Λουί Αραγκόν ( 3 Οκτωβρίου 1897 - 24 Δεκεμβρίου 1982)

 

Ο Λουί Αραγκόν (Louis Aragon, Παρίσι, 3 Οκτωβρίου 1897 - Παρίσι, 24 Δεκεμβρίου 1982) ήταν Γάλλοςποιητής, μυθιστοριογραφός και δημοσιογράφος και για πολλά χρόνια μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Πήρε μέρος στο κίνημα του ντανταϊσμού ενώ αργότερα αποτέλεσε μαζί με τον Αντρέ Μπρετόνπρωτεργάτη του υπερρεαλισμού. Διετέλεσε εκδότης και τακτικός συνεργάτης των υπερρεαλιστικών περιοδικών Litterature και La Revolution Surrealiste.

Έργα

Εκδόσεις έργων του Αραγκόν στα ελληνικά

Μυθιστορήματα

Anicet ou le Panorama (Ανισέ ή το πανόραμα), 1921
Les Aventures de Télémaque (Οι Περιπέτειες του Τηλέμαχου), 1922
Le Paysan de Paris (Ο Παριζιάνος χωρικός), 1926
Les Cloches de Bâle (Οι καμπάνες της Βασιλείας), 1934 ― ελλην.μετάφρ.Γ.Παπακυριάκης, "ΟΔΥΣΣΕΑΣ"
Les Beaux Quartiers (Οι καλές συνοικίες), 1936 ― ελλην.μετάφρ. Μαν.Κορνήλιος, "ΟΔΥΣΣΕΑΣ"
Les Communistes (Οι Κομμουνιστές) (6 τόμοι), 1949-1951 & 1966-1967
Blanche ou l'oubli (Μπλάνς ή η Λησμονιά), 1967

Ποίηση

Les Yeux d'Elsa (Τα μάτια της Έλσας), 1942 ― ελλην.μετάφρ. Αλέξ. Μπάρας, "ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ"

Δοκίμια

Περί του ύφους, 1928


André Breton et Louis Aragon

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 



Ύπνος βαρύς σαν μόλυβδος

στον Philippe Soupault

Ο αγουροξυπνημένος κοιμώμενος ατενίζει τη ζωή με μάτια μικρού παιδιού
Κοιμώμενε πιο σύννεφο σκιάζει το γαλάζιο του μετώπου σου
Ο άνθρωπος κουνάει ένα κεφάλι πιο βαρύ κι από την καταιγίδα
Θα ήθελε να παίξει στις τέσσερις γωνιές μα δεν μπορεί Είν’ ολομόναχος
Η σφαίρα του ήλιου ματαίως του δίνεται
Ματαίως τα γείσα των γεφυρών
Ματαίως
Ο Ερρίκος ο Δ΄ τον προσκαλεί σ’ ένα παιχνίδι κυνηγητό
Ο κόσμος κυλά κατ’ απ’ τα πόδια του και δίπλα του οι περαστικοί έχουν πάντα το ίδιο πρόσωπο
Οι πιο βιαστικοί μοιάζουν πιο νέοι κι οι πιο ηλικιωμένοι βαριούνται τη ζωή τους(2)
Βλέποντας την δεν θα πιστεύαμε πως η πόλη δεν είναι από χαρτόνι ούτε πως τα βράδυα
Ψεύτικη σαν τις κόρες των ματιών των γυναικών και των επιστήθιων φίλων
Τι κινδύνους διατρέχω Ακίνητος στο παραπέτο του σύμπαντος
Αν ήταν να χαθώ σ’ αυτή τη δαγεροτυπία η όψη των σπιτιών στις οχτώ η ώρα θερινή
Ο ίλιγγος η διακόσμηση γίνονται το πρόσωπο της ζωής
Το πρόσωπο της κόρης εκείνης που τόσο αγάπησα
Για τις παλάμες της τα μάτια της και την ηλιθιότητα της
Πόσο ψευδόσουν υπέροχα τοπίο του έρωτα
Κι εκείνη η μικρή σπηλιά στο κούφωμα των ώμων σου
Και τ’ ανατριχιάσματα που κυλούσαν σαν τις σταγόνες στο πρόσωπο μου
Οργή οργή μα τραγουδούσες με χαμηλή φωνή σαν να ‘σουν η πιο αθώα στη γη
Και δεν έβρισκες παρά σύμφωνα κουφά
Ήχοι τραβηγμένοι από το αίμα για να ονοματίσουν τα χείλη τα χάδια
Ό,τι χόρευε ανάμεσα σε δυο σώματα η φλόγα της επιθυμίας κερί
Το βούισμα των μυγών στα φρούτα είμαι εγώ
Κι όταν αφηνόμουν ελεύθερος άφηνες με νόημα το μπράτσο σου να κρέμεται ώριμο
Μπορεί δίχως κόπο να νυστάζει
Δεν είναι νεκρό Κινείται σ’ έναν κόσμο πιο ελαστικό
Μη μου μιλάτε για το φως του ήλιου
Προσμένω την κόρη της ανάμνησης να ξαναγεννηθεί
Τρύπα φρικτή στη μνήμη
Μια λίμνη που μπορεί κανείς να δει ανθρώπους να πνίγονται να καταβυθίζονται να κρατούν από την ασφυξία το λαιμό τους αλλά να μην μπορούν να πιουν ούτε μια γουλιά νερό
Καμία μεταμέλεια δεν δύναται να σε ξυπνήσει
Κι αισθάνεσαι το κρεβάτι κάτω από τους νεφρούς σου
Ίσαμε και το έσχατο τούτο στήριγμα να κατακρημνιστεί και να κατρακυλήσεις στο κενό
Σε μια χώρα του ονείρου υπόγεια
Ξαναπέφτω λοιπόν κι εγώ στα παιδικά μου χρόνια
Τα βιβλία είναι ακόμα πορφυρά και επίχρυσα
Δεν υπάρχει παρά μονάχα μία γραμμή για το μέλλον
Εκεί ανάμεσα στ’ αναρριχητικά φυτά δασών οικείων
Ανάβαμε φωτιές με σπασμένα κλαδιά ξερά κι η πυξίδα έδειχνε ακόμα το Βορρά
Αρκεί οι βαστάζοι να μην εξεγείρονταν
Αρκεί οι κοιμώμενοι να μην ξυπνούσαν
Σώμα μου σε φωνάζω μ’ ένα όνομα που τα χείλη έχουνε λησμονήσει από την πρώτη μέρα της δημιουργίας
Το σώμα μου το σώμα μου είν’ ένας κόκκινος χορός είν’ ένα μαυσωλείο μια πιστολιά στα περιστέρια πίδακας πυρετός
Ποτέ ξανά δεν θα τραβήξω τον νέον αυτόν από την αγκαλιά του δάσους.
Από τη συλλογή "Η αέναη κίνηση(1)"
(1925)
Μετάφραση Ζ. Δ. Αϊναλής


https://www.vakxikon.gr/



Οι ποιητές
(Αποσπάσματα)
Λόγια σε πρώτο πρόσωπο
Δεν υπάρχει σπιθαμή
από τη σάρκα μου
ή την ψυχή μου
πού να μη φέρνει
το σημάδι μιας ουλής
τη θύμηση μιας πληγής˙
Η θάλασσα στα μάκρη της
έκανε δίχως οίκτο την καρδιά μου
ένα καρούλι.
Τρίζει μέσα μου αυτή η καρδιά
σαν πόρτα.
Το σώμα μου θυμάται στο πετσί του
όλες τις πληγές των χρόνων.
Κρατώ ό,τι πρέπει ατόφιο
ίσαμε να χαθώ
και με το να κρατάς σφιχτά τον κόσμο
δεν είσαι παρά μια πληγή
το ξεθωριασμένο παλιόδερμα
ενός βρωμοταμπούρλου.
Για να θριαμβεύσω πάνω στη δοκιμασία
βουτηγμένος ζωντανός σε καυτό λάδι
δεν μού χρειάστηκε να περιμένω
τα χρόνια του Διοκλητιανού.
Ρίχτηκα με φυσικότητα στα θηρία,
είναι ένα πανάρχαιο παιχνίδι,
κάτω απʼ τα νύχια τους
άνθρωποι πού τραγουδάνε.
Είμαι ο γέροντας της Πάτμου
την επαύριο των διωγμών
ο πού κουρνιάζει στο βάθος σπηλιάς
έχοντας ο ουρανός μια σχισμή
σαν γυναικείο αιδοίο
και η μέρα του ξεπροβάλει
από τούτη την χοάνη
ο αγέρας από δώ
φυσάει το πάθος του.
Για να ʼρθω δώ
πού βρίσκομαι
τα πόδια γδέρνονται
στις πέτρες του αναχώματος.
Αυτοί πούʼ ναι απέξω
δεν το αποκοτούν
έχουν αλλιώτικες έγνοιες
πάνε κάθε της νύχτας
να σηκώσουν τα δίχτυα τους
βλέπω να γλιστρούν από δω,
μακριά στα νερά
οι βάρκες και οι πυρσοί τους.
Είναι λοιπόν πρωί-πρωί
στις αμμουδιές
πού χτυπούν τα πουλιά
πού ακούω να πέφτουν
χτυπημένα τα φτερά
με το άγγιγμα του βέλους.
Άλλοι πού δε ζουν
με το κυνήγι ή το ψάρεμα
υφαίνουν μαλλί
και πλέκουν καλάμια.
Αθώο αρχιπέλαγος
πώς να ζήσεις και να πεθάνεις
στην ευκρίνεια των σημάτων.
Τοπίο στην λεπτομέρεια
κάτω από τις καρτερικές οπλές
περαστικών κοπαδιών
όπου τίποτα δεν μπορεί να περιμένει
παρά την ώχρα του ουρανού
και την αγρανάπαυση
ενός πελώριου ροδώνα
στα δυτικά.
Από το ανέκδοτο στην Ελλάδα ποιητικό έργο του Λουί Αραγκόν, διάλεξα να μεταφράσω αποσπάσματα από τους «Ποιητές» (Les poètes, 1960) όπως βρίσκεται στην ανθολόγηση με τίτλο ARAGON του Ζορζ Σαντούλ για την σειρά Poètes dʼ aujourdʼ hui των εκδόσεων Seghers (Paris, 1967).Στάθης Λειβαδάς
Πάτρα, Σεπτέμβρης 2014
μτφρ:Στάθης Λειβαδάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου