122):

«Εκεί στην άκρη-άκρη για να φυλάν το μονοπάτι. Κούτσουρα καλά στοιχειά, ξύλα ‘‘λαλούσης Δωδωναίας δρυός’’ κι ας είναι από αγριαχλαδιά. Στο δρόμο για τη Σμούλα, περνώντας απ’ τη μάντρα του Παλογάρα. Στα φιλιά χαδιάρικων ανέμων και στην προσευχή σιγανής βροχής εκτεθειμένα. Για να ξαποσταίνει πάνω τους ο σκαφτιάς του αμπελιού παραδίπλα, και να ξαφνιάζεται πάνω τους το βλέμμα απρόσεχτου στρατοκόπου. Εκεί θα γίνουν σιγά-σιγά, μετά από χρόνια, ένα με τη μάνα τους τη γη, στέλνοντας το προαιώνιο σοφό μήνυμα στους ανθρώπους. Σύμβολα μιας φυγής πάνω στο χρόνο, όχι, αυτά δεν θα καταλήξουν σε κάποια ξυλόσομπα».

Το δεύτερο έχει τίτλο «Μνήμες» (σελ. 144-145):

«Οι αναμνήσεις της αγροτοβουκολικής εποχής, που μου έρχονται συχνότερα τώρα τελευταία, αυτές οι αναμνήσεις, μπορεί να φαίνονται περιστατικά παιδικής ηλικίας, που συμβαίνουν σε μια φτωχή βαλκανική χώρα μιας περασμένης εποχής, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ χρωματισμένες σουρεαλιστικές σκηνές με ένα τεράστιο μυθικό φορτίο.

Είναι σκηνές ενός ποιητικού και ονειρικού τοπίου, που δείχνουν ότι ο προνομιούχος που τις κατέχει εκεί βαθιά στο υποσυνείδητό του και τις αναπαράγει μετά από μισό αιώνα και βάλε, είναι ένας άνθρωπος πού τυχερός και πλούσιος, με αντένες τεράστιας ισχύος, ένας προικισμένος εκ θεού άνθρωπος, ένας ασύνειδος δέκτης-καταγραφέας (κι όχι ασυνείδητος) πλην βαθύτατος μελετητής της ψυχής των ανθρώπων, που αυτό το λεγόμενο θαύμα της ζωής το, έζησε και το ζει όχι ξώφαλτσα, αλλά με πλήρη συναισθηματική, νοητική και ψυχική εμπλοκή, ρουφώντας το ως το τελευταίο του μεδούλι...

Κάθομαι τώρα τρεισήμισι τα ξημερώματα και γράφω αυτά, έμπλεος από μια μυσταγωγική μέθεξη. Είναι όπως στις κηδείες που κλαίνε όλοι, αν και δεν γνωρίζουν όλοι το νεκρό, απλώς ο καθένας είναι στην ευκαιρία να κλάψει τους δικούς του νεκρούς. Έβαλα να πιω λίγο ουίσκι, καπνίζω στο μπαλκόνι ένα τσιγάρο, το κρύο με περονιάζει, αλλά εγώ έχω στα μάτια μου δάκρυα χαράς.

Μια αστραπή ξύπνησε τους δικούς μου νεκρούς, που ήρθαν νέοι και ωραίοι και μου κάνουν παρέα σ’ αυτή την πεζότητα της καθημερινής βιωτής. Αυτές οι μνήμες είναι τα ιερά όπλα μας που ήταν θαμμένα. Η μνήμη είναι που μας κάνει ανθρώπους. ευτυχώς. Αλλά το να θυμόμαστε το παρελθόν σημαίνει ότι βιώνουμε ταυτόχρονα και την απώλειά του. Δυστυχώς».

Τρίτο το «Ένα παιδί με κοντά παντελονάκια» (σελ. 173):

«Η πραγματικότητα είναι ένα παιδί με κοντά παντελονάκια κρυμμένο πίσω από ένα ξεροτρόχαλο ντουβάρι, που σημαδεύει με το καλαμένιο όπλο του κάτι οδηγούς βέσπας. Οι ωραίοι και οι σπάνιοι έκαναν μεταβολή μαρς οικειοθελώς και ευχαρίστως. Οι αυθεντικοί δεν έχουν την επίγνωση, άσε που τους αρέζει να βόσκουν πρόβατα στις ρίζες των βουνών και να πίνουν στο καταμεσήμερο κάτι μικρές μπύρες Άργκους. Οι χαμένοι γλύτωσαν και οι ευρισκόμενοι γίνονται βρισκάμενοι εν τη ροή της παρακμής. Καλώς σας ορίζουμε αρχόντισσες και ευχαριστούμε για τα δώρα της Λαμπρής».

Πρόκειται για μια πραγματικά «Εκ βαθέων» εξομολόγηση του Σταύρου Τραγάρα, στην οποία οδηγείται ενώ τον κατακλύζουν οι μνήμες μιας ολόκληρης ζωής. Δεν ξέρω αν στο μυαλό του υπάρχουν σχέδια και σκέψεις να εκδώσει κάτι ακόμα. Βρίσκεται στην ηλικία της ώριμης δημιουργίας, οπότε μπορεί ακόμα πολλά να προσφέρει. Νομίζω, πως μετά τα τραγδέλια και τα ματσμάνικα αξίζει να επιστρέψει στην ποίηση. Μας χρωστάει μια ώριμη ποιητική συλλογή· τουλάχιστον μία.

Όπως και να ’χει, εγώ θεώρησα χρέος μου να μνημονεύσω το έργο του, να τονίσω τη μεγάλη συνεισφορά του στον πολιτισμό (για την ιατρική προσφορά του ας μιλήσουν άλλοι), πριν «ξεμποστανίσει», όπως γράφει σε ένα κείμενό του στο οποίο μνημονεύει τους προγόνους του.

 

Θοδωρής Μπελίτσος, Φλεβάρης-Μάρτης 2022

 

Πηγές

Βασική πηγή για τη σύνθεση του άρθρου υπήρξαν τα βιβλία του συγγραφέα και οι αναρτήσεις του στους παρακάτω ιστότοπους και ιστολόγια:

Σύλλογος Ατσικιωτών.

Σύλλογος Ατσικιωτών, Μικρασία.

Σταύρος Τραγάρας.

Στ. Τραγάρας ποίηση.

Στ. Τραγάρας εικαστικά.

Θ. Μπελίτσος: Ο Σταύρος Τραγάρας και τα Χουρκούδια.


 ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://belitsosquarks.blogspot.com/








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου